Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2021

H IΔΕΑ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ ΜΕΤΑΞΥ ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ (15)

 Συνέχεια από  Τρίτη, 31 Αυγούστου  2021

                           HANSGEORG GADAMER 

(DIE IDEE DES GUTEN ZWISCHEN PLATO UND ARISTOTELES)  

Η ΙΔΕΑ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ  ΜΕΤΑΞΥ  ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΚΑΙ  ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ 

ΙΙΙ.  Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ ΣΤΟΝ ΦΙΛΗΒΟ 

                                           ( 3η συνέχεια )    

     Αναγνωρίζουμε τώρα την πραγματική σημασία τής «μυστηριώδους» εκείνης διδασκαλίας για τα τέσσερα γένη. Πρόκειται ολοφάνερα για μια περαιτέρω διαμόρφωση της πυθαγόρειας «αντιθετικής» διδασκαλίας περί «Πέρατος» και «Απείρου», και ως τέτοια Διδασκαλία εισάγεται κι εδώ. Το καινούργιο είναι όμως ακριβώς, ότι ο Πλάτων δεν είναι απλώς ένας Πυθαγόρειος, αλλά διακρίνει σαφώς τον «νοητικό κόσμο» τών αριθμών και των μαθηματικών σχέσεων από αυτό που υφίσταται στη συγκεκριμένη, εμφανιζόμενη πραγματικότητα, την οποία και ονομάζει Γένεση. Η οποία δεν είναι πλέον κάποια ιδεολογική ταυτοποίηση του Είναι. «Υπάρχει» (δηλ.) η πραγματικότητα ως το ανάμεικτο εκ Πέρατος και Απείρου γένος, όπως ακριβώς υπάρχει το όριο και το απεριόριστο (και μια αιτία, αναγκαίως, γι’ αυτό το τρίτο Γένος). Σ’ αυτό (λοιπόν) το ανάμεικτο γένος τού «πραγματικού» δεν εμφανίζονται μόνον η ηδονή και η λύπη (31c), αλλά μπορεί να αναζητηθή εκεί, όπως τονίζεται σε ένα κρίσιμο σημείο, και το Αγαθό (61b5). Αυτό που συζητείται βέβαια εδώ δεν είναι παρά το Αγαθό στην ανθρώπινη ζωή, πιστοποιείται όμως, στο 31c10 π.χ., με την υπενθύμιση της υγείας και της αρμονίας και της κοσμικής τους διάστασης, ότι πρόκειται επίσης για το Αγαθό στην Πολιτεία και τον Κόσμο. Η διδασκαλία για τα τέσσερα γένη αποδεικνύεται έτσι ως η οντολογική προετοιμασία και προϋπόθεση του «ζητήματος» που συζητείται στον Φίληβο. Μόνον όταν το «μείγμα» δεν θεωρείται πια ως ελάττωση και «θόλωση» αυτού που είναι καθαρό, αληθινό και αμιγές, αλλά ως ένα ιδιαίτερο γένος, αποτελεί (μπορεί να αποτελέση) τον τόπο «υπαρξιακής» αντίληψης του ίδιου του Αγαθού και Αληθούς. Έτσι εμφανίζεται και η μεταφορά τού «φίλτρου τής ζωής», προετοιμαζόμενη οντολογικά με τη διάκριση των τεσσάρων γενών τού Είναι.

       Οι συνέπειες αυτής τής διδασκαλίας υπεισέρχονται βαθειά στην αντίστοιχη αντίληψη της πλατωνικής διαλεκτικής, του προβλήματος του χωρισμού και της μεθέξεως. Αν υφίστανται όρια και βεβαιότητα (ακρίβεια), τότε υφίσταται και ολόκληρη η νοητή διάσταση των Ιδεών τόσο λίγο για τον εαυτό της, όπως και τα συστατικά τού υπό ανάμειξη φίλτρου τής ζωής. Η δε διαλεκτική συνύπαρξή της με το αντίθετό της, το Άπειρον, σημαίνει, ότι αυτός ο νοητός κόσμος τών αριθμών και των καθαρών (αμιγών) σχέσεων δεν αποτελεί παρά μιαν αφηρημένη δύναμη του τρίτου, του ανάμεικτου (γένους) (εξ αμφοίν συμμισγόμενον, μεικτόν 23d1 = 25b5). Το ότι αυτή η ανάμεικτη από ηδονή και γνώση ζωή μας ανήκει στο τρίτο γένος, διαπιστώνεται σαφώς στο 27b. Κάτι που είναι βέβαια σχεδόν αυτονόητο. Στάθηκε δε τόσο πραγματικά δύσκολο να αντιληφθή (να εννοήση) αυτό το τρίτο γένος ο Πρώταρχος, επειδή το γένος αυτό υπάρχει παντού («σε τρόμαξε το πλήθος» 28c8). Πρόκειται για την αλήθεια του αυτονόητου, του αυτονόητου της συμμετοχής τού μεμονωμένου στο γενικό, την οποία και υποδηλώνει εδώ ο Πλάτων. Μετά από τις συγχύσεις μιας «παρηκμασμένης» στο μη-νόημα («άνευ νοήματος») διαλεκτικής τού ποιείν Ένα και Πολλά, το τρίτο γένος τού «ανάμεικτου» εμφανίζεται ως το «γιγνόμενο Είναι»  (γεγεννημένη ουσία – 27b8). Το ότι αποτελεί δε αυτό ένα ιδιαίτερο, και όχι παραγόμενο απ’ την «ιδεατή» αντίθεση πέρατος – απείρου «γένος», ένα ιδιαιτέρου δηλ. είδους Είναι, αυτό εκφράζεται με το (στο) τέταρτο γένος, της «αιτίας» τού μείγματος.

        Η αναπτυγμένη διδασκαλία για τις τέσσερις όψεις τού Είναι είναι μια καθολικο-οντολογική διδασκαλία, που σημαίνει ότι εκτείνεται πολύ πιο πέρα απ’ την ιδιαίτερη αφορμή τού ερωτήματος για το Αγαθό στην ανθρώπινη ζωή, περιλαμβάνοντας την Ολότητα (το Σύμπαν) και τη συγκρότησή της. Μπορούμε όμως να πούμε και περισσότερα: προσεγγίζουμε εδώ, περισσότερο από οπουδήποτε αλλού στο πλατωνικό διαλογικό έργο, την αριστοτελική παράπλευρη παράδοση για τις δυό «αρχές», του Ενός και της απροσδιόριστης διφυίας. Ακόμα και κάτι σαν φυσική επιστήμη, μια «ιδεατή» δηλ. επιστήμη αυτού που αποτελεί «γίγνεσθαι» κατά την ουσία του, εμφανίζεται τώρα από αυτήν την άποψη ως όχι πλέον εντελώς αδύνατη. Πρόκειται άλλωστε για ένα «γίγνεσθαι» προς το Είναι, ένα «γεγεννημένο» Είναι. Ενώ συμπεριλαμβάνεται και το σωκρατικό ερώτημα για το Αγαθό στην ανθρώπινη ζωή. Η φυσική και η ηθική μπορεί να εμφανίζονται, αδιαφοροποίητα ακόμα εδώ, ως απλές και μόνον «εφαρμογές» τής οντολογικής βασικής «σύλληψης» (αντίληψης) του Αγαθού, και οι εκφράσεις με τις οποίες περιγράφονται αυτές οι δυό εμφανίσεις τού Αγαθού μπορούν να ονομασθούν, απ’ τη σκοπιά τής αριστοτελικής εννοιολογικής τέχνης, μυθικές: ένας κόσμος, που η γένεση και η διά-ταξή του προέρχονται και χορηγούνται από έναν λογικόν «επιστάτη», και μια ανθρώπινη ζωή, την οποίαν ένας ιδανικός «οινοχόος» αναμιγνύει, με γνώση και εμπειρία, από τα συστατικά της σε «μεικτό φίλτρο», αυτά είναι μυθικές μεταφορές. Μου φαίνεται δε, πως η εννοιολογική τους μετατροπή συντελείται στην αριστοτελική φυσική και την αριστοτελική ηθική.

     Aν θεωρηθή το Αγαθό ως αιτία τής αγαθότητας κάθε μείγματος, που σημαίνει τελικά: κάθε πραγματικού (64d3), τότε το περίφημο Επέκεινα κάθε Είναι αποκτά μια καινούργια σημασία. Το Αγαθό δεν είναι πια τότε το «Ένα». Καθίσταται μάλλον σαφές στο ιδανικό τού «μείγματος» και αφορά σε τρεις δυνάμεις (συντρισί). Η δύναμη του Αγαθού έχει «φυγαδευτή» στη φύση τού Ωραίου, εφ’ όσον το μέτρο και η συμμετρία συνιστούν παντού την ωραιότητα και την αρετή (μετριότης γάρ καί συμμετρία, κάλλος δήπου καί αρετή πανταχού συμβαίνει γίγνεσθαι  64e6).

       Απέχουμε πολύ από μιαν αφηρημένη, διαλεκτική και μυστική διδασκαλία, εφ’ όσον λέγεται κατηγορηματικά, ότι όλοι οι άνθρωποι γνωρίζουν περί τίνος πρόκειται εδώ (64d7). Γι’ αυτό και δεν υπάρχει κανενός είδους «(καθ)οριστική ακρίβεια» σ’ αυτήν την περιγραφή. Η ωραιότητα, η συμμετρία ή μετριότητα και η αλήθεια παρουσιάζονται ως οι τρεις δομικές δυνάμεις τού Αγαθού, το οποίο εμφανίζεται ως το Ωραίο.

     Μπορούμε έτσι να αναγνωρίσουμε στην εσωτερική σχέση τού Αγαθού και του Ωραίου, που αναδεικνύεται τόσο εμφαντικά εδώ, μιαν «υπόδειξη», ότι «το Αγαθό», που είναι ταυτόχρονα «το Ωραίο», δεν υπάρχει κάπου οπουδήποτε για τον εαυτό του και καθ’ εαυτό και επέκεινα, αλλά σε όλα όσα (ανα)γνωρίζουμε ως ένα ωραίο «μείγμα». Κι αυτό το οποίο «επιδιώχθηκε» στην προοπτική τής Πολιτείας (ή τού Συμποσίου) ως το καθαρό, αμιγές Αγαθό ή Ωραίο «επέκεινα του Είναι», προσδιορίζεται εδώ ως η δομή τού ίδιου του «ανάμεικτου», και φαίνεται να συναντάται κάθε φορά στο συγκεκριμένο και μόνο αγαθό και ωραίο, και μάλιστα κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να αποτελή αυτή ακριβώς η ενότητα και διάρθρωση του «φαινομένου» την αγαθότητά του. 

       ( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια: