Σκεπτόμενοι ευαγγελικώς, «δεν μπορεί ο καθένας να βλέπει την αλήθεια, αλλά μπορεί να είναι» (Φραντς Κάφκα, Τα Οκτώ Μπλε Τετράδια). Και πώς άραγε γίνεσαι η αλήθεια;
Αν θεωρήσουμε ότι η θεολογική πορεία (αγιοσύνη) είναι ένας προχωρημένος αναβαθμός στην κλίμακα της αναζήτησης-άσκησης της αλήθειας, πριν από αυτό το επίπεδο – ξεκινώντας για την αλήθεια – δεν μπορούμε παρά να παραδεχθούμε, με τον Βίτγκενσταϊν, πως «δεν μπορείς να σκεφθείς τίμια αν δεν θες να πληγώσεις τον εαυτό σου» (Λ. Βίτγκενσταϊν, Αφορισμοί και Εξομολογήσεις). Αυτό γιατί το να μην πληγωθείς από την αλήθεια θα σήμαινε είτε ότι είσαι «θεϊκά» τίμιος (οπότε πιο πολύ σε πληγώνει το ψέμα και δεν αντέχεις να βολευτείς εκεί) είτε ότι είσαι εξαρχής θεϊκός και άτρωτος από το ψέμα, δηλαδή έτοιμος, φτασμένος.
Ακόμα κι ο Χριστός υπέφερε, όμως. Όχι για να βρει ή να γίνει η αλήθεια (αφού ήταν ήδη – Ιω. 14,6) αλλά για να ολοκληρώσει το έργο Του: εφόσον ο Θεός έγινε άνθρωπος – ούτε ιδεολογία, ούτε κόμμα, ούτε θρησκεία – η μεγαλύτερη απόδειξη επ’ αυτού θα ήταν να υποφέρει υπό την ανθρωπιά Του αυτή, παραμένοντας παράλληλα πιστός στην αλήθεια της εκ Θεού ζωής και της εν Θεώ αληθεύουσας πορείας της. Άρα, όχι τόσο λόγω θαυματουργίας, όσο βασανισμού, οι άνθρωποι, από τότε, μπορούν να ελπίζουν (αρχικά τουλάχιστον), σε ένα Θεό ενανθρωπισμένο μεν και αντιλήπτωρα της καταστάσεώς τους δε, σύνδρομό τους στο δρόμο προς τον αληθεύοντα βίο.
Οφείλουμε, στον εαυτό μας πρωτίστως, να αφήσουμε την αλήθεια να μας πληγώσει, να «μάθουμε να υποτασσόμαστε και να παραδίδουμε τα όπλα στην αλήθεια […]είτε γεννιέται στα χέρια του αντιπάλου, είτε μέσα μας, ύστερα από καλύτερη σκέψη» (Μονταίν, Δοκίμια). Ότι επανάσταση πραγματική, εν μέσω τόσης περισπούδαστης αντιλογίας ανά τους αιώνες εν ανθρωπίνη τριβή και κοινωνία, κάνει μόνο «εκείνος που μπορεί και επαναστατεί ενάντια στον ίδιο του τον εαυτό» (Λ. Βίτγκενσταϊν, ό.π.). Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, Αργά Βαδίζει ο Χριστός: «είναι πιο εύκολο να αναποδογυρίσεις τον κόσμο απ’ ότι είναι να αναποδογυρίσεις τον εαυτό σου. Πρέπει να πεθάνεις και να ξαναγεννηθείς. Πρέπει να μπορέσεις να σηκώσεις πάνω από τον εαυτό σου την ταφόπλακά σου και να αναστηθείς».
Οφείλουμε, αντιθέτως της επιλεκτικότητας, χιουμοριστικώς και κοσμικώς τοποθετούμενοι, να μην είμαστε δικηγόροι (χρησιμοποιούν μόνο όση από την αλήθεια εξυπηρετεί την δικαίωση του πελάτη τους).
«Τὸ μὲν ἀληθὲς ἕν, τὸ δὲ ψεῦδος πολυσχιδές» (Γρηγόριος Θεολόγος, P.G. 35, Λόγοι, 30,20). Αυτό είναι ένα γεγονός που το φιλότιμο του ανθρώπου νιώθει αρχαιόθεν.
Αν πάρουμε για παράδειγμα τον Σωκράτη μας, έχουμε ένα απτό ιδανικό δείγμα φιλοτιμίας και υπεράσπισης της αλήθειας έως θανάτου. Μπορεί να ακούγεται αλαζονικό το να λέει πως είναι αληθινά ελεύθερος, δίκαιος και σοφός, αλλά τα επιχειρήματά του ενέχουν την προαναφερθείσα δεκτικότητα της στένευσης ένεκεν της εύρεσης-σωματοποίησης της αλήθειας. Εξηγεί πως «είναι ελεύθερος γιατί ούτε δώρα ούτε μισθό δέχεται (όπως οι Σοφιστές), δίκαιος επειδή είναι αυτάρκης και σοφός επειδή ποτέ δε σταμάτησε να ερευνά» (Ξενοφώντας, Απολογία Σωκράτους), γνωρίζοντας ένα πράγμα σίγουρα, πως «ξέρει ότι τίποτα δεν ξέρει» (Πλάτωνας, Απολογία Σωκράτους). Στο δεύτερο μέρος της δίκης του δε, από την οποία θα ξέφευγε αν το επιθυμούσε, η στεγνή ομολογία του πως ακούει μία φωνή – «αν πρέπει να πιστέψουμε τον Ξενοφώντα, ο Σωκράτης ονόμαζε τη φωνή αυτή, εντελώς απλά, η φωνή του θεού» (Έρικ Ντοντς, Οι Έλληνες και το Παράλογο) – που τον καθοδηγεί και μάλιστα του «εναντιωνόταν κάθε φορά που πήγαινε να σκεφτεί την απολογία του» (Ξενοφώντας, ό.π.), δείχνει ένα πρόσωπο που αρνείται να προδώσει, αλλά υπερασπίζεται την αλήθεια που ζει στο πετσί του έως εσχάτου αναπνοής, έως θανάτου, θανάτου δε επίπονου δηλητηριασμού. Μπρος στην γκρίνια των μαθητών, που δεν τον πείθουν να λακίσει, δηλώνει πράως: «ο Θεός από ευμένεια μου παραχωρεί τον θάνατο» (Ξενοφώντας, ό.π.). Οπότε, «κατεβαίνει τη σκάλα», παίρνει μόνος το άγνωστο πλοιάριο προς το άγνωστο ταξίδι και ανεβαίνει στον ουρανό της εποχής ως φωτεινό σημείο και μας ταξιδεύει με την τιμιότητά του και υπάρχει μέσα σε όλους μας, αξεπέραστος.
Πιο πολλά, από την συνύπαρξη των ανθρώπων, μπορούμε να αποκομίσουμε, φάινεται, από την «συνανυπαρξία» των δικαίων ένεκεν δικαιοσύνης και αλήθειας. Αυτοί οι τελευταίοι, καθιστούν, παραδόξως, τους υπαρκτούς ανύπαρκτους και τους ανύπαρκτους «υπαρκτότερους» των υπαρκτών. Αναδεικνύουν τους λίγους και «άριστους» ισάξιους «μυριάδων», και τους μυριάδες, που «κεκόρηνται ὅκωσπερ κτήνεα», ισάξιους του κανενός (Ηράκλειτος). Τους ευχαριστούμε που μας πληγώνουν έτσι, λοιπόν, και προσπαθούμε να τους ακολουθήσουμε στον τίμιο θάνατό τους (μεταφορικά και κυριολεκτικά) ώστε να αληθεύσουμε κι εμείς. Ότι «ἐὰν ἀποθάνῃ, πολὺν καρπὸν φέρει» (Ιω. 12,24), ο σπόρος στη γη κι ο άνθρωπος στη ζωή.
Στην εικαστική πλαισίωση της σελίδας: Eugène Delacroix, “O Σωκράτης και το Δαιμόνιο”, 1838, Library, Palais Bourbon, Παρίσι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου