Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2021

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΑΤΙΕΣ

 23 Ιούλιος, 2009

Αρχιτεκτονικός Κανιβαλισμός στην Αθήνα

Αρχιτεκτονικός Κανιβαλισμός στην Αθήνα

Ο Νίκος Σαλίγκαρος είναι καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Τέξας στο Σαν Αντόνιο. Ως θεωρητικός της αρχιτεκτονικής και ως Αθηναίος, ο κ. Σαλίγκαρος γράφει για το νέο μουσείο της Ακρόπολης και λαμβάνει μέρος στη συζήτηση σχετικά με την κατεδάφιση των δύο προστατευόμενων ιστορικών κτιρίων επί της οδού Διονυσίου Αρεοπαγίτου.

Σύμφωνα με τον ίδιο, η φύση του κτιρίου του νέου μουσείου είναι εξ ορισμού καταστροφική, καθώς η αρχιτεκτονική του βασίζεται στο κίνημα του ντεκονστρουκτιβισμού (deconstructivist movement).

Αρχιτεκτονικός Κανιβαλισμός στην Αθήνα

Μεγάλωσα στην Αθήνα. Η οικογένειά μου έμενε στο παλιό μέρος της πόλης, κοντά στο κέντρο. Σαν μικρό παιδί συνήθιζα να παίζω και να περπατώ στα ιστορικά κομμάτια της πόλης, δίπλα σε αρχαιολογικές τοποθεσίες. Όλα τα παραπάνω με καθόρισαν σαν χαρακτήρα και γενικότερα σαν άνθρωπο. Στη μάχη του 1826 ο πρόγονός μου Άγγελος Σαλίγκαρος πολέμησε πάνω στο βράχο της Ακρόπολης για την υπεράσπισή της. Είναι, λοιπόν, βαθύς ο πόνος σήμερα, παρακολουθώντας τους Αθηναίους να καταστρέφουν με ζήλο τον αρχιτεκτονικό και αστικό χαρακτήρα της Αθήνας στο όνομα μιας υποτιθέμενης μοντερνοποίησης. Το μεγαλύτερο μέρος της παλιάς πόλης έχει ήδη αποτελέσει θύμα του μεταπολεμικού κύματος δόμησης, που αντικατέστησε τα παλιά σπίτια με αυλές με απαίσιες πενταόροφες πολυκατοικίες. Εκτός από τα ελάχιστα νεοκλασικά, τα οποία κτίστηκαν κατά το τέλος του 19ου αιώνα και στην αρχή του Β’ Παγκοσμίου πολέμου (Salingaros, 2005), είναι πολύ δύσκολο να βρει κάποιος, σήμερα, ακόμη και ένα παράδειγμα σπιτιού με αυλή, του οποίου η τυπολογία πηγαίνει πίσω στην αρχαία Ελλάδα (στη συνέχεια μεταδόθηκε μέσω της Ρώμης στον Ισλαμικό κόσμο και την Ισπανία, έπειτα στον Νέο Κόσμο, μέχρι στην Καλιφόρνια κατά τη δεκαετία του 1920).

Όπως πολλές άλλες χώρες στον κόσμο, έτσι και η Ελλάδα αντιμετωπίζει έναν αρχιτεκτονικό κανιβαλισμό καθοδηγούμενο από την εφόρμηση μιας νέας αδίστακτης κοσμοθεώρησης, που προσπαθεί να υποκαταστήσει την παράδοση, τον πολιτισμό ακόμη και τη θρησκεία ενός έθνους. Όμως δεν έχει επιβληθεί από κάποια εισβολή ξένης στρατιωτικής δύναμης (εκτός αν κάποιος θεωρήσει, όπως πολλοί κάνουν, τη παγκοσμιοποίηση και τα διεθνή ΜΜΕ ως ύπουλες δυνάμεις κατοχής): ο αρχιτεκτονικός κανιβαλισμός αποτελεί έναν είδος εμφυλίου πολέμου. Μερικοί Έλληνες έχουν υποστεί πλύση εγκεφάλου και καταστρέφουν την ίδια τους την κληρονομιά: προσπαθούν απεγνωσμένα να συμβαδίσουν σύμφωνα με το cult του μοντερνισμού.

Φανατισμένοι ιδεολόγοι, καθοδηγούμενοι από πρότυπα αποξένωσης και αξίες καθόλου ανθρώπινες, βεβηλώνουν την πόλη και την ιστορία της Αθήνας. Πρόθυμα συνεργάζονται, προδίδοντας την κληρονομιά τους και ασπάζονται την εισαγόμενη από την Ευρώπη και τις HΠΑ μοντέρνα τάση για αρχιτεκτονικό μηδενισμό (cult of architectural nihilism). Αν και ένα μεγάλο μέρος του υπόλοιπου κόσμου αρχίζει να αποστρέφεται αυτή την εφιαλτική περίοδο της αρχιτεκτονικής και του ουρμπανισμού (Salingaros & Masden, 2007), κάποιοι στην Ελλάδα με περηφάνια την προωθούνε. Ως συνήθως λίγο πίσω από τους καιρούς, αυτές οι ομάδες προσπαθούν να αναπληρώσουν τον «χαμένο χρόνο» υπηρετώντας φανατικά αυτό το cult.


Το νέο μουσείο της Ακρόπολης, που πρόσφατα ολοκληρώθηκε, αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της προαναφερόμενης cult αρχιτεκτονικής. Απειλεί με κατεδάφιση δυο προστατευόμενα νεοκλασικά και art deco κτίρια, με την αιτιολογία ότι εμποδίζουν τη θέα προς τον ιερό βράχο (1). Είναι προφανές ότι η κατεδάφισή τους θα πλήξει σοβαρά την ιστορική αστική υπόσταση της Αθήνας. Υπάρχει μια γενική κατακραυγή, ενώ την ίδια στιγμή η κυβέρνηση προχωράει ατάραχη τις διαδικασίες για τη σταδιακή κατεδάφιση των κτιρίων. Θα ήθελα, εδώ, να απεμπλακώ από τα προσωπικά μου συναισθήματα (απολύτως δικαιολογημένα) και να εξαπολύσω μια αιχμηρή επίθεση στους αυτουργούς αυτής της «τραγωδίας».

Τα κτίρια αυτά, αρχιτεκτονικά αριστουργήματα, βρίσκονται στην οδό Διονυσίου Αρεοπαγίτου στα νούμερα 17 και 19. Το ένα είναι νεοκλασικό (του 1890) και το άλλο περισσότερο art deco (του 1930). Ο αρχιτέκτονας Νίκος Καρύδης, γοητευμένος ειδικά από το κτίριο του αριθμού 17, σχολιάζει: «αυτό το φανταστικό κλασικό και art nouveau τετραώροφο οίκημα του Κουρεμένου, με τα αξιοθαύμαστα γλυπτά τοποθετημένα εκατέρωθεν της εισόδου, καθώς και με την πανέξυπνη χρήση του μαρμάρου στην πρόσοψη αποτελεί ένα από τα καλύτερα κτίρια της Αθήνας». Την περίοδο στο καλοκαίρι του 2007 που όλη σχεδόν η Ελλάδα μαστιζόταν από την πύρινη λαίλαπα που απειλούσε ακόμη και την αρχαία Ολυμπία (δηλαδή, ακριβώς τη χρονική στιγμή που η εθνική προσοχή ήταν στραμμένη αλλού), η νομική προστασία των δύο αυτών κτιρίων άρθηκε. Αυτή η διαδικασία θυμίζει τον απροσδόκητο αρχαιολογικό αποχαρακτηρισμό του χώρου του νέου μουσείου, έτσι ώστε να επιτραπεί η εκσκαφή των θεμέλιων στηλών. Πολλοί απλοί πολίτες δηλώνουν την αποστροφή τους από τους πολιτικούς χειρισμούς που ακολούθησαν το εγχείρημα. Πολυάριθμες αγωγές λάβανε χώρα εξ αιτίας μιας σειράς τέτοιων, κατά τα φαινόμενα, «ανώμαλων» διαδικασιών. Παρόλ’αυτά τα πάντα «τακτοποιήθηκαν» από τις δύο διαδοχικές κυβερνήσεις.

Θα ήθελα, άμεσα, να συγκρίνω το νέο μουσείο της Ακρόπολης με τα δύο αυτά ιστορικά κτίρια που απειλούνται με κατεδάφιση. Παρά τις ασυγκράτητες δηλώσεις θαυμασμού από τους υποστηρικτές του, το κτίριο του μουσείου έχει αμελητέα αρχιτεκτονική αξία: απουσιάζει η συνεκτικότητα και η λογική, έχοντας σχεδόν μηδενική αρχιτεκτονική ζωή (Salingaros, 2006). Αποτελεί ένα τυπικό προϊόν ντεκονστρουκτιβισμού (deconstructivism), μολονότι δεν είναι περισπειρωμένο και συστρεμμένο όπως τα πιο ακραία παραδείγματα αυτού του στυλ. Εν αντιθέσει με τα δύο απέριττα διαβαθμισμένα κτίρια τα οποία ενσωματώνουν έναν υψηλό δείκτη αρχιτεκτονικής ζωής. Αυτή η «ζωή» είναι αυτό που διαισθητικά οι θεατές αντιλαμβάνονται, και για αυτό η συγκεκριμένη περιπατική διαδρομή, περνώντας μπροστά από δύο τέτοια κτίρια και αντικρίζοντας την Ακρόπολη, είναι από τις πιο ευχάριστες διαδρομές στον κόσμο.

Ο κριτικός των New York Times προσπάθησε να δικαιολογήσει αυτή την αρχιτεκτονική «τραγωδία» (το ΝΜΑ) αποκαλώντας την «ένα εντυπωσιακό επίτευγμα: ένα κτίριο το οποίο είναι τόσο ένας διαφωτιστικός διαλογισμός πάνω στον Παρθενώνα όσο μια μαγευτική δουλειά αυτή καθεαυτή» (Ouroussoff, 2007). Πώς μπόρεσε, αναρωτιέμαι, ο κριτικός να γράψει σχεδόν έναν διθύραμβο για το νέο μουσείο; Σίγουρα θα πρέπει να είναι αποκομμένος από συναίσθημα και εμπειρία. Τέτοια θετική κριτική οφείλει να ερμηνευθεί μέσα στο κατάλληλο πλαίσιο. Όπως γράφει ο Νεοϋρκέζος αρχιτέκτονας John Massengale: «σαν τον προκάτοχο του, που τον επέλεξε, ο Ouroussoff είναι ένας ακτιβιστής και υπερασπιστής μιας μικρής ομάδας Starchitects. Για τον Ouroussoff, η ιδεολογία υπερνικά την εμπειρία (Massengale, 2005) ... Ο κ. Ouroussoff γνωρίζει ότι ο ρόλος του δεν είναι να αιτιολογεί αλλά να ανυψώνει τους Starchitects (2007a) ... Κάπως έτσι εξελίσσονται το πράγματα ενόσω ο εκπρόσωπος τύπου των Starchitects προβάλλει την εγωκεντρική τους ιδεολογία (2007b)». Το cult αυτοενισχύεται.

Η κριτική του John Massengale είναι πολύ πιο οξυδερκής και ειλικρινής: «Το νέο μουσείο της Ακρόπολης του Bernard Tschumi είναι ένα μεγαθήριο εντελώς ασύμμετρο σε σχέση με τα υπόλοιπα κτίρια που διαμορφώνουν τον δρόμο … Το κτίριο του Tschumi είναι ένας ξένος εισβολέας που θρυμματίζει τον χώρο, ξεπροβάλει με μια καθόλου ανθρώπινη κλίμακα και κάνει έναν υπέροχο χώρο τριγύρω να μοιάζει με ένα κοινότυπο, ανιαρό τοπίο ανάπτυξης. Αν τα δύο κτίρια καταστραφούν, η συνεχής «βιαιοπραγία» έναντι της ιδιαιτερότητας του μέρους θα προκαλέσει ακόμη περισσότερη ζημιά στην Αθήνα από την απώλεια ενός όμορφου κτιρίου» (Massengale, 2007c).

Αυτοί οι λίγοι Έλληνες, υπέρμαχοι της κατεδάφισης των προαναφερόμενων κτιρίων, προσπαθούν να εφαρμόσουν το μοντερνιστικό ιδανικό ενός κτιρίου αποκομμένου από τον περιβάλλοντα χώρο. Η έντονη αντιπαράθεση, λοιπόν, καθοδηγείται επίσης από ιδεολογικά προστάγματα: η αλαζονεία του σύγχρονου κτιρίου/βιτρίνα να τοποθετείται «πέρα» από τα παρακατιανά, παλιά, τριγύρω κτίρια. Ένας Έλληνας αρχιτέκτονας, υποστηρικτής της κατεδάφισης των κτιρίων, ισχυρίζεται ότι: «Η Αθήνα πρέπει να επενδύσει ανεπιφύλακτα στην υψηλή σύγχρονη αρχιτεκτονική και κάτι τέτοιο απαιτεί ρήξεις». Το παραπάνω αποτελεί μια δήλωση μοντερνιστικής τάσης από κάποιον που απορρίπτει την αρχιτεκτονική εναρμόνιση με ανθρώπινο χαρακτήρα, θεωρώντας την απλά ως «νοσταλγία για το παρελθόν». Μην εκτιμώντας την αναζωογονητική αξία της ιστορικής αστικής κληρονομιάς, όποιος έχει τις παραπάνω πεποιθήσεις μπορεί μόνο να την καταστρέψει.

Εξέχουσες προσωπικότητες από την Ελλάδα και τον υπόλοιπο κόσμο εμφανίζονται σοκαρισμένες από τον σχεδιασμό του νέου μουσείου της Ακρόπολης, το οποίο αρνείται να εναρμονιστεί με τον περιβάλλοντα χώρο: έχει μια υπερσύγχρονη, high-tech εμφάνιση που δεν έχει καμιά σχέση με την μακραίωνη ιστορία της Ελληνικής αρχιτεκτονικής. Πολλοί μένουν έκπληκτοι μπροστά σε αυτόν τον αρχιτεκτονικό κανιβαλισμό που έχει βαλθεί τώρα να κατεδαφίσει και τα δύο κτίρια της Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Προβληματισμένοι οι παρατηρητές ερμηνεύουν τα γεγονότα σαν ένα δυσνόητο λάθος ή παράβλεψη από τον αρχιτέκτονα του έργου Bernard Tschumi.

Προσωπικά δεν είμαι ούτε μπερδεμένος ούτε έκπληκτος από όλα τα παραπάνω. Ως φαίνεται οι κριτικοί της αρχιτεκτονικής δεν γνωρίζουν τις ρίζες αυτού του κινήματος. Ο ντεκονστρουκτιβισμός είναι μια επιθετική, άγρια, βίαιη αρχιτεκτονική που βασίζεται στον μηδενισμό και αναπαράγεται με συγκεκριμένα μέσα. Δυστυχώς, οι οπαδοί και τα μέσα αυτού του αρχιτεκτονικού κινήματος έχουν παραπλανήσει το κοινό. Πέρα από αυτά, η προτεινόμενη κατεδάφιση των δύο κτιρίων έναντι του νέου μουσείου θα οδηγήσει επίσης στο κόψιμο μια σειράς περήφανων, μεγαλοπρεπών δέντρων. Τίποτα δεν πρέπει να στέκεται μπροστά στο μουσείο! Αυτοί που επέλεξαν τον κ. Tschumi θα έπρεπε να γνώριζαν τι σήμαινε αυτή τους η επιλογή. Κάποιοι αντιλήφθηκαν εξαρχής τι θα συνέβαινε, μα άλλοι ξύπνησαν ξαφνικά αφού το νέο κτίριο είχε ήδη καταβροχθίσει σχεδόν ό,τι υπήρχε τριγύρω.

Ο συγγραφέας Βασίλης Βασιλικός (συγγραφέας του βιβλίου «Ζ») ήταν τρομαγμένος: «Ο κ. Τσούμι (Tschumi) επιτίθεται, είναι προκλητικός. Αυτή η τριγωνική εξέδρα, το αίθριο της καφετέριας... είναι ένα βέλος από τσιμέντο που εκτοξεύεται πισώπλατα στα δύο διατηρητέα, σαν να ήθελε να τα γκρεμίσει μόνο με την ορμή του. Είναι άγριο, είναι τριτοκοσμικό. Φυσικά και ταιριάζει με την εκτρωματική σύλληψη του όλου μουσείου. Αλλά τέτοια επιθετικότητα, ανάξια ενός σημαντικού αρχιτέκτονα σαν τον κ. Τσούμι, δεν την περίμενα. Αν ήταν να κατεδαφιστούν τα κτίρια, το βέλος αυτό θα σημαδεύει την ίδια την Ακρόπολη, σαν να θέλει να την γκρεμίσει κι αυτήν. Αυτός είναι ο ποθούμενος διάλογος κύριε Τσούμι με το Μνημείο; Εσύ, Μελίνα, που το ξεκίνησες, θα έκανες τώρα απεργία πείνας ώσπου να ανακληθεί το τόξο-εκδίκηση, το αίθριο της καφετέριας Τσούμι; (Βασιλικός, 2007)».

Συνολικά 25 σπίτια κατεδαφίστηκαν για τη δημιουργία του αναγκαίου χώρου για το νέο μουσείο. Τα δύο εναπομείναντα κτίρια προστατευόταν νομικά. Το αρχικό πλάνο και ο σχεδιασμός διατηρούσαν και σεβόταν τη θέση των δύο αυτών κτιρίων. Τώρα που το μουσείο ολοκληρώθηκε, κάποιος φαίνεται να άλλαξε γνώμη ή σκόπευε να γίνει έτσι από την αρχή. Οι λεπτομέρειες αυτής της αντιπαράθεσης, σύμφωνα με πολλούς σχολιαστές, μπορούν να αναχθούν σε έναν απλό, πεζό λόγο: μια καλύτερη θέα από το εστιατόριο και την καφετέρια του νέου μουσείου. Προς το παρόν οι πελάτες της καφετέριας αντικρίζουν την πίσω όψη των δύο προστατευμένων κτιρίων, η οποία δεν σχεδιάστηκε με σκοπό να είναι ιδιαίτερα ελκυστική. Ο Ελληνικός τύπος αναφέρει ότι τα προσδοκώμενα έσοδα από το εστιατόριο και την καφετέρια ανατρέπουν τους όποιους ενδοιασμούς για ιστορική διατήρηση.

Η ειρωνεία σε όλα αυτά είναι ότι η Ελληνική κυβέρνηση (για την ακρίβεια δύο διαδοχικές κυβερνήσεις, οι οποίες, ενώ διαφωνούσαν σε πάρα πολλά θέματα, άσκησαν έντονη πίεση για να κτιστεί το νέο μουσείο της Ακρόπολης) ίσως βάζει σε σοβαρό κίνδυνο τη φήμη του νέου μουσείου. Πέρα από τις παθιασμένες δηλώσεις για προώθηση ενός αρχιτεκτονικού και πολιτιστικού διαφωτισμού με το υπερσύγχρονο μουσείο της Ακρόπολης, κάποιοι θα μπορούσαν να ισχυριστούν ότι όλο αυτό εστερνίζεται μία παράλογη και εφήμερη αρχιτεκτονική μόδα που καταστρέφει την ανεκτίμητης άξιας εθνική κληρονομιά. Πώς θα κρίνει, λοιπόν, η ιστορία αυτές τις κυβερνήσεις, που στο παρελθόν γκρέμισαν κτίρια ιστορικής αξίας στο όνομα ενός εκκεντρικού αρχιτεκτονικού μοντερνισμού;

Αξίζει να αναλύσουμε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αρκετά λογικά και καλοπροαίρετα άτομα οδηγήθηκαν σε τέτοιο καταστροφικό παραλογισμό. Στο κάτω-κάτω αυτοί οι άνθρωποι είναι κυβερνητικοί αξιωματούχοι και όχι επαγγελματίες βάνδαλοι. Επιπροσθέτως, το όλο εγχείρημα έλαβε χώρα σε καιρό δημοκρατικής ειρήνης, που σημαίνει ότι οι πολίτες είχαν επαρκή χρόνο για να διαμαρτυρηθούν σε περίπτωση που διαφωνούσαν. Είναι λυπηρό το γεγονός ότι η πλειοψηφία των Ελλήνων, εξαπατημένη, υποστήριζε με ενθουσιασμό και θέρμη την ιδέα του νέου μουσείου της Ακρόπολης. Ανάχθηκε σε εθνικό θέμα, λαμβάνοντας την μορφή, ως συνήθως γίνεται σε τέτοιες περιστάσεις, μαζικής υστερίας. Οι διαδοχικές κυβερνήσεις παρουσίασαν τις παρακάτω προτάσεις στο κοινό (με δικά μου λόγια):

1. Η Ελλάδα χρειάζεται απεγνωσμένα ένα νέο μουσείο για να στεγάσει τα εκθέματα από την Ακρόπολη, καθώς το παλιό μουσείο είναι πολύ μικρό.
2. Ο Bernard Tschumi είναι ένας διεθνούς φήμης, σημαντικός και επιτυχημένος αρχιτέκτονας, εγνωσμένης αξίας και ικανότητας.
3. Οι διάσημοι αρχιτέκτονες είναι επαγγελματίες με βαθιά παιδεία και σέβονται την ιστορία και την αρχιτεκτονική κληρονομιά ενός έθνους.
4. Μόλις το νέο μουσείο της Ακρόπολης είναι έτοιμο, η Αγγλία θα επιστρέψει τα ελγίνεια μάρμαρα που εκθέτονται προς το παρόν στο Βρετανικό μουσείο.
5. Το εγχείρημα αυτό, για το πιο σπουδαίο εθνικό μνημείο, αποτελεί μείζονος εθνικής σημασίας και για αυτό πρέπει να υποστηριχθεί με κάθε δυνατό μέσο.

Το πρώτο σημείο είναι πιθανώς σωστό, ενώ θα διαφωνούσα με το δεύτερο. Οι εντελώς υποθετικές προσδοκίες για τεράστιους αριθμούς επισκεπτών στο νέο μουσείο τείνουν να εκληφθούν ως γεγονότα (δηλαδή χρήματα τα οποία ήδη έχουν εισπραχθεί). Τι κι αν το κτίριο αυτό, σαν άλλα παρόμοιας ντεκονστρουκτιβιστικής αρχιτεκτονικής τάσης, προκαλέσει αρνητικά συναισθήματα στους επισκέπτες; Τι κι αν το «άγριο βλέμμα» του κτιρίου (ένα σχεδιαστικό ελάττωμα το οποίο συναντάται επίσης στο μουσείο Ara Pacis του Richard Meier στη Ρώμη) αποσπά την προσοχή των επισκεπτών από τα εκθέματα; Αυτή η κατά τρόπον θρησκευτική πίστη σε μια ανώτερη αρχιτεκτονική εμποδίζει τη διατύπωση εμπεριστατωμένων κριτικών.

Το τρίτο σημείο αποτελεί ένα ευγενές λάθος που μπορεί να κάνει ο καθένας μη σχετικός με τις σημερινές τάσεις στην αρχιτεκτονική και με την παραπλανητικά αποκαλούμενη «αρχιτεκτονική θεωρία». Στα άρθρα και τα βιβλία μου έχω επιχειρήσει να εξηγήσω τους λόγους που μια τέτοια πρόταση είναι λανθασμένη, στη πραγματικότητα θανάσιμα λανθασμένη. Η εσκεμμένη σύγχυση για το τι είναι διάσημο, καλό και σύγχρονο έχει προκαλέσει σοβαρή ζημιά. Ίσως είναι πιο ακριβές κάποιος να χαρακτηρίσει τους σύγχρονους αρχιτέκτονες ως αντι-αρχιτέκτονες. Δεν τους απασχολεί η αρχιτεκτονική που σέβεται και προσαρμόζεται στις ανθρώπινες ευαισθησίες ή στον τοπικό πολιτισμό, αλλά το μόνο τους ενδιαφέρον είναι η επιβολή του τερατώδους τους «εγώ» πάνω στο κακότυχο κοινό.

Το τέταρτο σημείο είναι ύψιστης σημασίας. Το Βρετανικό μουσείο κατηγορηματικά δήλωσε πως δεν προτίθεται ακόμη να επιστρέψει τα γλυπτά του Παρθενώνα στην Ελλάδα. Παρά την ξεκάθαρη αυτή δήλωση, η Ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να παίξει ένα «έξυπνο» παιχνίδι φέρνοντας σε δύσκολη θέση την Βρετανική κυβέρνηση με σκοπό την επιστροφή των μαρμάρων. Θα το πετύχαινε αυτό κατασκευάζοντας ένα μουσείο με ειδικά προβλεπόμενο χώρο για τα μάρμαρα. Ενώ το παραπάνω αποτελούσε κατά κοινή ομολογία μια πανέξυπνη κίνηση προπαγάνδας εκ μέρους της Ελληνικής πλευράς, στη πραγματικότητα δεν έχει βάση. Ήταν ένα παιχνίδι μπλόφας στη διεθνή πολιτική αρένα: ένα τέχνασμα βασιζόμενο στη ψυχολογία του εξευτελισμού. Όταν δεν έχεις καμιά διαπραγματευτική δύναμη, τότε προσπαθείς να ντροπιάσεις τον αντίπαλό σου για μια συνθηκολόγηση υπό όρους. Η προπαγανδιστική καμπάνια μέσα στην Ελλάδα ήταν τόσο έντονη που παραπλάνησε σχεδόν τον καθένα, συμπεριλαμβανομένου και τους ενορχηστρωτές της. Μετά από λίγο, μέχρι και οι προπαγανδιστές πίστεψαν τα ψέματά τους.

Τα ελγίνεια μάρμαρα χρησιμοποιήθηκαν σαν δόλωμα για μαζική χειραγώγηση υπέρ της ανέγερσης του νέου μουσείου. Από την αρχή, οι ενορχηστρωτές της χειραγώγησης φρόντισαν να συνδέουν πραγματικότητα με φαντασία, με στόχο τη συνέχιση του εγχειρήματος, κάτι που γίνεται μέχρι σήμερα.

Τώρα φθάνω στο πιο ενοχλητικό σημείο της ιστορίας. Το πέμπτο, κατά σειρά, επιχείρημα παρουσιάζει το νέο μουσείο της Ακρόπολης σαν ένα σημαντικό έργο, στο όνομα του οποίου μπορούσαν να θυσιαστούν τα πάντα. Ένα εθνικό όνειρο – υποστηριζόμενο από το κράτος, έναν διάσημο αρχιτέκτονα και τον κατευθυνόμενο τύπο – νομιμοποίησε και προκάλεσε εγκλήματα ενάντια στην αρχιτεκτονική, την ιστορία και τον πολιτισμό. Όπως ήδη προαναφέρθηκε, η Ελληνική κυβέρνηση έχει κατηγορηθεί από μερίδα κριτικών για την καταστροφή αρχαιολογικών μνημείων στη περιοχή του νέου μουσείου. Η προετοιμασία των θεμελίων αυτού του νέου κτιριακού ογκόλιθου πικρόχολα χαρακτηρίστηκε ως η «αρχαιολογία της μπουλντόζας». Και όσοι τέθηκαν ενάντια σε αυτό το εγχείρημα κατηγορήθηκαν ως κακεντρεχείς που απεύχονται την πρόοδο.

Ένας Έλληνας σχολίασε επιτιμητικά για τους κριτικούς της καταστροφής του αρχαιολογικού τόπου: « Απευθύνεστε στους ξένους, γράφοντας εις την αγγλικήν, για να δυσφημίσετε την πατρίδα μας και τους Έλληνες. Συνεπώς, όχι μόνον δεν κάνετε καλό, αλλά μεγάλο κακό. Ήδη οι γνωστοί υπηρέτες των αρχαιοκαπήλων λήσταρχων της κληρονομιάς μας, χρησιμοποιούν τις «αποκαλύψεις» σας ως επιχείρημα για να μην επιστραφούν ποτέ τα αρπαχθέντα μέλη του Παρθενώνος στην πατρίδα μας... Λυπούμαι». Ύστερα από ένα συγκεκριμένο σημείο, οι οπαδοί του νέου μουσείου προσπάθησαν να επιβάλλουν σιωπή για το τι γινόταν εδώ: δε θέλουμε να μαθευτεί τίποτα για τις «κτηνωδίες» που λαμβάνουν χώρα με θύματα την αρχαιολογική και αρχιτεκτονική κληρονομιά, γιατί αυτό θα διακύβευε το τέχνασμα της προαναφερόμενης «μπλόφας» διεθνούς χαρακτήρα.

Υπήρχε κάποτε μια εκκλησία στην τοποθεσία, η εκκλησία του Αγ. Γεωργίου. Σύμφωνα με τα αρχικά πλάνα η εκκλησία θα διατηρούταν ανέπαφη και πέρα από τα θεμέλια του μουσείου. Ώσπου μια μέρα κατεδαφίστηκε. Προ τετελεσμένων γεγονότων! Επικριτές του εγχειρήματος κατάφεραν να βιντεοσκοπήσουν την κατεδάφιση – που έγινε από έναν τεράστιο εκσκαφέα. Δεν υπάρχει καμιά αναφορά της παραπάνω ενέργειας στον τύπο. Δεν γνωρίζω αν αυτό έγινε λόγω αδιαφορίας ή λόγω αυτοεπιβαλλόμενης λογοκρισίας. Το να κατεδαφίζεται μια εκκλησία χωρίς κανένα προφανή λόγο (άλλον από αυτό που σχετίζεται με τον μη συγκερασμό μιας εκκλησίας με μια μεγαλομανιακή σύλληψη ενός νέου μουσείου) είναι αδιαμφισβήτητα ιεροσυλία. Δεν υπήρχε άραγε αντίδραση από την Ελληνική Ορθόδοξη εκκλησία; Δεν κατάφερα να μάθω κάτι σχετικά. Όταν οι κάτοικοι δύο προστατευόμενων κτιρίων ρωτήθηκαν γιατί δεν παραπονέθηκαν ποτέ για το γεγονός ότι παρακείμενα κτίρια έπεσαν θύματα της μπουλντόζας, ομολόγησαν ότι παρέμειναν σιωπηλοί γιατί: «Σεβαστήκαμε το υπέρτερο δημόσιο συμφέρον».

Βλέπεις την καταστροφή τριγύρω σου και εξαναγκάζεσαι να σιωπήσεις … μέχρι να έρθει η δική σου σειρά … βλέπεις τους νόμους του κράτους να καταπατούνται από αυτούς που υποτίθεται ότι καθήκον τους είναι να τους στηρίζουν … νιώθεις αβοήθητος καθώς αντιλαμβάνεσαι πως η διαμαρτυρία δεν κάνει καμιά διαφορά σε ένα ψυχωτικό κυνήγι ενός υπέρτατου στόχου καθορισμένου από άλλους … Κραυγάζεις για βοήθεια στα κλειστά αυτιά των τοπικών και διεθνών αρχών (σ’ αυτές της Νέας Υόρκης συγκεκριμένα) ... αυτή η κατάσταση μου φέρνει στο μυαλό περασμένους καιρούς, τότε που η ανθρωπότητα γλιστρούσε στο σκοτάδι. Ακόμη και εκείνα τα χρόνια ο στόχος του αυτουργών ήταν «ευγενής», σε αρμονία με την τρομακτικά κοντόφθαλμη αντίληψη ενός «σπουδαίου εθνικού στόχου». Μετά την καταστροφή τι έπεται; Η εσκεμμένη κατεδάφιση εκκλησιών σήμερα φέρνει συνήθως στο νου καθεστώτα άλλων εποχών, όπως αυτά του Ιωσήφ Στάλιν και Νικολάε Τσαουσέσκου. Ο Στάλιν κατεδάφισε με δυναμίτη τον υπέροχο Καθεδρικό ναό του Ιησού του λυτρωτή του 19ου αιώνα για να εξοικονομήσει χώρο για την ανοικοδόμηση του τερατώδους Παλατιού των Σοβιέτ. Ο Le Corbusier (ένας άλλος Γαλλοελβετός αρχιτέκτονας όπως ο Tschumi) έλαβε συνειδητά, χωρίς καμιά ηθική αναστολή, μέρος στον αρχιτεκτονικό διαγωνισμό, μα απέτυχε να κερδίσει την ανάθεση.

Μάλλον ο Θεός ήταν ενάντια σε αυτό το έργο, αφού τα θεμέλια πλημμύριζαν συνεχώς και το προτεινόμενο μοντερνικό (στη πραγματικότητα ολοκληρωτικό στυλ με τη συνηθισμένη κακή χρήση κλασικών στοιχείων) κτίριο δεν μπορούσε να ανεγερθεί. Το μόνο πράγμα που θα μπορούσε να κτιστεί στο μέρος ήταν μια τεράστια στρογγυλή υπαίθρια πισίνα (όχι και πολύ πρακτική για αγώνες κολύμβησης). Μετά την πτώση του Σοβιετικού καθεστώτος ο Καθεδρικός ναός του Ιησού του λυτρωτή ξανακτίστηκε όσο τον δυνατόν πιο κοντά στα σχέδια του πρωτότυπου.
Προτείνω πως, ό,τι κι αν επιφυλάσσει το μέλλον στο νέο μουσείο της Ακρόπολης (αναδιαμόρφωση για περισσότερη λιτότητα; Μεταφορά της προβληματικής καφετέριας;), οι επερχόμενες γενιές έχουν την ηθική υποχρέωση να ξανακτίσουν το εκκλησάκι του Αγ. Γεωργίου. Αυτό το πολυβασανισμένο κτίριο, όπως ο πολύ πιο σημαντικός του «συγγενής» στη Μόσχα, θα θυμίζει ένα σκοτεινό παρελθόν, όταν οι άνθρωποι ανόητα αγκάλιαζαν μια παραμορφωμένη αντίληψη της αρχιτεκτονικής και του ουρμπανισμού, βασισμένη στην καταστροφή και τη μισαλλοδοξία. 

Κοιτάζοντας βαθύτερα στα κίνητρα αυτών που έγιναν – και αυτών που έπονται – μια τρομακτική πραγματικότητα εμφανίζεται. Οι αρχαιότητες, η εκκλησία, τα δύο ιστορικά κτίρια και τα τριγύρω υπέροχα δέντρα ήταν εμπόδια για το εγχείρημα του νέου μουσείου. Τα παραπάνω δεν μπορούν να συνυπάρχουν στη πραγματικότητα κάποιου που έχει μολυνθεί με εικόνες μιας φουτουριστικής μοντερνικότητας: η καταστροφή αυτών είναι μονόδρομος. Μα κάτω από φυσιολογικές συνθήκες δεν καταστρέφουμε οτιδήποτε μας ενοχλεί ... χρειαζόμαστε, επιπλέον, την εξουσιοδότηση για να πράξουμε. Όχι μόνο από το κράτος, με τη μορφή ενός νόμιμου εγγράφου (αυτό δόθηκε χωρίς κανένα δισταγμό), αλλά επίσης απαιτείται η ΗΘΙΚΗ εξουσιοδότηση. Η ιδεολογία του ντεκονστρουκτιβισμού (και το κλισέ που την υποστηρίζει) έχει εξισώσει οτιδήποτε ενοχλεί το νέο κτίριο σαν κάτι το υποδεέστερο, το αναλώσιμο, το «θυσιαστέο» έχοντας μηδενική πολιτιστική αξία, σαν ένα εμπόδιο στην ανάπτυξη, κάτι το επιζήμιο στο ευ ζην μας!
Η πραγματικότητα, επομένως, ασκεί πίεση για υποταγή σε μια εξαιρετικά εξαθλιωμένη εικόνα του κόσμου. Το παραπάνω επιβάλλει μια ξεκάθαρη διάκριση αξιών: ό,τι είναι καινούριο, λαμπερό και στη μόδα είναι καλό, ενώ ό,τι διαφέρει από αυτό το ιδανικό (αυθαίρετα καθορισμένο) είναι ανεπιθύμητο – και θα μας ενοχλεί έως ότου εξαλειφθεί.
Είναι τόσα πολλά τα χαμένα σε αυτό το αλισβερίσι, που οι περισσότεροι αντιλαμβάνονται πως πρόκειται για μια οικτρή συμφωνία. Η Αθήνα ανταλλάσσει αιώνες κληρονομιάς για λίγα λαμπερά ψευτοστολίδια. Γινόμαστε μάρτυρες λίγων ανθρώπων, μαγεμένων από την «αρχιτεκτονική σαν τεράστιο γλυπτό», να μολύνουν τους Αθηναίους με τα μισαλλόδοξα οράματα ενός μηχανοποιημένου μέλλοντος. Αυτή η δηλητηρίαση οδηγεί τους ανθρώπους σε μια κουλτούρα μίσους για το ίδιο τους το παρελθόν. Δεν μπορούν να απολαύσουν την αιώνια όψη της Ακρόπολης, ούτε να ζήσουν την εμπειρία της περιπλάνησης στα μονοπάτια γύρω στον ιερό βράχο, ούτε την εμπειρία της επαφής με το αρχιτεκτονικό παλίμψηστο της ιστορικής Αθήνας.

Νίκος Σαλίγκαρος

(Μετάφραση στα Ελληνικά, 
Βασίλης Κωστάκης)

(1) ΣτΜ: Σύμφωνα με τον γνωστό μουσικοσυνθέτη Βαγγέλη Παπαθανασίου, στον οποίο ανήκει το ένα από τα δύο υπό κατεδάφιση νεοκλασικά, η κυβέρνηση προβληματίζεται γιατί τα κτίρια εμποδίζουν τη θέα στην Ακρόπολη από το εστιατόριο του μουσείου. Σύμφωνα με το ηλεκτρονικό δημοσίευμα των Sunday Times, ο Vangelis κατηγόρησε την κυβέρνηση για «αρχιτεκτονική τρομοκρατία». Αναφορά: Campbell, M. “Vangelis Papathanassiou fights Greek gods of demolition”. The Sunday Times, http://www.timesonline.co.uk/tol/news/world/europe/article2891014.ece. ανακτήθηκε 30/6/09.


Articles - ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΑΤΙΕΣ - Αρχιτεκτονικός Κανιβαλισμός στην Αθήνα (greekarchitects.gr)

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

https://www.pronews.gr/ygeia/1036113_dkoyvelas-ehei-epivlithei-allagi-stin-pagkosmia-skepsi-kyvernisi-kai-tileorasi-soy