Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2021

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (93)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Παρασκευή, 3 Σεπτεμβρίου 2021

                                         Jacob Burckhard

                                               ΤΟΜΟΣ 2ος

 Ι.ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΟΙ ΤΟΥΣ – 37

     Οι προφορικές πληροφορίες που δίνονταν στους μύστες δεν αναφέρονται πουθενά. Θα πρέπει να ήταν ενίοτε αρκετά εκτενείς και να διαφυλάσσονταν σε γραπτά κείμενα. Στο ιερό τής Δήμητρας στον Φενεό, το κείμενο φυλασσόταν ανάμεσα σε δύο μεγάλες λίθινες πλάκες· στα μεγάλα μυστήρια του ναού τις άνοιγαν, διάβαζαν το κείμενο στους μυημένους και τη νύχτα το έβαζαν ξανά στη θέση του. Ίσως να πίστευαν ότι έτσι διασφαλιζόταν η ακριβέστερη τήρηση του τυπικού τής Ελευσίνας, το οποίο ακολουθούσε ο Φενεός. Κατά την επανίδρυση της Μεσσήνης, επί Επαμεινώνδα, ένα από τα σημαντικότερα καθήκοντα ήταν η άμεση επαναφορά τών αρχαίων μυστηρίων, που είχαν παραλάβει κάποτε από την Ελευσίνα· έτσι «βρέθηκαν» οι κρυμμένες κάποτε από τον Αριστομένη πλάκες από κασσίτερο που περιείχαν το τυπικό τής τελετής· το περιεχόμενό του αντιγράφηκε αργότερα σε βιβλία.

     Υπήρχαν επίσης αντικείμενα υψίστης συμβολικής αξίας, τα οποία φυλάσσονταν μέσα σε κάνιστρα και cistae (κιβώτια) . Η ιστορία τού Μιλτιάδη και της διακόνου τών χθόνιων θεών στην Πάρο δείχνει ότι σ’ αυτά, τα εντελώς άγνωστα σ’ εμάς αντικείμενα απέδιδαν μεγάλη μαγική δύναμη. Στις δημόσιες πομπές μετέφεραν πάντως σφραγισμένα αυτά τα cistae.

     Τα Ελευσίνια μυστήρια, που θα μας απασχολήσουν τώρα, θεωρήθηκαν πολύ συχνά (και μάλιστα ήδη από την Αρχαιότητα) ως σημείο αναφοράς για όλες τις μυστικές τελετές, ενώ στην πραγματικότητα διέφεραν, ως μαζικές τελετές, σημαντικά από όλα τα υπόλοιπα. Γεγονός παραμένει ότι οι φιλοδοξίες τής αρχαϊκής και της ιστορικής Αθήνας και οι στοχασμοί ολόκληρου του ελληνικού λαού δημιούργησαν μια παράδοση σεβασμού και δέους, που εξακολουθεί να υπάρχει και στις μέρες μας, παρότι τα πραγματικά γεγονότα και το περιεχόμενό τους μάς διαφεύγει, κάτι που δεν εμπόδισε να συσσωρευτούν παρ’ όλ’ αυτά ολόκληρα βουνά από αρχαιολογικές μελέτες. Δυστυχώς κανένας από τούς πολυάριθμούς χριστιανούς, που θα πρέπει να συμμετείχαν σ’ αυτά τα μυστήρια όταν ήταν ακόμη παγανιστές, δεν κατόρθωσε να υπερβεί τα ανάμεικτα συναισθήματα ντροπής και περιφρόνησης που εμποδίζουν μια καθαρή σχέση με τα δρώμενα.

     Η Ελευσίνα ήταν ο τόπος όπου η Δήμητρα βρήκε, μετά από μακρόχρονη αναζήτηση σε όλες τις χώρες, την Κόρη (Περσεφόνη)· η μυστηριακή λατρεία αφορούσε αρχικά, αποκλειστικά αυτές τις δύο, λέγεται μάλιστα ότι η ίδια η Δήμητρα τη δίδαξε στους άρχοντες της Ελευσίνας, και ότι πολύ γρήγορα συνδέθηκε με τo μετά θάνατον πεπρωμένο τού ανθρώπου. Στον ομηρικό ύμνο προς τη θεά οι σχετικές υποσχέσεις είναι ακόμη λιτές: «Ευτυχής όποιος από τους θνητούς έχει ατενίσει αυτά τα μυστήρια. Όποιος δεν έχει, αντίθετα, μυηθεί στις ιερές παραδόσεις και όποιος καθόλου δεν συμμετέχει, δεν θα έχει παρόμοια τύχη όταν βρεθεί στο σκοτεινό βασίλειο των σκιών». Φυσικά Δεν θα μπορούσαμε βέβαια να αποδώσουμε μιαν ιδιαίτερα αρχαία και μυθική προέλευση σ’ αυτά τα μυστήρια· είναι πάντως βέβαιο ότι το ιερό υπήρξε λατρευτικός τόπος ήδη πριν από την κάθοδο των Δωριέων, δεδομένου ότι οι άρχοντες της Εφέσου, απόγονοι του Νηλέα, έφεραν μαζί τους, διασχίζοντας τη θάλασσα, την κληρονομική διαδοχή τού ιερατείου τής ελευσίνιας Δήμητρας. Ορισμένες θεότητες, όπως οι Κάβειροι των Θηβών, επέβαλαν τρομακτικές ποινές σε περίπτωση μεταφοράς τής λατρείας και των μυστηρίων τους· η Ελευσίνα δεν υπήρξε, αντιθέτως, ζηλότυπη, και ένας μεγάλος αριθμός ναών τής Δήμητρας και της Κόρης τελούσαν μυστήρια που είχαν δανειστεί από την Ελευσίνα.

     Ολόκληροι πληθυσμοί μη Αθηναίων τα ασπάσθηκαν και τα μετέφεραν στις πατρίδες τους, γεγονός που μας επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι στην Ελευσίνα ήταν δυνατή από τα πρώιμα ήδη χρόνια αυτού τού είδους η μεταφορά. Η αρχαιότητά τους συμπεραίνεται από το γεγονός ότι δεν συμπεριλαμβάνεται ακόμη σ’ αυτά ο Διόνυσος. Κάποια στιγμή όμως εντάσσεται κι αυτός στην Ελευσίνα στην ομάδα Δήμητρα-Κόρη, ως σύζυγος της τελευταίας, και μάλιστα με το όνομα Ίακχος (κραυγή), που προσδιορίζει συγχρόνως και το άσμα τής εορταστικής πομπής.

     Τα μυστήρια αυτά εξελίχθηκαν στο πέρασμα των αιώνων σε ένα σημαντικό περιοδικό γεγονός, για τα εξωτερικά στοιχεία τού οποίου κατέχουμε αρκετές πληροφορίες: για τα σχετικά οικοδομήματα, ακόμη και στην ίδια την πόλη τών Αθηνών, κατά μήκος τής Ιεράς Οδού, αλλά και για το λαμπρό Ανάκτορο ή Μέγαρο της Ελευσίνας, το περίφημο έργο τού Ικτίνου, με χωρητικότητα θεάτρου· για τους ιερατικούς επίσης  θεσμούς και τον κληρονομικό χαρακτήρα τους, την κατανομή τών τελετών ανάλογα με τις ημέρες κ.ο.κ. Κάθε λεπτομέρεια συνδέεται εδώ με ιδιαίτερα κίνητρα και συνοδευτικούς μύθους. Οι δε εορτές διακρίθηκαν βαθμιαία σε μια μεγαλύτερη πολυήμερη, και μια μικρότερη, και τα μυστήρια σε δύο προπαρασκευαστικές τελετές και μία τελετή λήξης, με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι απαιτήσεις για όσους μετείχαν. «Eleusis servat, quod ostendat revisentibus» (Η Ελευσίνα διασώζει πάντοτε κάτι γι’ αυτούς που επιστρέφουν), διαβάζουμε στον Σενέκα. Είναι βέβαιο ότι αυτή η μυστηριακή λατρεία ήταν για τους Έλληνες ανώτερη από όλες τις υπόλοιπες· όπου παράλληλα με τις μεγαλειώδεις επίσημες τελετές καλλιεργήθηκε η πίστη σε ένα παρηγορητικό και ενθαρρυντικό περιεχόμενο: η επιστροφή τής Κόρης στον κόσμο, αλλά και η αναγέννηση του Ίακχου κατέστησαν σύμβολα μιας μακάριας, άλλης ζωής για τους ανθρώπους. Η αίγλη τών Αθηνών και της Αττικής  προκαλούσε ανησυχία και ταραχή, από την εποχή τού Πεισίστρατου,  στον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο, που φθονούσε επίσης την εμπορική τους δύναμη· τα Ελευσίνια Μυστήρια μαρτυρούσαν αντίθετα την μεγάλη πνευματική επιρροή τής Αττικής σε ολόκληρη την  Ελλάδα, και οι Αθηναίοι, που το γνώριζαν, καλλιεργούσαν και το ανάλογο κλίμα. Ήδη πριν από τους περσικούς πολέμους, Κάθε  Έλληνας που διέθετε έναν συγγενή αθηναίο (μυσταγωγό) μπορούσε να γίνει, πριν ακόμα από τούς περσικούς πολέμους, δεκτός σ’ αυτά τα Μυστήρια, ενώ αργότερα, ακόμη και άνθρωποι απ’ όλον τον κόσμο, gentes orarum ultimae, όπως ομολογεί ο Κικέρων· αν κάποιος επιχειρούσε να εισέλθει ωστόσο αμύητος και δια της βίας, αυτός αντιμετώπιζε την ποινή τού θανάτου: οι Αθηναίοι είχαν ήδη εκτελέσει γύρω στα 200 π.Χ. κάποιους Ακαρνάνες, που επέμειναν να παραβρεθούν αμύητοι στα μυστήρια. Οι απλοί μυούμενοι καλούνταν επιπλέον να γίνουν δεκτοί, όχι μόνο σε ορισμένες αναπαραστάσεις τού μύθου, αλλά και στη μεγάλη, κεντρική αποκάλυψη – το ελευσίνιο «φως» –, προκειμένου ο γενικός ενθουσιασμός να συνεπάρει τούς πάντες· μοναδικό προνόμιο του ύπατου βαθμού, δηλ. του επόπτη, ήταν ίσως αποκλειστικά το γεγονός, ότι τού αποκαλύπτονταν τα αρχαία και μυστικά σύμβολα. Τα Ελευσίνια Μυστήρια έδιναν έτσι σε όλους την ευκαιρία να παραβρεθούν στη μεγάλη και λαμπρή γιορτή που ακολουθούσε, στην οποία περιλαμβάνονταν και αθλητικοί αγώνες, ενώ ένα ολόκληρο ανθρώπινο πλήθος συνέρεε στα θεάματα και στην αγορά. Αν τώρα λάβουμε υπ’ όψιν, ότι ολόκληρος ο μύθος τού Τριπτόλεμου, των δημητριακών και του πρώιμου εκείνου πολιτισμού αναφέρεται στην Ελευσίνα και τους αγρούς της (τον αρχαιότερο σιτοβολώνα στον κόσμο), καταλαβαίνουμε πόσο δύσκολο καθίσταται το να διακρίνει κανείς πότε ακριβώς, με ποια λόγια και ποιες τελετές άρχιζαν τα κυρίως Ελευσίνια.

     Οι προκαταρτικοί καθαρμοί που συνηθίζονταν σε όλα τα μυστήρια, αποτελούσαν πιθανότατα μιαν εντελώς συνοπτική διαδικασία, λόγω τής μαζικότητάς τους, στα Ελευσίνια· ακουγόταν η προτροπή «Μύστες στη θάλασσα» (άλαδε μύσται), και ένα ράντισμα με θαλασσινό νερό ήταν προφανώς αρκετό, όπως ήταν αρκετό το πλύσιμο στις όχθες τού Ιλισού πριν από τα Μικρά Ελευσίνια· δεν θα πρέπει πάντως να αποδώσουμε κάποιον ιδιαίτερα επίσημο και διδακτικό χαρακτήρα στους συγκεκριμένους καθαρμούς. Δεν γνωρίζουμε μάλιστα τίποτε απολύτως για τη διαδικασία έναρξης της καθαυτό μύησης· αναφέρεται μόνο κάποιο είδος τελετουργικού, που περιλάμβανε τη δοκιμή ενός ποτού και τη μεταφορά τών ιερών αντικειμένων από το κάνιστρο σε ένα κουτί, κ. α. π. Ο γενικώτερος λόγος τού Αριστοτέλη περί μυστηρίων ισχύει ασφαλώς και για τα Ελευσίνια: «Οι μυημένοι δεν πρέπει να μάθουν, αλλά να βιώσουν κάτι» (ού μαθείν τι δειν, αλλά παθείν). Το όφελος που αποκόμιζε κανείς δεν ήταν, πράγματι, η γνώση, αλλά η ευδαιμονία και η απαλλαγή από τον μαρασμό στο σκότος και τον βόρβορο που παραμόνευε τους αμύητους. Τα δε συνήθως αναφερόμενα αποσπάσματα του Πίνδαρου, του Σοφοκλή και του Ισοκράτη δεν διαφέρουν από όσα ήδη είπαμε· οι μυημένοι έχουν, σύμφωνα με ένα νόθο πλατωνικό, αρχαίο πάντως κείμενο, το προβάδισμα ανάμεσα στους μάκαρες στον άλλον κόσμο, εξακολουθώντας να ασκούν και εκεί τα ιερά τους καθήκοντα, τα οποία για άλλην όμως μια φορά  δεν αναφέρονται.

     Η επιτόπου κατήχηση των συμμετεχόντων θα ήταν, έστω και εξαιρετικά σύντομη, αδύνατη, λόγω τής μαζικής συμμετοχής στα μυστήρια, και ο προφορικός λόγος θα πρέπει έτσι να περιοριζόταν στις τελετουργικές επικλήσεις. Οι ευγενείς άλλωστε ευπατρίδες, που συμμετείχαν στις βασικές τελετουργίες, ενώ συμμετείχαν παράλληλα, στον υπόλοιπο βίο τους, στις κοινές δραστηριότητες των συμπολιτών στο κράτος, τον πόλεμο και τα ιππικά αθλήματα, δεν θα πρέπει να είχαν καν την ικανότητα να διατυπώσουν κάποιους ιδιαίτερα διδακτικούς όρκους. Αν αποτελούσαν τα λόγια το κυρίαρχο στοιχείο τών Ελευσινίων, οι ευπατρίδες αυτοί θα είχαν αποκαλύψει, ή θα είχαν τελικά με κάποιον οποιονδήποτε τρόπο αποκαλυφθεί· το μόνο που μπορούσε όμως κανείς να κάνει ήταν η προσπάθεια να τα παρωδήσει, όπως ο Αλκιβιάδης αλλά και άλλοι ακόλαστοι βλάσφημοι μιας εποχής που έρεπε προς την ασέβεια, μιμούμενοι τα αρχαία χορευτικά βήματα του ιεροφάντη, του δαδούχου και του ιεροκήρυκα, όπως αυτά είχαν αποτυπωθεί στην παράδοση, και τα οποία άνθρωποι σαν κι αυτούς μόνον από φόβο κατάφερναν να μην τα περιγελάσουν  παρακολουθώντας τα. Ο κανόνας τής σιωπής αφορούσε πάντως όλα όσα ακούγονταν και όσα συνέβαιναν στα Ελευσίνια: «Οι δύο πότνιες (Δήμητρα και Κόρη) εξασφαλίζουν την καθαρότητα των μυστηρίων για τους θνητούς, στων οποίων τη γλώσσα οι Ευμολπίδες ιερείς έχουν τοποθετήσει το χρυσό κλειδί τής σιωπής».

     Υπάρχουν κάποιες εικασίες ως προς τα επιμέρους στοιχεία τού ελευσίνιου μύθου, τον οποίον και αναπαριστούσε το ιερό δράμα: την απαγωγή τής Κόρης, την περιπλάνηση της Δήμητρας, τους γάμους τού Πλούτωνα και της Κόρης, την επιστροφή τής Δήμητρας στον Όλυμπο κ. τ. λ. Είναι σίγουρο πως εμφανίζονταν επίσης ο Διόνυσος-Ίακχος και ο χθόνιος Ερμής, τους οποίους είχε αναλάβει να εκπροσωπεί ο κήρυκας των μυστηρίων. Ενώ γίνεται επιπλέον λόγος για την «επίδειξη» ιερών αντικειμένων, μόνο που το νόημα της λέξης μοιάζει αβέβαιο· ίσως να σήμαινε απλώς την άδεια προσέγγισης, τη δυνατότητα πρόσβασης· τα ιερά αυτά αντικείμενα ήταν συνήθως είδωλα ή αγάλματα, ίσως και αγγεία, ιερά σκεύη ή λείψανα από την εποχή τής ιδρύσεως του θείου θεσμού. Αλλά η αποφασιστική στιγμή, για την οποία και προοριζόταν το ανάκτορο, ήταν η αιφνίδια μετάβαση από το σκοτάδι στο άπλετο φως, που κατέστη παροιμιώδης στους Έλληνες. Τη μοναδική εμπεριστατωμένη αναφορά τη βρίσκουμε στον Πλούταρχο· την οποία πρέπει ωστόσο να προσεγγίσουμε με τη ματιά του Έλληνα, προκειμένου να μας διαφωτίσει και όχι να μας συσκοτίσει ακόμα περισσότερο.

     «Πρόκειται για μια τυχαία κατ’ αρχάς περιπλάνηση, για επώδυνες παρακάμψεις, για αγωνιώδεις και ατέρμονες πορείες σε βαθύ σκοτάδι. Ο τρόμος, το ρίγος, το τρέμουλο, ο κρύος ιδρώτας και η φρίκη φτάνουν κατόπιν, λίγο πριν το τέλος, στο απόγειό τους. Ένα θαυμαστό όμως φως προσφέρεται τότε στους οφθαλμούς· διαβαίνουμε μέσα από αγνούς τόπους και λιβάδια, όπου αντηχούν τραγούδια και χοροί· ιερά λόγια και θείες μορφές εμπνέουν μια θρησκευτική κατάνυξη. Η μυημένη ύπαρξη πορεύεται πλέον εδώ ελεύθερα και χωρίς δεσμά, συμμετέχοντας στεφανωμένη στον εορτασμό και συναναστρεφόμενη αγίους και αγνούς ανθρώπους· ενώ μπορεί και ατενίζει το πώς ο όχλος τών αμυήτων συνωθείται και συμφύρεται μέσα στον βόρβορο και το βαθύ σκοτάδι, παραμένοντας δέσμιος του φόβου και του θανάτου, καθώς δεν πίστεψε στα αγαθά τού άλλου κόσμου».

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: