Συνέχεια από Δευτέρα, 8 Νοεμβρίου 2021
HANS URS VON BALTHASAR
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEOLOGIK)
Τρίτος Τόμος
ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ (DER GEIST DER WAHRHEIT)
(Οι δύο προηγούμενοι τόμοι: 1) Αλήθεια τού κόσμου (Wahrheit der Welt), 2) Αλήθεια τού Θεού (Wahrheit Gottes) )
Johannes Verlag, 1987
4. ΓΙΑ ΤΟ ΦΙΛΙΟΚΒΕ
V. ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ
5. ΠΝΕΥΜΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟ
γ) (Τα) Μυστήρια
Αν
τα Μυστήρια ανήκουν στην πλευρά τού αντικειμενικού κυρίως, εκκλησιαστικού Αγίου
Πνεύματος, πρέπει να θυμόμαστε οπωσδήποτε, ότι το επενεργούμενο από το Πνεύμα
έργο τού Θεού (opus
operatum) δεν μπορεί να υπάρξη
ποτέ, ως ένας πάντοτε αμφίπλευρος «δεσμός», χωρίς τη συνέργεια του ανθρώπινου
«παράγοντα» (opus
operantis) – ακόμα και στην οριακή
περίπτωση όπου η συνέργεια αυτή επιτελείται μέσω ενός πληρεξουσίου μέλους τού
μυστικού Σώματος του Χριστού (όπως συμβαίνει κατά τη βάπτιση των παιδιών). Πρότυπο εδώ παραμένει η Ενανθρώπηση του
Λόγου, η πιο «ελεύθερη» χάρη, που δεν επιτελείται όμως χωρίς την πλήρη
ετοιμότητα αποδοχής εκ μέρους τής Μαρίας. Κι αν επιζητούμε μιαν ιδιαιτέρως
«εκφραστική» απεικόνιση αυτού τού γεγονότος, μπορούμε να θυμηθούμε την
εκκλησιαστική προσαγωγή τών δώρων τού άρτου και του οίνου (την προσφορά – prosphora)
και τη συνδεδεμένη μ’ αυτά «ικεσία καθόδου» (την «επίκληση» - epiclesis)
απ’ τούς προσευχομένους εν Εκκλησία πιστούς, τα οποία δεν μπορούν και δεν
πρέπει βέβαια να στηριχθούν – πέρα κι απ’ την απλή και πλήρη ετοιμότητα της
Μαρίας – παρά στην καθιέρωση και την εντολή επανάληψής τους από τον ίδιον τον
Ιησού. Ή και στο ερώτημα που θέτει απλώς (επανειλημμένα;) ο εν Εκκλησία
«δωρητής» σ’ αυτόν που πρόκειται να βαπτισθή: Πιστεύεις; Ή και στην υφιστάμενη
μετάνοια, χωρίς την οποία δεν μπορεί να προσφερθή (να δωρηθή) καμμιά «έγκυρη»
απαλλαγή στον αμαρτωλό. Είναι (ασφαλώς) ο Θεός και μόνο που τελεί την πράξη,
εντός όμως τής απαιτουμένης δυνατότητας μαρτυρίας. Δεν μιλάμε όμως εδώ τώρα για μια γενική διδασκαλία περί Μυστηρίων, αλλά
για την εσωτερική τους σχέση προς το Άγιο Πνεύμα. Ούτε βέβαια για ένα
αποσπασμένο απ’ την Αγία Τριάδα Άγιο Πνεύμα, το οποίο και δωρίζεται Μεμονωμένο
(π.χ. στη βάπτιση και στο μύρωμα) στον «παραλήπτη». Το Πνεύμα εμφανίζεται ως αυτός που πραγματοποιεί μαλλον (ο
«Πραγματοποιητής») το τριαδικο-εκκλησιαστικό γεγονός στο Μυστήριο, «περιβάλλοντάς» το μάλιστα κατά τέτοιον
τρόπο, ώστε να συμπεριλαμβάνη τον
καθέναν (το κάθε «υποκείμενο») – ο οποίος πρέπει να διαθέτη ωστόσο ήδη κάτι
απ’ το υποκειμενικό Πνεύμα, για να
«επιθυμή» το Μυστήριο και να προετοιμάζεται γι’ αυτό (ως αμαρτωλός π.χ. τη
θέληση να απαλλαγή, μετανοώντας, απ’ τις αμαρτίες του) –, με τη δική Του αντικειμενική και ανώτερη από κάθε υποκειμενικότητα
αγιότητα, στη δύναμη του Θεού μέσα στον εκκλησιαστικό χώρο.
Αυτή είναι η βασική μορφή τού μυστηριακού συμβάντος, απ’ την οποία δεν επιτρέπεται να εκτραπή με καμμιάν «οριακή έννοια» κανείς, γιατί με τέτοιες «έννοιες» δεν θα μπορέση να οικοδομηθή ποτέ μια έγκυρη και αυθεντική διδασκαλία περί Μυστηρίων. Για να φέρουμε κάποια παραδείγματα: το ότι μπορεί να υπάρξη ένα «επιθυμητό» (ή «μαρτυρικό») βάπτισμα, δεν αμφισβητεί το (κανονικό) μυστήριο του βαπτίσματος, και το ότι το βαπτισμένο νήπιο δεν μπορεί να αναλάβη κάποια πράξη πίστεως, δεν αναιρεί καθόλου το αίτημα, ότι κάθε σώφρων ενήλικας καλείται να επιδείξη αυτήν την πράξη αποδεχόμενος το βάπτισμά του, ενώ και το ότι ένας «πάροχος του Μυστηρίου» μπορεί να «παρέχη», ακόμα κι αν έχη ο ίδιος βαρειά αμαρτήματα, έγκυρο και άρα σωτήριο το Μυστήριο, δεν μπορεί να αποτελέση οποιαδήποτε «ένσταση»· έκτακτες καταστάσεις, οι οποίες επιτρέπουν εξομολογήσεις σε λαϊκούς πιστούς, «γενικές» αφέσεις αμαρτιών ή συνάψεις γάμων χωρίς ιερατική παρουσία, δεν συνιστούν κανόνα απέναντι σ’ αυτό που ισχύει γενικά. Η γενική μορφή που αναφέρθηκε παραπέμπει, απ’ τη μια πλευρά, στο πεπερασμένο του γνωστικού ορίζοντα της Εκκλησίας, πέρα απ’ τον οποίον δεν μπορούμε πλέον να «μάθουμε» το πώς παρέχει ο Θεός τη χάρη του («Εσένα σε τί σε αφορά αυτό; Εσύ ακολούθει με», Ιωάν. 21, 22) (( Ιωάν. 21, 20 κ.ε.: «…επιστραφείς δέ ο Πέτρος βλέπει τόν μαθητήν όν ηγάπα ο Ιησούς ακολουθούντα, ός καί ανέπεσεν εν τώ δείπνω επί τό στήθος αυτού καί είπε· Κύριε, τίς εστιν ο παραδιδούς σε; τούτον ιδών ο Πέτρος λέγει τώ Ιησού· Κύριε, ούτος δέ τί; λέγει αυτώ ο Ιησούς· εάν αυτόν θέλω μένειν έως έρχομαι, τί πρός σέ; σύ ακολούθει μοι. εξήλθεν ούν ο λόγος ούτος εις τούς αδελφούς ότι ο μαθητής εκείνος ουκ αποθνήσκει· καί ουκ είπεν αυτώ ο Ιησούς ότι ουκ αποθνήσκει, αλλ’ εάν αυτόν θέλω μένειν έως έρχομαι, τί πρός σέ;» )) · ενώ δεν βασίζεται, απ’ την άλλη, σε κάποιαν αναμφισβήτητη θεϊκή «αυθαιρεσία», που θα καθόριζε, χωρίς ευδιάκριτο λόγο, έναν «χώρο» ορατής «εκκλησιαστικότητας», αλλά στο θεϊκό πεπερασμένο τής «δομής» με την οποίαν ενανθρώπησε ο Χριστός (( ;;!! )) , στην οποία η Εκκλησία συμμετέχει, ως το «σώμα» Του, εφοδιασμένη (προικισμένη) και κατ’ αντιστοιχίαν εντεταλμένη με το Πνεύμα του. Ο κοινωνικός (άρα) «χώρος» της Εκκλησίας μπορεί τόσο λίγο να «σχετικοποιηθή», όσο και η παραμένουσα κατά την Ανάσταση ανθρωπότητα του Χριστού, καθώς ο ίδιος μάλιστα ο Χριστός τής έχει χαρίσει ρητά αυτή τη «συνάφεια» (με την κοινωνία), παρέχοντάς της και τις αντίστοιχες «πληρεξουσιότητες» και «κατευθύνσεις». Όλες οι αναφερθείσες οριακές περιπτώσεις «διευθετούνται» λοιπόν απ’ το «ενσαρκωμένο» κέντρο· το «επιθυμητό» ή μαρτυρικό βάπτισμα μπορεί και υπάρχει μόνον επειδή υπάρχει το μυστηριακό βάπτισμα, που θα «ελάμβανε» κάποιος αν κατανοούσε επαρκώς το σωτήριο σχέδιο του Θεού κ.τ.λ. (( !! )) . Οι μυστηριακοί «τύποι» μπορούν πράγματι να αλλάζουν, η πρόθεση όμως τής Εκκλησίας, να ακολουθή τούς «τύπους» και τις «μορφές» που της παρέδωσε ο Κύριός της, όχι! (( Δυστυχείς άνθρωποι… )) Και σκοπός και πρόθεση της Εκκλησίας είναι το να επιτρέπη στον άνθρωπο να μετέχη στην αντικειμενική αγιότητα του Θεού στην Εκκλησία Του, σε όλες τις αποφασιστικές καταστάσεις τής ύπαρξής του – είτε στις μοναδικές και ανεπανάληπτες, όπως στη βάπτιση και το χρίσμα, τη χειροτονία σ’ ένα (εκκλησιαστικό) «αξίωμα», αλλά και στον γάμο, όσο διαρκεί τουλάχιστον ο γάμος με έναν και μοναδικό σύζυγο στην ζωή μας, είτε στις επαναλαμβανόμενες – έτσι, ώστε να στεφθή με επιτυχία ο υποκειμενικός του αγώνας να ακολουθήση τον Χριστό, ως «κατάσταση» και «θέση» (με την εξομολόγηση ή τον γάμο), ή με το να «ενταχθή» πρωτίστως («επί υφηγεσία»!) στην Εκκλησία (με τη χειροτονία). Υπ’ αυτήν και μόνον την έννοια – του Μυστηρίου ως συμμετοχή, μέσω τού «εισαγωγικού» και «πραγματοποιητικού» Πνεύματος, στην υπεράνω κάθε προσωπικής αγιότητας αντικειμενική εκκλησιαστική αγιότητα – θα εξετάσουμε τώρα εν συντομία τα (διάφορα) Μυστήρια. (
συνεχίζεται )
ΠΟΛΥ ΠΕΡΙΕΡΓΗ ΑΥΤΗ Η ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΕΠΙΚΥΡΩΣΗ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ. ΜΕΙΩΝΟΝΤΑΣ ΑΝΕΠΑΝΟΡΘΩΤΑ ΤΗΝ ΣΥΝΕΡΓΕΙΑ ΣΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ ΤΗΣ ΑΓΙΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ, ΑΓΝΟΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΛΟΓΟ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ: ΠΟΛΛΟΙ ΟΙ ΚΛΗΤΟΙ ΛΙΓΟΙ ΟΙ ΕΚΛΕΚΤΟΙ. ΚΑΤΑΡΓΩΝΤΑΣ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ, ΤΟΝ ΑΟΡΑΤΟ ΠΟΛΕΜΟ. ΚΑΘΙΣΤΩΝΤΑΣ ΤΟ ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΣ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΟΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΟ ΙΕΡΟ ΓΑΜΟ ΤΗΣ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΕΩΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑ ΕΞΑΤΟΜΙΚΕΥΣΗ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου