Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου 2021

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (92)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Σάββατο, 21 Αυγούστου 2021

                                         Jacob Burckhard

                                               ΤΟΜΟΣ 2ος

 Ι.ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΟΙ ΤΟΥΣ – 36

     Αναφερθήκαμε έως τώρα σε τελετές και εκστατικά ή ασκητικά μυστήρια που δεν συνδέονταν με κάποια συγκεκριμένη τοποθεσία και μπορούσαν να διαδίδονται χωρίς περιορισμούς. Στη Σαμοθράκη  εισερχόμαστε όμως σ’ ένα συγκεκριμένο ιερό, του οποίου τα περίφημα μυστήρια ήταν γνωστά από την πρώιμη αρχαιότητα, αλλά εξίσου σκοτεινά και ασαφή ως προς τη φύση τους όσο και οι θεοί τού τόπου, οι Κάβειροι. Υπήρχαν ασφαλώς μύθοι και θρύλοι σε σχέση μ’ αυτά τα μυστήρια, όπως συνέβαινε  με όλους τούς ιερούς τόπους τής Ελλάδας, που δεν πρόσφεραν ωστόσο καμμιάν ασφαλή πληροφορία για τους θεούς και τις μυήσεις. Η προστασία που πρόσφερε ο τόπος αυτός αφορούσε στους κινδύνους κυρίως τής θάλασσας, και μεγάλος αριθμός αφιερωμάτων, ξεκινώντας απ’ τα χρυσά όστρακα που πρόσφεραν σε ένδειξη ευγνωμοσύνης οι Αργοναύτες, είχαν κατατεθεί στο ιερό από ναυτικούς που διασώθηκαν. Ήταν φυσικό λοιπόν να οδηγούνται για προσκύνημα στον ναό οι διάδοχοι των βασιλικών θρόνων, προκειμένου να καταστούν άτρωτοι στις τρικυμίες. Εκεί εξ άλλου γνωρίστηκαν για πρώτη φορά ο Φίλιππος και η Ολυμπιάδα. Οι Διάδοχοί του ανήγειραν αργότερα μεγαλοπρεπή κτίρια στο απόκρημνο νησί, στο οποίο είχε μυηθεί άλλοτε ο Κάδμος, πριν από τούς περίφημους γάμους του με την Αρμονία, στους οποίους και παραβρέθηκαν όλοι οι μεγάλοι θεοί· παραδίδεται ωστόσο, ότι και οι Διόσκουροι, ο Ηρακλής, ο Ορφέας και ο Ιάσων είχαν μυηθεί σ’ αυτόν τον τόπο. Το τελετουργικό που προστάτευε από τα ναυάγια είχε μιαν ιδιαίτερη επιβλητικότητα και λαμπρότητα, λεγόταν μάλιστα ότι όσοι συμμετείχαν σ’ αυτά τα μυστήρια αποκτούσαν μεγαλύτερη ευσέβεια και εντιμότητα, αλλά και άλλες αρετές.

     Εάν οι μυήσεις είχαν έναν εντελώς ιδιαίτερο στόχο στη Σαμοθράκη, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε το ίδιο και για τα μυστήρια πολυάριθμων άλλων ελληνικών ναών, όπου οι τελετές ήσαν αυτοσκοπός. Ενώ δεν θα πρέπει να θεωρήσουμε απ’ την άλλη, ότι το παράδειγμα των διασημότερων μυστηρίων τής αρχαιότητας, των Ελευσίνιων, αποτελεί και τον κανόνα. Διότι τα μυστήρια αυτά ήταν δημιούργημα της πόλης τών Αθηνών, ενός καθόλα ιδιαίτερου Κράτους, και υπήρξαν αποτέλεσμα της δημιουργικής φαντασίας αιώνων, η οποία συμπαράσυρε και τους υπόλοιπους Έλληνες. Στα Ελευσίνια μυστήρια κυριάρχησε ο συμβολισμός τής μακαριότητας της άλλης ζωής και οι τελετές απευθύνονταν κυρίως στους θεούς τού Κάτω Κόσμου, παράδοση που επεκτάθηκε και σε πλήθος άλλα μυστήρια, και κυρίως στις απομιμήσεις τών Ελευσίνιων, όχι όμως σε όλα, διότι πολλά από αυτά τελούνταν σε ναούς αφιερωμένους σε άλλους θεούς, όπου δεν πρώτευε η μέριμνα για την άλλη ζωή. Τα μυστήρια που θα μας απασχολήσουν εδώ δεν σχετίζονται με αντιλήψεις περί αμαρτίας  και λυτρώσεως, διότι ο Έλληνας ήταν, όπως έχουμε πει, ανέκαθεν αμετανόητος, κι όταν εμφανίζεται στην ποίηση ή στην καθημερινή ζωή ένα αίσθημα, ενίοτε, ενοχής, αυτό αφορά ουσιαστικά στον φόβο τών εξωτερικών συνεπειών μιας εσφαλμένης συμπεριφοράς, ή της βλασφημίας που εμπεριέχεται σε μια κατηγορία ενεργειών, ανεξάρτητα από την ενοχή που αυτά συνεπάγονται. Ο προκαταρτικός καθαρισμός τών μυστών ίσως να μην ήταν κάτι περισσότερο από μια συνήθη τελετή πριν από κάθε σημαντικό λατρευτικό έργο, και εκεί όπου συνδυάζεται με μια μονοήμερη ή διήμερη νηστεία και έναν θρήνο, αφορά σε μιαν εκδήλωση θλίψης για τον πάσχοντα θεό, και κατά κανέναν τρόπο σε μιαν ασκητική πρακτική, η οποία θα έπρεπε να συνοδεύεται από τη μεταμόρφωση ολόκληρου του ανθρώπινου βίου. Στην ορφική λατρεία υπήρξε, όπως είδαμε, κάτι παρόμοιο, αλλά ο Έλληνας δεν ήταν γεννημένος, σε γενικές γραμμές, για ασκητής, και η ασκητική τής ταπείνωσης θα εμφανιστή για πρώτη φορά στην Ελλάδα στους αυτοκρατορικούς χρόνους. Καλό θα ήταν, ακόμα κι όταν στα μυστήρια διακρινόταν η προοπτική τής μετά θάνατον ευδαιμονίας, να μην της αποδώσουμε κανένα ηθικοπλαστικό περιεχόμενο.

     Πιθανότατα να μην κατορθώσουμε ποτέ να εξιχνιάσουμε με ακρίβεια το περιεχόμενο των μυστηρίων, μπορούμε όμως να τα φωτίσουμε μερικώς θέτοντας τα κατάλληλα ερωτήματα. Να αναρωτηθούμε δηλαδή ποια ήταν εν η γένει φύση αυτών τών μυστηρίων, σύμφωνα με τα δεδομένα που μας έχουν παραδοθεί, και ποια η πιθανή προέλευσή τους.

     Ουδέποτε, όπως γνωρίζουμε, ο τόσο περίεργος και ζηλόφθων ελληνικός λαός δεν ακολούθησε, μέχρι την έλευση των χριστιανικών χρόνων, κάποιο γενικό πρόσταγμα, που θα τον καλούσε να παραβιάσει το άδυτο του ιερού τών μυστηρίων· αρκεί να συγκρίνει κανείς αυτή τη στάση με τη δική μας σήμερα απέναντι σε μια μυστηριακή λατρεία, για να αντιληφθεί το νόημά της. Επομένως αυτές οι τελετές δεν ενέπνεαν στους οπαδούς τους ούτε μίσος ούτε απληστία· ίσως να μη συνεπάγονταν ούτε καν υλικές απολαβές, παρότι η επίσημη λατρεία κατέληγε σε κοινά γεύματα και θεατρικές παραστάσεις. Ένας εξωτερικός παρατηρητής ασφαλώς θα ζήλευε την αίγλη αυτών τών εκδηλώσεων, και ιδιαίτερα όσων συνέβαιναν στην Ελευσίνα· αλλά το θέαμα αυτό ήταν προσιτό σε κάθε Αθηναίο, καθώς και σε κάθε ξένο που φιλοξενείτο στην Αθήνα. Δεν γνωρίζουμε ακριβώς πόσο δύσκολο ή εύκολο ήταν να γίνει κάποιος δεκτός στα μυστήρια, υποθέτουμε όμως ότι κάθε ευυπόληπτος πολίτης θα είχε αυτή τη δυνατότητα, δεδομένου ότι γνωρίζουμε πως οι ξένοι συμμετείχαν μαζικά στα μυστήρια, από τον Ηρόδοτο ως τον Παυσανία, καθώς και ότι κράτησαν το στόμα τους κλειστό. Οι τελετές προσχώρησης περιλάμβαναν και τον λεγόμενο θρονισμό – δεν γνωρίζουμε σε ποια ακριβώς μυστήρια – κατά τον οποίον οι μυημένοι οδηγούσαν τον νεοφώτιστο σε έναν θρόνο, γύρω από τον οποίον χόρευαν, ίσως επειδή ο νεοφώτιστος αντιπροσώπευε εκείνη τη στιγμή  την ίδια τη θεότητα.

     Θα πρέπει να θυμίσουμε εδώ και πάλι εκείνο το θεμελιώδες ελληνικό αίσθημα, σύμφωνα με το οποίο κάθε ευλαβική λατρεία ήταν κτήμα αυτών που την ώριζαν και την τελούσαν, είτε επρόκειτο για μια πόλη, ένα σωματείο ή κάποιον ιδιώτη. Και για όσο υπήρχε αυτό το δικαίωμα, ακόμη και μια μυστική λατρεία ανήκε σε όσους την ασκούσαν· πιστεύουμε επίσης, ότι ακόμη και οι αμύητοι πολίτες ήσαν υπερήφανοι για το ότι η πόλη τους διέθετε μυστήρια· φαίνεται δε ότι υπήρχε με γενική θετική προδιάθεση υπέρ τών μυστηρίων.

    Σημειώνουμε επίσης ότι αυτές οι συνήθειες προέκυψαν από τις ίδιες τις λαϊκές ανάγκες και μεταδόθηκαν, με γενική συγκατάθεση, σε πολλές περιοχές (τις περισσότερες φορές, όπως θα δούμε, από την Ελευσίνα)· δεν επιβλήθηκαν στο έθνος από κάποια οργάνωση κληρικών, και ούτε η τήρηση των μυστικών τους εκβιάστηκε ζηλόφθονα από μια  προνομιούχο τάξη, αλλά υπήρξε μια υπόθεση ιερού δέους, που έτυχε γενικής επιδοκιμασίας. Ποιο ήταν λοιπόν το στοιχείο που οδήγησε στην αυθόρμητη παντού σύσταση αυτών τών μυστηριακών τελετών ; Και σε τί έμοιαζαν μεταξύ τους έτσι, ώστε να δημιουργηθούν κοινές έννοιες και ονομασίες ;

     Δεν θα ήταν λάθος να τις συνδέσουμε κατ’ αρχήν με τις ετήσιες εορτές και τις μεγάλες τελετές τής επίσημης λατρείας, στο επίκεντρο των οποίων βρισκόταν, εκτός από  τη θυσία, ένα ιερό δράμα, που αναπαριστούσε τον μύθο τής τιμούμενης θεότητας. Να ήταν άραγες ένα κρυφό μέρος τής τελετής ; ή μήπως το απόκρυφο στοιχείο προστέθηκε αργότερα ; και για ποιον λόγο ; Επισημάνθηκε σωστά, ότι την εποχή που το έπος δεν είχε ακόμη επισκιάσει με το κάλλος του θεούς και ήρωες, οι σχετικοί μύθοι παρουσιάζονταν σε πρωτόγονη μορφή, και ότι το σκαιό και αλλόκοτο στοιχείο τους – ως προς τη μορφή και τον μύθο τής θεότητας – χρειάστηκε ενδεχομένως να μεταφερθεί στα ενδότερα του ιερού, επειδή δεν ήταν εντελώς καταληπτό. Και η κατάργηση μιας δεδομένης συνήθειας θα ήταν κάτι εντελώς αντίθετο προς τις ελληνικές αντιλήψεις· η μυστικότητα διατηρήθηκε έτσι για μερικούς μόνον αρχικά πιστούς, που ο αριθμός τους ήταν περιορισμένος και προϋπέθετε μιαν ιδιαίτερη μύηση, και για τους οποίους η συμμετοχή μπορεί να αντιπροσώπευε περισσότερο ένα καθήκον παρά μιαν αναψυχή. Ο περιορισμένος αριθμός οφειλόταν  στον περιορισμένο επίσης χώρο τού εσωτερικού τών ναών. Η γερμανική γλώσσα διαθέτει ευτυχώς τον συλλογικό όρο μύησης «Weiche» (= χαλαρός, απαλός), που υποδεικνύει την εξέλιξη των διαδικασιών και τις διαθέσεις· δεν γίνεται πάντως κανένας λόγος για κάποιαν ιδιαίτερα βίαιη διέγερση (όπως στις διονυσιακές πομπές), ούτε για βαθειά νάρκωση, και οποιαδήποτε ερμηνεία μέσω υπνώσεως κ. α. π. θα πρέπει να αποκλειστεί εντελώς.

     Υπάρχει ένα ακόμη γεγονός που μπορεί να οδήγησε στη γέννηση αυτών τών μυστηριακών τελετών: το ιερό δράμα φαίνεται ότι παρουσίαζε συχνά τις τεκνοποιήσεις, τις γεννήσεις και τους γάμους τών θεών, γεγονότα που με τον καιρό απέκτησαν κωμικό και απρεπή χαρακτήρα, από τη στιγμή κυρίως όπου το έπος έδωσε τη δυνατότητα  να αποκτήσουν οι θεοί ολοκληρωμένες ανθρώπινες μορφές. Θα ήταν επομένως εύλογο, να επιθυμεί να κρατήσει κανείς μακριά από τα βλέμματα του πλήθους τέτοιες σκηνές, έστω κι αν προβάλλονταν σε υπαινικτική και πρωτόγονη μόνο μορφή, και ο λαός είχε αρχίσει να εξοικειώνεται με τέτοιου είδους θεάματα. Ίσως να υπήρξε ωστόσο, σε μεταγενέστερους χρόνους και στο περιθώριο του ελληνικού πολιτισμού  ένας όχλος διψασμένος για τέτοιου είδους θεάματα και ακροάματα, όπως εκείνοι οι Παφλαγόνες στο Αβώνου τείχος, κάποιοι «αγροίκοι που βρωμούσαν σκόρδο»· ο διαβόητος αγύρτης Αλέξανδρος παρουσίαζε λοιπόν σ’ αυτούς κάποια τριήμερα μυστήρια, του είδους που αυτοί θα ήθελαν να φαντάζονται, τα οποία κατέληγαν με τον ίδιον τον Αλέξανδρο να συνουσιάζεται, στον ρόλο τού Ενδυμίωνα, με κάποια Σελήνη. Στο μεταξύ όμως η κωμωδία του Επίχαρμου και η αποκαλούμενη μέση αττική κωμωδία είχαν παρουσιάσει με ευτράπελο τρόπο, διακωμωδώντας τούς θεούς, δημόσια τους θείους έρωτες, οπότε αυτά που συνέβαιναν στα μυστήρια ήταν ίσως πια σχεδόν κόσμια ή και ευτελή: ιστορίες που εξελίσσονταν δηλ. στον στενό εσωτερικό χώρο τού ιερού, συνοδευόμενες από «ιερούς λόγους» και από καθαρά συμβολικές εν μέρει κινήσεις, κατανοητές μόνον από όσους ήταν μυημένοι στο ελληνικό πνεύμα, ένα θέαμα που δεν είχε απολύτως τίποτα το ερεθιστικό. Απέναντι σε μια τέτοια ιδανική εικόνα καθίσταται λοιπόν απολύτως περιττή κάθε τεχνητή «ψευδαίσθηση» που επιστρατεύεται στις μέρες μας, προκειμένου να γίνει πιστευτό από το κοινό κάποιο δραματικό δεδομένο, ενώ καθίστανται κυρίως περιττά και όλα εκείνα τα είδη οπτικών εντυπωσιασμών, που πλαισιώνουν τα σημερινά έργα με τα πλούσια σκηνικά και τις φαντασμαγορίες, τόσο επιτακτικότερα μάλιστα, όσο κενότερα περιεχομένου είναι τα ίδια. Αυτό είναι και το θέμα που θα μας απασχολήσει στη συνέχεια όσον αφορά στα Ελευσίνια μυστήρια.

(συνεχίζεται)

Σ' ΑΥΤΟ ΤΟ ΕΔΑΦΟΣ ΑΝΕΠΤΥΧΘΗ Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΧΑΝΕΤΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟ-ΔΥΤΙΚΗ ΔΕΙΣΙΔΑΙΜΟΝΙΑ. ΣΗΜΕΡΑ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΣΥΛΛΑΒΟΥΜΕ ΤΗΝ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΝΑΝΘΡΩΠΙΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΜΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΩΣΕ ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ. ΔΙΟΤΙ ΞΑΝΑΥΠΟΤΑΧΘΗΚΑΜΕ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: