Κυριακή 29 Αυγούστου 2021

Αγ. Γρηγόριος Νύσσης - Λόγος Κατηχητικός Ο Μέγας (14) και (15)

 Συνέχεια από: Σάββατο, 28 Αυγούστου 2021

ΛΟΓΟΣ ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ


Κεφάλαιο 14

Ποία λοιπόν, λέγει, είναι η αιτία τού ότι το θείον κατέβη προς την ταπεινότητα, ώστε να είναι αμφίβολος η πίστις ότι, αν ο Θεός, το αχώρητον και ακατανόητον και ανεκλάλητον πράγμα, το υπερβαίνον πάσα δόξα και πάσα μεγαλειότητα, ενώνεται με την ευτελή περιβολή της ανθρώπινης φύσεως, ώστε οι υψηλές ενέργειες αυτού να εξευτελίζονται δια της αναμίξεως του με τα κάτω;

Κεφάλαιο 15

1. Δεν δυσκολευόμαστε να βρούμε απόκριση θεοπρεπή στο ερώτημα τούτο. Ζητείς την αιτία δια την οποία εγένετο ο Θεός άνθρωπος; Εάν αφαιρέσεις από την ζωή τις θεοδότους ευεργεσίες, δεν θα έχεις να πεις από ποιες μαρτυρίες θα γνωρίσεις τον Θεόν. Διότι τον ευεργέτη αναγνωρίζουμε με την βοήθεια που μας προσφέρουν όσα πάσχουμε. Πράγματι βλέποντες σε εκείνα τα οποία λαμβάνουν χώρα, αναλογιζόμεθα διά μέσου τούτων την φύσιν του ενεργούντος αυτά. Εάν λοιπόν ιδιαίτερο γνώρισμα της θείας φύσεως είναι η φιλανθρωπία, τότε έχεις τόν λόγον τον οποίον εζήτησες, έχεις την αιτία της μεταξύ των ανθρώπων παρουσίας του Θεού. Διότι είχε ανάγκη του ιατρού η ασθενήσασα φύσις ημών. Είχε ανάγκη του ανορθωτού ο καταπεσών άνθρωπος. Είχε ανάγκη του ζωοποιού ο απολέσας την ζωή. Είχε ανάγκην του επαναφέροντος εις το αγαθόν ο αποσπασθείς από την συμμετοχή της αγαθότητας. Εχρειάζετο την παρουσία του φωτός ο φυλακισθεις στο σκότος. Ζητεί τον λυτρωτή ο αιχμάλωτος, τον συναγωνιστή ο δεσμώτης, τον ελευθερωτή ο κατεχόμενος στον ζυγό της δουλείας. Άραγε ήσαν μικρά και ανάξια ταύτα διά να δυσωπήσουν τον Θεόν ώστε να κατέλθει προς επίσκεψιν της ανθρώπινης φύσεως ενώ ή ανθρωπότης ευρίσκετο σε τοιαύτην ελεεινήν και αθλίαν κατάστάσιν;

2. Αλλά, λέγει, ήταν δυνατόν και ο άνθρωπος να ευεργετηθεί και ο Θεός να παραμείνει στην απάθεια καθ' όσον εκείνος ο οποίος δημιούργησε το παν δια της βουλής αυτού και με μόνην την ορμή της θελήσεως αυτού έδωσε υπόστασιν εις το μη ον, διατί δεν θα ήταν δυνατόν δια δεσποτικής (αυθεντικής) και θεϊκής εξουσίας να αποσπάσει και τον άνθρωπο από την εναντίαν δυναμιν και να τον φέρει προς την εξ αρχής του κατάστασιν, εάν τούτο ήθελε; Διατί αντί τούτου διάγει μακράς περιόδους αναλαμβάνων την φύσιν του σώματος και διά γεννήσεως ερχόμενος εις την ζωήν και εν συνεχεία διερχόμενος όλα τα στάδια της ηλικίας, έπειτα δε δοκιμάζων τον θάνατον και έτσι διά της αναστάσεως του σώματος αυτού φθάνων στον σκοπόν του, σαν να μην ήταν δυνατό μένων επί το ύψος της δόξης του να σώσει τον άνθρωπο δια προστάγματος, τις περιόδους δε αυτές να αφήσει κατά μέρος;

3. Επομένως είναι ανάγκη και στις αντιρρήσεις ταύτες να αντιπαρατεθεί από εμάς η αλήθεια, ώστε να μην εμποδίζεται από τίποτε η πίστις εκείνων οι oποίοι ζητούν επιστημονικώς (εξεταστικώς) τον λόγον του μυστηρίου. Πρώτον λοιπόν ας ερευνήσουμε εκείνο το οποίον και λίγο προηγουμένως έχει εξετασθεί, δηλαδή τί είναι το αντιτιθέμενο προς την αρετή. Όπως αντιτίθεται προς το φως το σκότος και προς την ζωή ο θάνατος έτσι είναι φανερό ότι και προς την κακία αντιτίθεται η αρετή και τίποτε άλλο εκτός αυτής. Πράγματι όπως, ενώ είναι πολλά τα εις την κτήσιν (δημιουργία) όντα, κανένα άλλο δεν αντιτίθεται προς το φως και την ζωή, ούτε ο λίθος ούτε το ξύλον ούτε το ύδωρ ούτε ο άνθρωπος ούτε κανένα άλλο εκ των όντων, έκτος εκείνων τα οποία νοούνται ως κατ’ εξοχήν ενάντια τούτων, δηλαδή το σκότος και ο θάνατος, έτσι και επί το ζήτημα της αρετής δεν είναι δυνατόν να νοήσει κανείς κάποιο δημιούργημα αντίθετο αυτής, έκτος από την ιδέαν της κακίας. Επομένως, εάν ο λόγος μας παρεδέχετο ότι το θείον εγεννήθη εν κακία, ο αντιτιθέμενος προς εμάς θα είχε την ευκαιρία να καταφερθεί κατά της πίστεως ημών, ότι δήθεν παραδεχόμεθα πράγματα ανάρμοστα και άπρεπή διά την θεία φύσιν. Διότι δεν θα ήταν δίκαιο να λέγουμε ότι η αυτοσοφία και αγαθότης και αφθαρσία, και ο,τιδήποτε υψηλό νόημα και όνομα υπάρχει, μετέπεσε προς το εναντίον. Εάν λοιπόν ο Θεός μεν είναι η αληθής αρετή, προς την αρετήν δε δεν αντιτίθεται καμμία φύσις, αλλά η κακία, ο δε Θεός δεν γεννάται εν κακία, αλλ’ εν ανθρώπινη φύση, μόνον δε άπρεπές και αισχρό είναι το πάθος εκ της κακίας, εις το οποίον ούτε εγεννήθη ο Θεός ούτε έχει φύσιν να γεννηθεί, διατί εντρέπονται την ομολογία ότι ο Θεός άγγισε την ανθρώπινη φύσιν, εφ’ όσον εν τη κατασκευή του ανθρώπου καμμία αντίθεσις δεν υφίσταται ως προς το ζήτημα της αρετής; Διότι ούτε η λογική ούτε η διανόησις ούτε η επιστημονική δεκτικότης, ούτε κανένα άλλο προσόν, χαρακτηριστικό της ανθρώπινης ουσίας, δεν αντιτίθεται εις την αξίαν της αρετής.

Το πρωτότυπο κείμενο

Κεφάλαιο 14 

Τίς οὖν αἰτία, φησί, τοῦ πρὸς τὴν ταπεινότητα ταύτην καταβῆναι τὸ θεῖον, ὡς ἀμφίβολον εἶναι τὴν πίστιν, εἰ θεός, τὸ ἀχώρητον καὶ ἀκατανόητον καὶ ἀνεκλάλητον πρᾶγμα, τὸ ὑπὲρ πᾶσαν δόξαν καὶ πᾶσαν μεγαλειότητα, τῷ λύθρῳ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καταμίγνυται, ὡς καὶ τὰς ὑψηλὰς ἐνεργείας αὐτοῦ τῇ πρὸς τὸ ταπεινὸν ἐπιμιξίᾳ συνευτελίζεσθαι.

Κεφάλαιο 15 

1. Οὐκ ἀποροῦμεν καὶ πρὸς τοῦτο θεοπρεποῦς ἀποκρίσεως. ζητεῖς τὴν αἰτίαν τοῦ γενέσθαι θεὸν ἐν ἀνθρώποις; ἐὰν ἀφέλῃς τοῦ βίου τὰς θεόθεν γινομένας εὐεργεσίας, ἐκ ποίων ἐπιγνώσῃ τὸ θεῖον οὐκ ἂν εἰπεῖν ἔχοις. ἀφ' ὧν γὰρ εὖ πάσχομεν, ἀπὸ τούτων τὸν εὐεργέτην ἐπιγινώσκομεν· πρὸς γὰρ τὰ γινόμενα βλέποντες, διὰ τούτων τὴν τοῦ ἐνεργοῦντος ἀναλογιζόμεθα φύσιν. εἰ οὖν ἴδιον γνώρισμα τῆς θείας φύσεως ἡ φιλανθρωπία, ἔχεις ὃν ἐπεζήτησας λόγον, ἔχεις τὴν αἰτίαν τῆς ἐν ἀνθρώποις τοῦ θεοῦ παρουσίας. ἐδεῖτο γὰρ τοῦ ἰατρεύοντος ἡ φύσιςἡμῶν ἀσθενήσασα, ἐδεῖτο τοῦ ἀνορθοῦντος ὁ ἐν τῷ πτώ ματι ἄνθρωπος, ἐδεῖτο τοῦ ζωοποιοῦντος ὁ ἀφαμαρτὼν τῆς ζωῆς, ἐδεῖτο τοῦ πρὸς τὸ ἀγαθὸν ἐπανάγοντος ὁ ἀπορρυεὶς τῆς τοῦ ἀγαθοῦ μετουσίας, ἔχρῃζε τῆς τοῦ φωτὸς παρου σίας ὁ καθειργμένος τῷ σκότῳ, ἐπεζήτει τὸν λυτρωτὴν ὁ αἰχμάλωτος, τὸν συναγωνιστὴν ὁ δεσμώτης, τὸν ἐλευθερωτὴν ὁ τῷ ζυγῷ τῆς δουλείας κατεχόμενος. ἆρα μικρὰ ταῦτα καὶ ἀνάξια τὸν θεὸν δυσωπῆσαι πρὸς ἐπίσκεψιν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καταβῆναι, οὕτως ἐλεεινῶς καὶ ἀθλίως τῆς ἀνθρωπότητος διακειμένης; 

2. ἀλλ' ἐξῆν, φησί, καὶ εὐεργετηθῆναι τὸν ἄνθρωπον καὶ ἐν ἀπαθείᾳ τὸν θεὸν διαμεῖναι. ὁ γὰρ τῷ βουλήματι τὸ πᾶν συστησάμενος καὶ τὸ μὴ ὂν ὑποστήσας ἐν μόνῃ τῇ ὁρμῇ τοῦ θελήματος, τί οὐχὶ καὶ τὸν ἄνθρωπον δι' αὐθεντικῆς τινὸς καὶ θεικῆς ἐξουσίας τῆς ἐναντίας δυνάμεως ἀποσπάσας πρὸς τὴν ἐξ ἀρχῆς ἄγει κατάστασιν, εἰ τοῦτο φίλον αὐτῷ· ἀλλὰ μακρὰς περιέρχεται περιόδους, σώματος ὑπερχόμενος φύσιν, καὶ διὰ γεννήσεως παριὼν εἰς τὸν βίον, καὶ πᾶσαν ἀκολούθως ἡλικίαν διεξιών, εἶτα θανάτου γευόμενος, καὶ οὕτως διὰ τῆς τοῦ ἰδίου σώματος ἀναστάσεως τὸν σκόπον ἀνύων, ὡς οὐκ ἐξὸν αὐτῷ μένοντι ἐπὶ τοῦ ὕψους τῆς θεικῆς δόξης, διὰ προστάγματος σῶσαι τὸν ἄνθρωπον, τὰς δὲ τοιαύτας περιόδους χαίρειν ἐᾶσαι;

3. οὐκοῦν ἀνάγκη καὶ ταῖς τοιαύταις τῶν ἀντιθέσεων ἀντικαταστῆναι παρ' ἡμῶν τὴν ἀλήθειαν, ὡς ἂν διὰ μηδενὸς ἡ πίστις κωλύοιτο τῶν ἐξεταστικῶς ζητούντων τοῦ μυστηρίου τὸν λόγον. πρῶτον μὲν οὖν, ὅπερ καὶ ἐν τοῖς φθάσασιν ἤδη μετρίως ἐξήτασται, τί τῇ ἀρετῇ κατὰ τὸ ἐναντίον ἀντικαθέστηκεν, ἐπισκεψώμεθα. ὡς φωτὶ σκότος καὶ θάνατος τῇ ζωῇ, οὕτω τῇ ἀρετῇ ἡ κακία δῆλον ὅτι, καὶ οὐδὲν παρὰ ταύτην ἕτερον. καθάπερ γὰρ πολλῶν ὄντων τῶν ἐν τῇ κτίσει θεωρουμένων οὐδὲν ἄλλο πρὸς τὸ φῶς ἢ τὴν ζωὴν τὴν ἀντιδιαίρεσιν ἔχει, οὐ λίθος, οὐ ξύλον, οὐχ ὕδωρ, οὐκ ἄνθρωπος, οὐκ ἄλλο τι τῶν ὄντων οὐδέν, πλὴν ἰδίως τὰ κατὰ τὸ ἐναντίον νοούμενα, οἷον σκότος καὶ θάνατος· οὕτω καὶ ἐπὶ τῆς ἀρετῆς οὐκ ἄν τις κτίσιν τινὰ κατὰ τὸ ἐναντίον αὐτῇ νοεῖσθαι λέγοι, πλὴν τὸ κατὰ κακίαν νόημα. οὐκοῦν εἰ μὲν ἐν κακίᾳ γεγενῆσθαι τὸ θεῖον ὁ ἡμέτερος ἐπρέσβευε λόγος, καιρὸν εἶχεν ὁ ἀντι λέγων κατατρέχειν ἡμῶν τῆς πίστεως, ὡς ἀνάρμοστά τε καὶ ἀπεμφαίνοντα περὶ τῆς θείας φύσεως δογματιζόντων· οὐ γὰρ δὴ θεμιτὸν ἦν αὐτοσοφίαν καὶ ἀγαθότητα καὶ ἀφθαρσίαν, καὶ εἴ τι ὑψηλόν ἐστι νόημά τε καὶ ὄνομα, πρὸς τὸ ἐναντίον μεταπεπτωκέναι λέγειν. εἰ οὖν θεὸς μὲν ἡ ἀληθὴς ἀρετή, φύσις δέ τις οὐκ ἀντιδιαιρεῖται τῇ ἀρετῇ, ἀλλὰ κακία, θεὸς δὲ οὐκ ἐν κακίᾳ, ἀλλ' ἐν ἀνθρώπου γίνεται φύσει, μόνον δὲ ἀπρεπὲς καὶ αἰσχρὸν τὸ κατὰ κακίαν πάθος, ἐν ᾧ οὔτε γέγονεν θεός, οὔτε γενέσθαι φύσιν ἔχει, τί ἐπαισχύνονται τῇ ὁμολογίᾳ τοῦ θεὸν ἀνθρωπίνης ἅψασθαι φύσεως, οὐδεμιᾶς ἐναντιότητος ὡς πρὸς τὸν τῆς ἀρετῆς λόγον ἐν τῇ κατασκευῇ τοῦ ἀνθρώπου θεωρουμένης; οὔτε γὰρ τὸ λογικόν, οὔτε τὸ διανοητικόν, οὔτε τὸ ἐπιστήμης δεκτικόν, οὔτε ἄλλο τι τοιοῦτον, ὃ τῆς ἀνθρωπίνης ἴδιον οὐσίας ἐστί, τῷ λόγῳ τῆς ἀρετῆς ἠναντίωται.


Δεν υπάρχουν σχόλια: