Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2021

Άγιος Νεκτάριος Αιγίνης: Τό γνῶθι σαυτόν

ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ

Περὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ ἑαυτοῦ μας 

Ἡ βαθιά γνώση τοῦ ἑαυτοῦ, εἶναι πρωταρχική ὑποχρέωση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος ὡς ὄν ἠθικῶς λογικό, πλασμένο μέ ἐλευθερία καί Θρησκευτικότητα, πλάσμα ἀληθινά ὑψηλῆς περιωπῆς, ἔχει προοριστεῖ νά γίνει ὅμοιος μέ τόν Θεό - ἀφοῦ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ δημιουργήθηκε- κοινωνός καί συμμέτοχος τῆς Θείας ἀγαθότητας καί μακαριότητας. Ἀλλά γιά νά γίνει αὐτό, δηλαδή Θεῖο ὁμοίωμα, ἀγαθός καί μακάριος καί γιά νά ἐπικοινωνεῖ μέ τόν Θεό, ὀφείλει πάνω ἀπ’ ὅλα νά γνωρίσει τόν ἑαυτό του. Δίχως τήν ἐπίγνωση τοῦ ἑαυτοῦ του, πλανιέται μέσα στίς ἴδιες του τίς σκέψεις, κυριολεκτικά αἰχμαλωτίζεται ἀπό ποίκιλα πάθη, τυραννιέται ἀπό ὁρμητικές ἐπιθυμίες, καταγίνεται μέ πολλά καί μάταια, διανύει ζωή ὄχι ὁμαλή, ἀλλά ἄτακτη καί πολυπράγμονη, σφάλλει σέ ὅλα. Παραπαίει στόν δρόμο τῆς ζωῆς του κλονιζόμενος σέ κάθε του βῆμα, σκοντάφτει, πέφτει καί συντρίβεται. Ὁ ἴδιος ποτίζει τόν ἑαυτό του κάθε μέρα μέ θλίψη καί πίκρα, γεμίζει τήν καρδιά του μέ ὀδύνη καί γενικά ζεῖ βίο ἀβίωτο. 

Ὅποιος ἀγνοεῖ τόν ἑαυτό του, ἀγνοεῖ καί τόν Θεό. Αὐτός δέ πού ἀγνοεῖ τόν Θεό, ἀγνοεῖ ὁλότελα τήν ἀλήθεια καί τή φύση τῶν πραγμάτων. Τοῦτος εἶναι καί ὁ λόγος πού βαδίζει τόν δρόμο τῆς ζωῆς του, σάν τόν ὁδοιπόρο πού χάθηκε στήν ἐρημο. Ἕτσι ὁ ἄνθρωπος πού δέν γνωρίζει τόν ἑαυτό του, εἶναι ἀλαζόνας, κορδώνεται, συμπεριφέρεται ἄσχημα καί ἀσεβεῖ ἀπέναντι στόν Θεό. Περηφανεύεται πώς εἶναι τάχα κάτι μεγάλο, ἐνῶ εἶναι μηδαμινός καί ὑψώνει τόν ἑαυτό του, ἐνῶ εἶναι ὁ τελευταῖος ὅλων. Προβάλλεται μέσα στήν ἄγνοια του καί ὅταν μιλάει, ἀποκαλύπτεται ἡ ἀνοησία του. Ὅποιος δέν γνωρίζει τόν ἑαυτό του, πάντοτε ἁμαρτάνει πρός τόν Θεό καί ἔτσι ἀπομακρύνεται περισσότερο ἀπ’ Αὐτόν, διότι δέν γνωρίζει τή φύση τῶν πραγμάτων καί πῶς στ’ ἀλήθεια ἔχουν αὐτά καθεαυτά. Εἶναι ἀνήμπορος νά τα ἐκτιμήσει καί νά διακρίνει τά εὐτελῆ ἀπό τά πολύτιμα, τά ἄξια ἀπ’ αὐτά πού δέν ἔχουν ἀξία καί τά τίμια ἀπό ἐκεῖνα πού στεροῦνται τιμῆς. Ἔτσι, φθείρεται, ἑκδαπανᾶται στά μάταια καί μηδαμινά, ἐνῶ δέν νοιάζεται γιά τά αἰώνια καί τιμιότατα, ὄντας πραγματικά ἀδιάφορος γι’ αὐτά.

 Στόν ἄνθρωπο ἔχει ἐμφυτευθεῖ ἡ δυνατότητα νά γνωρίσει τόν ἑαυτό του, ἀφοῦ γεννήθηκε σάν ζωντανή ὕπαρξη μέ νοῦ καί ἱκανή νά διακρίνει τό καλό ἀπό τό κακό, ἔχοντας ἐλεύθερη βούληση, ἀλλά καί τή δυνατότητα γιά γνώση. Ὁ Θεός δημιουργώντας τόν ἄνθρωπο, τόν ἔπλασε κατ’ εἰκόνα Του, γιά νά μπορέσει νά Τόν ἀναζητήσει, νά τόν προσεγγίσει, νά Τόν γνωρίσει καί νά Τόν ἀγαπήσει. Αὐτές οἱ ἠθικές δυνάμεις δοσμένες πλουσιοπάροχα ἀπό τόν Θεό, ἀποτελοῦν ἰδιαίτερο γνώρισμα τοῦ ἀνθρώπου καί βαθιά μέσα του αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη νά τίς ἀκολουθεῖ, ἀφοῦ τίς ἀναγνωρίζει σάν ἕναν ἠθικό νόμο. Ὡστόσο γιά νά γνωρίσει ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό, ὀφείλει προηγουμένως νά γνωρίσει καλά τόν ἑαυτό του, γιατί αὐτός πού δέν γνωρίζει καλά τόν ἑαυτό του, οὔτε τόν Θεό μπορεῖ νά γνωρίσει. Κατ’ αὐτό τόν τρόπο αὐτός πού δέν γνωρίζει τόν Θεό, οὔτε Τόν ἀγαπάει, οὔτε Τόν λατρεύει, οὔτε Τόν ποθεῖ μέσα ἀπό τήν καρδιά του, οὔτε Τόν ἐπιζητᾶ, οὔτε βεβαίως ἔρχεται κοντά Του. 

Ἀλλά γιά νά μπορέσει νά καταλάβει τόν ἑαυτό του, εἶναι ἀνάγκη νά θελήσει προηγουμένως νά ἀναλάβει τήν ἔρευνα αὐτοῦ, θέτοντας ὑπό μελέτη ἀκριβῶς τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό. Δίχως θέληση κανένα ἀπό τά ἀναγκαῖα δέν μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ καί θά βασιλεύει τελεία ἄγνοια σέ ὅλα. Οἱ ἠθικές δυνάμεις, δίχως τή θέληση, μένουν ἀνενεργές καί δέν μποροῦν νά φέρουν σέ ἐπίγνωση αὐτόν πού τίς κατέχει. 

Ἡ θέληση ἐνεργοποιεῖ τίς ἠθικές δυνάμεις καί ἔτσι τίς ἀναδεικνύει. Στόν ἄνθρωπο, ἡ δύναμη τῆς θέλησης ὑπερνικᾶ τά ἐμπόδια καί κατορθώνει τά πάντα, ἐφόσον ἐνισχύεται ἀπό τή λογική σκέψη καί τό αὐτεξούσιο, τό θέλω γίνεται μπορῶ, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐνεργεῖ συστηματικά καί ἐλεύθερα. 

Ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος ἔχει τοποθετηθεῖ ἀπό τή Θεία Ἀγαθότητα σέ μιά τέτοια ὑψηλή θέση, ὀφείλει νά ἔχει τή θέληση νά γνωρίσει τόν ἑαυτό του καί τόν Θεό, νά κατανοήσει τή φύση τῶν ὄντων, ὅπως εἶναι καθεαυτά καί ἔτσι νά γίνει κατ’ εἰκόνα καί ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ. 

Αὐτοί πού ἔχουν ἐπίγνωση τοῦ ἑαυτοῦ τους, ἐπαινοῦνται ὡς σοφοί στίς Παροιμίες. Ὁ συγγραφέας τους, ὁ Σολομών, λέει: «Οἱ ἑαυτῶν ἐπιγνώμονες σοφοί» καί συμβουλεύει: «Γνῶθι σαυτὸν καί περιπάτει ἐν ὁδοῖς καρδίας σου ἄμωμος». 

Τήν ἀνάγκη νά γνωρίσουμε τούς ἑαυτούς μας, τή δίδαξε τόσο ἡ Θρησκεία ὅσο καί ἡ φιλοσοφία. 

Ὁ Θαλῆς ὁ Μιλήσιος ὅρισε σάν ἀρχή κάθε ἀρετῆς, τό «γνῶθι σαυτὸν». 

Τό μαντεῖο τῶν Δελφῶν, ἐπίσης, καθόρισε τό «γνῶθι σαυτὸν» ὡς ἑξῆς: «τοῦτο, ἐπιστήμης ἀληθοῦς, τό πρώτιστον καί ἄριστον».

 Εἶναι φανερό λοιπόν, ὅτι ἡ βαθιά γνώση τοῦ ἑαυτοῦ, εἶναι ὄντως ἡ ἀρχή κάθε ἀρετῆς. Ἄν λοιπόν τό «γνῶθι σαυτὸν» ἐπιβάλλεται σ’ ἐμᾶς, ἀπό τόν νοῦ ὡς Θεῖος Νόμος, χαραγμένος στή διάνοια μας, ὀφείλουμε νά σεβόμαστε αὐτόν τό νόμο καί ἔχουμε καθῆκον νά τόν τηροῦμε, ἀφοῦ εἴμαστε ὄντα λογικά καί ἠθικῶς ἐλεύθερα. 

Αὐτός πού γνωρίζει τόν ἑαυτό του, καταλαβαίνει καλά τά καθήκοντα πρός τόν ἑαυτό του, πρός τόν πλησίον του, πρός τόν Θεό, κατανοεῖ ὅτι ἡ εὐσέβεια, ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἀλήθεια καί ἡ σύνεση, πρέπει νά γίνουν σ’ αὐτόν τά μόνα ἀγαπητά καί ἐπιθυμητά ἀγαθά. Καί σέ αὐτά νά δοκιμάζει, σὰν σὲ λυδία λίθο1 , ὅλες τις ήθικὲς καὶ Θρησκευτικὲς του πράξεις.

 Ὁ Ξενοφῶν λέει γι’ αὐτούς: «Αὐτοί πού γνωρίζουν τούς ἑαυτούς τους, πράττουν τά κατάλληλα γιά τούς ἴδιους καί διακρίνουν ποιά μποροῦν νά πράξουν καί ποιά ὄχι. Ἀπ’ αὐτά δέ πού μέ ἐπίγνωση πράττουν, κρατοῦν ὅσα ἔχουν ἀνάγκη καί καλῶς κάνουν. Σέ ὅσα ὅμως δέν μποροῦν νά ἐπιβλέψουν τήν ὀρθότητα ἀπέχουν, παραμένοντας ἔτσι ἀναμάρτητοι καί ἀποφεύγοντας νά συμπεριφερθοῦν ἄπρεπα». 

Ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς συμβουλεύει λέγοντας: «Ἄν θέλεις νά γνωρίσεις τόν Θεό, φρόντισε πρίν νά γνωρίσεις τον ἑαυτό σου». 

Ὁ δέ Μέγας Βασίλειος ἀποφαίνεται: «Ἡ ἀκριβής κατανόηση τοῦ ἑαυτοῦ σου, σέ χειραγωγεῖ πρός τήν κατανόηση τοῦ Θεοῦ». 

Ἀλλά γι’ αὐτούς πού ἀγνοοῦν τούς ἑαυτούς τους, ὁ Θεῖος Χρυσόστομος μᾶς λὲει: «Τό νά ἀγνοεῖ κανείς τόν ἑαυτό του, εἶναι χειρότερο ἀπό τήν παραφροσύνη καί τή σύγχυση, διότι τό μέν ἕνα εἶναι ἀρρώστια ἀπό ἀνάγκη, τό δέ ἄλλο ἀπό διεφθαρμένη θέληση». Σὲ αὐτὸν ποὺ γνώρισε τὸν ἑαυτό του καί ἔχει ἀξιωθεῖ νἀ γνωρίσει καὶ τὸν Θεό, ἡ εὐσέβεια ἔχει ἀναδειχθεῖ σὲ αρχή κατανόησης τῶν πραγμάτων.

 Ὁ Ἀριστοτέλης λέει ὅτι: «Ἀρχὴ ἀρίστη πάντων μὲν Θεὸς, ἀρετῶν δὲ εὐσέβεια». Τά ἴδια περίπου λέει καί ὁ Θεῖος Παῦλος: «Ἡ εὐσέβεια πρός πάντα ὠφέλιμός ἐστίν, ἐπαγγελίας ἔχουσα ζωῆς τῆς νῦν καί τῆς μελλούσης» (Α’ Τιμ, δ’ 8). 

Τό οὐσιαστικό νόημα τοῦ δικαίου -ὡς τοῦ ὄντως ἀγαθό- ἀποκαλύπτεται ἀπό τόν Θεό, σέ αὐτόν πού γνωρίζει τόν ἑαυτό του. Ἡ δέ ἐξάσκηση τῆς δικαιοσύνης γίνεται ὁδηγός του στό ἀγαθό. Διότι ἀρχή τῆς ἀγαθῆς ὁδοῦ εἶναι τό νά πράττει κανείς δίκαια καί νά ὑπηρετεῖ τήν ἀλήθεια. 

Στόν ἄνθρωπο πού γνωρίζει σέ βάθος τόν ἑαυτό του, ἡ ἀλήθεια ἐμφανίζεται σάν Θεῖο ἰδίωμα. Ἀκολούθως ἕλκεται ἀπ’ αὐτήν ἡ ὁποία τόν ὁδηγεῖ, στήν κατά τό δυνατόν, τελειότητα καί τόν ἐξομοιώνει μέ τόν Θεό. 

Σέ αὐτόν πού ἔχει τό «γνῶθι σαυτόν», ἡ ἐπιστήμη τοῦ ἀποκαλύπτεται μέ τόν ἀληθινό της χαρακτήρα καί τόν ἀναδεικνύει ἀληθινό ἐπιστήμονα, τοῦ διδάσκει δέ τά Θεῖα καί τά ἀνθρώπινα, καθώς καί τά αἴτια τους, ἀνυψώνοντας τον ἔτσι πρός τόν Θεό.

 Ἡ ἐπιστήμη χωρίς ἐπίγνωση τοῦ ἑαυτοῦ, ὰποπλανά τόν ἐρευνητή τῶν ὑπερφυσικῶν ἀληθειῶν καί τόν ἀπομακρύνει ἀπ’ αὐτές. 

Ἀλλά ἡ ἄγνοια τῆς ἀληθινῆς φύσης τῶν πραγμάτων καί τῶν Θεϊκῶν καί τῶν ἀνθρώπινων, συνεπάγεται μύρια δεινά. Πράγματι ἡ ἄγνοια γίνεται αἰτία πολλῶν κακῶν στούς ἀνθρώπους. 

Αὐτή λοιπόν παραπλανημένη ἀπό τη φιλαυτία, αὐτοῦ τοῦ χωρίς ἔλεος ἄσπονδου ἐχθροῦ τοῦ ἀνθρώπου καί ἰδιαίτερα τῶν νέων -πού εὔκολα καί χάριν τῆς ἀπειρίας τους ἐξαπατῶνται- ἐπιφέρει ἀθεράπευτα κακά. 

Ἡ φιλαυτία γεννᾶ τήν ἔπαρση, τήν ὑπερηφάνεια καί τήν ἀλαζονεία, ἐκ τῶν ὁποίων γεννιέται ἡ διάθεση νά θέλει κανείς νά αὐτενεργεῖ. 

Ἐπίσης γεννιέται ὁ ἐγωισμός καί το προσωπικό συμφέρον, τό ὁποῖο ἐξάπτει τά συγγενικά, δηλαδή σύντροφα ψυχικά πάθη, ἀπομακρύνει τίς ὠφέλιμες γνῶμες καί ὑποκινεῖ τόν ἄνθρωπο, τίς μέν δικές του κακίες νά τίς μικραίνει ἀπό ἀνόητη φιλαυτία ἤ καί νά τίς καλύπτει ἐπιμελῶς, τίς ἀρετές ὅμως πού ἀδυνατεῖ νά προσεγγίσει, νά τίς διεκδικεῖ ὡς δίκες του χωρίς νά τίς ἔχει κατακτήσει, νά τίς ἐπιδεικνύει μέ φιλαρέσκεια καί φέρνοντας στό στόμα του τά σεμνά ὀνόματα τῶν ἀρετῶν νά καυχιέται γι’ αὐτές. 

Πρόκειται γιά μεγάλο κακό καί φοβερό σκόπελο στόν ὀποίο προσαράζει ἡ πελαγοδρομοῦσα νεολαία καί ἔτσι ναυαγεῖ. 

Γι’ αὐτή τήν ἀπάτη, πού τή γεννᾶ ἡ φιλαυτία καί ὁ ἐγωισμός, ὁ Πλάτων μᾶς λέει: «Τό νά ἐξαπατᾶς τόν ἑαυτό σου ἀπό μόνος σου εἶναι ὅτι χειρότερο. Πῶς νά μήν εἶναι μεγάλο τό κακό, ἀφοῦ αὐτός πού ἐξαπατᾶ δέν εἶναι ἀπέναντί σου ἀλλά μέσα σου;». 

Εἶναι δυσχερής ἡ ἄμυνα σ’ αὐτό τόν πονηρό πόλεμο, στόν ὁποῖο ἡ φιλαυτία ἐπιτίθεται μέ χαϊδέματα καί κολακεῖες, ἀφοῦ αὐτός πού σέ ἐξαπατᾶ κάθεται πάντοτε τόσο κοντά σου καί ἀφοῦ αὐτός πού χαϊδεύει καί αὐτός πού χαϊδεύεται, εἶναι ἕνα καί τό αὐτό πρόσωπο. Πόσων κακῶν δέν γίνεται αἰτία αὐτός πού ἀγνοεῖ τον ἑαυτό του, ἐξαιτίας τῆς ἄγνοιας, τῆς ὑπερηφάνειας καί της ἀλαζονείας; Πόσες φορές, ἐνῶ σφάλλει στήν ἐκτίμηση διάφορων καταστάσεων, δέν ὑπερηφανεύεται ὅτι δῆθεν τίς ἐκτίμησε μέ ἀκρίβεια, κρίνοντας τες ὅμως ἀπό ἐσφαλμένη θὲση; Πόσες φορές νομίζοντας ὅτι φιλοσοφεῖ δίνει τήν ἐντύπωση ἀμαθοῦς, τίς δέ ἀνοησίες του τίς θεωρεῖ σοφά λόγια; Πόσες φορές δέν σπαταλάει καί χρόνο καί χρήματα γιά πράγματα πού δέν ἀξίζουν, ἐνῶ τσιγγουνεύεται γιά ὅσα ἀξίζουν; Πόσες θλίψεις δέν τόν ποτίζουν σάν καθημερινό ποτό, χωρίς ἔλεος, οἱ ἀδιάλλακτοι καί ἄσπονδοι ἐχθροί του, δηλαδή ἡ ἄγνοια, ἡ ἀβουλία καί ἡ ἀπερισκεψία; Πόσες φορές ἡ φιλαυτία, παρακινημένη ἀπό τήν ἄγνοια, δέν ἐξάπτει τα ψυχικά πάθη; 

Πράγματι, ἡ ἄγνοια εἶναι δεινό καί ἀποβαίνει αἰτία πολλῶν κακῶν γιά τούς ἀνθρώπους. Γι’ αὐτό πρέπει νά φροντίζουμε νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπ’ αὐτή, μέσω τῆς ἐπιμελημένης γνώσης τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ἔτσι σιγά-σιγά θά γίνουμε τέλειοι, θά ἀναδειχθοῦμε δέ μακάριοι καί στήν παροῦσα καί στή μέλλουσα ζωή. Τό νά γνωρίσουμε καλά τόν ἑαυτό μας εἶναι κάτι πολύ δύσκολο καί ἀπαιτεῖ συντονισμένη φροντίδα καί πολλή ἐπιμέλεια.

 Ὁ Μέγας Βασίλειος λέει ἐπ’ αὐτοῦ τα ἑξῆς: «Πράγματι, φαίνεται ὅτι τό να γνωρίζεις τόν ἑαυτό σου σέ βάθος, εἶναι το δυσκολώτερο ὅλων. Γιατί ὅπως ὁ ὀφθαλμός πού βλέπει πρός τά ἔξω, ὁ ἴδιος δέν μπορεῖ νά δεῖ τόν ἑαυτό του, ἔτσι καί ὁ νοῦς μας, ἐνῶ διακρίνει τόσο καθαρά τά ἁμαρτήματα τῶν ἄλλων, ἀργεῖ νά καταλάβει τά δικά του». 

 Εὕχομαι δὲ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μου, όλοι νὰ γνωρίσουν τόν εαυτό τους καὶ νὰ ἀξιωθοῦν τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ, ώστε νὰ γίνουν καὶ κληρονόμοι τῆς αἰώνιας βασιλείας. 

Ἀθήνα, Ριζάρειος Σχολή, ἐνάτη Σεπτεμβρίου 1904

Ο Μητροπολίτης Πενταπόλεως Νεκτάριος

ΠΕΡΙ ΘΕΛΗΣΕΩΣ, ΑΠ. ΠΑΥΛΟΣ, ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ 7

ὅτε γὰρ ἦμεν ἐν τῇ σαρκί, τὰ παθήματα τῶν ἁμαρτιῶν τὰ διὰ τοῦ νόμου ἐνηργεῖτο ἐν τοῖς μέλεσιν ἡμῶν εἰς τὸ καρποφορῆσαι τῷ θανάτῳ·

Ρωμ. 7,5 Διότι, όταν εζούσαμεν τον σαρκικόν βίον του παλαιού ανθρώπου, τα πάθη των αμαρτιών, τα οποία κατεδίκαζε αλλά δεν εξήλειφεν ο παλαιός Νομος, ενεργούσαν έντος μας και επράττοντο δια των μελών μας, δια να παράγουν έτσι καρπούς που έφερναν τον αιώνιον θάνατον.
νυνὶ δὲ κατηργήθημεν ἀπὸ τοῦ νόμου, ἀποθανόντες ἐν ᾧ κατειχόμεθα, ὥστε δουλεύειν ἡμᾶς ἐν καινότητι πνεύματος καὶ οὐ παλαιότητι γράμματος.
 Τωρα όμως έχομεν αποδεσμευθή εντελώς από τον Νομον, διότι απεθάναμεν ως προς αυτόν, υπό την κατοχήν του οποίου προηγουμένως ευρισκόμεθα, ώστε τώρα να υπακούωμεν στον Θεόν, δια να ζήσωμεν την νέαν κατάστασιν, που μας εχάρισε το Πνεύμα, και να μη δουλεύωμεν εις την παλαιάν κατάστασιν, όπου εκυριαρχούσαν οι τύποι και το γράμμα του Νομου.
 Τί οὖν ἐροῦμεν; ὁ νόμος ἁμαρτία; μὴ γένοιτο· ἀλλὰ τὴν ἁμαρτίαν οὐκ ἔγνων εἰ μὴ διὰ νόμου· τήν τε γὰρ ἐπιθυμίαν οὐκ ᾔδειν εἰ μὴ ὁ νόμος ἔλεγεν, οὐκ ἐπιθυμήσεις·
 Αλλά τότε, τι λοιπόν θα είπωμεν; Οτι ο Νομος, που μας εδημιουργούσε αυτήν την κατάστασιν της δουλείας, ήτο κάτι το αμαρτωλόν και κακόν; Ασφαλώς όχι. Αλλά πρέπει να λέγωμεν ότι την αμαρτίαν δεν την εγνωρίσαμεν ει μη μόνον δια του Νομου, ο οποίος και την απηγόρευε. Διότι και την αμαρτωλήν επιθυμίαν δεν θα την εγνώριζα ως αμαρτωλήν, εάν ο Νομος ρητώς δεν έλεγεν “ουκ επιθυμήσεις όσα τω πλησίον σου εστι”.
 ἀφορμὴν δὲ λαβοῦσα ἡ ἁμαρτία διὰ τῆς ἐντολῆς κατειργάσατο ἐν ἐμοὶ πᾶσαν ἐπιθυμίαν· χωρὶς γὰρ νόμου ἁμαρτία νεκρά.
 Ελαβεν όμως αφορμήν από αυτάς τας απαγορεύσστου Νομου η αμαρτία, που υπήρχε μέσα μου και ως κατάστασις και ως ροπή προς το κακόν και εκαλλιέργησε και εφλόγισε μέσα μου κάθε αμαρτωλήν επιθυμίαν. Διότι χωρίς τον Νομον η αμαρτία είναι νεκρά, σαν να μην υπάρχη.
 ἐγὼ δὲ ἔζων χωρὶς νόμου ποτέ· ἐλθούσης δὲ τῆς ἐντολῆς ἡ ἁμαρτία ἀνέζησεν,

 Εγώ δε εζούσα κάποτε χωρίς τον Νομον, χωρίς να έχω γνώσιν των εντολών του. Οταν δε εγνώρισα την εντολήν, τότε αναζωγονήθηκε μέσα μου και μου έγινε γνωστή η αμαρτία.
 ἐγὼ δὲ ἀπέθανον, καὶ εὑρέθη μοι ἡ ἐντολὴ ἡ εἰς ζωήν, αὕτη εἰς θάνατον·

 Συνέπεια αυτού είναι, ότι εγώ απέθανα πνευματικώς εξ αιτίας των παραβάσεων. Και έτσι η εντολή του Νομου, που είχε δοθή δια να με χειραγωγήση εις την λύτρωσιν και ζωήν, αυτή ευρέθη ότι με ωδήγησεν στον θάνατον.
 ἡ γὰρ ἁμαρτία ἀφορμὴν λαβοῦσα διὰ τῆς ἐντολῆς ἐξηπάτησέ με καὶ δι᾿ αὐτῆς ἀπέκτεινεν.

 Διότι η αμαρτία επήρε αφορμήν από την εντολήν, με ηπάτησε και με παρέσυρε δελεαστικώς εις την παράβασιν και δι' αυτής με εθανάτωσε πνευματικώς.
 ὥστε ὁ μὲν νόμος ἅγιος, καὶ ἡ ἐντολὴ ἁγία καὶ δικαία καὶ ἀγαθή.
 Ωστε ο μεν Νομος, που εδόθη δια του Μωϋσέως, είναι άγιος και κάθε εντολή του είναι αγία και δικαία και αγαθή δι' εμέ τον άνθρωπον.
 τὸ οὖν ἀγαθὸν ἐμοὶ γέγονε θάνατος; μὴ γένοιτο· ἀλλὰ ἡ ἁμαρτία, ἵνα φανῇ ἁμαρτίᾳ, διὰ τοῦ ἀγαθοῦ μοι κατεργαζομένη θάνατον, ἵνα γένηται καθ᾿ ὑπερβολὴν ἁμαρτωλὸς ἡ ἁμαρτία διὰ τῆς ἐντολῆς.
 Αλλά θα ερωτήση κανείς· Αυτό, λοιπόν, το αγαθόν, ο άγιος δηλάδη και δίκαιος Νομος, έγινε δι' εμέ αιτία θανάτου; Μη γένοιτο! Αλλ' η αμαρτία, δια να φανή πόσον ολεθρία και φοβερά είναι, επέτυχε δια του Νομου, που είναι αγαθός και δίκαιος, να κατεργασθή και πραγματοποιήση έντος μου τον θάνατον· δια να γίνη έτσι και αποδειχθή ολοκάθαρα δια μέσου της εντολής, πόσον υπερβολικά καταστρεπτική και ύπουλος είναι η αμαρτία δια τον άνθρωπον.
 οἴδαμεν γὰρ ὅτι ὁ νόμος πνευματικός ἐστιν· ἐγὼ δὲ σαρκικός εἰμι, πεπραμένος ὑπὸ τὴν ἁμαρτίαν.
 Διότι γνωρίζομεν ότι ο νόμος είναι πνευματικός, δώρον δηλαδή του Αγίου Πνεύματος, δια να εξυπηρετή την ιδικήν μας πνευματικήν ζωήν. Εγώ όμως είμαι δούλος της σαρκός, σαν πουλημένος σκλάβος υπό την κυριαρχίαν της αμαρτίας.
 ὃ γὰρ κατεργάζομαι οὐ γινώσκω· οὐ γὰρ ὃ θέλω τοῦτο πράσσω, ἀλλ᾿ ὃ μισῶ τοῦτο ποιῶ.

 Κυριευμένος και σκοτισμένος από το πάθος δεν γνωρίζω καλά αυτό το κακόν που πράττω. Διότι δεν πράττω αυτό το οποίον εσωτερικώς θέλω, αλλά κάμνω εκείνο το οποίον μισώ.
 εἰ δὲ ὃ οὐ θέλω τοῦτο ποιῶ, σύμφημι τῷ νόμῳ ὅτι καλός.
 Εάν δε, παρασυρόμενος από την εσωτερικήν μου αμαρτωλότητα και τους εξωτερικούς πειρασμούς, πράττω αυτό που δεν θέλω, τότε με την θέλησίν μου και αντίθετα προς τα έργα μου συμφωνώ με τον Νομον και ομολογώ ότι είναι καλός.
 νυνὶ δὲ οὐκέτι ἐγὼ κατεργάζομαι αὐτό, ἀλλ᾿ ἡ οἰκοῦσα ἐν ἐμοὶ ἁμαρτία.
Τωρα δε δεν πράττω εγώ το κακόν, αλλά η αμαρτία, η οποία κατοικεί μέσα μου και με εξουσιάζει.
 οἶδα γὰρ ὅτι οὐκ οἰκεῖ ἐν ἐμοί, τοῦτ᾿ ἔστιν ἐν τῇ σαρκί μου, ἀγαθόν· τὸ γὰρ θέλειν παράκειταί μοι, τὸ δὲ κατεργάζεσθαι τὸ καλὸν οὐχ εὑρίσκω·
Διότι γνωρίζω καλά ότι δεν κατοικεί μέσα μου, δηλαδή εις την διεφθαρμένην ανθρωπίνην φύσιν, το αγαθόν· αυτό δε φαίνεται καθαρά και εκ του γεγονότος, ότι το να θέλω μεν το καλόν είναι τούτο κοντά μου, το να πραγματοποιώ όμως το καλόν δεν το ευρίσκω κοντά μου και εύκολον.
 οὐ γὰρ ὃ θέλω ποιῶ ἀγαθόν, ἀλλ᾿ ὃ οὐ θέλω κακὸν τοῦτο πράσσω.
 Διότι δεν πράττω το αγαθόν, το οποίον εσωτερικώς με όλην μου την θέλησιν επιθυμώ, αλλά το κακόν, που δεν θέλω, αυτό πράττω.
 εἰ δὲ ὃ οὐ θέλω ἐγὼ τοῦτο ποιῶ, οὐκέτι ἐγὼ κατεργάζομαι αὐτό, ἀλλ᾿ ἡ οἰκοῦσα ἐν ἐμοὶ ἁμαρτία.
 Εάν δε εγώ πράττω το κακόν, που εις την πραγματικότητα δεν το θέλω, αυτό σημαίνει ότι δεν το πραγματοποιώ πλέον εγώ, αλλ' η αμαρτία, που κατοικεί μέσα μου και η οποία με έχει κάμει δούλον της.
 εὑρίσκω ἄρα τὸν νόμον τῷ θέλοντι ἐμοὶ ποιεῖν τὸ καλόν, ὅτι ἐμοὶ τὸ κακὸν παράκειται·
 Αρα ευρίσκω τον Νομον του Θεού βοηθόν και σύμφωνον με την θέλησίν μου, η οποία και θέλει να πράττω το καλόν. Δεν ημπορώ όμως να τηρήσω αυτόν, διότι υπάρχει κοντά μου και έντος μου το κακόν, η δύναμις της αμαρτίας.
Ρωμ. 7,22 συνήδομαι γὰρ τῷ νόμῳ τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν ἔσω ἄνθρωπον,
 Διότι ευχαριστούμαι και ευφραίνομαι στον νόμον του Θεού με όλην μου την ψυχήν, την καρδίαν και τον νουν.
 βλέπω δὲ ἕτερον νόμον ἐν τοῖς μέλεσί μου ἀντιστρατευόμενον τῷ νόμῳ τοῦ νοός μου καὶ αἰχμαλωτίζοντά με ἐν τῷ νόμῳ τῆς ἁμαρτίας τῷ ὄντι ἐν τοῖς μέλεσί μου.
 Βλέπω όμως να κυριαρχή εις τα μέλη μου άλλος νόμος, η δύναμις της αμαρτίας, που αντιστρατεύεται και μάχεται όσα ο νους μου και η συνείδησις μου υποδεικνύουν ως ορθά, και με υποδουλώνει στον νόμον της αμαρτίας, ο οποίος κυριαρχεί εις την αμαρτωλήν ανθρωπίνην μου φύσιν.
Ταλαίπωρος ἐγὼ ἄνθρωπος! τίς με ῥύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου;
 Δυστυχισμένος και ταλαιπωρημένος εγώ άνθρωπος! Ποιός θα με ελευθερώση και θα με γλυτώση από το σώμα τούτο, μέσα στο οποίον κυριαρχεί η αμαρτία και δια της αμαρτίας ο θάνατος;
 εὐχαριστῷ τῷ Θεῷ διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν· ἄρα οὖν αὐτὸς ἐγὼ τῷ μὲν νοΐ δουλεύω νόμῳ Θεοῦ, τῇ δὲ σαρκὶ νόμῳ ἁμαρτίας.
Ευχαριστώ τον Θεόν, ο οποίος με ηλευθέρωσε και με έσωσε δια του Ιησού Χριστού, του Κυρίου ημών. Το συμπέρασμα, λοιπόν, είναι ότι εγώ δουλεύω εις δύο κυρίους· με τον νουν και την συνείδησιν δουλεύω στον νόμον του Θεού, με τα μέλη όμως της σαρκός μου δουλεύω στον νόμον της αμαρτίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: