KATA ΜΠΟΥΛΓΚΑΚΟΦ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΒΟΛΟΥ.
ΠΕΡΙ ΥΠΟΣΤΑΣΕΩΣ τού G.Prestige
Στην εποχή του Μ.Αθανασίου ο όρος υπόσταση δέν είχε κάποια τεχνική σημασία στην θεολογία. Ήταν περισσότερο μία έκφραση φιλοσοφική παρά θεολογική. Πάνω απ’όλα δέν είχε ξεκαθαρίσει η ακριβής σχέση ανάμεσα στις τρείς υποστάσεις και την μοναδική ουσία, με την οποία σχέση δινόταν ένας συμπληρωματικός ορισμός της Φύσεως του Θεού. Ο πρώτος ορισμός της Φύσεως του Θεού, στηριζόταν στην ταυτότητα ας πούμε υποστάσεως και ουσίας. Διότι και οι δύο όροι είχαν για αναφορά τους ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, και η οποία στηριζόταν με την σειρά της στην ταυτότητα της Φύσεως του Θεού! Δηλ. η ταυτότης εν σχέσει πρός τον Θεό, δέν σημαίνει μόνον το αναλλοίωτο αλλά και το γεγονός πώς δέν είναι δυνατόν να επαναληφθεί και να ξαναυπάρξει με κανέναν άλλο τρόπο, παρά μόνον με έναν διπλασιασμό, με ένα αντίτυπο, που παραμένει αυτός ο ίδιος, όπως είναι ακριβώς ο Υιός. Όσον αφορά την υπόσταση υπήρχαν πολλές δυσκολίες ακόμη, εκτός των ομάδων των Αρειανών. Υπήρχαν όσοι χώριζαν την μοναρχία σε τρείς δυνάμεις και χωριστές υποστάσεις και σε τρείς θεότητες. Χώριζαν την αγία μονάδα σε τρείς υποστάσεις ξένες μεταξύ τους και εντελώς χωριστές. Έφταναν δέ να χωρίσουν τις τρείς υποστάσεις με τον τρόπο που είναι φυσικώς ξεχωρισμένοι οι άνθρωποι μεταξύ τους. Οι περισσότεροι και ιδιαιτέρως οι Λατίνοι αγνοούσαν το γεγονός πώς η υπόσταση έχει δύο διαφορετικές σειρές σημασιών. Η σημασία του όρους substantia με τον οποίο απέδιδαν την υπόσταση αντιστοιχεί στην αμετάβλητη σημασία της υποστάσεως. Δέν μπορούσαν να υποπτευθούν πώς η υπόσταση έχει και μία ενεργό, πρακτική σημασία, και πώς ο όρος στην Ορθοδοξία εχρησιμοποιείτο μ’αυτή την ενεργητική σημασία. Τα πράγματα για τους Λατίνους έγιναν ακόμη χειρότερα όταν ο Άρειος δέχθηκε την ύπαρξη τριών υποστάσεων. Μόνο που εννούσε την ιδέα τριών υποστάσεων χωριστών και ξένων μεταξύ τους ουσιαστικώς. Κάτι απαράδεκτο για την Ανατολική Χριστιανοσύνη. Για την οποία ήταν κανονικό και φυσικό να μιλάμε για μία ουσία και τρείς υποστάσεις. Οι Λατίνοι λόγω και της γλώσσας τους, δέν μπορούσαν να διακρίνουν ανάμεσα σε ουσία και υπόσταση και γι’αυτό αναγκάστηκαν να επικαλεστούν την βοήθεια του όρου πρόσωπα για να αποφύγουν να μιλήσουν για τρείς ουσίες. Πλησίασαν όμως επικίνδυνα τοιουτοτρόπως την αίρεση του Σαβέλλιου.
Στην εποχή του Μ.Αθανασίου ο όρος υπόσταση δέν είχε κάποια τεχνική σημασία στην θεολογία. Ήταν περισσότερο μία έκφραση φιλοσοφική παρά θεολογική. Πάνω απ’όλα δέν είχε ξεκαθαρίσει η ακριβής σχέση ανάμεσα στις τρείς υποστάσεις και την μοναδική ουσία, με την οποία σχέση δινόταν ένας συμπληρωματικός ορισμός της Φύσεως του Θεού. Ο πρώτος ορισμός της Φύσεως του Θεού, στηριζόταν στην ταυτότητα ας πούμε υποστάσεως και ουσίας. Διότι και οι δύο όροι είχαν για αναφορά τους ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, και η οποία στηριζόταν με την σειρά της στην ταυτότητα της Φύσεως του Θεού! Δηλ. η ταυτότης εν σχέσει πρός τον Θεό, δέν σημαίνει μόνον το αναλλοίωτο αλλά και το γεγονός πώς δέν είναι δυνατόν να επαναληφθεί και να ξαναυπάρξει με κανέναν άλλο τρόπο, παρά μόνον με έναν διπλασιασμό, με ένα αντίτυπο, που παραμένει αυτός ο ίδιος, όπως είναι ακριβώς ο Υιός. Όσον αφορά την υπόσταση υπήρχαν πολλές δυσκολίες ακόμη, εκτός των ομάδων των Αρειανών. Υπήρχαν όσοι χώριζαν την μοναρχία σε τρείς δυνάμεις και χωριστές υποστάσεις και σε τρείς θεότητες. Χώριζαν την αγία μονάδα σε τρείς υποστάσεις ξένες μεταξύ τους και εντελώς χωριστές. Έφταναν δέ να χωρίσουν τις τρείς υποστάσεις με τον τρόπο που είναι φυσικώς ξεχωρισμένοι οι άνθρωποι μεταξύ τους. Οι περισσότεροι και ιδιαιτέρως οι Λατίνοι αγνοούσαν το γεγονός πώς η υπόσταση έχει δύο διαφορετικές σειρές σημασιών. Η σημασία του όρους substantia με τον οποίο απέδιδαν την υπόσταση αντιστοιχεί στην αμετάβλητη σημασία της υποστάσεως. Δέν μπορούσαν να υποπτευθούν πώς η υπόσταση έχει και μία ενεργό, πρακτική σημασία, και πώς ο όρος στην Ορθοδοξία εχρησιμοποιείτο μ’αυτή την ενεργητική σημασία. Τα πράγματα για τους Λατίνους έγιναν ακόμη χειρότερα όταν ο Άρειος δέχθηκε την ύπαρξη τριών υποστάσεων. Μόνο που εννούσε την ιδέα τριών υποστάσεων χωριστών και ξένων μεταξύ τους ουσιαστικώς. Κάτι απαράδεκτο για την Ανατολική Χριστιανοσύνη. Για την οποία ήταν κανονικό και φυσικό να μιλάμε για μία ουσία και τρείς υποστάσεις. Οι Λατίνοι λόγω και της γλώσσας τους, δέν μπορούσαν να διακρίνουν ανάμεσα σε ουσία και υπόσταση και γι’αυτό αναγκάστηκαν να επικαλεστούν την βοήθεια του όρου πρόσωπα για να αποφύγουν να μιλήσουν για τρείς ουσίες. Πλησίασαν όμως επικίνδυνα τοιουτοτρόπως την αίρεση του Σαβέλλιου.
Για να ανακεφαλαιώσουμε με συντομία τις σχέσεις ανάμεσα σε υπόσταση και ουσία, να πούμε κατ’αρχάς πώς για πρακτικούς λόγους, πολύ συχνά οι δύο όροι εταυτίζοντο. Παρ’όλα αυτά ώς πρός την σημασία τους διαφέρουν. Τόσο η υπόσταση όσο και η ουσία δείχνουν μία θετική ύπαρξη ουσιαστική, αυτό που είναι, το όν, το υφεστηκός. Όμως ουσία τείνει να εκφράσει πάνω απ’όλα χαρακτηριστικά και σχέσεις εσωτερικές, δηλ, την μεταφυσική πραγματικότητα. Ενώ η υπόσταση υπογραμμίζει τον συγκεκριμένο εξωτερικό χαρακτήρα της ουσίας, δηλ, την εμπειρική της αντικειμενικότητα. Έτσι διακρίνεται η διαφορά ήδη απο τον Ειρηναίο τής Λυών, ο οποίος ομολογεί: ούτε η υπόσταση ούτε η ουσία της Δημιουργίας θα καταργηθούν, αλλά αυτό που θα χαθεί θα είναι η μορφή αυτού του κόσμου. Αντιπαραβάλλοντας την απλή μορφή στην πραγματικότητα και στο περιεχόμενο.
Ο Γρηγόριος Νύσσης (στον Λόγο στην Μακρίνα Migne 46,44Β), μιλώντας για τα φυσικά σώματα και την φύση τους, παρατηρεί πώς η υπόσταση τους προέρχεται απο την ένωση φυσικών στοιχείων, αλλά όσον αφορά την ουσία τους, αυτή η φυσική βαρύτης έχει το πλεονέκτημα να κοινωνεί με την απλή ασώματη ψυχή.
Ας δούμε όμως λίγο αναλυτικώτερα καί την ουσία. Ανάμεσα στις τρέχουσες σημασίες της είναι η υλική ουσία, όπως την παρουσιάζει ο Αθηναγόρας. Υπάρχει επίσης η σημασία της δευτερεύουσας ουσίας με την Αριστοτελική έννοια ή σαν στοιχείο, όπως την παρουσιάζει ο Αθηναγόρας ξανά: η τροφή που λαμβάνει ένα πρόσωπο αυξάνει την ουσία του. Υπάρχει επίσης η σημασία της ύλης, δηλ, της κτήσεως (το εκπληκτικό δέ είναι πώς και ο όρος υπόσταση μπορεί να σημαίνει ιδιοκτησία). Μπορεί να σημαίνει επίσης την αρχή, το ουσιώδες ή την Φύση ενός αντικειμένου, όπως στην Μεταφυσική. Γενικώς ουσία σημαίνει νοητή πραγματικότης.
Για την θεολογία όμως η πιό σημαντική της σημασία είναι ατομική ουσία: η «πρώτη ουσία» του ορισμού του Αριστοτέλη. Ο Ωριγένης λοιπόν βεβαιώνει πώς η σύγκριση του Αγίου Πνεύματος με τον άνεμο που πνέει όπου θέλει, σημαίνει πώς το πνεύμα είναι πραγματικώς μία ουσία και όχι μία θεία δραστηριότης χωρίς δική της ύπαρξη και ατομικότητα. Ο Μεγας Βασίλειος λέει πώς ο λόγος : «Εγώ είμαι στον Πατέρα και ο Πατήρ είναι σε μένα» δέν εμπλέκει το μπέρδεμα των ουσιών, αλλά την ταυτότητα των χαρακτηριστικών. Επιπλέον στον λόγο του περί του Αγίου Πνεύματος ονομάζει το Πνεύμα ζωντανή ουσία και Κύριο της αγιότητος. Ο Χρυσόστομος παρατήρησε πώς ο Φώτιος θεωρούσε τον Λόγο σαν μία δραστηριότητα του Πατρός και όχι σαν μία αντικειμενική ουσία (ενυπόστατη).
Ο Ωριγένης ασκεί κριτική σε όσους ερμηνεύουν το χωρίο «Εγώ ήλθα απο τον Θεό (σχόλιο στο κατά Ιωάν 20,18)με έναν τέτοιο τρόπο που νά αφήνουν την εντύπωση πώς ο Υιός γεννήθηκε απο τον Πατέρα με τον τρόπο που ένα μωρό γεννιέται απο μία γυναίκα. Το Ορθόδοξο δόγμα εκφράζεται απο τον Ευσέβιο, εκεί όπου μας λέει πώς η Εκκλησία δέν ομολογεί δύο Θεούς, ούτε δύο αγέννητα, ούτε δύο άναρχα, ούτε δύο ουσίες που προοδεύουν σε παράλληλες γραμμές, αλλά μία μοναδική Αρχή και Θεό! Ολόκληρη η ουσία του Πατρός έγινε ολόκληρη η ουσία του Υιού, με τον ίδιο τρόπο που η λάμψη του Φωτός προέρχεται απο το Φώς. Έτσι ώστε η ουσία τουΠατρός να μήν υφίσταται καμμία διαίρεση.
Ο Μ.Αθανάσιος λοιπόν γράφει : «εάν όταν λές Πατήρ η χρησιμοποιείς την λέξη Θεός, δέν δείχνεις αυτόν που είναι αυτό που είναι, αλλά δείχνεις κάτι διαφορετικό, για να μήν πούμε κατώτερο το οποίο αναφέρεται σ’αυτόν, σ’αυτήν την περίπτωση δέν θα έπρεπε να είχες γράψει πώς ο Υιός είναι απο τον Πατέρα, αλλά πώς ο Υιός είναι απο αυτό που έχει σχέση με τον Πατέρα ή που είναι μέσα στον Πατέρα». Η κεντρική ιδέα του χωρίου είναι η εξής: ότι η ουσία του Πατρός είναι ο Πατήρ και όχι μία κάποια ιδιότητα και γι’αυτό το Είναι του Υιού, εάν προέρχεται απο εκείνο του Πατρός, πρέπει να είναι ταυτόσημο με εκείνο του Πατρός και όχι κατώτερο. Και το είναι του Θεού, για το οποίο μιλάμε, δέν έιναι μόνον μία ουσία, αλλά μία «πρωτη ουσία», δηλ, μία πραγματική ουσία που εκφράζεται σε ένα μοναδικό άτομο. Και συνεχίζει ο Αθανάσιος πώς οι Αρειανοί με τις ιδέες τους, χειριζόντουσαν τον Λόγο και τον τίτλο του Υιού, σαν να ήταν απλώς ένα όνομα και όχι μία ουσία. Και εδώ εννοείται μία πρώτη ουσία.
Στο επόμενο κεφάλειο (περί Συνόδων πάντοτε 34 και 35)βεβαιώνει πώς «Πατήρ» και «Θεός» είναι απλώς και μόνον τρόποι εκφράσεως της συγκεκριμένης ουσίας αυτού που είναι ! Οι Αρειανοί είχαν δεχθεί πώς ο Υιός ήταν απο τον Θεό, δηλ, απο την ουσία του Πατρός. Και αυτή η έκφραση προερχόταν απο την Σύνοδο της Νίκαιας, όπου είχε γίνει αποδεκτό πώς η έκφραση «απο τον Θεό» ή «απο την ουσία του» ήταν το ίδιο πράγμα. Διότι τα κτίσματα δέν είναι γεννήματα όπως ο Υιός αλλά έργα του Θεού.
Εξηγεί στην συνέχεια (εναντίων των Αρειανών 4,2) πώς η λέξη ουσία, εξαντλεί εσωτερικά όλο το Είναι του Θεού και δέν δέχεται διακρίσεις ανάμεσα στο ουσιώδες με την γενική σημασία και στην ποιότητα ή τα συμβεβηκότα. Παρότι το βιβλίο αυτό είναι αμφιβαλλόμενο, ο εσωτερικός συσχετισμός ανάμεσα στην έννοια της πρώτης ουσίας και της ιδέας της Μεταφυσικής αναλύσεως, που ανιχνεύονται στην λέξη ουσία, φανερώνεται στο έργο του περί ενσαρκώσεως (18): «Ποιός τέλος πάντων, βλέποντας την ουσία του νερού να αλλάζει και να μεταμορφώνεται σε κρασί, μπορεί να μήν αναγνωρίσει πώς αυτός που το πέτυχε είναι Κυριος και Δημιουργός της ουσίας όλων των υδάτων;» Μόνον αυτός που έκανε το νερό, εκείνο που είναι, μπορεί να κατορθώσει να μεταμορφώσει σε κρασί εκείνη την συγκεκριμένη ποσότητα νερού που περιείχαν τα πέτρινα βαρέλια της Κανά.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου