Κυριακή 3 Οκτωβρίου 2021

HANS URS VON BALTHASAR--ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEO-LOGIK) (70)

Συνέχεια από Τρίτη, 7 Σεπτεμβρίου  2021

                                           HANS URS VON BALTHASAR

                                     ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ  (THEOLOGIK)

                                                 Τρίτος Τόμος

             ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ  (DER GEIST DER WAHRHEIT)

        (Οι δύο προηγούμενοι τόμοι: 1) Αλήθεια τού κόσμου (Wahrheit der Welt), 2)    Αλήθεια τού Θεού (Wahrheit Gottes) )

                                      Johannes Verlag, 1987

                                    4.  ΓΙΑ ΤΟ ΦΙΛΙΟΚΒΕ

                               V. ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ

                                   5.  ΠΝΕΥΜΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟ

                               β) Κήρυγμα και (θεία) λειτουργία

Τα «δριμεία παράπονα» του Karl Barth, ότι οι καθολικές «Δογματικές» μεταβαίνουν απευθείας απ’ τη διδασκαλία περί χάριτος και Εκκλησίας στα μυστήρια, τηρώντας μια «βαθύτερη σιωπή» (“silentium altissimum) για την «αναγγελία» και το κήρυγμα (η λειτουργία θα μπορούσε «να είναι και χωρίς αυτά πλήρης»), θα μπορούσαν να έχουν, καθώς «ακούστηκαν» το 1932, σε μεγάλο βαθμό ξεπερασθή: ας θυμηθούμε όλα όσα έχουν διατυπωθή στη ΙΙ. Βατικάνεια (Σύνοδο) για την «αναγγελία», το κήρυγμα και την «ομιλία» (Homilie), καθώς και την αξιολογική θέση που απέκτησε το κήρυγμα στη σημερινή τελετή τής Ευχαριστίας. Δεν μπορεί να αποκλεισθή ωστόσο το ερώτημα, αν έχουμε στοχασθή επαρκώς, θεωρητικά και πρακτικά, την εσωτερική συνάφεια αυτού τού πρωταρχικού εκκλησιαστικού «καθήκοντος» με το Άγιο Πνεύμα, καθώς και τις συνέπειές της.

     H εντολή για την «αναγγελία» προέρχεται βέβαια στο Ευαγγέλιο, κατ’ αρχάς προσωρινά (Ματθ. 10· Λουκ. 9, 1-6· 10, 1-20) και μετά οριστικά, απ’ τον Χριστό, όμως οι Μαθητές πρέπει να περιμένουν να εφοδιαστούν με μια τελευταία «εξουσιοδότηση» από τη «δύναμη εξ ύψους» (Λουκ. 24, 49)   (( Λουκ. 24, 45-49: «τότε διήνοιξεν αυτών τόν νούν τού συνιέναι τάς γραφάς, καί είπεν αυτοίς ότι ούτω γέγραπται καί ούτως έδει παθείν τόν Χριστόν καί αναστήναι εκ νεκρών τή τρίτη ημέρα, καί κηρυχθήναι επί τώ ονόματι αυτού μετάνοιαν καί άφεσιν αμαρτιών εις πάντα τά έθνη, αρξάμενον από Ιερουσαλήμ. υμείς δέ εστε μάρτυρες τούτων. καί ιδού εγώ αποστέλλω τήν επαγγελίαν τού πατρός μου εφ’ υμάς· υμείς δέ καθίσατε εν τή πόλει Ιερουσαλήμ έως ού ενδύσησθε δύναμιν εξ ύψους» - Διαβάζεις το Ευαγγέλιο, και η ψυχή χαίρεται και αγαλλιά· διαβάζεις τον Μπ., και όποιον Μπ., και η ψυχή ταράζεται και διαμαρτύρεται για τη σκοπιμότητα…)) :  «Όταν κατέλθη σε σας το Άγιο Πνεύμα, θα δεχθήτε τη δύναμη, να είστε μάρτυρές μου … μέχρι τα πέρατα της γης» (Πράξ. 1, 8)   (( Πράξ. 1, 6-8: «οι μέν ούν συνελθόντες επηρώτων αυτόν λέγοντες· Κύριε, ει εν τώ χρόνω τούτω αποκαθιστάνεις τήν βασιλείαν τώ Ισραήλ; είπε δέ πρός αυτούς· ουχ υμών εστι γνώναι χρόνους ή καιρούς ούς ο πατήρ έθετο εν τή ιδία εξουσία, αλλά λήψεσθε δύναμιν επελθόντος τού Αγίου Πνεύματος εφ’ υμάς, καί έσεσθέ μοι μάρτυρες εν τε Ιερουσαλήμ καί Σαμαρεία καί έως εσχάτου τής γής» )) . Το πιο εντυπωσιακό στην αφήγηση της Πεντηκοστής είναι η «συμφωνία» (η «σύμπτωση») ανάμεσα στο Πνεύμα που «καταλαμβάνει» ως θυελλώδης άνεμος (ως «σίφουνας») τους Αποστόλους, και στην έναρξη του κηρύγματος μπροστά σε όλους τούς συγκεντρωμένους λαούς (ό.π. 2). Μόνον όταν παρέχεται στους Μαθητές ο αντικειμενικότερος μάρτυρας του σωτηριώδους έργου τού Θεού, μπορούν οι Μαθητές να γίνουν έτσι όπως τούς ήθελε ο Χριστός: όχι απλώς και μόνο (κάποιοι) άνθρωποι, που αφηγούνται πράγματα που έχουν ζήσει, όσο μεγαλειώδη κι αν ήταν αυτά, αλλά «κήρυκες», μέσω των οποίων «προτρέπει ο ίδιος ο Θεός», και μιλούν «στη θέση τού Χριστού» (Β’ Κορ. 5, 20· Α’ Τιμ. 2, 7), που δεν «απαγγέλουν» στον κόσμο τον δικό τους λόγο, αλλά διαμέσου αυτού τον λόγο τού Θεού   (( Β’ Κορ. 5, 16 κ.ε.: «Ώστε ημείς από τού νύν ουδένα οίδαμεν κατά σάρκα· ει δέ καί εγνώκαμεν κατά σάρκα Χριστόν, αλλά νύν ουκέτι γινώσκομεν. ώστε εί τι εν Χριστώ, καινή κτίσις· τά αρχαία παρήλθεν, ιδού γέγονε καινά τά πάντα. τά δέ πάντα εκ τού Θεού τού καταλλάξαντος ημάς εαυτώ διά Ιησού Χριστού καί δόντος ημίν τήν διακονίαν τής καταλλαγής, ως ότι Θεός ήν εν Χριστώ κόσμον καταλλάσσων εαυτώ, μη λογιζόμενος αυτοίς τά παραπτώματα αυτών, καί θέμενος εν ημίν τόν λόγον τής καταλλαγής. Υπέρ Χριστού ούν πρεσβεύομεν ως τού Θεού παρακαλούντος δι’ ημών· δεόμεθα υπέρ Χριστού, καταλλάγητε τώ Θεώ· τόν γάρ μή γνόντα αμαρτίαν υπέρ ημών αμαρτίαν εποίησεν, ίνα ημείς γενώμεθα δικαιοσύνη Θεού εν αυτώ»  )) . Αν έχη ήδη μιλήσει το Πνεύμα μέσα απ’ τους παλιούς Προφήτες («Θέτω τους λόγους μου στο στόμα σου»: Ιερ. 1, 9), κι αν έχη «εξουσιοδοτήσει» τον Ιησού να «αναγγελθή»  (( ! ))  (Λουκ. 1, 18), κι ο Ιησούς παραδίδει τον λόγο τού Πνεύματός του στους Μαθητές («Όποιος ακούει εσάς, ακούει εμένα», Λουκ. 10, 16), τότε ο λόγος τού Θεού δεν μπορεί (πράγματι!) να «αντηχήση» μέσα από ανθρώπινο στόμα παρά με την «εξουσιοδότηση» του Αγίου Πνεύματος   (( Υπάρχει μάλλον εδώ μια «βαθειά αγάπη» για κάθε είδους εξουσία… Ας δούμε και την περικοπή απ’ το Α’ κεφ. του κατά Λουκάν Ευαγγελίου· Λουκ 1, 13 κ.ε. : «είπε δέ προς αυτόν ο άγγελος· μή φοβού Ζαχαρία· διότι εισηκούσθη η δέησίς σου, καί η γυνή σου Ελισάβετ γεννήσει υιόν σοι, καί καλέσεις τό όνομα αυτού Ιωάννην· καί έσται χαρά σοι καί αγαλλίασις, και πολλοί επί τή γεννήσει αυτού χαρήσονται. έσται γάρ μέγας ενώπιον τού Κυρίου, καί οίνον καί σίκερα ου μή πίη, καί Πνεύματος Αγίου πλησθήσεται έτι εκ κοιλίας μητρός αυτού, καί πολλούς τών υιών Ισραήλ επιστρέψει επί Κύριον τόν Θεόν αυτών· καί αυτός προελεύσεται ενώπιον αυτού εν πνεύματι καί δυνάμει Ηλιού, επιστρέψαι καρδίας πατέρων επί τέκνα καί απειθείς εν φρονήσει δικαίων, ετοιμάσαι Κυρίω λαόν κατεσκευασμένον» )) .

      O (απόστολος) Παύλος έχει βαθύτατη συνείδηση του πράγματος: «ότι τό ευαγγέλιον ημών ουκ εγενήθη εις υμάς εν λόγω μόνον, αλλά καί εν δυνάμει καί εν Πνεύματι Αγίω καί εν πληροφορία πολλή» (Α’ Θεσσ. 1, 5)   (( «Ευχαριστούμεν τώ Θεώ πάντοτε περί πάντων υμών μνείαν υμών ποιούμενοι επί τών προσευχών ημών, αδιαλείπτως μνημονεύοντες υμών τού έργου τής πίστεως καί τού κόπου τής αγάπης καί τής υπομονής τής ελπίδος τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού έμπροσθεν τού Θεού καί πατρός ημών, ειδότες, αδελφοί ηγαπημένοι υπό Θεού, τήν εκλογήν υμών, ότι τό ευαγγέλιον ημών ουκ εγενήθη εις υμάς εν λόγω μόνον, αλλά καί εν δυνάμει καί εν Πνεύματι Αγίω καί εν πληροφορία πολλή, καθώς οίδατε οίοι εγενήθημεν εν υμίν δι’ υμάς· και υμείς μιμηταί ημών εγενήθητε καί τού Κυρίου δεξάμενοι τον λόγον εν θλίψει πολλή μετά χαράς Πνεύματος Αγίου, ώστε γενέσθαι υμάς τύπους πάσι τοίς πιστεύουσιν εν τή Μακεδονία καί εν τή Αχαΐα» )) . «Ο λόγος και το κήρυγμά μου δεν ήταν με τους πειστικούς λόγους τής ανθρώπινης σοφίας, αλλά με την απόδειξη του Πνεύματος και της δύναμης, ώστε η πίστη σας να μη στηρίζεται στην ανθρώπινη σοφία, αλλά στη δύναμη του Θεού» (Α’ Κορ. 2, 4-5)   (( «Καγώ ελθών πρός υμάς, αδελφοί, ήλθον ου καθ’ υπεροχήν λόγου ή σοφίας καταγγέλλων υμίν τό μαρτύριον τού Θεού. ου γάρ έκρινα τού ειδέναι τι εν υμίν ει μή Ιησούν Χριστόν, καί τούτον εσταυρωμένον. καί εγώ εν ασθενεία καί εν φόβω καί εν τρόμω πολλώ εγενόμην πρός υμάς, καί ο λόγος μου καί το κήρυγμά μου ουκ εν πειθοίς ανθρωπίνης σοφίας λόγοις, αλλ’ εν αποδείξει Πνεύματος καί δυνάμεως, ίνα η πίστις υμών μή ή εν σοφία ανθρώπων, αλλ’ εν δυνάμει Θεού» )) . Μιλά μεν με «εξουσιοδοτημένο δικαίωμα», επειδή έχει αποσταλή στο κήρυγμα («πώς θα κηρύξουν, αν δεν αποσταλούν;» - Ρωμ. 10, 15), αλλά μπορεί να το κάνη αυτό μόνο καθώς η δύναμη του λόγου του βρίσκεται σε έντονη αντίθεση προς τη δική του αδυναμία (Β’ Κορ. 12, 9), τον φόβο και τον δισταγμό του (τον τρόμο) (Β’ Κορ. 11, 6), ακολουθώντας τελικά τον Χριστό, ο οποίος «σταυρώθηκε μεν εν αδυναμία, ζη όμως από τη δύναμη του Θεού» (Β’ Κορ. 13, 4): Όπως ο Σταυρός και η «σιωπή» του ήταν ο πιο «μεγαλόφωνος» λόγος σωτηρίας τού Θεού, του Πατρός, έτσι είναι και ο Απόστολος που κηρύττει «εν ασθενείαις, εν ύβρεσιν, εν ανάγκαις, εν διωγμοίς, εν στενοχωρίαις, υπέρ Χριστού» (Β’ Κορ. 12, 10) βέβαιος για τη δύναμη αυτού που «διαβιβάζει», και μπορεί να απαιτή απευθυνόμενος στην κοινότητα και τον κόσμο υπακοή πίστεως, όχι για τον εαυτό του, αλλά για τον Χριστό (Ρωμ. 1, 5· 16, 26). Eπειδή αγωνίζεται με τη «μάχαιρα του Πνεύματος, η οποία είναι ο λόγος (το ρήμα) του Θεού» (Εφ. 6, 17), μπορεί η «αναγγελία» του (το «κήρυγμά» του) να «αναπαριστά» ( να «απεικονίζη») τον Κύριο, που μιλά μέσα απ’ αυτόν· δεν παραπέμπει, κηρύττοντας τον Χριστό, στο παρελθόν  (( ! )) , αλλά στο πιο επίκαιρο παρόν και μέλλον για όσους τον ακούν, γιατί είναι το Άγιο Πνεύμα που «αναπαριστά» (που «απεικονίζει») (( ! ))  ουσιαστικά τον Υιό, και στον Υιό τον Πατέρα. Κι αυτή η «αναπαράσταση» μέσω τού Πνεύματος δεν αποτελεί μόνο μια συνέχεια όσων έχουν υπάρξει, αλλά και την πραγματοποιημένη ταυτόχρονα «τελείωσή» τους (Ρωμ. 15, 19· πρβλ. Κολ. 1, 25)   (( Ρωμ. 15, 17 κ.ε.: «έχω ούν καύχησιν εν Χριστώ Ιησού τά πρός τόν Θεόν· ου γάρ τολμήσω λαλείν τι ών ου κατειργάσατο Χριστός δι’ εμού εις υπακοήν εθνών λόγω καί έργω, εν δυνάμει σημείων καί τεράτων, εν δυνάμει Πνεύματος Θεού, ώστε με από Ιερουσαλήμ καί κύκλω μέχρι τού Ιλλυρικού πεπληρωκέναι τό ευαγγέλιον τού Χριστού, ούτω δέ φιλοτιμούμενον ευαγγελίζεσθαι ουχ όπου ωνομάσθη Χριστός, ίνα μή επ’ αλλότριον θεμέλιον οικοδομώ, αλλά καθώς γέγραπται, οίς ουκ ανηγγέλη περί αυτού όψονται, και οί ουκ ακηκόασι συνήσουσι» )) . Με την «αναπαράσταση», το Πνεύμα καθιστά την «αναγγελία» «γεγονός», όπως ανάλογα καθιστά τα μυστήρια (Mysterien) της Ενανθρωπήσεως του Υιού στα συνεχώς εκ νέου προσφερόμενα εκκλησιαστικά μυστήρια παρόντα «γεγονότα».  Εφ’ όσον η «αναγγελία» είναι ένα θεϊκό γεγονός, υπερβαίνει κατά πολύ το ανθρώπινο στοιχείο τού κηρύγματος: «Διά τούτο και ημείς ευχαριστούμεν τώ Θεώ αδιαλείπτως, ότι παραλαβόντες λόγον ακοής παρ’ ημών τού Θεού εδέξασθε ου λόγον ανθρώπων, αλλά καθώς εστιν αληθώς, λόγον Θεού, ός και ενεργείται εν υμίν τοίς πιστεύουσιν» (Α’ Θεσσ. 2, 13).

     Η «αναγγελία» αναπαριστά «περιστασιακά» το συμβάν τής σωτηρίας τόσο στη θεία λειτουργία τής κοινότητας όσο και στην αποστολή προς  αυτούς που ακόμα δεν πιστεύουν, «μορφές» που παραπέμπουν η μια στην άλλη. Ο δε απεσταλμένος «αγγελιοφόρος» ή «κήρυκας» δεν αποτελεί εδώ κάποιο ουδέτερο εργαλείο τού Πνεύματος, που πρέπει μόνο να διαβιβάση περαιτέρω μια «πληροφορία» που άκουσε, αλλά είναι κεκλημένος να υπηρετήση και να συνεργήση σ’ αυτήν την «αναπαράσταση», λαμβάνοντας υπεύθυνα υπ’ όψιν την πνευματική αντίληψη και την «πολιτιστική» κατάσταση των ακροατών του και προσπαθώντας να «αναπαραστήση» και υποκειμενικά σ’ αυτούς εκείνο που είναι αντικειμενικά παρόν. Ο λόγος και το ευαγγέλιο του Θεού είναι αρκετά πλούσιο και ζωντανό σε κάθε ιστορική εποχή, ώστε να μη χρειάζεται ο κήρυκας να το επικαιροποιήση τεχνητά· η προσευχή και η «αυτοσυγκέντρωση» (ο «διαλογισμός» - Meditation) επαρκούν για να γεφυρώσουν τη δική του εσωτερική πληρότητα με τις ανάγκες τών ακροατών του.  

 ( συνεχίζεται )

ΣΥΝΕΠΩΣ ΞΕΧΑΣΤΗΚΕ ΚΑΙ ΕΓΚΑΤΕΛΕΙΦΘΗ ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΔΙΟΤΙ ΔΕΝ ΔΙΑΘΕΤΕΙ ΠΛΕΟΝ ΤΗΝ ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΕΦΟΣΟΝ ΜΟΝΟΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ ΕΝΕΡΓΕΙ ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ., ΣΤΗΝ ΣΚΕΨΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΚΦΡΑΣΗ. Ο ΚΗΡΥΚΑΣ ΛΟΙΠΟΝ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΤΕΛΕΙΟΣ ΗΘΟΠΟΙΟΣ.

ΠΟΛΛΑ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΚΑΤΑΝΟΗΤΑ ΠΛΕΟΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΘΟΡΑ ΤΩΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΜΑΣ. ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΑ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου