Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 2021

HANS URS VON BALTHASAR--ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEO-LOGIK) (71)

Συνέχεια από Κυριακή, 3 Οκτωβρίου  2021

                                           HANS URS VON BALTHASAR

                                     ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ  (THEOLOGIK)

                                                 Τρίτος Τόμος

             ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ  (DER GEIST DER WAHRHEIT)

        (Οι δύο προηγούμενοι τόμοι: 1) Αλήθεια τού κόσμου (Wahrheit der Welt), 2)    Αλήθεια τού Θεού (Wahrheit Gottes) )

                                      Johannes Verlag, 1987

                                    4.  ΓΙΑ ΤΟ ΦΙΛΙΟΚΒΕ

                               V. ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ

                                   5.  ΠΝΕΥΜΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟ

                               β) Κήρυγμα και (θεία) λειτουργία

                                            ( 2η συνέχεια )

  Μιλήσαμε μέχρι τώρα για την «επίσημη» προπάντων αποστολή στο κήρυγμα· η τελευταία όμως Σύνοδος και ο καινούργιος Κώδικας (Codex) «επιτάσσουν», ότι κάθε χριστιανός, ιερέας ή λαϊκός, «εξουσιοδοτείται», και «υποχρεώνεται» μάλιστα, ήδη από το βάπτισμα και το «μύρωμα» ή χρίσμα (χωρίς ιδιαίτερη «ιεραποστολή» - missio), να «κηρύττη» με τον λόγο και την ζωή του το περιεχόμενο της πίστεως.  Το κήρυγμα είχε περιγραφή μέχρι τώρα από την άποψη του αντικειμενικού κυρίως Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία, είναι όμως τόσο «βαθειά» συνδεδεμένο με το υποκειμενικό Άγιο Πνεύμα τού κήρυκα, ώστε ο Πέτρος να μπορή να μιλά στην Επιστολή του ακόμα και για την αποτελεσματικότητα μιας «σιωπηλής» χριστιανικής μεταστροφής (Α’ Πέτρ. 3, 1), καθώς και για το ότι η μεταστροφή τού κήρυκα επηρεάζει πράγματι αποφασιστικά την αποτελεσματικότητα του λόγου του   (( Α’ Πέτρ. 3, 1-4: «Ομοίως αι γυναίκες υποτασσόμεναι τοίς ιδίοις ανδράσιν, ίνα καί εί τινες απειθούσι τώ λόγω, διά τής τών γυναικών αναστροφής άνευ λόγου κερδηθήσονται, εποπτεύσαντες τήν εν φόβω αγνήν αναστροφήν υμών. ών έστω ουχ ο έξωθεν εμπλοκής τριχών καί περιθέσεως χρυσίων ή ενδύσεως ιματίων κόσμος, αλλ’ ο κρυπτός τής καρδίας άνθρωπος εν τώ αφθάρτω τού πραέος καί ησυχίου πνεύματος, ό έστιν ενώπιον τού Θεού πολυτελές» )) . Ξανασκεπτόμενοι τώρα τα όσα είπαμε για τον Χριστό ως τον Λόγο τού Πατρός, καθίσταται επίσης σαφές, ότι αυτό που πρέπει να «αναγγείλη» ο πιστός «βρίσκεται» («υφίσταται») στη θεανθρώπινη, ζωντανή ύπαρξη του Χριστού και όχι στη διατύπωση της Αγίας Γραφής, ότι δηλ. το περιεχόμενο της «αναγγελίας» είναι το γεγονός τής «ενσάρκωσης του Λόγου τού Θεού» και ασφαλώς όχι η κανονιστική Βίβλος· η «καθορισμένη» γλώσσα τής (Αγίας) Γραφής παραπέμπει σ’ ένα συνεχώς ζωντανό, πέρα απ’ τον «εαυτό» της, μυστικό, που μπορεί να προσφερθή ολοσχερώς – χωρίς να αποκηρυχθή η Γραφή – με την αυτο-μεταστρεφόμενη επίσης ζωντανή γλώσσα. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε πως, ακόμη κι αν η Γραφή δίνη την εντύπωση μιας «ακινησίας», το ίδιο Πνεύμα είναι αυτό που οδήγησε (ακόμα και μέσα απ’ την Παλαιά Διαθήκη) τον Υιό, που ενέπνευσε τη Γραφή, και που ζωοποιεί το διαρκές κήρυγμα της Εκκλησίας έτσι, ώστε να «εργάζεται» μέσα στην ιστορία ως ένας υπερ-ιστορικός, ζωντανός Θεός και στις τρεις αυτές «περιπτώσεις». Μ’ έναν σαφώς εσχατολογικό μάλιστα τρόπο, εφ’ όσον κάθε εκκλησιαστικό κήρυγμα και «αναγγελία» παρακινεί πάντοτε τον «οδοιπορούντα» άνθρωπο προς τον αιώνιό σκοπό του· ακόμα δε κι αν πρόκειται για αποφάσεις που αφορούν στο σήμερα, οι αποφάσεις αυτές είναι σωστές, (μόνον) όταν λαμβάνονται εν όψει τού προσωπικού και ιστορικού «Ωμέγα» (Omega) (εσχάτου τέλους).

      Όσο «μεταφυσική» κι αν είναι πάντοτε κάθε εκκλησιαστική και κάθε χριστιανική «αναγγελία» καθεαυτή, και όσο «υψηλότερο» και πιο «μυστηριώδες» το ιστορικό παρελθόν τής θεοφανείας τού Υιού, απ’ ό,τι μπορεί να «συλλάβη» ένας κηρυγματικός λόγος, ακόμα και κατά την «αναπαράστασή» του μέσω τού Πνεύματος, όσο και αν ο πνευματικός, εσχατολογικός Κύριος γίνεται κατ’ αρχάς εν ελπίδι, και όχι ορατά αντιληπτός, ο κήρυκας δεν χρειάζεται να «τραυλίζη» (να «διστάζη» να μιλήση), εφ’ όσον ενεργεί ως ο διορισμένος, όπως οι Απόστολοι, υπηρέτης μιας ακριβούς «τάξεως», έχοντας αναλάβει να αναγγείλη με την πίστη και τη λογική του (τον «νου» του), με ολόκληρο το «πρόσωπό» του (το «άτομό» του) μιαν εντελώς συγκεκριμένη, εδώ και τώρα, «Καλήν Αγγελία», δηλ. το ευαγγέλιον.[ όπως  η τελευταία  Σύνοδος και ο καινούργιος Κώδικας (Codex) «επιτάσσουν», ότι κάθε χριστιανός, ιερέας ή λαϊκός, «εξουσιοδοτείται», και «υποχρεώνεται» μάλιστα, ήδη από το βάπτισμα και το «μύρωμα» ή χρίσμα (χωρίς ιδιαίτερη «ιεραποστολή» - missio), να «κηρύττη» με τον λόγο και την ζωή του το περιεχόμενο της πίστεως.] Ο ΠΑΠΑΣ ΕΠΙΤΑΣΣΕΙ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΕΛΛΕΙ ΕΙΣ ΤΥΠΟΝ ΧΡΙΣΤΟΥ, ΕΙΣ ΤΟΠΟΝ ΘΕΟΥ. Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑΛΛΑΣΣΕΙ ΗΔΗ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΕ ΕΚΚΟΣΜΙΚΕΥΜΕΝΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ.

     Ο Απόστολος είναι ασφαλώς o μοναδικά «εντεταλμένος» – είναι ο αρχικός «οικοδόμος» και «φυτευτής» τών (χριστιανικών) κοινοτήτων, ή καλύτερα: ο ίδιος ο Θεός που «οικοδομεί» και «φυτεύει» τις κοινότητες, χρησιμοποιώντας ωστόσο τον Απόστολο ως το προτιμητέο του εργαλείο –, προϋποθέτοντας όμως ο ίδιος ο Απόστολος, ότι το αυτό Πνεύμα, που τον «εμπνέει» προς την αναγγελία, συμμετέχει επίσης στην «αναγγελία», μέσα απ’ τον λόγο τού κηρύγματος και «εμπνεόμενο» με το βάπτισμα, με τον δικό Του τρόπο. Δεν διαθέτει δηλ. μόνον ο καθένας μέσω τού διαμοιράζοντος Πνεύματος το χάρισμά του προς όφελος των άλλων, και δεν υπάρχουν μόνον η προφητεία και η διδασκαλία στη (χριστιανική) κοινότητα (ή: ενορία), αλλά ολόκληρη η κοινότητα αποτελεί μιαν «επιστολή τού Χριστού… με την οποίαν είναι γραμμένο… στους σάρκινους πίνακες της καρδιάς… το Πνεύμα τού ζωντανού Θεού»[ Η ΝΕΑ ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ, Ο ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΣ ΧΡΙΣΤΟΣ] (Β’ Κορ. 3, 3)   (( Β’ Κορ. 1-3: «Αρχόμεθα πάλιν εαυτούς συνιστάνειν; ει μή χρήζομεν ώς τινες συστατικών επιστολών πρός υμάς ή εξ υμών συστατικών; η επιστολή ημών υμείς εστε, εγγεγραμμένη εν ταίς καρδίαις ημών, γινωσκομένη καί αναγινωσκομένη υπό πάντων ανθρώπων, φανερούμενοι ότι εστέ επιστολή Χριστού διακονηθείσα υφ’ ημών, εγγεγραμμένη ου μέλανι, αλλά Πνεύματι Θεού ζώντος, ουκ εν πλαξί λιθίναις, αλλά εν πλαξί καρδίαις σαρκίναις» - Και πάλι το «νόημα» παρέλκει, παρασύρει σε πλανεμένους δρόμους, προκειμένου να επιτευχθή μια σκοπιμότητα… )) . Αυτή η γραμμένη από το Πνεύμα επιστολή δεν μπορεί παρά να αναγγέλη, εφ’ όσον Πνεύμα και αναγγελία συνδέονται αξεδιάλυτα μεταξύ τους στην Καινή Διαθήκη, κάτι  (( το οτιδήποτε! ))  στον κόσμο, και όχι μάλιστα μόνο στα μεμονωμένα του μέλη, αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο, όταν ο κόσμος αυτός γιορτάζη λειτουργικά τον Μυστικό Δείπνο: «Κάθε φορά που τρώτε αυτόν τον άρτο και πίνετε απ’ το ποτήριο, αναγγέλλετε τον θάνατο του Κυρίου, μέχρι την επάνοδό Του» (Α’ Κορ. 11, 26)   (( Α’ Κορ. 11, 26 κ.ε.: «… οσάκις γάρ άν εσθίητε τόν άρτον τούτον καί τό ποτήριον τούτο πίνητε, τόν θάνατον τού Κυρίου καταγγέλλετε, άχρις ού άν έλθη. ώστε ός άν εσθίη τόν άρτον τούτον ή πίνη τό ποτήριον τού Κυρίου αναξίως, ένοχος έσται τού σώματος καί αίματος τού Κυρίου. δοκιμαζέτω δέ άνθρωπος εαυτόν, καί ούτως εκ τού άρτου εσθιέτω καί εκ τού ποτηρίου πινέτω· ο γάρ εσθίων καί πίνων αναξίως κρίμα εαυτώ εσθίει καί πίνει, μή διακρίνων τό σώμα τού Κυρίου. διά τούτο εν υμίν πολλοί ασθενείς καί άρρωστοι καί κοιμώνται ικανοί. ει γάρ εαυτούς διεκρίνομεν, ουκ άν εκρινόμεθα· κρινόμενοι δε υπό τού Κυρίου παιδευόμεθα, ίνα μήν σύν τώ κόσμω κατακριθώμεν. Ώστε, αδελφοί μου, συνερχόμενοι εις τό φαγείν αλλήλους εκδέχεσθε· ει δέ τις πεινά εν οίκω εσθιέτω, ίνα μή εις κρίμα συνέρχησθε. Τά δέ λοιπά ως άν έλθω διατάξομαι». ))   Το Δείπνο αποτελεί δοξολογία προς τον Θεό, χωρίς να διαθέτη ωστόσο, όπως το δείχνουν οι Απολογητές, τίποτα το καθεαυτό εσωτερικό – ο Ιουστίνος μπορεί και το περιγράφει λεπτομερώς δημόσια – αλλά είναι μάλλον ένα Δείπνο, εφ’ όσον αφορά στη (συμ)μετοχή στο Σώμα και το Αίμα τού Χριστού, ο οποίος πέθανε σαφώς για ολόκληρο τον κόσμο και η (χριστιανική) κοινότητα «ενσωματώνεται» σ’ αυτόν (ακριβώς!) τον Χριστό (Α΄Κορ. 10, 16-18, όπου και γίνεται λόγος για τη «(συμ)μετοχή στο θυσιαστήριο», ένα Δείπνο λοιπόν, που ευλογεί όχι μόνο την Εκκλησία, αλλά τον κόσμο (ολόκληρο)   (( Α’ Κορ. 10, 14 κ.ε.: «Διόπερ, αγαπητοί μου, φεύγετε από τής ειδωλολατρείας. ως φρονίμοις λέγω· κρίνατε υμείς ό φημι τό ποτήριον τής ευλογίας ό ευλογούμεν, ουχί κοινωνία τού αίματος τού Χριστού εστι; τόν άρτον όν κλώμεν, ουχί κοινωνία τού σώματος τού Χριστού εστιν; ότι είς άρτος, έν σώμα οι πολλοί εσμεν· οι γάρ πάντες εκ τού ενός άρτου μετέχομεν. βλέπετε τόν Ισραήλ κατά σάρκα· ουχί οι εσθίοντες τάς θυσίας κοινωνοί του θυσιαστηρίου εισί; τί ούν φημί; ότι είδωλόν τί εστιν; ή ότι ειδωλόθυτόν τί εστιν; αλλ’ ότι ά θύει τά έθνη, δαιμονίοις θύει καί ου Θεώ· ου θέλω δέ υμάς κοινωνούς τών δαιμονίων γίνεσθαι. ου δύνασθε ποτήριον Κυρίου πίνειν καί ποτήριον δαιμονίων· ου δύνασθε τραπέζης Κυρίου μετέχειν καί τραπέζης δαιμονίων. ή παραζηλούμεν τόν Κύριον; μή ισχυρότεροι αυτού εσμεν;» )) . Γιατί δεν θά ’πρεπε να εκφέρονται οι «παρακλήσεις, οι προσευχές, οι ικεσίες και οι ευχαριστίες… για όλους τούς ανθρώπους» (Α΄Τιμ. 2, 2-4) κατά την Ευχαριστία; Όπως το κάνει ακόμα και σήμερα στη λειτουργία της η Εκκλησία, όταν προσευχόμενη ικετεύη «για όλους τούς υιούς και τις θυγατέρες Σου, που βρίσκονται ακόμα μακριά από Σένα», «για όλους που Σε αναζητούν με καθαρή καρδιά», «για όλους που έχουν κοιμηθή εν Κυρίω», «γιατί ο Χριστός είναι ο  Ένας, που πήρε επάνω Του τον θάνατο για όλους εμάς, ώστε να μην αφανισθούμε με τον θάνατο… αλλά να ζήσουμε μαζί Σου στην αιωνιότητα»   (( Σημ. τ. μετ.: Πού βρίσκεται τότε το «όστις θέλει…»; Αγνοούνται τα πάντα σ’ αυτήν την αίρεση, κόβονται και ράβονται κατά το δοκούν… Αλλά είναι οι λόγοι τού Κυρίου! )) . Ενώ η Εκκλησία γνωρίζει επίσης, ότι αυτή η αντιπροσωπεύουσα τον κόσμο «σύναξη» των πιστών τελείται μέσω τού Αγίου Πνεύματος: ut a Spiritus Sancto congregerum in unum”, “in unum corpus a Spiritu Sancto congregati” («συγκεντρωμένοι σε ένα σώμα εν Αγίω Πνεύματι»).  Μετά τον λόγο τού  Παύλου για την «αναπεπταμένη» εκ μέρους του αναγγελία τού Πνεύματος, αντίθετα προς ό,τι συμβαίνει στη Συναγωγή, όπου «παραμένει ένα κάλυμμα στις καρδιές» τών ακροατών τού νόμου (Β’ Κορ. 3, 15), οι χριστιανοί επιτρέπεται να «δηλώνουν» και στη Λειτουργία, ότι γιορτάζουν από κοινού εν «Πνεύματι Κυρίου» (πάντες: Β’ Κορ.3, 18), θεωρώντας «ακάλυπτοι» τη μεγαλοπρέπειά Του και «μεταβαλλόμενοι» και οι ίδιοι σ’ αυτήν (γενόμενοι κι αυτοί «μεγαλοπρεπείς»!)   (( Β’ Κορ. 3, 13 κ.ε.: «Έχοντες ούν τοιαύτην ελπίδα πολλή παρρησία χρώμεθα, καί ου καθάπερ Μωϋσής ετίθει κάλυμμα επί τό πρόσωπον εαυτού πρός τό μή ατενίσαι τούς υιούς Ισραήλ εις τό τέλος τού καταργουμένου. αλλ’ επωρώθη τά νοήματα αυτών. άχρι γάρ τής σήμερον τό αυτό κάλυμμα επί τή αναγνώσει τής παλαιάς διαθήκης μένει, μή ανακαλυπτόμενον ότι εν Χριστώ καταργείται, αλλ’ έως σήμερον, ηνίκα αναγινώσκεται Μωϋσής, κάλυμμα επί τήν καρδίαν αυτών κείται. ηνίκα δ’ άν επιστρέψη πρός Κύριον, περιαιρείται τό κάλυμμα. ο δέ Κύριος τό Πνεύμά εστιν· ού δέ τό Πνεύμα Κυρίου, εκεί ελευθερία. ημείς δέ πάντες ανακεκαλυμμένω προσώπω τήν δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι τήν αυτήν εικόνα μεταμορφούμεθα από δόξης εις δόξαν, καθάπερ από Κυρίου Πνεύματος» )) . Και καθώς στην ευχαριστιακή Λειτουργία «αναγγέλλεται» σαφώς ο θυσιαστικός, για όλους τούς ανθρώπους («εκπροσωπών» τούς πάντες ), θάνατος του Χριστού, μπορούμε να ερμηνεύσουμε και από εδώ αυτό που λέγεται στην προς Ρωμαίους επιστολή, 12, 1-2: «Σας προτρέπω, αδελφοί, να προσφέρετε, με τους οικτιρμούς τού Θεού (που αποδείχθηκαν στον Σταυρό), τα σώματά σας (και όλη σας τη σωματική ύπαρξη) ως μια ζωντανή, άγια και ευάρεστη στον Θεό θυσία· (κι αυτή ας είναι) η λογική σας λειτουργία»· κι αμέσως μετά γίνεται λόγος, όπως και στη Β’ προς Κορινθίους επιστολή, για τη «μεταβολή» (μας) στο θέλημα του Θεού   ((Ρωμ. 12, 1-2: «Παρακαλώ ούν υμάς, αδελφοί, διά τών οικτιρμών τού Θεού, παραστήσαι τά σώματα υμών θυσίαν ζώσαν, αγίαν, ευάρεστον τώ Θεώ, τήν λογικήν λατρείαν υμών, καί μή συσχηματίζεσθε τώ αιώνι τούτω, αλλά μεταμορφούσθαι τή ανακαινώσει τού νοός υμών, εις τό δοκιμάζειν υμάς τί τό θέλημα τού Θεού, τό αγαθόν καί ευάρεστον καί τέλειον» - Η μέρα με τη νύχτα… Οπότε είναι «αναπόφευκτη» και η συνέχεια… )) . Τί είναι (λοιπόν) η Λειτουργία; «Μια ένσαρκη αφοσίωση, που δεν σημαίνει αυτο-εσωτερίκευση και ηθική αυτο-βεβαίωση, αλλά μιαν ασυνήθιστη, εσχατολογική στη συγκεκριμένη της εκπλήρωση ύπαρξη (Dasein) μέσα στον κόσμο», και γι’ αυτό εννοούμενη με λατρευτικούς (και μόνον) όρους (H. Schlier: Römerbrief – Η προς Ρωμαίους επιστολή).

      «Επιστρέφοντας» απ’ αυτήν την αποτεινόμενη σε ολόκληρη την ανθρωπότητα Λειτουργία – τον εσταυρωμένο Χριστό, την Ευχαριστία τής εορτάζουσας κοινότητας (ενορίας ή «σύναξης») και τον κάθε αυτο-θυσιαζόμενο χριστιανό – στην αποστολική «αναγγελία», βλέπουμε ότι «μπορεί» και ο ίδιος ο Παύλος να ερμηνεύση σαφώς μέσα από μια λειτουργική, συνολικά, συνάφεια αυτήν την «αναγγελία»:

«… τολμηρότερον δέ έγραψα υμίν, αδελφοί, από μέρους, ως επαναμιμνήσκων υμάς, διά τήν χάριν τήν δοθείσάν μοι υπό τού Θεού εις τό είναί με λειτουργόν Ιησού Χριστού εις τά έθνη, ιερουργούντα τό ευαγγέλιον του Θεού, ίνα γένηται η προσφορά τών εθνών ευπρόσδεκτος, ηγιασμένη εν Πνεύματι Αγίω…» (Ρωμ. 15, 15-16)   (( Σημ. τ. μετ.: «Όπως θέλω τα μοιράζω, σε κανένανε δεν μοιάζω…» )) . Το ότι μια τέτοια  Λειτουργία καθίσταται δυνατή με την παρουσία τού Αγίου Πνεύματος, αυτό το δείχνουν οι τέσσερις (παρουσιασμένες απ’ τον H. Schlier), σαφώς νεοδιαθηκικές «διαστάσεις» της: «η ιερατική, θυσιαστική πράξη» του Παύλου συνιστά «μιαν παγκόσμια θεία λειτουργία», διακρινόμενη έτσι από «κάθε θρησκευτική προπαγάνδα», γιατί αυτή η λειτουργία είναι «κοινή και επίσημη», και δεν αποτελεί κατά κανέναν τρόπο ένα «προσωπικά  χαρισματικό εγχείρημα, αλλά μιαν εξουσιοδοτημένη, νομιμοποιημένη και αντιπροσωπευτική εντολή, η οποία δεν εκπληρώνεται βεβαίως παρά μόνο χαρισματικά και υπαρξιακά». Αποτελώντας και μιαν «εσχατολογική» , κατά τρίτον, άρα και «καθολική», κατά τέταρτον, «λειτουργία»· η θυσία δεν προσφέρεται πια τελετουργικά στον ναό τής Ιερουσαλήμ, αλλά από τούς λαούς, που αποτελούν οι ίδιοι την προσφερόμενη θυσία· και το Άγιο Πνεύμα είναι αυτό που παρέχει στην «ιδιαίτερη» παλιά Λειτουργία  αυτήν την όχι μόνο γεωγραφική, αλλά και ουσιαστική καθολικότητα.  Κι όλες αυτές οι «κοινοποιημένες διαστάσεις», όσο και εσωτερικά «διαποτισμένες» από το Πνεύμα– επειδή ακριβώς περιλαμβάνουν τον ίδιον τον άνθρωπο στη θυσία –βασίζονται τελικά στην αυτοθυσία τού Χριστού «εν αιωνίω Πνεύματι», όπου και «αφήνεται» χαρισματικά «χώρος» στον χριστιανό – είτε απόστολο είτε οποιονδήποτε άλλον – μέσα σ’ αυτήν την επαρκέστατη για όλους θυσία, «να συμπληρώση, αυτό που ακόμα λείπει στα (από τα) πάθη τού Χριστού» (Κολ. 1, 24)   (( Κολ. 1, 24 κ.ε.: «Νύν χαίρω εν τοίς παθήμασί μου υπέρ υμών καί αναπληρώ τά υστερήματα τών θλίψεων τού Χριστού εν τή σαρκί μου υπέρ τού σώματος αυτού, ό εστιν η εκκλησία, ής εγενόμην εγώ διάκονος κατά τήν οικονομίαν τού Θεού, τό μυστήριον τό αποκεκρυμμένον από τών αιώνων καί από τών γενεών, νυνί δέ εφανερώθη τοίς αγίοις αυτού, οίς ηθέλησεν ο Θεός γνωρίσαι τίς ο πλούτος τής δόξης τού μυστηρίου τούτου εν τοίς έθνεσιν, ός εστι Χριστός εν υμίν, η ελπίς τής δόξης…» )).

      ( συνεχίζεται, με το επόμενο κεφάλαιο: «{τα} Μυστήρια» )

ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΛΑΝΕΜΕΝΟΥΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΕΣ ΚΟΙΝΩΝΟΥΜΕ ΤΟ ΑΝΑΣΤΗΜΕΝΟ ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΑΙ Ο ΑΝΑΣΤΗΜΕΝΟΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΜΦΑΝΙΣΘΗΚΕ ΜΟΝΟΝ ΣΤΟΥΣ ΔΙΚΟΥΣ ΤΟΥ. ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΑΝ ΚΑΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΤΟΝ ΔΟΥΝ ΟΛΟΙ ΟΠΩΣ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: