Δευτέρα 3 Ιανουαρίου 2022

HANS URS VON BALTHASAR--ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEO-LOGIK) (73)

Συνέχεια από Τρίτη, 30 Νοεμβρίου  2021

                                           HANS URS VON BALTHASAR

                                     ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ  (THEOLOGIK)

                                                 Τρίτος Τόμος

             ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ  (DER GEIST DER WAHRHEIT)

        (Οι δύο προηγούμενοι τόμοι: 1) Αλήθεια τού κόσμου (Wahrheit der Welt), 2)    Αλήθεια τού Θεού (Wahrheit Gottes) )

                                      Johannes Verlag, 1987

                                    4.  ΓΙΑ ΤΟ ΦΙΛΙΟΚΒΕ

                               V. ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ

                                   5.  ΠΝΕΥΜΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟ

                                            γ)  (Τα) Μυστήρια(72)

Αν τα Μυστήρια ανήκουν στην πλευρά τού αντικειμενικού κυρίως, εκκλησιαστικού Αγίου Πνεύματος, πρέπει να θυμόμαστε οπωσδήποτε, ότι το επενεργούμενο από το Πνεύμα έργο τού Θεού (opus operatum) δεν μπορεί να υπάρξη ποτέ, ως ένας πάντοτε αμφίπλευρος «δεσμός», χωρίς τη συνέργεια του ανθρώπινου «παράγοντα» (opus operantis) – ακόμα και στην οριακή περίπτωση όπου η συνέργεια αυτή επιτελείται μέσω ενός πληρεξουσίου μέλους τού μυστικού Σώματος του Χριστού (όπως συμβαίνει κατά τη βάπτιση των παιδιών).  Πρότυπο εδώ παραμένει η Ενανθρώπηση του Λόγου, η πιο «ελεύθερη» χάρη, που δεν επιτελείται όμως χωρίς την πλήρη ετοιμότητα αποδοχής εκ μέρους τής Μαρίας. Κι αν επιζητούμε μιαν ιδιαιτέρως «εκφραστική» απεικόνιση αυτού τού γεγονότος, μπορούμε να θυμηθούμε την εκκλησιαστική προσαγωγή τών δώρων τού άρτου και του οίνου (την προσφορά – prosphora) και τη συνδεδεμένη μ’ αυτά «ικεσία καθόδου» (την «επίκληση» - epiclesis) απ’ τούς προσευχομένους εν Εκκλησία πιστούς, τα οποία δεν μπορούν και δεν πρέπει βέβαια να στηριχθούν – πέρα κι απ’ την απλή και πλήρη ετοιμότητα της Μαρίας – παρά στην καθιέρωση και την εντολή επανάληψής τους από τον ίδιον τον Ιησού. Ή και στο ερώτημα που θέτει απλώς (επανειλημμένα;) ο εν Εκκλησία «δωρητής» σ’ αυτόν που πρόκειται να βαπτισθή: Πιστεύεις; Ή και στην υφιστάμενη μετάνοια, χωρίς την οποία δεν μπορεί να προσφερθή (να δωρηθή) καμμιά «έγκυρη» απαλλαγή στον αμαρτωλό. Είναι (ασφαλώς) ο Θεός και μόνο που τελεί την πράξη, εντός όμως τής απαιτουμένης δυνατότητας μαρτυρίας. Δεν μιλάμε όμως εδώ τώρα για μια γενική διδασκαλία περί Μυστηρίων, αλλά για την εσωτερική τους σχέση προς το Άγιο ΠνεύμαΟύτε βέβαια για ένα αποσπασμένο απ’ την Αγία Τριάδα Άγιο Πνεύμα, το οποίο και δωρίζεται Μεμονωμένο (π.χ. στη βάπτιση και στο μύρωμα) στον «παραλήπτη». Το Πνεύμα εμφανίζεται  ως αυτός που πραγματοποιεί μαλλον (ο «Πραγματοποιητής») το τριαδικο-εκκλησιαστικό γεγονός στο Μυστήριο, «περιβάλλοντάς» το μάλιστα κατά τέτοιον τρόποώστε να συμπεριλαμβάνη τον καθέναν (το κάθε «υποκείμενο») – ο οποίος πρέπει να διαθέτη ωστόσο ήδη κάτι απ’ το υποκειμενικό Πνεύμαγια να «επιθυμή» το Μυστήριο και να προετοιμάζεται γι’ αυτό (ως αμαρτωλός π.χ. τη θέληση να απαλλαγή, μετανοώντας, απ’ τις αμαρτίες του) –, με τη δική Του αντικειμενική και ανώτερη από κάθε υποκειμενικότητα αγιότητα, στη δύναμη του Θεού μέσα στον εκκλησιαστικό χώρο.    

Αυτή είναι η βασική μορφή τού μυστηριακού συμβάντος, απ’ την οποία δεν επιτρέπεται να εκτραπή με καμμιάν «οριακή έννοια» κανείς, γιατί με τέτοιες «έννοιες» δεν θα μπορέση να οικοδομηθή ποτέ μια έγκυρη και αυθεντική διδασκαλία περί Μυστηρίων. Για να φέρουμε κάποια παραδείγματα: το ότι μπορεί να υπάρξη ένα «επιθυμητό» (ή «μαρτυρικό») βάπτισμα, δεν αμφισβητεί το (κανονικό) μυστήριο του βαπτίσματος, και το ότι το βαπτισμένο νήπιο δεν μπορεί να αναλάβη κάποια πράξη πίστεως, δεν αναιρεί καθόλου το αίτημα, ότι κάθε σώφρων ενήλικας καλείται να επιδείξη αυτήν την πράξη αποδεχόμενος το βάπτισμά του, ενώ και το ότι ένας «πάροχος του Μυστηρίου» μπορεί να «παρέχη», ακόμα κι αν έχη ο ίδιος βαρειά αμαρτήματα, έγκυρο και άρα σωτήριο το Μυστήριο, δεν μπορεί να αποτελέση οποιαδήποτε «ένσταση»· έκτακτες καταστάσεις, οι οποίες επιτρέπουν εξομολογήσεις σε λαϊκούς πιστούς, «γενικές» αφέσεις αμαρτιών ή συνάψεις γάμων χωρίς ιερατική παρουσία, δεν συνιστούν κανόνα απέναντι σ’ αυτό που ισχύει γενικά. Η γενική μορφή που αναφέρθηκε παραπέμπει, απ’ τη μια πλευρά, στο πεπερασμένο του γνωστικού ορίζοντα της Εκκλησίας, πέρα απ’ τον οποίον δεν μπορούμε πλέον να «μάθουμε» το πώς παρέχει ο Θεός τη χάρη του («Εσένα σε τί σε αφορά αυτό; Εσύ ακολούθει με», Ιωάν. 21, 22) (( Ιωάν. 21, 20 κ.ε.: «…επιστραφείς δέ ο Πέτρος βλέπει τόν μαθητήν όν ηγάπα ο Ιησούς ακολουθούντα, ός καί ανέπεσεν εν τώ δείπνω επί τό στήθος αυτού καί είπε· Κύριε, τίς εστιν ο παραδιδούς σε; τούτον ιδών ο Πέτρος λέγει τώ Ιησού· Κύριε, ούτος δέ τί; λέγει αυτώ ο Ιησούς· εάν αυτόν θέλω μένειν έως έρχομαι, τί πρός σέ; σύ ακολούθει μοι. εξήλθεν ούν ο λόγος ούτος εις τούς αδελφούς ότι ο μαθητής εκείνος ουκ αποθνήσκει· καί ουκ είπεν αυτώ ο Ιησούς ότι ουκ αποθνήσκει, αλλ’ εάν αυτόν θέλω μένειν έως έρχομαι, τί πρός σέ;» )) · ενώ δεν βασίζεται, απ’ την άλλη, σε κάποιαν αναμφισβήτητη θεϊκή «αυθαιρεσία», που θα καθόριζε, χωρίς ευδιάκριτο λόγο, έναν «χώρο» ορατής «εκκλησιαστικότητας», αλλά στο θεϊκό πεπερασμένο τής «δομής» με την οποίαν ενανθρώπησε ο Χριστός (( ;;!! )) , στην οποία η Εκκλησία συμμετέχει, ως το «σώμα» Του, εφοδιασμένη (προικισμένη) και κατ’ αντιστοιχίαν εντεταλμένη με το Πνεύμα του. Ο κοινωνικός (άρα) «χώρος» της Εκκλησίας μπορεί τόσο λίγο να «σχετικοποιηθή», όσο και η παραμένουσα κατά την Ανάσταση ανθρωπότητα του Χριστού, καθώς ο ίδιος μάλιστα ο Χριστός τής έχει χαρίσει ρητά αυτή τη «συνάφεια» (με την κοινωνία), παρέχοντάς της και τις αντίστοιχες «πληρεξουσιότητες» και «κατευθύνσεις». Όλες οι αναφερθείσες οριακές περιπτώσεις «διευθετούνται» λοιπόν απ’ το «ενσαρκωμένο» κέντρο· το «επιθυμητό» ή μαρτυρικό βάπτισμα μπορεί και υπάρχει μόνον επειδή υπάρχει το μυστηριακό βάπτισμα, που θα «ελάμβανε» κάποιος αν κατανοούσε επαρκώς το σωτήριο σχέδιο του Θεού κ.τ.λ. (( !! )) . Οι μυστηριακοί «τύποι» μπορούν πράγματι να αλλάζουν, η πρόθεση όμως τής Εκκλησίας, να ακολουθή τούς «τύπους» και τις «μορφές» που της παρέδωσε ο Κύριός της, όχι! (( Δυστυχείς άνθρωποι… )) Και σκοπός και πρόθεση της Εκκλησίας είναι το να επιτρέπη στον άνθρωπο να μετέχη στην αντικειμενική αγιότητα του Θεού στην Εκκλησία Του, σε όλες τις αποφασιστικές καταστάσεις τής ύπαρξής του – είτε στις μοναδικές και ανεπανάληπτες, όπως στη βάπτιση και το χρίσμα, τη χειροτονία σ’ ένα (εκκλησιαστικό) «αξίωμα», αλλά και στον γάμο, όσο διαρκεί τουλάχιστον ο γάμος με έναν και μοναδικό σύζυγο στην ζωή μας, είτε στις επαναλαμβανόμενες – έτσι, ώστε να στεφθή με επιτυχία ο υποκειμενικός του αγώνας να ακολουθήση τον Χριστό, ως «κατάσταση» και «θέση» (με την εξομολόγηση ή τον γάμο), ή με το να «ενταχθή» πρωτίστως («επί υφηγεσία»!) στην Εκκλησία (με τη χειροτονία). Υπ’ αυτήν και μόνον την έννοια – του Μυστηρίου ως συμμετοχή, μέσω τού «εισαγωγικού» και «πραγματοποιητικού» Πνεύματος, στην υπεράνω κάθε προσωπικής αγιότητας αντικειμενική εκκλησιαστική αγιότητα – θα εξετάσουμε τώρα εν συντομία τα (διάφορα) Μυστήρια.

     ( συνεχίζεται )

ΠΟΛΥ ΠΕΡΙΕΡΓΗ ΑΥΤΗ Η ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΕΠΙΚΥΡΩΣΗ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ. ΜΕΙΩΝΟΝΤΑΣ ΑΝΕΠΑΝΟΡΘΩΤΑ ΤΗΝ ΣΥΝΕΡΓΕΙΑ ΣΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ ΤΗΣ ΑΓΙΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ, ΑΓΝΟΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΛΟΓΟ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ: ΠΟΛΛΟΙ ΟΙ ΚΛΗΤΟΙ ΛΙΓΟΙ ΟΙ ΕΚΛΕΚΤΟΙ. ΚΑΤΑΡΓΩΝΤΑΣ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ, ΤΟΝ ΑΟΡΑΤΟ ΠΟΛΕΜΟ. 

ΚΑΘΙΣΤΩΝΤΑΣ ΤΟ ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΣ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΟΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΟ ΙΕΡΟ ΓΑΜΟ ΤΗΣ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΕΩΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑ ΕΞΑΤΟΜΙΚΕΥΣΗ. ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΕΠΙΣΗΣ ΚΑΘΑΡΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΜΕΝΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥ ΑΜΠΑΤΖΙΔΗ.

       γ)  (Τα) Μυστήρια(73)

Βάπτισμα και Χρίσμα.  Γνωρίζουμε πόσο αξεδιάλυτα σχεδόν συνδέονται μεταξύ τους οι δυό «όψεις» αυτής τής «συνολικής» μύησης στην Εκκλησία, τόσο βάσει τής Γραφής όσο και της Παράδοσης· το να ερευνήσουμε τις λεπτομερείς διαφορές, δεν θα απέδιδε τίποτα για το θέμα μας· πρέπει να «συγκρατήσουμε» απλώς, ότι «και μόνο το Βάπτισμα μάς χαρίζει με θεμελιώδη τρόπο το Άγιο Πνεύμα έτσι, ώστε το Χρίσμα να μην “αντίκειται”, ως σύμβολο της πνευματικής μετάβασης στην υπερφυσική πραγματικότητα, στο Βάπτισμα». Μέσω τού Βαπτίσματος, υφίσταται «μια θεμελιώδης συμμετοχή στο ιερατικό και βασιλικό αξίωμα του Χριστού και μια “εντατικώτερη” συμμετοχή μέσω τού Χρίσματος» (H. Elfer).  Στις Πράξεις τών Αποστόλων, όπου το χριστιανικό Βάπτισμα χορηγεί «κατ’ αρχήν» (σε αντίθεση προς το Βάπτισμα του Ιωάννη) το Άγιο Πνεύμα;;;;, υπάρχουν ήδη οι διάφορες, μη αντιστρέψιμες μεταξύ τους «μορφές» Βαπτίσματος: το κανονικό Βάπτισμα με τη χορήγηση του Αγίου Πνεύματος (Πράξεις 1, 5· 2, 38· 19, 2-5), στο οποίο μπορεί να ακολουθή  «επίθεση» των χειρών (για να χορηγηθούν τα πνευματικά προπάντων χαρίσματα, 19, 6), αλλά μπορεί επίσης να μη χορηγή ήδη το Βάπτισμα το Άγιο Πνεύμα, αλλά η «επίθεση» κατ’ αρχάς τών χειρών μέσω τών Αποστόλων (8, 17), ή και να κατέρχεται ήδη πριν από το Βάπτισμα το Άγιο Πνεύμα, και να «παρέχεται» κατόπιν το Βάπτισμα (10, 44-48· πρβλ. 9, 17-19).  Στην πρώιμη Εκκλησία, όπου προσετίθετο στην «επίθεση» των χειρών ένα χρίσμα, μπορούμε να διακρίνουμε ως εξής: ότι το βάπτισμα στο νερό συναρτάται περισσότερο με την απάλειψη των αμαρτιών (ενώ αργότερα με τον θάνατο, σύμφωνα προπάντων με την Προς Ρωμαίους Επιστολή, 6, μαζί με τον Χριστό), και η «επίθεση» των χειρών και το χρίσμα περισσότερο με τη χορήγηση του Πνεύματος, όπου μια πρώτη «επίθεση» των χειρών και ένα χρίσμα ανήκουν ακόμα στο Βάπτισμα, όπως αναφέραμε, ενώ μια δεύτερη αποδόθηκε κάποιες φορές σ’ αυτό που ανεξαρτητοποιήθηκε αργότερα ως Μύρωση. Η αυξανόμενη σημασία τής  Μυρώσεως και του Χρίσματος στην Ανατολή διασαφήνιζε αυτή τη διαφορά, ενώ στη Δύση επικρατεί η «επίθεση» των χειρών, το δε Χρίσμα προστίθεται αργότερα. Η ρητή μετέπειτα σκέψη, «ότι το Χρίσμα ολοκληρώνει και ενισχύει αυτό που έχει ήδη θεμελιωθή στο Βάπτισμα», υπάρχει σίγουρα λανθάνουσα στην αρχαία Εκκλησία. Στον Παύλο, που γνώρισε σίγουρα και την «επίθεση» των χειρών, εννοείται ενιαία ως Βάπτισμα ολόκληρο το σωτηριώδες γεγονός τής εισόδου στην Εκκλησία, που είναι ταυτόχρονα Σώμα τού Χριστού και Ναός τού Πνεύματος: τόσο «χριστολογικά», ως ένας θάνατος με και εις τον Χριστόν, όσο και «πνευματολογικά», ως «αναγέννηση δια του Αγίου Πνεύματος», χαριζόμενα και τα δύο απ’ το πατρικό έλεος (πρβλ. Τίτ. 3, 5-7). O δε Ιωάννης μιλά, όπως είδαμε, τόσο για «γέννηση από τον Θεό» (Ιωάν. 1, 13, με ισχυρά χριστολογικό χρωματισμό, καθιστάμενο «συν-υιότητα» στον Παύλο) όσο και «γέννηση από το Πνεύμα», όπου και αναφέρεται το «ύδωρ» (ό.π. 3, 5: πνευματολογική πραγματοποίηση της θεϊκής γέννησης: τριαδική και εκκλησιαστική ταυτόχρονα· όπου το τελευταίο γίνεται σαφές απ’ την Α΄ Ιωάν. 2, 20 κ.ε.). Είναι το Πνεύμα που εισάγει κατά το Βάπτισμα – Χρίσμα στο αντικειμενικό μυστήριο της Εκκλησίας, όντας έτσι και μόνον Αυτό επίσης, στο οποίο συμμετέχουμε.   ((  Άς δούμε τί γράφει ο Απόστολος Ιωάννης στην Πρώτη του Επιστολή, 2, 18 κ.ε.: «Παιδία, εσχάτη ώρα εστί, καί καθώς ηκούσατε ότι ο αντίχριστος έρχεται, καί νύν αντίχριστοι πολλοί γεγόνασιν· όθεν γινώσκομεν ότι εσχάτη ώρα εστίν. εξ ημών εξήλθον, αλλ’ ουκ ήσαν εξ ημών· ει γάρ ήσαν εξ ημών, μεμενήκεισαν άν μεθ’ ημών· αλλ’ ίνα φανερωθώσιν ότι ουκ εισί πάντες εξ ημών. καί υμείς χρίσμα έχετε από τού αγίου, καί οίδατε πάντα. ουκ έγραψα υμίν ότι ουκ οίδατε τήν αλήθειαν, αλλ’ ότι οίδατε αυτήν, καί ότι πάν ψεύδος εκ τής αληθείας ουκ έστι. τίς εστιν ο ψεύστης ει μή ο αρνούμενος ότι Ιησούς ουκ έστιν ο Χριστός; ούτός εστιν ο αντίχριστος, ο αρνούμενος τόν πατέρα καί τόν υιόν. πάς ο αρνούμενος τόν υιόν ουδέ τόν πατέρα έχει…» ))

      Εξομολόγηση. To ερώτημα, αν η συγχώρηση των αμαρτιών με το Βάπτισμα, που συμβαίνει μια φορά όπως και η είσοδος στην Εκκλησία, θα μπορούσε να «επαναλαμβάνεται», έθεσε κατ’ αρχάς την εξομολόγηση (ως «δεύτερη “σανίδα” σωτηρίας») «πολύ κοντά» στο Βάπτισμα, λόγος για τον οποίον θεωρήθηκε, κάποτε τουλάχιστον, αξιόπιστη και «φερέγγυα». Υπήρξε όμως και ο πασχάλιος λόγος τού Ιησού: «Λάβετε το  (( ! ))  Άγιο Πνεύμα;;;;;. Σε όσους συγχωρείτε τις αμαρτίες…»   (( Στην πραγματικότητα: «Λάβετε Πνεύμα άγιον…». Εκούσια παραχάραξη, που οδήγησε και οδηγεί ακόμα στην απύθμενη διαστροφή τού Filioque… )) . Πριν ακόμα από την «αυστηρότητα» των πρώτων αιώνων, υπήρξε μια πολλαπλότητα στην   «εξομολογητική πράξη» στον Παύλο, ο οποίος θεωρούσε ως «ιατρικό» (θεραπευτικό), και άρα χρονικά περιορισμένον, έναν αναπόφευκτο αποκλεισμό από την Εκκλησία  (Α’ Κορ. 5, 5· Β’ Κορ. 2, 5-11)   (( Α’ Κορ. 5, 1 κ.ε.: «Όλως ακούεται εν υμίν πορνεία, καί τοιαύτη πορνεία, ήτις ουδέ εν τοίς έθνεσιν ονομάζεται, ώστε γυναίκά τινα τού πατρός έχειν. καί υμείς πεφυσιωμένοι εστέ, καί ουχί μάλλον επενθήσατε, ίνα εξαρθή εκ μέσου υμών ο τό έργον τούτο ποιήσας! εγώ μέν γάρ ως απών τώ σώματι, παρών δέ τώ πνεύματι, ήδη κέκρικα ως παρών τόν ούτω τούτον κατεργασάμενον, εν τώ ονόματι τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού συναχθέντων υμών καί τού εμού πνεύματος σύν τή δυνάμει τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού παραδούναι τόν τοιούτον τώ σατανά εις όλεθρον τής σαρκός, ίνα τό πνεύμα σωθή εν τή ημέρα τού Κυρίου Ιησού…» )) . Το χορηγηθέν (εκείνο!) το Πάσχα Άγιο Πνεύμα είναι το αντικειμενικό κατ’ αρχάς Πνεύμα τής εκκλησιαστικής δυνατότητας προς συγχώρησιν, το οποίο «εξουσιοδοτείται» ωστόσο, «προκύπτοντας» απ’ την «εξασφαλιζόμενη» στον Σταυρό (ως γενική εξομολόγηση) συγχώρηση του τριαδικού Πατρός, να αποκαταστήση αυτόν που έχει χωρισθή απ’ την κοινότητα των Αγίων, στο εκκλησιαστικό, και υποκειμενικό άρα Πνεύμα;;;;;;;;. Αυτή η «επίσημη» εξουσιοδότηση της επαναφοράς, με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος, αυτού που χωρίσθηκε, ξανά στην Εκκλησία, είναι η υπέρμετρη εξύψωση αυτού που εντέλλεται ενδοεκκλησιαστικά σε κάθε Χριστιανό: να συγχωρή τον οφειλέτη του, όταν θέλη να ζητήση ο ίδιος συγχώρηση απ’ τον Θεό (Ματθ. 6, 12. 14 κ.ε.). Πώς θα μπορούσε όμως να αναγνωρίση ο αποκλεισμένος αμαρτωλός τις αμαρτίες του, ώστε να μετανοήση και να τις ομολογήση, παρά αναμετρώντας τις στον κανόνα, που παρουσιάζει μπροστά του, όχι βέβαια αυτός ο ίδιος, αλλά το Άγιο Πνεύμα· παρά «υποτασσόμενος στον τέλειο νόμο τής ελευθερίας και παραμένοντας σ’ αυτόν» (Ιάκ. 1, 25), έναν νόμο, που εκπληρώθηκε μόνο στον Χριστό, και που παρουσιάζεται μπροστά μας ως ο τέλειος «εξομολογητικός καθρέφτης» μέσω τού Αγίου Πνεύματος;  (( Ιάκ. 1, 19 κ.ε.: «Ώστε, αδελφοί μου αγαπητοί, έστω πάς άνθρωπος ταχύς εις τό ακούσαι, βραδύς εις τό λαλήσαι, βραδύς εις οργήν· οργή γάρ ανδρός δικαιοσύνην Θεού ου κατεργάζεται. διό αποθέμενοι πάσαν ρυπαρίαν καί περισσείαν κακίας εν πραῢτιτι δέξασθε τόν έμφυτον λόγον τόν δυνάμενον σώσαι τάς ψυχάς υμών. Γίνεσθε δέ ποιηταί λόγου και μή μόνον ακροαταί, παραλογιζόμενοι εαυτούς. ότι εί τις ακροατής λόγου εστί καί ου ποιητής, ούτος έοικεν ανδρί κατανοούντι τό πρόσωπον τής γενέσεως αυτού εν εσόπτρω· κατενόησε γάρ εαυτόν καί απελήλυθε, καί ευθέως επελάθετο οποίος ήν. ο δέ παρακύψας εις νόμον τέλειον τόν τής ελευθερίας καί παραμείνας, ούτος ουκ ακροατής επιλησμονής γενόμενος, αλλά ποιητής έργου, ούτος μακάριος εν τή ποιήσει αυτού έσται. Εί τις δοκεί θρήσκος είναι εν υμίν μή χαλιναγωγών γλώσσαν αυτού, αλλ’ απατών καρδίαν αυτού, τούτου μάταιος η θρησκεία. θρησκεία καθαρά καί αμίαντος παρά τώ Θεώ καί πατρί αύτη εστίν, επισκέπτεσθαι ορφανούς καί χήρας εν τή θλίψει αυτών, άσπιλον εαυτόν τηρείν από τού κόσμου» )) . Μόνον αυτός μπορεί να αναμετρήση την απόστασή του απ’ τον κανόνα και να προσέλθη, με τη δεδωρημένη σ’ αυτόν χάρι τής μετανοίας, της ομολογίας και της προθέσεως, στο γεγονός (στο «συμβάν») της εξομολογήσεως, ώστε να παραληφθή εκ νέου, μέσω τής αντικειμενικής εκκλησιαστικής πληρεξουσιότητας, στην υποκειμενική κοινότητα των αγίων.

     ( συνεχίζεται )

Ο ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΕΝΣΚΥΨΕΙ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΕΧΕΙ ΗΔΗ ΖΩΗ ΑΙΩΝΩΝ.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου