Τρίτη 5 Οκτωβρίου 2021

Αγ. Γρηγόριος Νύσσης - Λόγος Κατηχητικός Ο Μέγας (27)

Συνέχεια από: Σάββατο, 2 Οκτωβρίου 2021 

ΛΟΓΟΣ ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ


Κεφάλαιο 27

1. Πάντως είναι εύλογο o ενωθείς με την φύσιν μας να δέχεται την συνανάκρασιν (συνένωση) πρoς εμάς με oλα τα ιδιώματα αυτής. Όπως οι πλύνοντες τα ακάθαρτα φορέματα δεν κάμνουν διάκρισιν και άλλες μεν ακαθαρσίες αφήνουν άλλες δε αποβάλλουν, αλλά απ’ αρχής μέχρι τέλους καθαρίζουν από τις κηλίδες όλο το ύφασμα, για να είναι ομοιόμορφο το φόρεμα σε όλη την επιφάνεια καθαρισθέν με την πλύσιν κατά ίσον τρόπον, έτσι μολυνθείσης της ανθρώπινης ζωής υπό της αμαρτίας, και στην αρχή της και στο τέλος της και στα ενδιάμεσα, ήταν αναγκαία η εκπλύνουσα αυτήν δύναμις να διέλθει από όλες τις καταστάσεις της ζωής ώστε να μη συμβεί μέρος μεν να θεραπεύσει δια της καθάρσεως, μέρος δε να αφήσει αθεράπευτο. Δια τούτο, επειδή η ζωή μας ευρίσκεται μεταξύ δύο περάτων, του της αρχής και του τέλους, η διορθωτική δύναμις της φύσεως βρίσκεται και στο εν και στο άλλο πέρας, και την αρχήν εγγίζουσα και μέχρι του τέλους επεκτεινομένη και τα ενδιάμεσα αυτών όλα συμπεριλαμβάνουσα.

2. Επειδή δε για όλους τους ανθρώπους μία είναι η προσπέλασις (πάροδος) εις την ζωήν, πόθεν έπρεπε ο εισερχόμενος προς εμάς να εγκατασταθεί στον βίον; Εκ του ουρανού, θα έλεγε εκείνος ο οποίος απορρίπτει ως αισχρό και άδοξο το είδος της ανθρώπινης γενέσεως. Αλλ’ ο άνθρωπος δεν ήταν στον ουρανό ούτε επεκράτησε στον χώρο της υπερκοσμίου ζωής κάποιο νόσος της κακίας. Ο δε ενωθείς με τον άνθρωπο έκαμε την συνανάκρασιν με σκοπό να ωφελήσει. Αφού λοιπόν δεν υπήρχε εκεί το κακόν ούτε υφίστατο ανθρώπινος βίος, πώς θα ζητεί κάνεις από εκεί να περιβληθεί ο άνθρωπος τον Θεόν, μάλλον δε όχι άνθρωπος, αλλά είδωλο και ομοίωμα ανθρώπου;

3. Πώς θα πραγματοποιείτο η διόρθωσις της φύσεώς μας, εάν, ενώ είχε ασθενήσει το επίγειο ζώο, εδέχετο τον ερχομό του Θεού (την θεία επιδημία) κάποιο άλλο εκ των ουρανίων; Διότι δεν είναι δυνατόν να θεραπευθεί ο ασθενής εάν δεν δεχθεί την ίασιν το πονεμένο μέλος. Εάν λοιπόν ο μεν ασθενής βρίσκεται στην γην, η δε θεία δύναμις δεν άγγιζε τον ασθενή, αποβλέπουσα προς την δική της αξιοπρέπεια (προς το εαυτής πρέπον), τότε θα ήταν άχρηστη για τον άνθρωπο η ασχολία της θείας δυνάμεως με ζητήματα που ουδόλως σχετίζονται με εμάς. Διότι το απρεπές επί της θεότητος, εάν κατ’ αρχήν είναι θεμιτό να εννοήσουμε απρέπεια σε αυτόν, άλλην έκτος της κακίας, προέρχεται και από τις δυο πλευρές. Αλλά πάντως τον μικροψύχως περιορίζοντα σε τούτο την θεία μεγαλειότητα, στο ότι αυτή δεν δέχεται την κοινωνία των ιδιωμάτων της φύσεως ημών, δεν ικανοποιεί περισσότερο το να συνδεθεί το άδοξον με το ουράνιο σώμα από όσον το να συνδεθεί το θείο με το επίγειο σώμα, καθ’ όσον ολόκληρος η κτίσις είναι εξ ίσου απομακρυσμένη από το ύψιστον και απρόσιτον κατά το ύψος της φύσεως και το παν ευρίσκεται σε εξ ίσου κατώτερο βαθμό από αυτό. Το καθόλου απρόσιτον δεν είναι δυνατόν να είναι σε κάτι μεν προσιτόν, σε άλλο δε απλησίαστον, αλλ’ είναι εξ ίσου υπέρτερον πάντων των όντων. Ούτε λοιπόν η γη είναι μακρότερα ούτε ο ουρανός πλησιέστερα της θείας αξίας, ούτε τα ζώντα σε εκάτερον των στοιχείων τούτων διαφέρουν κατά τι μεταξύ τους ως προς το ζήτημα τούτο, ώστε τα μεν να εφάπτονται της απροσίτου φύσεως, τα δε να είναι απομακρυσμένα από αυτήν. Αλλιώς θα έπρεπε να δεχθούμε ότι η δύναμις η οποία κυριαρχεί του παντός δεν διήκει δια πάντων εξ’ ίσου, αλλά σε άλλα μεν είναι πλεονάζουσα, σε άλλα δε ενδεεστέρα, έτσι με την διαφορά προς το ολιγότερο και περισσότερο και μικρότερο το θείον φυσικώς θα εφαίνετο σύνθετο, αυτό προς εαυτό μη συμφωνούν, αφού εξ αιτίας της φύσεως του θα εθεωρείτο ότι είναι μακράν, ενώ με κάποιαν ύπαρξιν είναι γειτονική και εκ της προσεγγίσεως γίνεται εύληπτος υπ’ αυτής. Αλλ’ ο αληθής λόγος περί της υπέρτατης αξίας ούτε προς τα άνω βλέπει δια συγκρίσεως ούτε προς τα κάτω. Διότι τα πάντα εξ ίσου ευρίσκονται σε υποδεεστέρα θέση σε σχέση με την δύναμιν η οποία επιστατεί του παντός. Ώστε, εάν την επίγειο φύσιν νομίσουν ανάξια ενώσεως μετά του θείου, τότε και ουδεμία άλλη θα ευρίσκετο να έχει αξία για τοιαύτην ένωσιν. Εάν δε εξ ίσου πάντα είναι μακράν της αξίας τότε είναι πρέπον ο Θεός να ευεργετήσει τον έχοντα ανάγκην. Εάν λοιπόν ομολογούμε ότι η θεραπευτική δύναμις πρέπει να τοποθετηθεί εκεί όπου ήταν η νόσος, τί έξω από την θεοπρεπή αντίληψη πιστεύουμε;


Το πρωτότυπο κείμενο

Κεφάλαιο 27 
1. Ἀκόλουθον δὲ πάντως τὸν πρὸς τὴν φύσιν ἡμῶν ἀνακιρνάμενον διὰ πάντων δέξασθαι τῶν ἰδιωμάτων αὐτῆς τὴν πρὸς ἡμᾶς συνανάκρασιν. καθάπερ γὰρ οἱ τὸν ῥύπον τῶν ἱματίων ἐκπλύνοντες οὐ τὰ μὲν ἐῶσι τῶν μολυσμάτων, τὰ δὲ ἀπορρύπτουσιν, ἀλλ' ἀπ' ἀρχῆς ἄχρι τέλους ἐκκαθαίρουσι τῶν κηλίδων ἅπαν τὸ ὕφασμα, ὡς ἂν ὁμότιμον ἑαυτῷ δι' ὅλου τὸ ἱμάτιον γένοιτο, κατὰ τὸ ἴσον λαμπρυνθὲν ἐκ τῆς πλύσεως· οὕτως, μολυνθείσης τῇ ἁμαρτίᾳ τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς ἐν ἀρχῇ τε καὶ τελευτῇ καὶ τοῖς διὰ μέσου πᾶσιν, ἔδει διὰ πάντων γενέσθαι τὴν ἐκπλύνουσαν δύναμιν, καὶ μὴ τὸ μέν τι θεραπεῦσαι τῷ καθαρσίῳ, τὸ δὲ περιιδεῖν ἀθεράπευτον. τούτου χάριν τῆς ζωῆς ἡμῶν δύο πέρασιν ἑκατέρωθεν διειλημμένης, τὸ κατὰ τὴν ἀρχήν φημι καὶ τὸ τέλος, καθ' ἑκάτερον εὑρίσκεται πέρας ἡ διορθωτικὴ τῆς φύσεως δύναμις, καὶ τῆς ἀρχῆς ἁψαμένη καὶ μέχρι τοῦ τέλους ἑαυτὴν ἐπεκτείνασα καὶ τὰ διὰ μέσου τούτων πάντα διαλαβοῦσα.

2. Μιᾶς δὲ πᾶσιν ἀνθρώποις τῆς εἰς τὴν ζωὴν οὔσης παρόδου, πόθεν ἔδει τὸν εἰσιόντα πρὸς ἡμᾶς εἰσοικισθῆναι τῷ βίῳ; ἐξ οὐρανοῦ, φησὶ τυχὸν ὁ διαπτύων ὡς αἰσχρόν τε καὶ ἄδοξον τὸ εἶδος τῆς ἀνθρωπίνης γενέσεως. ἀλλ' οὐκ ἦν ἐν οὐρανῷ τὸ ἀνθρώπινον, οὐδέ τις ἐν τῇ ὑπερ κοσμίῳ ζωῇ κακίας νόσος ἐπεχωρίαζεν. ὁ δὲ τῷ ἀνθρώπῳ καταμιγνύμενος τῷ σκοπῷ τῆς ὠφελείας ἐποιεῖτο τὴν συνανάκρασιν. ἔνθα τοίνυν τὸ κακὸν οὐκ ἦν, οὐδὲ ὁ ἀνθρώπινος ἐπολιτεύετο βίος, πῶς ἐπιζητεῖ τις ἐκεῖθεν τῷ θεῷ περιπλακῆναι τὸν ἄνθρωπον, μᾶλλον δὲ οὐχὶ ἄνθρωπον, ἀλλὰ ἀνθρώπου τι εἴδωλον καὶ ὁμοίωμα;

3. Τίς δ' ἂν ἐγένετο τῆς φύσεως ἡμῶν ἡ διόρθωσις, εἰ τοῦ ἐπιγείου ζῴου νενοσηκότος ἕτερόν τι τῶν οὐρανίων τὴν θείαν ἐπιμιξίαν ἐδέξατο; οὐκ ἔστι γὰρ θεραπευθῆναι τὸν κάμνοντα, μὴ τοῦ πονοῦντος μέρους ἰδιαζόντως δεξαμένου τὴν ἴασιν. εἰ οὖν τὸ μὲν κάμνον ἐπὶ γῆς ἦν, ἡ δὲ θεία δύναμις τοῦ κάμνοντος μὴ ἐφήψατο, πρὸς τὸ ἑαυ τῆς βλέπουσα πρέπον, ἄχρηστος ἦν τῷ ἀνθρώπῳ ἡ περὶ τὰ μηδὲν ἡμῖν ἐπικοινωνοῦντα τῆς θείας δυνάμεως ἀσχο λία. τὸ μὲν γὰρ ἀπρεπὲς ἐπὶ τῆς θεότητος ἴσον, εἴπερ ὅλως θεμιτόν ἐστιν ἄλλο τι παρὰ τὴν κακίαν ἀπρεπὲς ἐννοεῖν. πλὴν τῷ μικροψύχως ἐν τούτῳ κρίνοντι τὴν θείαν μεγαλειότητα, ἐν τῷ μὴ δέξασθαι τῶν τῆς φύσεως ἡμῶν ἰδιωμάτων τὴν κοινωνίαν, οὐδὲν μᾶλλον παραμυ θεῖται τὸ ἄδοξον οὐρανίῳ σώματι ἢ ἐπιγείῳ συσχημα τισθῆναι τὸ θεῖον. τοῦ γὰρ ὑψίστου καὶ ἀπροσίτου κατὰ τὸ ὕψος τῆς φύσεως ἡ κτίσις πᾶσα κατὰ τὸ ἴσον ἐπὶ τὸ κάτω ἀφέστηκε, καὶ ὁμοτίμως αὐτῷ τὸ πᾶν ὑποβέβηκε. τὸ γὰρ καθ' ὅλου ἀπρόσιτον οὔ τινι μέν ἐστι προσιτόν, τῷ δὲ ἀπροσπέλαστον, ἀλλ' ἐπ' ἴσης πάντων τῶν ὄντων ὑπερανέστηκεν. οὔτε οὖν ἡ γῆ πορρωτέρω τῆς ἀξίας ἐστίν, οὔτε ὁ οὐρανὸς πλησιαίτερος, οὔτε τὰ ἐν ἑκατέρῳ τῶν στοιχείων ἐνδιαιτώμενα διαφέρει τι ἀλλήλων ἐν τῷ μέρει τούτῳ, ὡς τὰ μὲν ἐφάπτεσθαι τῆς ἀπροσίτου φύσεως, τὰ δὲ ἀποκρίνεσθαι, ἢ οὕτω γ' ἂν μὴ διὰ πάντων ἐπ' ἴσης διήκειν τὴν τὸ πᾶν ἐπικρατοῦσαν δύναμιν ὑπονοήσαιμεν, ἀλλ' ἔν τισι πλεονάζουσαν, ἐν ἑτέροις ἐνδε εστέραν εἶναι, καὶ τῇ πρὸς τὸ ἔλαττόν τε καὶ πλέον καὶ μᾶλλον καὶ ἧττον διαφορᾷ σύνθετον ἐκ τοῦ ἀκολούθου τὸ θεῖον ἀναφανήσεται, αὐτὸ πρὸς ἑαυτὸ μὴ συμβαῖνον, εἴπερ ἡμῶν πόρρωθεν ὑπονοοῖτο εἶναι τῷ λόγῳ τῆς φύσεως, ἑτέρῳ δέ τινι γειτνιῶν καὶ εὔληπτον ἐκ τοῦ σύνεγγυς γίγνοιτο. ἀλλ' ὁ ἀληθὴς λόγος ἐπὶ τῆς ὑψηλῆς ἀξίας οὔτε κάτω βλέπει διὰ συγκρίσεως, οὔτε ἄνω· πάντα γὰρ κατὰ τὸ ἴσον τὴν τοῦ παντὸς ἐπιστατοῦσαν δύναμιν ὑποβέβηκεν, ὥστε, εἰ τὴν ἐπίγειον φύσιν ἀναξίαν τῆς πρὸς τὸ θεῖον οἰήσονται συμπλοκῆς, οὐδ' ἂν ἄλλη τις εὑρεθείη τὸ ἄξιον ἔχουσα. εἰ δὲ ἐπ' ἴσης πάντα τῆς ἀξίας ἀπολιμπάνεται, ἓν πρέπον ἐστὶ τῷ θεῷ τὸ εὐεργετεῖν τὸν δεόμενον. ὅπου τοίνυν ἦν ἡ νόσος, ἐκεῖ φοιτῆσαι τὴν ἰωμένην δύναμιν ὁμολογοῦντες, τί ἔξω τῆς θεοπρεποῦς ὑπολήψεως πεπιστεύκαμεν;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου