ΛΟΓΟΣ ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ
1. Το ότι δε η θεότης εγεννήθη μέσα εις την φύσιν ημών ευλόγως δεν θεωρείται καθόλου παράξενο από εκείνους οι οποίοι δεν κατανοούν μικροψύχως τα όντα. Διότι ποιος είναι τόσον νήπιος την ψυχήν, ώστε παρατηρώντας το παν να μη πιστεύει ότι εις το παν ευρίσκεται το θείον, και ενδύον μεν και περιέχον δε και εγκατεστημένον (εγκαθήμενον); Διότι τα πάντα εξαρτώνται από το ον, και δεν είναι δυνατόν να είναι (να υπάρχει) κάτι, εάν δεν έχει στερεωμένη την ύπαρξίν του (το είναι) μέσα εις το ον. Εάν λοιπόν εν αυτώ υπάρχουν τα πάντα και εις τα πάντα υπάρχη αυτός, τί είναι αυτό που ντρέπονται να δεχθούν στο μυστήριο της ενσαρκώσεως το οποίο διδάσκει ότι ο Θεός εγεννήθη μεταξύ των ανθρώπων, αυτός ο οποίος πιστεύεται ότι και τώρα δεν είναι έξω από τους ανθρώπους; Καθ’ όσον και αν ακόμη ο τρόπος της εν ημίν παρουσίας του Θεού δεν είναι ο ίδιος με τον εις εκείνον, πάλι το εν ημίν είναι και τώρα και τότε είναι εξ ίσου ομολογημένο.
2. Τώρα λοιπόν ο συγκρατών την φύσιν εις το είναι συνυπάρχει μαζί μας (εγκέκραται ημίν), ενώ τότε ηνώθη (κατεμίχθη) με την φύσιν μας ώστε αυτή διά της προς το θείον ενώσεως (επιμιξίας) να γίνεται θείον και ν’ απαλλαγεί από τον θάνατον και ν’ εξέλθει από την τυραννίαν του εχθρού. Διότι η επάνοδος εκείνου από τον θάνατον έγινε αρχή της επανόδου του θνητού γένους εις την αθάνατον ζωήν.
Το πρωτότυπο κείμενο
Κεφάλαιο 25
1. Τὸ δὲ ἐν τῇ φύσει γενέσθαι ἡμῶν τὴν θεότητα τοῖς μὴ λίαν μικροψύχως κατανοοῦσι τὰ ὄντα οὐδένα ἂν ἐκ τοῦ εὐλόγου ξενισμὸν ἐπαγάγοι. τίς γὰρ οὕτω νήπιος τὴν ψυχὴν ὡς εἰς τὸ πᾶν βλέπων μὴ ἐν παντὶ πιστεύειν εἶναι τὸ θεῖον, καὶ ἐνδυόμενον καὶ ἐμπεριέχον καὶ ἐγ καθήμενον; τοῦ γὰρ ὄντος ἐξῆπται τὰ ὄντα, καὶ οὐκ ἔνεστιν εἶναί τι μὴ ἐν τῷ ὄντι τὸ εἶναι ἔχον. εἰ οὖν ἐν αὐτῷ τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσιν ἐκεῖνο, τί ἐπαισχύνον τῇ οἰκονομίᾳ τοῦ μυστηρίου τοῦ θεὸν ἐν ἀνθρώπῳ γεγενῆσθαι διδάσκοντος τὸν οὐδὲ νῦν ἔξω τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πεπιστευμένον; εἰ γὰρ καὶ ὁ τρόπος τῆς ἐν ἡμῖν τοῦ θεοῦ παρουσίας οὐχ ὁ αὐτὸς οὗτος ἐκείνῳ, ἀλλ' οὖν τὸ ἐν ἡμῖν εἶναι καὶ νῦν καὶ τότε κατὰ τὸ ἴσον διωμολόγηται.
2. Νῦν μὲν οὖν ἐγκέκραται ἡμῖν ὡς συνέχων ἐν τῷ εἶναι τὴν φύσιν· τότε δὲ κατεμίχθη πρὸς τὸ ἡμέτερον, ἵνα τὸ ἡμέτερον τῇ πρὸς τὸ θεῖον ἐπιμιξίᾳ γένηται θεῖον, ἐξαιρεθὲν τοῦ θανάτου καὶ τῆς τοῦ ἀντικειμένου τυραννίδος ἔξω γενόμενον· ἡ γὰρ ἐκείνου ἀπὸ τοῦ θανάτου ἐπάνοδος ἀρχὴ τῷ θνητῷ γένει τῆς εἰς τὴν ἀθάνατον ζωὴν ἐπανόδου γίγνεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου