Σάββατο 21 Αυγούστου 2021

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (91)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Τετάρτη, 11 Αυγούστου 2021

                                         Jacob Burckhard

                                               ΤΟΜΟΣ 2ος

 Ι. ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΟΙ ΤΟΥΣ – 35

       Η δυνατότητα τής μετά θάνατον εμφανίσεως τής ψυχής ενώπιον φιλεύσπλαχνων θεοτήτων αποτελούσε, ανάλογα με την πίστη και τον βαθμό τού φόβου ή τής αγωνίας, μια λαχτάρα για αρκετούς ανθρώπους, ενώ οι αντιλήψεις αυτές δεν απέκλειαν την πίστη στη μετεμψύχωση, εφ’ όσον οι θεοί μπορούσαν εξίσου, είτε να επιβάλλουν μια νέα επίγεια γέννηση της ατομικής ψυχής, είτε να καθορίσουν αμέσως την τελική της τύχη. Η ιδέα πάντως τής μετεμψύχωσης ήταν και παρέμεινε αντιπαθής γενικά στους Έλληνες, παρά τις απόψεις τού Πυθαγόρα, του Πίνδαρου, του Εμπεδοκλή και του Πλάτωνα. Δεδομένης μάλιστα της έντονης απαισιοδοξίας τών Ελλήνων, ελάχιστα τους παρηγορούσε το να ακούν – από αρχαίους, υποτιθέμενους μάντεις και μύστες – , ότι η έλευση του ανθρώπου στον κόσμο σήμαινε την τιμωρία του για αμαρτήματα που διέπραξε σε μιαν προηγούμενη ζωή· το κυρίαρχο αίσθημα των Ελλήνων ως προς το μετά θάνατον μέλλον τους, έκλινε, όποια κι αν ήταν η συγκεκριμένη του μορφή, υπέρ μιας οριστικής απόφασης για την τύχη τού ανθρώπου, και όχι υπέρ ενός νέου «κύκλου γεννήσεων». Χρειαζόταν ένας ανώτερος, άλλωστε, ηθικός βίος, προκειμένου να προετοιμαστεί κανείς, με την αυστηρή εγκράτεια, για την είσοδό του σε μιαν ανώτερη κατάσταση της υπάρξεως.

     Οι Ορφικοί, στους οποίους θα πρέπει να επιστρέψουμε εδώ, προέτρεπαν και εφάρμοζαν τον ασκητικό βίο – ασχέτως τής σοβαρότητας που επιδείκνυαν. Αλλά η άσκηση, όπως και η μετεμψύχωση, ήταν μη ελληνικό στοιχείο, και δεν είναι παράδοξο ότι, όπου εμφανίζεται η μία, οπωσδήποτε θα είναι κοντά και η άλλη. Η μύηση, που θα πρέπει να είχε τον χαρακτήρα προσχώρησης σε ένα τάγμα, ήταν ιδιωτική και μυστική, όπως και το σύνολο της ορφικής λατρείας, που δεν τελείτο  μέσα σε ναούς ούτε συνδεόταν με μυθικές αναπαραστάσεις· ο χθόνιος Διόνυσος των Ορφικών ήταν μια εντελώς διαφορετική μορφή από τον παταγώδη, μαινόμενο θεό τών αστικών εορτών. Την άσκηση και τη μύηση αυτού τού είδους συνόδευαν εν μέρει καθαυτό ορφικές αντιλήψεις και ήθη. Πολλοί συμμετείχαν σ’ αυτά εξ αιτίας εν μέρει τού φόβου που ενέπνεε η μετά θάνατον ζωή, αλλά κυρίως επειδή είχαν διαπράξει ειδεχθή εγκλήματα· ορισμένοι – μια μικρή μειοψηφία – φαίνεται να είχαν καλλιεργήσει, αντίθετα, μιαν εντελώς ξένη προς κάθε τι το ελληνικό αντίληψη περί υπάρξεως μιας καθολικής ανθρώπινης ενοχής, την οποία θα μπορούσε κάποιος να καταπολεμήσει με την ευσέβεια και την αυστηρότητα του ήθους. Η αντίληψη μιας ξεπεσμένης ηθικής υπήρχε και παλαιότερα, υπάρχουν δε και σχετικά αξιώματα του Βία και του Πιττακού· από τους Ορφικούς όμως τέθηκε για πρώτη φορά το ζήτημα μιας καθαυτό καθολικής ενοχής τής ανθρωπότητας. Και ακριβώς όπως οι αντιλήψεις περί τού κακού διέφεραν μεταξύ τους, έτσι διέφεραν και τα μέσα εξαγνισμού. Η αρχαία κάθαρση, γνωστή ήδη από τούς ηρωικούς χρόνους, δεν σχετιζόταν με μια καθολική συνείδηση περί υπάρξεως του κακού στην ανθρώπινη φύση, αλλά με μια πράξη εξωτερική, που είχε διαπραχτεί  χωρίς απόλυτη πιθανόν υποκειμενική συναίσθηση, θεωρείτο όμως αντικειμενικά  βλάσφημη, όπως για παράδειγμα ένας φόνος, και για τον εξιλασμό της απαιτούνταν συγκεκριμένες τελετές· η ορφική θεωρία και μύηση ήταν, αντίθετα, πολύ πιο αυστηρές και απαιτούσαν στην πραγματικότητα ένα είδος εσωτερικής μεταστροφής, ή μεταμόρφωσης του πνεύματος, συνοδευόμενης από μιαν ευσεβή στάση ζωής. Όσο ψευδής κι αν ήταν εξαρχής η μυθική αιτιολόγηση όλης αυτής τής συμπεριφοράς, όσο αμφίβολη κι αν ήταν η προσωπικότητα ορισμένων ορφεοτελεστών, υπήρξαν αυθεντικές μορφές αυτής τής διδασκαλίας, ακόμη και μέσα στην αθηναϊκή ζωή. Ο δε Ευριπίδης κατώρθωσε να δημιουργήσει την ιδεώδη μορφή τού Ιππόλυτου, ικανοποιώντας επί σκηνής το σκωπτικό αίσθημα του αθηναϊκού κοινού, χωρίς να γίνει καταγέλαστος. Ο αγνός νεανίας του είναι πράγματι άγαμος, απολύτως εγκρατής και ένθερμος υπηρέτης τής παρθένου Αρτέμιδος, μια προσωπικότητα αφιερωμένη και ιερή· θεωρεί χρέος του να πλυθεί, όταν ακούει τούς ασεβείς λόγους τής τροφού τής Φαίδρας· ενώ είναι επιπλέον φυτοφάγος, όπως και όλοι οι οπαδοί τού ορφισμού, που απείχαν από κάθε είδους ζωική τροφή, καθώς και από τις ζωοθυσίες. Στις κατηγορίες και τα υπονοούμενα του πατέρα του, ότι «πίσω από τα όμορφα λόγια κρύβονται επονείδιστες συμπεριφορές», απαντά με ηρεμία και αξιοπρέπεια, ότι γνωρίζει πώς να τιμά τούς θεούς, και ότι συναναστρέφεται φίλους, που μοιράζονται μαζί του τις ίδιες αυστηρές αρχές· δεν περιγελά ποτέ τούς συνανθρώπους του, και το ιδεώδες του είναι η νίκη στους αγώνες και η συναναστροφή με τους άριστους. Ενώ αποδίδει και μεγάλη σημασία στην τήρηση των όρκων, κάτι που χαρακτήριζε επίσης τούς ζηλωτές τού ορφισμού.

     Είναι σχεδόν αδύνατο να ξεχωρίσουμε μιαν αυστηρά ορφική σχολή, δεδομένου ότι οι οπαδοί της δεν μπορούσαν να εμποδίσουν κανέναν να κάνει αυτό που στον ένα ή τον άλλο βαθμό εφάρμοσαν αυθαίρετα και οι ίδιοι, να αποδίδει δηλαδή κάθε είδους μυστικές τελετές, που τις βάφτιζε μυστήρια, στο όνομα του Ορφέα. Ο πανθεϊσμός ονομάστηκε έτσι ορφικός, όταν επιχείρησε να διεισδύσει στην ελληνική συνείδηση, και κάθε απάτη που χρησιμοποιούσε ως προκάλυμμα το μυστήριο και υιοθετούσε κάποιου είδους ιεροπρέπεια, αναφερόταν στον Ορφέα. Φαίνεται ότι υπήρξε πάντως και ένα παρακλάδι συνεπών ορφικών, οι οποίοι συγχωνεύτηκαν στη συνέχεια με τους ύστερους πυθαγόρειους, ώσπου να καταλήξουν όλες αυτές οι τάσεις στον νεοπλατωνισμό.

     Η ελληνική πόλη, ακόμα και εκείνη τής Αθήνας, που παρέπεμπε κάθε είδους ασέβεια στη δικαιοσύνη, υπήρξε διαλλακτική απέναντι σε κάθε είδους μυστικές λατρείες, ακόμη και σ’ αυτές, από τη στιγμή που δεν εισήγαγαν ξένους θεούς, και δεν γεννούσαν υποψίες για εγκληματικές πράξεις όπως η φαρμακεία, όρος που συνδύαζε τη μαγεία με τον δηλητηριασμό. Το ίδιο επιπλέον το Κράτος, η άρχουσα δηλ. πολιτική τάξη, απαρτίστηκε μακροπρόθεσμα από ανθρώπους που ανέχθηκαν  «να προσφέρονται θυσίες», ενώ διαπράττονταν ταυτόχρονα και αδικήματα, διότι με τις θυσίες, τις κατευναστικές ευχές και τα δώρα «μεταπείθονται», όπως έλεγαν, οι θεοί και αφήνουν ατιμώρητους τους ανθρώπους· ενώ διατηρώντας την απειλή τής ποινής και του Άδη, οι μυστικές μυήσεις και οι λύσιοι θεοί μπορεί να αποβούν επικίνδυνοι! Βλέπουμε έτσι να καθιερώνονται (με εξαίρεση τις αναγνωρισμένες μυστικές τελετές σε συγκεκριμένους ναούς, στις οποίες θα αναφερθούμε και πάλι), μαζί με τις ορφικές, μυστικές τελετές κάθε είδους. Οι οποίες είχαν το πλεονέκτημα να ανταποκρίνονται σ’ ένα κλίμα φόβου και ανησυχίας, και μάλιστα σε μιαν εποχή, όπου οι άνθρωποι δεν είχαν κανένα άλλο πνευματικό στήριγμα εκτός από τον μύστη. Τον 4ο μάλιστα αιώνα εμφανίστηκαν στους δρόμους τής Αθήνας περιπλανώμενοι θίασοι τέτοιων οπαδών, που διαφήμιζαν την ανάλογη παράδοση. Υπάρχει μια, εξαιρετικά γλαφυρή μάλιστα περιγραφή αυτών τών εκδηλώσεων, έστω κι αν δεν προέρχεται από κάποιον αμερόληπτο παρατηρητή· ανήκει στον Δημοσθένη, που προσπαθεί να διασύρει τον αντίπαλό του Αισχίνη, περιγράφοντας χαρακτηριστικά στιγμιότυπα από την ζωή τού τελευταίου, όταν υπηρετούσε μιαν απόκρυφη λατρεία, φρυγικής, όπως φαίνεται, προέλευσης: «Όταν ενηλικιώθηκες, διάβαζες στη μητέρα σου βιβλία με εξορκισμούς την ώρα που τελούσε τις μυήσεις, και τη βοηθούσες στις επιμέρους τελετουργίες, πηγαίνοντας τη νύχτα να περιζώσεις με δέρματα ελαφιών τούς κατηχούμενους, και να τους λούσεις με κρασί· να τους εξαγνίσεις, τρίβοντάς τους με πηλό και πίτουρα, και καλώντας τους να ανορθωθούν και να πουν στη συνέχεια: «γλύτωσα απ’ το κακό και βρήκα το καλό». Και καυχιόσουν, ότι κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να βγάλει τόσο δυνατές κραυγές όπως εσύ, κάτι που το πιστεύω, γιατί αυτός που μπορεί να μιλάει εδώ τόσο δυνατά, μπορεί ασφαλώς και να κραυγάζει. Τη δε ημέρα καθοδηγούσες  τούς όμορφους βακχικούς θιάσους στους δρόμους τής πόλης, στεφανωμένος με μάραθο και κλαδιά λεύκας, σφίγγοντας στα χέρια σου χοντρά φίδια και φωνάζοντας, ενώ τα κούναγες πάνω απ’ το κεφάλι σου: «Ευοί Σαβοί», και χορεύοντας και κραυγάζοντας: «Υής Άττης! Άττης Υής!», με τις γριούλες να σου απαντούν: «Κορυφαίε!», και «Αρχηγέ!», και «Κισσοφόρε!», και «Λικνοφόρε!» κ.ά.π., προσφέροντάς σου ως ανταμοιβή ψωμιά βουτηγμένα στο κρασί, και κουλούρια, και γλυκά!».

     Οι πληθυσμοί που ήταν εξοικειωμένοι με τις μεγαλοπρεπείς διονυσιακές πομπές και τους ολονύχτιους εορτασμούς, δεν έδιναν πιθανότατα ιδιαίτερη σημασία σε τέτοιες περιοδείες στους δρόμους, και οι Έλληνες δεν ανησυχούσαν ιδιαιτέρως από τη δημόσια εμφάνιση εκδηλώσεων που παρέπεμπαν σε κάποια θρησκεία. Μισό ωστόσο αιώνα αργότερα συναντάμε επανειλημμένα στα έργα τού Θεόφραστου έναν χαρακτηριστικό αθηναϊκό τύπο, τον «δεισιδαίμονα», καθώς και όλες τις κατηγορίες ανθρώπων που εξαρτιόνταν απ’ αυτόν: οιωνοσκόπους, ονειροκρίτες, μάντεις,  οραματιστές και ορφεοτελεστές, στων οποίων τις υπηρεσίες προσέτρεχε κάθε μήνα αυτός και η οικογένειά του. Δεν απέχουμε πλέον πολύ από τούς καθημερινούς εξαγνισμούς τού ελληνικού και ρωμαϊκού βίου για προστασία από κάθε είδους απειλή, ακόμη και από το κακό μάτι· ο κάθε αγύρτης δεν έχανε τότε τον καιρό του σε νουθεσίες, αλλά τελούσε απλώς το έργο του έναντι κάποιας πενιχρής αμοιβής.

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: