Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2021

Αγ. Γρηγόριος Νύσσης - Λόγος Κατηχητικός Ο Μέγας (35)

 Συνέχεια από: Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2021

ΛΟΓΟΣ ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ


Κεφάλαιο 35

1.  Η δε κατάδυση (κάθοδος) του ανθρώπου εις το ύδωρ και μάλιστα τρεις φορές εμπεριέχει άλλο μυστήριο. Επειδή ο τρόπος της σωτηρίας ημών δεν επετελέσθη τόσον από την σύνθεσιν των διδαγμάτων του Κυρίου όσον δι’ όσων εποίησε εκείνος ο οποίος κατεδέχθη κοινωνία μετά του ανθρώπου, ζήσας εμπράκτως την ανθρώπινη ζωή, έτσι ώστε δια της σαρκός την οποίαν ανέλαβε και εθέωσε σωθεί και παν το προς αυτήν συγγενές και ομόφυλον, ήταν ανάγκη να επινοηθεί κάποιος τρόπος, με τον οποίο να υπάρχει κάποια συγγένεια και ομοιότης, ως συμβαίνει στα γινόμενα στο βάπτισμα, μεταξύ του ακολουθούντος και τού ακολουθουμένου.

2. Πρέπει λοιπόν να δούμε ποια τα ιδιάζοντα στην ζωήν του αρχηγού της ζωής ημών, έτσι ώστε, καθώς λέγει ο απόστολος κατά τον αρχηγό της σωτηρίας ημών να επιτευχθεί η μίμησις από τους ακολούθους αυτού. Όπως δηλαδή εκείνοι οι οποίοι εκπαιδεύονται στην εύρυθμη κίνηση και τον χειρισμό των όπλων προάγονται υπό των διδασκόντων αυτών στην στρατιωτική τέχνην εφ’ όσον προσέχουν, ο δε μη προσεχών στις υποδείξεις μένει αμέτοχος της τοιαύτης τέχνης, κατά τον ίδιον τρόπον πρέπει όσοι έχουν επιθυμία προς το αγαθόν όμοια με εκείνη την οποία είχε ο οδηγός στην σωτηρίαν να ακολουθούν αυτόν, πραγματοποιούντες δια μιμήσεως ό,τι έδειξε εκείνος ως παράδειγμα. Διότι δεν είναι δυνατόν να φθάσουμε στο ίδιο πέρας, εάν δεν περάσουμε από τον ίδιο δρόμο. Πράγματι, όπως οι αδυνατούντες να διαπεράσουν τους διαδρόμους των λαβυρίνθων, εάν βρουν κάποιον έμπειρον, ακολουθούντες αυτόν περνούν τις ποικίλες και παραπλανητικές (απατηλές) περιστροφές της οικοδομής πράγμα το οποίον δεν θα μπορούσαν να επιτύχουν εάν δεν ακολούθουν κατά πόδας τον οδηγόν, έτσι εννόησε και τον λαβύρινθο του βίου τούτον αδιαπέραστο δια την ανθρώπινη φύσιν, εάν δεν ακολουθήσει κανείς τον ίδιον δρόμον, δια του οποίου ο ευρεθείς μέσα εξήλθε από αυτόν.

3. Λαβύρινθον δε λέγω εδώ την αδιέξοδον τού θανάτου φθοράν, μέσα στην οποίαν το δυστυχές γένος των ανθρώπων εγκατεκλείσθη. Τί λοιπόν είδαμε στην περίπτωσιν του αρχηγού της σωτηρίας ημών; Τριήμερον νέκρωσιν και πάλιν ζωήν. Επομένως πρέπει κάτι παρόμοιο να επινοηθεί και για εμάς. Ποιον λοιπόν είναι το επινόημα, δια του οποίου πραγματοποιείται και σε εμάς η μίμησις του επιτελεσθέντος από εκείνον; Παν το νεκρωθέν έχει κάποιον οικείο φυσικό χώρο, την γην, μέσα στην οποίαν κλίνεται και κατακρύπτεται. Έχουν δε μεγάλη συγγένεια μεταξύ τους η γη και το ύδωρ, διότι είναι τα μόνα εκ των στοιχείων τα οποία είναι βαρέα και κατωφερή και μένουν εις άλληλα και υπό αλλήλων κρατούνται. Επειδή λοιπόν ο θάνατος του αρχηγού της ζωής ημών συνετελέσθη κατά την κοινήν φύσιν και ετέθη υπό την γην, η από μέρους μας μίμησις του θανάτου εκείνου αποτυπώνεται μέσα στο πλησιέστατο προς την γήν στοιχείο, το ύδωρ. Και όπως εκείνος ο άνωθεν άνθρωπος αναλαβών την νεκρότητα μετά την υπόγειον τοποθέτησίν του, κατά την τρίτην ημέραν επανήλθε εις την ζωήν, έτσι και ο κάθε συγγενής με εκείνον κατά την σωματικήν φύσιν, βλέπων προς το ίδιο κατόρθωμα, δηλαδή εις το τέλος της ζωής, καλυπτόμενος αντί της γης υπό του ύδατος και εισελθών στο στοιχείο τούτο τρεις φορές απομιμείται την χάριν της τριημέρου αναστάσεως.

4. Ελέχθη κάτι παρόμοιο και στα προηγούμενα, ότι δηλαδή ο θάνατος εισήλθε στην ανθρώπινη φύσιν κατ’ οικονομίαν της θείας προνοίας, ώστε με την διάλυσιν του σώματος και την εκροή της ψυχής η κακία να εκχυθεί ο δε άνθρωπος να ανασυγκροτηθεί πάλιν δια της αναστάσεως σώος και απαθής και ακέραιος και ξένος προς πάσα σχέσιν με την κακίαν. Αλλά στην μεν περίπτωσιν του αρχηγού της σωτηρίας ημών η οικονομία του θανάτου έφθασε στην τελειότητα αυτής, εκπληρώσασα εντελώς τον σκοπόν αυτής. Διότι δια του θανάτου αυτού χωρίσθηκαν τα ενωμένα, και πάλιν τα διακεκριμένα ενώθηκαν, έτσι ώστε καθαρισθείσης της φύσεως δια του χωρισμού των συμφυών, δηλαδή της ψυχής και του σώματος, η εκ νέου επανένωσις των χωρισμένων να μείνει καθαρή της ξένης αναμίξεως. Στην περίπτωσιν όμως των ακολουθούντων τον αρχηγόν η φύσις δεν αντέχει την ακριβή σε όλα μίμησιν, αλλά τόσον μόνον παραλαμβάνει όσον είναι σ’ αυτήν δυνατόν, το δε υπόλοιπον αποταμιεύει δια τον μετά ταύτα χρόνον.

5. Τί λοιπόν είναι αυτό το οποίον μιμείται; Η μίμησις έγκειται στον αφανισμόν της αναμιχθείσης εις την φύσιν κακίας με την εικόνα της νεκρώσεως η οποία σχηματίζεται δια του ύδατος, ο οποίος όμως δεν είναι αφανισμός τέλειος, αλλά διακοπή της συνεχείας του κακού, επιτυγχανόμενη με την συνδρομή δυο παραγόντων προς αναίρεσιν της κακίας, της μετανοίας του αμαρτήσαντος και της μιμήσεως του θανάτου, δια των οποίων ελευθερώνεται τρόπον τινά ο άνθρωπος από την συνένωσίν του προς το κακόν, με την μετάνοιαν μεν αποκτών μίσος και αλλοτρίωσιν προς την κακίαν, με τον θάνατον δε επιτυγχάνων τον αφανισμόν του κακού. Αλλ’ εάν ήταν μεν δυνατόν ο μιμούμενος να υποστεί τέλειον θάνατον, αυτό δεν θα ήταν μίμησις αλλά ταυτότης, οπότε το κακόν της φυσεως ημών θα κατεστρέφετο εξ ολοκλήρου, ώστε, καθώς λέγει ο Απόστολος, τούτο να αποθάνει εφ’ άπαξ την αμαρτία. Επειδή όμως, ως ελέχθη, μιμούμεθα την υπερέχουσαν δυναμιν τόσον μόνον όσον επιτρέπει η πτωχεία της φύσεώς μας, δια τούτο τρεις φορές επιχέοντες ύδωρ σε εμάς και αναβαίνοντες πάλιν από αυτό, ανταποκρινόμεθα στην σωτήριον ταφήν και την μετά τρεις ημέρες γενομένην ανάστασιν. Τούτο ποιούντες έχουμε κατά νουν ότι, όπως ημείς εξουσιάζουμε το ύδωρ ώστε και να εισέλθουμεν σε αυτό και πάλιν να αναδυθούμε, κατά τον αυτόν τρόπον ο εξουσιάζων τα πάντα είχε την δυναμιν, καταδυθείς εις τον θάνατον ως εμείς εις το ύδωρ, πάλιν να επιστρέψει στην δική του μακαριότητα.

6. Εάν λοιπόν έχει κανείς υπ’ όψιν την αναλογίαν και κρίνει τα γινόμενα κατά την δύναμιν εκατέρου, εκείνου και του ανθρώπου, ουδεμία διαφωνία θα βρει στα αποτελέσματα, αφού εκάτερον σύμφωνα με τα μέτρα της φύσεως επετέλεσε τα κατά δύναμιν. Όπως λοιπόν είναι δυνατόν ο άνθρωπος, εάν θέλει να αγγίζει το ύδωρ ακινδύνως, απειροπλασίως ευκολότερα πρόκειται ενώπιον της θείας δυνάμεως ο θάνατος, και να εισέλθει σε αυτόν και να μην τραπεί προς το πάθος. Δια τούτο λοιπόν είναι αναγκαίο να προγευθούμε την δια του ύδατος χάριν της αναστάσεως, ώστε να αντιληφθούμε όσον είναι δυνατόν, ότι είναι το ίδιο εύκολο και να βαπτισθούμε εις το ύδωρ και να αναστηθούμε πάλιν εκ του θανάτου.

7. Αλλ’ όπως στα ζητήματα της επιγείου ζωής υπάρχουν κάποια τα οποία έχουν προτεραιότητα έναντι των άλλων και άνευ αυτών δεν είναι δυνατόν να κατορθωθεί το αποτέλεσμα, μολονότι αν κριθεί η αρχή με βάσιν το τέλος, αυτή θα θεωρηθεί μηδαμινή σε σχέση προς την αξίαν του αποτελέσματος (επί παραδείγματι ποία ισότης υπάρχει μεταξύ του ανθρώπου και του σπέρματος του καταβαλλόμενου δια την σύστασιν του ζώου τούτου; Αλλ’ όμως εάν δεν ήταν εκείνο, ούτε τούτο θα παρουσιάζετο), έτσι και το κατά την μεγάλην ανάστασιν μείζον ον κατά φύσιν από εδώ, από το βάπτισμα έχει τις αρχές και τις αιτίες. Διότι δεν είναι δυνατόν να γίνει εκείνο εάν δεν προηγηθεί τούτο.

8. Λέγουμεν δε ότι άνευ του λουτρού της αναγεννήσεως του βαπτίσματος δεν δύναται ο άνθρωπος να αναστηθεί, εννοούντες όχι την ανάπλασιν και αναστοιχείωσιν του συγκρίματος ημών (καθ’ όσον προς αυτήν την πορείαν πρέπει οπωσδήποτε να προχωρήσει η φύσις, ωθουμένη υπό των δικών της αναγκών κατά την τάξιν την οποίαν έθεσε ο Θεός δι’ αυτήν, είτε λάβει την χάριν δια του βαπτίσματος είτε μείνει άμοιρος του μυστηρίου τούτου), αλλά την αποκατάσταση αυτής προς το θείον και το μακάριον και το απομακρυσμένον από πάσαν λύπην. Διότι δεν θα βρεθούν στην ίδιαν κατάστασιν βίου όλοι όσοι δια της αναστάσεως θα επιστρέφουν στην ζωήν, αλλά πολλή υπάρχει απόστασις μεταξύ των κεκαθαρμένων και εκείνων οι οποίοι χρειάζονται καθαρισμόν. Εκείνοι οι οποίοι εις τον βίον τούτον έλαβον ήδη την κάθαρσιν δια του βαπτίσματος τοποθετούνται στην αρμόζουσα εις την κάθαρσιν κατάστασιν. Στο καθαρό αρμόζει η απάθεια∙ στην απάθεια ότι υπάρχει η μακαριότης δεν αμφιβάλλεται.

9. Εκείνοι δε οι οποίοι πωρώθησαν από τα πάθη και δεν προσέλαβαν κανένα καθαρτικό δια την κηλίδα, ούτε ύδωρ μυστικόν, ούτε επίκλησιν της θείας δυνάμεως, ούτε εκ μετανοίας ανόρθωσιν, είναι ανάγκη και αυτοί να τεθούν εις την κατάλληλον κατάστασιν (κατάλληλος δε τόπος δια το νοθευμένον χρυσίον είναι το πυρ του χωνευτηρίου), ώστε αφού μετά παρέλευσιν μακρών αιώνων διαλυθεί η αναμιχθείσα σε αυτούς κακία, να αποδοθεί εις τον Θεόν καθαρά η φύσις αυτών. Επειδή λοιπόν και εις το πυρ και εις το ύδωρ υπάρχει κάποια καθαρκτική ιδιότης, όσοι εκαθάρισαν τον ρύπον της κακίας δια του μυστηρίου του βαπτίσματος δεν έχουν ανάγκην του άλλου καθαρκτικού μέσου. Οι αμύητοι όμως της καθάρσεως ταύτης κατ’ ανάγκην καθαρίζονται δια του πυρός.

ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ ΚΑΘΑΡΑ ΤΗΝ ΜΑΤΑΙΗ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΝΑ ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΑΝ ΤΟΝ ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΧΟΡΗΓΟ ΤΗΣ  ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου