Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2021

Μία επανεξέταση της Νεο-πατερικής σύνθεσης; Ορθόδοξη ταυτότητα και πολεμική στον π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ και το μέλλον της Ορθόδοξης θεολογίας - BRANDON GALLAHER (10)

Συνέχεια από: Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2021

του αιδεσιμώτατου Δρ. Μπράντον Γκάλαχερ

V. Συμπέρασμα. Πέρα από το παράδειγμα - Επανεξετάζοντας τη νεοπατερική σύνθεση;

Ο υπότιτλος τής παρούσας εργασίας είναι παρμένος από τό ποίημα «Περιμένοντας τους Βαρβάρους» (1904)204 του Έλληνα ποιητή Κωνσταντίνου Καβάφη (1863-1933). Στο ποίημα αυτό, ο αφηγητής αναφέρεται στην πρωτεύουσα ενός ελληνιστικού πολιτισμού όπου ο πληθυσμός της έχει συναθροιστεί στην αγορά. Ενώ αναμένει τους βάρβαρους κατακτητές, περιμένοντας έτσι την καταδίκη του, το πλήθος ταλανίζεται έντονα ανάμεσα στην αδράνεια και την επίδειξη εξαίρετης χλιδής με σκοπό να θαμπώσει με το μεγαλείο των θησαυρών του το σμήνος των λαφυραγωγών. Ωστόσο, η νύχτα πέφτει αλλά ο Godot ακόμη δεν έχει έρθει, ενώ καταφτάνουν αγγελιοφόροι από το μέτωπο λέγοντας πως «βάρβαροι πιά δεν υπάρχουν». Αντί για ανακούφιση, τα νέα προκαλούν αναστάτωση καί σύγχυση για το «τί θα γένουμε χωρίς βαρβάρους; Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μία κάποια λύσις»205. Κατά παρόμοιο τρόπο, η Ορθόδοξη θεολογία μετά τον Φλωρόφσκυ έχει οδηγηθεί σε ένα τέλμα, καθώς χρειάζεται κάποιον στη θέση του βάρβαρου, προκειμένου να μπορεί να διαβεβαιώνει την ανατολική Ορθόδοξη ταυτότητά της. Έχει ανάγκη, δηλαδή, από κάτι που να μπορεί να προσδιορίζεται ως προσωποποίηση κάθε αρνητικού. Ωστόσο, με την επιβεβαίωση της διαφορετικότητάς της μέσα από την καταδίκη των δυτικών βαρβάρων, καθιστώντας τους ένα είδος Αντί-Θεού η σύγχρονη Ορθόδοξη θεολογία δεν έχει κατορθώσει να βρει κάποια λύση στη σύγχυσή της, αλλά, στην πραγματικότητα, εξαρτάται σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό από τη Δύση. Η πολεμική της δεν τής επιτρέπει να διακρίνει ότι, πράγματι, αντλεί την ταυτότητά της από τον Άλλο. Με παρόμοιο τρόπο, ο Φλωρόφσκυ απορρίπτει τη μετά το Μέγα Σχίσμα δυτική θεολογία, επειδή αυτή έχει απολέσει την καθολική συνείδησή της ως χριστιανικός Ελληνισμός. Ωστόσο, τόσο η διάρθρωση καθαυτή αυτής της συνείδησης όσο η δομή και το περιεχόμενό της, προέρχονται από πηγές που ο ίδιος επικρίνει, (κυρίως από τον Ιδεαλισμό). Έτσι, είναι ειρωνικό το γεγονός ότι στη συνέχεια διεκδικεί τις παραπάνω πηγές ως μοναδικά «πατερικές» ή «ανατολικές Ορθόδοξες». Στη συνάφεια αυτή η «επιστροφή στις ρίζες»(ressourcement) αποτελεί κατά κυριολεξία την «μεταφύτευση» μίας ιδέας, αφού μία ιδέα ξεριζώνεται ασυνείδητα (ίσως καί σιωπηρά) από την πραγματική, «στρεβλή» (δυτική) πηγή της καί ανακαλύπτεται γι’ αυτή μία νέα απαρχή σε μία αποδεκτή, «κανονική» (δηλαδή ανατολική/πατερική), πηγή. Ωστόσο, η πολεμική αυτή μαζί με τη «μεταφύτευση» έχουν αναχθεί σε απαραίτητα στάδια οικοδόμησης της εκκλησιαστικής ταυτότητας. Πρόκειται για ένα απαραίτητο πέπλο που αποκρύπτει από το υποκείμενο την πραγματική του εξάρτηση από τον Άλλο, επιτρέποντας, έτσι, την αναγκαία αυταπάτη ότι η ταυτότητά του είναι αυτάρκης, ότι, δηλαδή, αντλεί, κατά κάποιο τρόπο, την προσωπική ύπαρξή του αποκλειστικά από τον εαυτό του.

Παρά τίς επίμονες προσπάθειές του προς το αντίθετο, ο Φλωρόφσκυ ήταν, κατά την περιγραφή του Francois Rouleau για τον Kireevsky, ένας «αντί-ιδεαλιστής μορφωμένος από τον ιδεαλισμό»206. Οι επικριτές της σύγχρονης Ορθόδοξης θεολογίας οφείλουν να υπερβούν το κοινό στερεότυπο ότι, ενώ ο Bulgakov ήταν έρμαιο του ιδεαλισμού και ποικίλων στρεβλών δυτικών πηγών, η θεολογία τού Φλωρόφσκυ, αντίθετα, υπήρξε ένα αμιγώς πατερικό προϊόν. Ο Φλωρόφσκυ, όπως είχε παρατηρήσει ο Rowan Williams για τον Lossky παλαιότερα, «συνεχίζει να διαβάζει τους Πατέρες με ρωσικά μάτια»207. Κάτι τέτοιο δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει. Όπως παρατηρήσαμε εν συντομία, η θεολογία του Φλωρόφσκυ αποτελεί εξίσου ένα προϊόν τού γερμανικού ιδεαλισμού, που είχε διαποτίσει τη ρωσική σκέψη, όπως συμβαίνει άλλωστε, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε, με το μεγαλύτερο μέρος τής σύγχρονης Ορθόδοξης θεολογίας.

To παραπάνω γεγονός δεν προκαλεί έκπληξη, εάν λάβουμε υπόψη μας κυρίως την προηγούμενη μόρφωση τού Φλωρόφσκυ, που έδινε έμφαση στον Ρομαντισμό καί στην μετα-καντιανή φιλοσοφία, αν δεν υπήρχε η πατερικη περιβολη του Φλωρόφκσυ καί η επίθεσή του εναντίον τής Ρομαντικής καί ιδεαλιστικής κληρονομιάς στη θεολογία των συγχρόνων του. Ούτε αυτό θα έπρεπε να είναι απαραίτητα αρνητικό, στο βαθμό πού το μεγαλύτερο μέρος τής ρωμαιοκαθολικής (ressourcement) θεολογίας ως επιστροφής στις ρίζες καί μέσω αυτής η Β' Βατικανή Σύνοδος αντλούν από τις ίδιες πηγές. Αυτό πού είναι κρίσιμο για τη σύγχρονη Ορθόδοξη θεολογία -και στο σημείο αυτό δεν υπάρχει διαφοροποίηση από τίς υπόλοιπες θεολογικές παραδόσεις- είναι να αναγνωρίσει ότι η θεολογική ανάγνωση των Πατέρων γίνεται πάντα μέσα στον ερμηνευτικό ορίζοντα τής κάθε εποχής. Το σημερινό κοσμοείδωλο κυριαρχείται από το Δυτικό πολιτισμό, έτσι ώστε οι διάφορες ξένες πηγές από τον Ιδεαλισμό, στη συνέχεια τον Υπαρξισμό καί τελικά μέχρι την έποχή μας με τη μόδα τής ερμηνευτικής, τον μετά-φιλελευθερισμό καί μετά-δομισμό, λειτουργεί αναπόφευκτα ως πρίσμα με βάση το οποίο ο θεολόγος ερμηνεύει τους Πατέρες και επαναπροσδιορίζει δημιουργικά το μυστήριο της προ-νεωτερικής πίστης για τις ανάγκες της μετα-νεωτερικής έποχής μας. Στο σημείο αυτό δεν θα πρέπει να έχουμε ενδοιασμούς, εάν ως ορθόδοξοι θεολόγοι, θέλοντας να παραμένουμε πιστοί στις ρίζες τής εκκλησιαστικής παράδοσης, δεν αποκρύπτουμε διαρκώς την σχετική εξάρτησή μας από τη δυτική σκέψη καί κουλτούρα για την διατύπωση της αποστολικής παρακαταθήκης. Αυτό πού είναι ζωτικής σημασίας δεν είναι η αποσιώπηση ή άρνηση τής ξένης επιρροής, διότι μία τέτοια άρνηση απλά αυξάνει τη δυναμική της, καθώς την καθιστά ασύνειδη.

Σήμερα, το μέλλον τής Ορθόδοξης θεολογίας συζητιέται ευρύτερα από θεολόγους στον απόηχο της θεολογίας του Φλωρόφσκυ, ενώ φαίνεται ότι υπάρχει ακόμη καί συζήτηση για μία «μετα-πατερικη θεολογία» καί την ανάγκη για μία «μεταρρύθμιση» στην Ορθοδοξία. Διαφαίνεται, λοιπόν, ότι το αίσιο τέλος στην παρούσα συζήτηση εξαρτάται σέ μεγάλο βαθμό από μία ειλικρινή αναγνώριση ότι η κοινή χριστιανική ταυτότητα Ανατολής καί Δύσης έχει τις ρίζες της στην ορθόδοξη χριστιανική πίστη καί ότι μία αποτελεσματική ορθόδοξη απάντηση στις διάφορες εκδοχές της νεωτερικότητας208, δεν μπορούν να ερμηνευθούν από μία θεολογική σύνθεση που συνεχίζει να είναι ένας ρομαντικός Βυζαντινισμός καί μία αντι-δυτική πολεμική, εφόσον, όπως έχουμε παρατηρήσει, κάτι τέτοιο αποκρύπτει αναπόφευκτα ανομολόγητη εξάρτηση από τη Δύση. Επομένως, η επανεξέταση τής νεοπατερικής σύνθεσης είναι αναμφίβολα απαραίτητη. Στην τωρινή της κατάσταση, η νεοπατερική σύνθεση αποτελεί αδιέξοδη στενωπό, χωρίς διέξοδο διαφυγής από μία θεολογία τής επανάληψης ή ακόμη χειρότερα από μία Ορθόδοξη θεολογία εκφυλισμένη σε πατερική αρχαιολογία. Η νεοπατερική θεολογία έχει καταντήσει μία θεολογία τής επανάληψης, επειδή δεν επέστρεψε με ταπείνωση στις προ και μετά τη Μεταρρύθμιση δυτικές πηγές, οι οποίες την βοήθησαν να μορφοποιήσει το εννοιολογικό τοπίο της. Με απλά λόγια είτε μας αρέσει είτε όχι η δυτικοευρωπαϊκή σκέψη έχει γίνει η κληρονομιά της Ορθοδοξίας209.

Επειδή ένα σημαντικό τμήμα τής σύγχρονης Ορθόδοξης θεολογίας ασχολείται με την εκκλησιαστική της «ταυτότητα», η παρούσα μελέτη, ερευνώντας έναν από τούς βασικότερους σύγχρονους Ορθόδοξους στοχαστές, προτείνει ότι η προσέγγισή της στο ζήτημα αυτό είναι θεμελιωδώς εσφαλμένη, καθώς θεμελιώνεται στην πολεμική. Εναπόκειται, λοιπόν, σε μας να σκιαγραφήσουμε εδώ μία πιθανή νέα προσέγγιση. Αναζητούμε, επομένως, ένα νέο δρόμο, πέρα από το παράδειγμα που παρουσιάσαμε ήδη, προκειμένου να επανεξετάσουμε τη νεοπατερική σύνθεση, ένα μέλλον για τη θεολογία μας πού προχωρεί πέραν τής θεολογίας τής επανάληψης καί τού αδιεξόδου. Ένας νέος τέτοιος δρόμος για την ορθόδοξη θεολογία πρός τα μπρός μπορεί να γίνει πραγματικότητα με μία κριτική συνάντηση με το οικουμενικό πλαίσιο τής χριστιανικής θεολογίας εν όψει της στρατευμένης εκκοσμίκευσης. Δεν μπορούμε να παραμένουμε απομονωμένοι σέ έναν κόσμο εχθρικό πρός το ευαγγέλιο αλλά θα πρέπει να πλησιάσουμε τίς μη ορθόδοξες θεολογίες κατά τη διαδικασία διαμόρφωσης μίας αξιόπιστης καί έλλογης υποστήριξης τής Ορθοδοξίας ως τής μοναδικής αληθινής Εκκλησίας, πρός εκείνους πού μάς καλούν να λάβουμε υπόψη την ελπίδα που υπάρχει μέσα μας στο μετα-εκκοσμικευμένο πλαίσιό μας (Α' Πέτρου 3, 15). Επομένως, εάν η Ορθόδοξη θεολογία πρόκειται να επιβιώσει ή ακόμη καί να ανθίσει στη σύγχρονη Δύση, θα πρέπει να καταστεί πραγματικά οικουμενική και πρέπει συνειδητά, ελεύθερα και με αληθινή πνευματική διάκριση, απάθεια καί νήψη, να αντλήσει από πηγές που βρίσκονται έκτος των κανονικών ορίων τής Εκκλησίας, που ωστόσο παραμένουν μέσα στα πνευματικά όρια τής παράδοσης τής Εκκλησίας. Με την τόλμη τής πνευματικής ασφάλειας, καλούμαστε να βρούμε νέους τρόπους για να μιλήσουμε για τον Θεό και τα μυστήρια της σωτηρίας μέσα στην καρδιά της Εκκλησίας, προκειμένου να καταστεί εφικτό να εκκλησιοποιηθούν, καθαρθούν και να ασκηθούν μέσω της προσευχής και της κοινωνίας. Επομένως, η ορθόδοξη θεολογία πρέπει με τρόπο κριτικό, θυσιαστικό, καί κενωτικό να εγκολπωθεί, όχι μόνο την υπόλοιπη Χριστιανοσύνη, αλλά ολάκερη την οικουμένη και, πιο συγκεκριμένα, θα πρέπει να ακολουθήσει αυτό που ο Bulgakov αποκαλούσε τον «ευρύ δρόμο μίας οικουμενικής Ορθοδοξίας, απελευθερωμένης από τον επαρχιωτισμό»210.

Εάν θα πρέπει να έχουμε ένα σημείο εκκίνησης, αυτό θα πρέπει να είναι, όπως επιμένει μαζί με τον Φλωρόφσκυ το σύνολο της σύγχρονης Ορθόδοξης θεολογίας211, το αποκεκαλυμμένο μυστήριο τής θεανθρώπινης κοινωνίας στον εσταυρωμένο καί αναστάντα, σύμφωνα με τίς Γραφές, Χριστό. Ακριβώς, σέ αυτό το σημείο μπορούμε να διακρίνουμε μία ερμηνευτική αρχή για μία νέα μορφή νεοπατερικής σύνθεσης. Εν Χριστώ βλέπουμε την τέλεια σύνθεση των αντιθέτων με την έννοια ότι οι δύο πόλοι τής ανθρωπότητας καί τής θεότητας, ενυπάρχουν τέλεια ο ένας μέσα στο άλλο σέ μία ένωση, όπου οι φύσεις είναι ασύγχυτες καί άτρεπτες, αλλά παραμένουν αδιαίρετες καί αχώριστες212. Σ’ αυτή την ένωση, οι δύο πόλοι, ανθρωπότητα και θεότητα, αλληλοπεριχωρούνται σε μία τέλεια ένταση, όπου ο ένας υπονοεί τον άλλο, εξαρτάται από τον άλλο και υπάρχει μέσω τού άλλου. Αυτή η ένωση στην ένταση πραγματοποιείται ανάμεσα στην αυτοκυρίαρχη ακεραιότητα του Ενός πού κενώνεται αδιάλειπτα σέ μία πράξη εξαρτημένης ελευθερίας, καί στην αδιάλειπτη αποδοχή αυτού τού Άλλου σέ μία ελεύθερη εξάρτηση, που με τη σειρά του, κενώνεται σέ εξαρτημένη ελευθερία, καί ούτω καθεξής ad infinitum213.Το τελικό αποτέλεσμα αυτής της ένωσης είναι το γεγονός ότι ο «Θεός ενανθρωπίζεται μέσω της αγάπης Του για την ανθρωπότητα, έτσι ώστε ο άνθρωπος να μπορεί να θεωθεί μέσω τής αγάπης», ή μέσω του Πνεύματος ο Θεός ενανθρωπίζεται και ο άνθρωπος θεώνεται214. H ενανθρώπηση του Θεού καί η θέωση του ανθρώπου βιώνεται στο Σώμα τής Εκκλησίας ως η συνεχής προέκταση τής ενσάρκωσης. Ωστόσο, εάν αυτή η εν Χριστώ ζωή, ως η τέλεια ενοποιημένη ένταση των αντιθέτων, αποτελεί το θεμέλιο για το μυστήριο τής Εκκλησίας, δεν θα μπορούσαμε να τη θεωρήσουμε, εξίσου, ως βάση για τις διαπροσωπικές μας σχέσεις; Με αυτή τη λογική, υπάρχω εν Χριστώ μόνο εφόσον βρίσκομαι σε ενότητα με τον αδερφό μου και ανακαλύπτω τον εαυτό μου μέσα και μέσω της ζωής του. Εάν, λοιπόν, μπορούμε να διακρίνουμε την εφαρμογή αυτής τής αρχής στις ανθρώπινες σχέσεις, δεν θα μπορούσαμε να την επεκτείνουμε ως μία ευρύτερη ερμηνευτική αρχή που θα μπορούσε να μεσιτεύσει ανάμεσα σε τέτοιους ιστορικούς και πολιτισμικούς «πόλους», ή «άκρα», όπως είναι η «χριστιανική Ανατολή» καί ή «Δύση»; Ας ασχοληθούμε, λοιπόν, εν συντομία λίγο πρίν ολοκληρώσουμε τη μελέτη μας με την τελευταία αυτή πρόταση.

Αυτό πού προτείνουμε είναι ότι, ενδεχομένως, το μέλλον τής Ορθοδοξίας δεν βρίσκεται σε ό,τι έχει καταντήσει μία κορεσμένη αντανακλαστική κίνηση πού επιδιώκει να συλλάβει απεγνωσμένα το αμιγώς ανατολικό (ΣτΜ. ορθόδοξο) φρόνημα, το οποίο είναι διαθέσιμο, κατά κάποιο τρόπο σφραγισμένο ερμητικά εναντι τής μετά το Μέγα Σχίσμα Δύσης, μέσα στους Πατέρες καί τη λειτουργική παράδοση (π.χ. η «οντολογία των Καππαδοκών», η «ευχαριστιακή εκκλησιολογία» καί «η πατερική εξηγητική»), διαχωρίζοντας την ίδια στιγμή τον εαυτό της από ό,τι διαφορετικό, αλλότριο, δηλαδή δυτικό. Αντίθετα, η εκκλησιαστική ταυτότητα μπορεί να ανακαλυφθεί εάν κατορθώσουμε να κατανοήσουμε καί μέσα σε ό,τι, εκ πρώτης όψεως, μοιάζει τελείως αλλότριο, ακόμη καί εχθρικό, ποιοί είμαστε. Θα μπορούσαμε τότε να ανακαλύψουμε την ανατολικο-ορθόδοξη ταυτότητά μας μέσα από μία θετική συνάντηση με ο,τιδήποτε δυτικό. Σε αυτό συμπεριλαμβάνεται όχι μόνο η δυτική Χριστιανοσύνη, αλλά κατ’ επέκταση, καί η σύγχρονη φιλοσοφία, οι μη χριστιανικές παραδόσεις καί, πολύ περισσότερο, οι επιστήμες. Συνεπώς, μπορούμε να γνωρίζουμε τον εαυτό ως πράγματι Ανατολικό ή Ορθόδοξο ακριβώς μέσα από τη θετική συνάντηση με ο,τιδήποτε δεν είμαστε καί στο σημείο αυτό η Ορθόδοξη θεολογία θα έπραττε συνετά αν αντέστρεφε το παράδειγμα του Φλωρόφσκυ καί μέσα από την αναγνώριση του γεγονότος ότι, αναζητώντας τον εαυτό μας, εξαρτώμαστε από τον άλλο. Μέσα από αυτή την κοινή συνάντηση-αναγνώριση, ανακαλύπτουμε πραγματικά που ανήκει η καρδιά μας. «Η Ανατολή είναι η Δύση -για να παραλλάξουμε τον Kipling-, η Δύση είναι η Ανατολή καί το ζεύγος κάποτε θα σμίξει»215, με συνέπεια τα δύο μέρη να εμπλακούν σέ μία συνεχή καί δημιουργική ένταση, σέ μία ταύτιση των άκρων. Για να λάβουμε ένα παράδειγμα από την Ανατολή, αναγνωρίζουμε τον Φλωρόφκσυ ως έναν όντως ανατολικό θεολόγο, κυρίως στα σημεία που αυτός μεταλλάσσει αριστουργηματικά τον δυτικό θεολόγο Möhler στον τρόπο πού αυτός διαβάζει τούς Πατέρες. Έτσι, ο Φλωρόφσκυ, έστω κι ασυνείδητα, διαποτίζει τη νεοπατερική του σύνθεση με τον Schelling, με αποτέλεσμα να αποτελεί έναν κρυπτο-ρομαντικό, παραμένοντας, εντούτοις, απόλυτα πατερικός. Ή για να χρησιμοποιήσουμε ένα άλλο παράδειγμα, πού υπογραμμίζει τον εξέχοντα ρόλο του Παλαμισμού στην Ορθόδοξη θεολογία μετά απο τη δεκαετία του ’20. Κατανοούμε πληρέστερα τον Γρηγόριο Παλαμά στα σημεία κυρίως όπου χρησιμοποιεί216, το έργο του Αυγουστίνου, De Trinitate. Περαιτέρω, αντιλαμβανόμαστε κατά τον πλέον οξυδερκή τρόπο τον Χρήστο Γιανναρά μόνο όταν διακρίνουμε τον μοναδικό τρόπο που μετάλλαξε τον Heidegger καί τον ρωμαιοκαθολικό περσοναλισμό υπό το πρίσμα του Παλαμά, ώστε ο ίδιος να πλησιάζει, ανεπίγνωστα, τον Αυγουστίνο.

Ο Φλωρόφσκυ φαίνεται ότι συμφωνεί με μία τέτοια διαλεκτική προσέγγιση στο τέλος του έργου του, Σταθμοί της Ρωσικής Θεολογίας217. 

(Συνεχίζεται)

Σημειώσεις

204. C. P. Cavafy, “Waiting for the Barbarians”, σσ. 15-17 (βλ. παραπάνω υπ. 1).

205. Όπ.π, σ. 17.

206. Rouleau,σσ. 214 και βλ. σ. 215.

207. Williams, The Theology of Vladimir Nikolaievich Lossky,σ. 286.

208. Βλ. Kristina Stöeckl, Community after Totalitarianism: The Russian Orthodox Intellectual Tradition and the Philosophical Discourse of Political Modernity (Frankfurt am Main: Peter Lang, 2008).

209. Βλ. George Demacopoulos, “History, Postcolonial Theory, and Some New Possibilities for Retrieving the Theological Past” υπό έκδοση στά Πρακτικά τού Συνεδρίου, “Neo-Patristic Synthesis [κλπ.]” (βλ. παραπάνω υπ. 151).

210. Bulgakov, Avtobiograficheskie zametki (Paris: YMCA-Press, 1946), σ. 50.

211. Βλ. Aristotle Papanikolaou, “Orthodoxy, Postmodernity, and Ecumenism: the Difference that Divine-Human Communion Makes”, Journal of Ecumenical Studies, Vol. 42 no. 4 (Fall, 2007), σσ. 527-546.

212. Denzinger-Schonmetzer, § 302.

213. Για περαιτέρω εμβάθυνση βλ. Gallaher, Freedom and Necessity in Modern Trinitarian Theology (όπ.π.).

214. Μαξιμου του Ομολογητή, Περί Διαφόρων Απόρων, 10 [PG 91, 1113B]. Ambiguum 10 [PG, 91. 1113B], [Maximus the Confessor, trans. Andrew Louth (London/NY: Routledge, 1996), σ. 101].

215. Ο συγγραφέας αναφέρεται στο ποίημα του Rudyard Kipling (1865-1936), Η Μπαλάντα Ανατολής καί Δύσης (Ballad of East and West), η οποία ξεκινά μέ τή φράση: Ω! Η Ανατολή είναι Ανατολή καί η Δύση είναι Δύση, καί το ζεύγος ποτέ δέν θά σμίξει. (Σ.τ.Μ.). Rudyard Kipling, The Ballad of East and West in Departmental Ditties and Ballads and Barrack-Room Ballads (New York, NY: Doubleday & McClure Co, 1899), σσ. 3-11, εδω 11.

216. Βλ. Reinhard Flogaus, «Palamas and Barlaam revisited», SVTQ, Vol. 42 no. 1 (1998), σσ. 1-32 καί “Inspiration - Exploitation - Distortion. The Use of St. Augustine in the Hesychast Controversy”, Orthodox Readings of Augustine, eds. George Demacopoulos and Aristotle Papanikolaou (Crestwood, NY: St. Vladimir’s Seminary Press, 2008), σσ. 63-80.

217. Βλ. Kalaitzidis, “From the Return to the Fathers” to the Need for a Modern Orthodox Theology, SVTQ, Vol. 54 no. 1 (2010), σσ. 5-36 εδώ 10-11 καί Marcus Plested, “The Emergence of the Neo-Patristic Synthesis: Content, Challenges, Limits” υπό έκδοση στα Πρακτικά του Συνεδρίου, Neo-Patristic Synthesis [κλπ.]. (See above n. 151).

ΘΑ ΠΑΡΟΥΜΕ ΑΓΑΠΗΤΕ ΑΛΛΑ ΘΑ ΑΦΗΣΟΥΜΕ ΚΑΙ ΚΑΤΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΓΕΙΑ ΜΑΣ. ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ: ΤΟ ΕΓΩ ΓΕΝΝΙΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟΝ.

Ανώνυμος είπε...

"Δεν πρέπει να υπηρετούμε τους καιρούς, αλλά τον Θεό" έλεγε ο Μέγας Αθανάσιος. Οι νεορθόδοξοι δεν πιστεύουν στον Χριστό αλλά σε μόδες, σε θεωρίες, σε ιδέες κ.τ.λ.

 Η πολλή εμμονή με το άλλο τελικά τους αλλο-τρίωσε χωρίς νά το πάρουν είδηση.

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

"Δεν πρέπει να υπηρετούμε τους καιρούς, αλλά τον Θεό" έλεγε ο Μέγας Αθανάσιος. Οι νεορθόδοξοι δεν πιστεύουν στον Χριστό αλλά σε μόδες, σε θεωρίες, σε ιδέες κ.τ.λ. Η πολλή εμμονή με το άλλο τελικά τους αλλο-τρίωσε χωρίς το πάρουν είδηση.

Ανώνυμος είπε...

Ο άγιος Κάλλιστος ο Αγγελικούδης δεν "χρησιμοποιεί" (προς Θεού) τον Θωμά Ακινάτη, αλλά τον αντικρούει στις κακοδοξίες του λέξη προς λέξη... Η μέρα με τη (σημερινή και προτεινόμενη εδώ) νύχτα... Το φως και η απουσία φωτός, το σκότος...

Θωμάς είπε...

Και εκεί που απετυχε ο πρύτανης Φλωρόφσκι θα πετύχει τώρα ο Καλαϊτζίδης;;;