Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2022

H IΔΕΑ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ ΜΕΤΑΞΥ ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ (19)

 Συνέχεια από Δευτέρα, 20 Δεκεμβρίου 2021

                                    HANSGEORG GADAMER  

(DIE IDEE DES GUTEN ZWISCHEN PLATO UND ARISTOTELES)  

Η ΙΔΕΑ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ  ΜΕΤΑΞΥ  ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΚΑΙ  ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ 

   ΙV.  Η ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΙΔΕΑ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ

                                     ( 2η συνέχεια )

 Πώς «φαίνεται» όμως, ύστερα απ’ όλ’ αυτά, η αριστοτελική κριτική «στο Αγαθό»; Έχει ένα οποιοδήποτε πια αντικείμενο; Και η κριτική στη διδασκαλία τών Ιδεών;

  Επιστρέφοντας στην εισαγωγή τής κριτικής στον Πλάτωνα των Ηθ.Ευδ., την οποία ήδη διαπραγματευθήκαμε, διαπιστώνουμε ότι η εισαγωγή αυτή ασχολείται με μια κατά το δυνατόν μη-μεταφορική παρουσίαση αυτού που εννοείται με την Ιδέα τού Αγαθού: το ότι πρόκειται για το Πρώτο-Είναι ανάμεσα σε όλα τα αγαθά, καθώς και την αιτία, με την παρουσία του, για κάθε άλλο Είναι, αυτά αποτελούν προφανώς δυό «(απ)όψεις» τής μεταφοράς τής μεθέξεως στον Πλάτωνα. Το Αγαθό είναι λογικά Πρώτο, ως αρχή τού αριθμού· πρόκειται για μια «καλή», όπως είδαμε, πλατωνική επιχειρηματολογία, στην οποίαν ο Αριστοτέλης αναφέρεται συχνά με τον λογικόν όρο συναιρείν (Τοπ. 141b28, Μετ. 1059b30 κ.α.). Το Αγαθό αποτελεί όμως και μιαν υψίστη (εξόχως αγαθή) «παρουσία», και γι’ αυτό (μ’ αυτό) ακριβώς την αιτία, λόγω τής οποίας κάθε τι το αγαθό είναι αγαθό μέσω τής (συμ)μετοχής. Αυτό που μας «εντυπωσιάζει» ωστόσο σ’ αυτήν τη δεύτερη «(άπ)οψη» είναι, ότι το επιχείρημα του «χωρισμού» (το οποίο «προοιωνίζεται» μιαν ιδιαίτερη μέριμνα απέναντι στον πλατωνικό Παρμενίδη και την κατηγορηματική εκ μέρους του απόρριψη του «χωρισμού») «συμβαδίζει» και συμπεραίνεται τρόπον τινά εδώ, μόνον απ’ τον παραλληλισμό τής Ιδέας τού Αγαθού προς (όλες) τις άλλες Ιδέες. Ο Αριστοτέλης αντιλαμβάνεται αρκετά καλά, ότι το Αγαθό, που έχει εδώ ως αντικείμενό του, δεν ανήκει εντελώς στη σειρά τών «σχετικών» Ιδεών. (Κάτι που ισχύει τελικά και για το ίδιο το Είναι, και θυμόμαστε ότι οι προσαρτώμενοι σ’ αυτό ανώτατοι προσδιορισμοί στον Σοφιστή ονομάζονται μόνο κατά μια καταχρηστική έννοια «γένη».) Λέει μεν ο Αριστοτέλης για την Ιδέα τού Αγαθού: καί γάρ χωριστήν είναι … ώσπερ καί τάς άλλας ιδέας  1217b15, πρόκειται για ένα αμφίβολο όμως επιχείρημα. Το Αγαθό είχε εξαρθή μεν από τον Πλάτωνα, ως επέκεινα του Είναι, απ’ τη σειρά τών «υπάρξεων», τις Ιδέες. Ο Αριστοτέλης το «αγνοεί» όμως αυτό εδώ συνειδητά, και εξισώνει με έμφαση την Ιδέα τού Αγαθού με τη γενική παραδοχή περί Ιδεών. Θέλοντας να «ρίξη» ολόκληρο προφανώς το βάρος τής γενικής περί Ιδεών κριτικής του, στην οποία και παραπέμπει, στην πλατωνική Ιδέα τού Αγαθού (τό είναι ιδέαν μή μόνον αγαθού αλλά καί άλλου οτουούν  1217b20). Για να δηλώση κατόπιν, ως δεύτερο και «αποφασιστικό» επιχείρημα, ότι η Ιδέα τού Αγαθού δεν μπορεί να χρησιμοποιηθή στην «πράξη» (Praxis). Μας εντυπωσιάζει βέβαια το γεγονός, ότι θα διαπραγματευτή αργότερα, με μεγάλη έστω συντομία (1218b34), αυτό το επιχείρημα. Στη δήλωσή του αυτή τον «υπονομεύει» ωστόσο (ήδη από τώρα) μια αξιοσημείωτα «αδέξια» φράση: ει καί ότι μάλιστ’ εισίν αι ιδέαι καί αγαθού ιδέα (1217b23).

      Η γενική λογική επιχειρηματολογία ενάντια στη διδασκαλία τών Ιδεών δεν επαναλαμβάνεται. Είναι όμως αξιοπρόσεχτο, ότι το ιδιαίτερο ερώτημα για την Ιδέα τού Αγαθού, που τυγχάνει τώρα επεξεργασίας, πορεύεται το ίδιο σε εντελώς λογικούς δρόμους. Και πρέπει βέβαια να αναρωτηθούμε, μήπως αυτές οι επιχειρηματολογίες επιβεβαιώνουν  στην πραγματικότητα, έστω και ακούσια, την ιδιαίτερη (τελικά) θέση τής Ιδέας Τού Αγαθού (και στον Αριστοτέλη). Επειδή δεν ασκείται απλώς μια κριτική ως προς τον «χωρισμό» σ’ αυτήν την Ιδέα, αλλά αφιερώνεται μια (ολόκληρη) αυτόνομη «απορητική» στο όλο ερώτημα.

      Υπάρχει κατ’ αρχάς το επιχείρημα της «κατηγορίας», που παραλληλίζει «αυστηρά» («στενά») το Αγαθό με το Είναι: ουδέ τό όν έν τι εστι περί τά ειρημένα (1217b33). Ένα επιχείρημα, που αποκλείει φυσικά την «αυτονομία» (το να υπάρχη για τον εαυτό της) τής Ιδέας τού Αγαθού. Δεν είναι «πολύ» όμως κάτι τέτοιο για το Αγαθό; Γιατί θα προέκυπτε, ως συνέπεια αυτού τού παραλληλισμού, ότι δεν είναι δυνατή ούτε για το καθεαυτό Είναι (b34) κάποια επιστήμη. Τα Ηθ.Νικ. προσπαθούν να αποφύγουν προφανώς, όπως και τα Ηθ.Μεγ., μια τέτοια, ανεπιθύμητη συνέπεια. Όταν τα Ηθ.Νικ. χρησιμοποιούν λοιπόν το ίδιο επιχείρημα, μιλούν μόνο για το Αγαθό, αποκλείοντας το ότι είναι (ταυτόχρονα) κάτι το Κοινό και Ένα (1096a28: κοινόν τι καθόλου καί έν). Μας εντυπωσιάζει βέβαια γενικά, ότι το χωριστόν-Είναι αναφέρεται μια και μοναδική φορά, ως συνώνυμο μάλλον τού κατηγορομένου κοινή (1096b32 κ.ε.). Εμφανίζεται, ναι, το ερώτημα ενός κοινού λόγου στο προσκήνιο. – Η βασισμένη στο επιχείρημα των κατηγοριών επιχειρηματολογία από τις επιστήμες, η οποία και προσαρτάται εδώ, επιτρέπει να «εξαφανισθή» εντελώς η γνώση τού Αγαθού από τις (στις) εξειδικευμένες Τέχνες (Technai). Προσεγγίζει έτσι ο Αριστοτέλης την ίδια, στην πραγματικότητα, παλιά δυσκολία, που είχαμε αναδείξει και στον Πλάτωνα, το να πρέπη δηλ. να κατανοήσουμε τη γνώση τού Αγαθού κατά τον τρόπο που γνωρίζουμε τις Τέχνες. Η απόρριψη μιας επιστήμης τού Αγαθού «αντιτίθεται» μεν στον Πλάτωνα (1218a1: σχολή αυτό γε τό αγαθόν θεωρήσαι μίας = Ηθ.Νικ. 1096a30: ήν άν μία τις επιστήμη), αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο παραλληλισμός τής γνώσης τού Αγαθού με τις Τέχνες αποτύγχανε και στους πλατωνικούς, συνήθως, Διαλόγους. Ο Αριστοτέλης φαίνεται έτσι να μην απομακρύνεται τόσο πολύ απ’ τις προθέσεις τού Πλάτωνα, καθώς τον κρίνει!

     Υπάρχει ωστόσο μια δυσκολία με το δεύτερο επιχείρημα (1218a1-15). Το (σωζόμενο) κείμενο των Ηθ.Ευδ. δεν μπορεί να είναι εδώ «εντάξει». Λέγεται ότι το Αγαθό δεν μπορεί να είναι (ταυτόχρονα) κάτι κοινό και κάτι «για τον εαυτό του» (κοινόν καί χωριστόν). Δεν μου φαίνεται ωστόσο «ενιαίος» αυτός ο συλλογισμός. Γνωρίζουμε απ’ τα Ηθ.Νικ. το επιχείρημα του πρότερον καί ύστερον, καθώς και την απεικόνισή του στους αριθμούς. Το επιχείρημα αυτό αναφέρεται εκεί σαφώς ως μια πλατωνική διδασκαλία, ότι δεν υπάρχουν δηλ. Ιδέες για τους αριθμούς, εφ’ όσον δεν θα μπορούσε να υπάρχη κάποια Ιδέα τού αριθμού, κι αυτή η ιδιαίτερη πλατωνική διδασκαλία στρέφεται κριτικά ενάντια στην Ιδέα τού Αγαθού από πλευράς Αριστοτέλη. Εν όψει τής προτάξεως της ουσίας «πριν» απ’ τις άλλες κατηγορίες, που μόνο «προσέρχονται» σ’ αυτήν, θα έπρεπε να εξαιρείται και το Αγαθό, όπως και οι αριθμοί, απ’ την υπόθεση μιας «Ιδέας». Το επιχείρημα που λέει ότι, αν υπήρχε ως πραγματικά Πρώτο ο καθεαυτός αριθμός, δεν θα ήταν πια πρώτος ο πρώτος αριθμός, θα έπρεπε να ισχύη αναλογικά και για το «καθεαυτό Αγαθό» .

     Το ίδιο επιχείρημα, το οποίο ο Πλάτων «κινητοποίησε» (χρησιμοποίησε) για να απορρίψη την ύπαρξη μιας Ιδέας τού Αριθμού για τους αριθμούς,  παρουσιάζεται (τώρα) με απόλυτη ακρίβεια στα Ηθ.Ευδ. «Το Πολλαπλό» μπορεί να είναι μόνο ένα «Κοινό» και όχι ένα «Καθεαυτό». Γι’ αυτό και δεν υφίσταται εδώ καμμιά (απολύτως) Ιδέα. Επρόκειτο προφανώς για ένα συμπέρασμα του Πλάτωνα. Πώς φτάνουμε όμως εδώ σε ένα επιχείρημα κατά τής Ιδέας τού Αγαθού μέσα απ’ την (ίδια την) πλατωνική διδασκαλία; Είναι κάτι που το κείμενο δεν το αναφέρει ρητά. Θα πρέπη λοιπόν να προϋποθέσουμε (όπως στο 1218a15 και a24), ότι το Αγαθό νοείται εδώ ως ο αριθμός ‘Ένα, ως Πρώτο δηλ. στη σειρά τών ιδεατών αριθμών. Τότε αποκτά ισχύ το επιχείρημα, και μόνον τότε δεν χρειάζεται και ο «παράδρομος» μέσα απ’ τις Κατηγορίες. Όπως δεν υπάρχει μια Ιδέα για τους Αριθμούς, έτσι δεν υπάρχει και μια Ιδέα τού Αγαθού καθεαυτή. Ο αριθμός Ένα τών ιδεατών αριθμών δεν μπορεί να είναι, ως πρώτος σε μια σειρά αριθμών, μια «καθεαυτή» Ιδέα. Αυτή είναι και η «ένσταση» (η αντίρρηση) του Αριστοτέλη.

     Πώς συναρτάται ωστόσο το κατ’ αυτόν τον τρόπο «συμπληρωμένο» επιχείρημα με όσα ακολουθούν; Με την «κοινότητα» όλων τών αρετών; Πρόκειται ασφαλώς, έτι περαιτέρω, για το ερώτημα, αν μπορή κάτι το Γενικό να θεωρηθή ως Καθεαυτό. Κάτι παρόμοιο αναφέρεται και στο φθαρμένα παραδεδομένο κείμενο: 1218a9  ει χωριστόν ποιήσειέ τις τό κοινόν. Πρόκειται για μια δυνατότητα που εκπληρώνει (μας παρέχει) η σκέψη (Skepsis). Δυνατότητα που εισάγει ένα εντελώς άλλο ωστόσο επιχείρημα, την υποστασιοποίηση (Hypostasierung) ακριβώς τού Αγαθού ως αυτού που είναι κοινό σε όλες τις αρετές. Η γνήσια (η «καθαρή») επαγωγή οδηγεί απ’ τη δικαιοσύνη και την ανδρεία σε μια κοινή «αγαθότητα» (αγαθόν είναι). Είναι ένα επιχείρημα, που συναντάται καθαρά λογικά οικοδομημένο (ως το κατ’ επαγωγήν κοινόν) στα Ηθ.Μεγ. 1182b31. Το Αγαθό δεν είναι, σύμφωνα μ’ αυτό το επιχείρημα, τίποτα κατ’ αρχάς άλλο απ’ τον κοινό λόγο. Το οποίο Αγαθό ονομάζουν οι πλατωνικοί ως «αυτό το ίδιο» ή «καθεαυτό» (αυτό), εννοώντας (υποχρεωτικά) και το «αιώνιο» (αίδιον) και το «γι’ αυτό το ίδιο» (χωριστόν). Σαν να έχουμε μπροστά μας το εξής συμπέρασμα απ’ τον ίδιον τον Αριστοτέλη: αν (είναι όμως) «αυτό το ίδιο», τότε (είναι και) «γι’ αυτό (αποκλειστικά) το ίδιο», και δεν είναι τότε «κοινό». Γιατί αυτό που είναι «κοινό» δεν ανήκει σε κάποιον ιδιαιτέρως, αλλά σε όλους και τον καθέναν ξεχωριστά (1218a15 = Ηθ.Μεγ. 1182b13). Αναλογιζόμενοι εμείς τώρα, ότι και ο ίδιος ο Πλάτων δεν έβλεπε καμμιάν άλλη «παρουσία» τού Αγαθού παρά την παρουσία του σε όλα τα αγαθά πράγματα, τότε το (συμ)πέρασμα απ’ το «αίδιον» στο «να είναι (αποκλειστικά) για τον εαυτό του» φαίνεται τουλάχιστον παραπλανητικό, εκφράζοντας περισσότερο μιαν αναπόφευκτη, στα μάτια του Αριστοτέλη, συνέπεια παρά την πλατωνική πρόθεση.

( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου