Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2022

Περί θείας ενώσεως και διακρίσεως - Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς (β)

 ΚΑΤΑ ΠΟΣΟΥΣ ΤΡΟΠΟΥΣ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ Η ΘΕΙΑ ΕΝΩΣΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΚΡΙΣΙΣ

Και ότι ως προς τον Θεόν διδαχθήκαμε ότι υπάρχει διάκρισις, όχι μόνον κατά τις υποστάσεις, αλλά και κατά τις κοινές προόδους και ενέργειες, και ότι παραλάβαμε να φρονούμε αυτόν άκτιστον τόσο κατά την ένωσιν όσον και κατά την διάκρισιν, έστω και αν τούτο δεν αρέσει στον Βαρλαάμ και τον Ακίνδυνο.



5.  Ας επαναλάβουμε λοιπόν και εμείς τις πρότερες θεολογικές διατυπώσεις τού μεγάλου θεολόγου, ας διευκρινίσουμε καθεμιά κατά δύναμιν και ας δώσουμε αληθινή πίστη στα δεικνυόμενα από αυτές. «Πράγματι σε όλη την θεολογία συμπλέκεται το ρητό με το άρρητο», για να εκφρασθούμε κατά τον ίδιον, «και το μεν ένα μέρος της ως μυστικό και τελετουργικό δρα και ενιδρύει στον Θεό με τις αδίδακτες μυσταγωγίες, το δε άλλο ως φιλόσοφο και αποδεικτικό πείθει και χρειάζεται την αλήθεια των λόγων», την οποία πρέπει να εμφανίσουμε εμείς τώρα κατά την δύναμίν μας με βάση τους λόγους τούτους τού μεγάλου ανδρός σαν αναπόδεικτες και αυτόπιστες αρχές. Διότι αυτός είναι περισσότερο από κάθε άλλον αξιόπιστος μυσταγωγός σε αυτά τα ζητήματα, και από αυτόν σχεδόν πρώτον, καθώς και τον συμφώνως προς αυτόν διδάξαντα Ιερόθεον, έχει μυηθεί τα στοιχεία τής θεολογίας η Εκκλησία, ώστε μερικά από αυτά να έχουν επιγραφεί και Στοιχειώδεις Θεολογίες. «Μετά την διαπραγμάτευση λοιπόν και ανάπτυξη κάθε πλευράς τής ενωτικής και τής διακριτικής θεολογίας», λέγει ο μέγας Διονύσιος, «έτσι σπεύδουμε εμείς να ενώσουμε και να διακρίνουμε τα θεία με τον λόγον», τα θεία μόνο, όχι τα θεία και τα κτίσματα. Πώς δε έτσι; «Όπως αυτά», λέγει, «τα θεία και ενώνονται και διακρίνονται», όχι τα κτίσματα και ο Θεός. Επομένως όλες οι διακρίσεις είναι αντίστοιχες με τις ενώσεις του Θεού και παραμένουν άκτιστες, εφ’ όσον οι ενώσεις είναι άκτιστες. Και κανείς φρόνιμος άνθρωπος δεν θα έλεγε κάποια από τις διακρίσεις αυτές κτιστή, πειθόμενος στον Βαρλαάμ και τον Ακίνδυνο, για να μην υποβιβάσει σε κτίσμα και την αντίστοιχό της ένωσιν, μάλλον δε για να μην κηρύξει κτιστές όλες με την μία, και τις ενώσεις και τις διακρίσεις˙ διότι είναι ομοταγείς και για αυτές λέγεται συμπεριληπτικώς ότι είναι θείες, καθ' όσον ως προς το θείο δεν έχουν καμία διαφορά μεταξύ των.

Ο δε μέγας Διονύσιος αφαιρώντας και αυτήν την απροφάσιστο πρόφασίν του προσθέτει: «όσες λοιπόν θεοπρεπείς αιτίες, δηλαδή τρόπους, τούτων των ενώσεων και διακρίσεων βρήκαμε στα ιερά λόγια, εκθέσαμε σε ιδιαίτερα για την καθεμιά κεφάλαια». Επομένως επί του Θεού υπάρχουν διαφορετικές ενώσεις και διακρίσεις˙ όλες όμως είναι ομού θεοπρεπείς, δηλαδή παραπλησίως άκτιστες. Και στο προ αυτού χωρίο ο μέγας ονομάζει θεία διάκριση «την αγαθοπρεπή πρόοδο, καθ’ όσον η θεία ένωσις λόγω αγαθότητος πληθύνεται και πολλαπλασιάζεται υπερηνωμένως». Έπειτα δε και την γενική (καθόλου) λεγομένη αυτή πρόοδο διακρίνει σε πολλές προόδους, λέγοντας ότι αυτές είναι οι «ουσιώσεις», οι «ζωώσεις», οι «σοφοποιήσεις».
8. Πράγματι τί αντιλαμβανόμεθα εκ των κτισμάτων; Ότι δημιουργός τούτων ο Θεός. Εάν δε είναι δημιουργός τοιούτων (πραγμάτων), είναι επίσης αγαθός και σοφός και δυνατός. Ως προς αυτά λοιπόν γνωρίζουμε τον Θεό από τα κτίσματα του και όχι ως προς την ουσία, καθώς και ο Παύλος εδίδαξε εμάς, λέγοντας ότι «τα αόρατα του Θεού από της κτίσεως του κόσμου καθορώνται νοούμενα δια των ποιημάτων, τόσον η αΐδιος δύναμις αυτού όσον και η θειότης». Άραγε η ουσία του Θεού καθοράται νοούμενη διά των ποιημάτων; Όχι βεβαίως˙ διότι τούτο αποτελεί δείγμα τής παραφροσύνης του Βαρλαάμ και του Ακίνδυνου και πριν από αυτούς τής παραφοράς του Ευνομίου˙ πράγματι και αυτός πριν από αυτούς και σύμφωνα με αυτούς γράφει ότι εκ των ποιημάτων δεν νοείται τίποτε άλλο παρά η ίδια η ουσία του Θεού. Ο θείος απόστολος όμως παν άλλο παρά αυτά διδάσκει. Πράγματι προδιδάξας ότι «το γνωστόν του Θεού είναι φανερόν» και δείχνοντας ότι υπάρχει και κάτι άλλο επάνω από το γνωστόν τούτο του Θεού, το όποιον αυτός εφανέρωσε σε όλους τους έχοντας νουν, έπειτα προσέθεσε: «τα αόρατα αυτού (του Θεού) από της κτίσεως του κόσμου καθορώνται νοούμενα δια των ποιημάτων». Τί δε είναι το γνωστόν του Θεού, θα το μάθεις κατά τον εξής τρόπον.  Ερμηνεύοντες τούτο οι θεοφόροι πατέρες λέγουν˙ του θεού μέρος μεν είναι άγνωστον, δηλαδή η ουσία αυτού, μέρος δε γνωστόν, δηλαδή όλα τα γύρω από την ουσία, δηλαδή η αγαθότης, η σοφία, η δύναμις, η θειότης ή μεγαλειότης, τα οποία ο Παύλος χαρακτηρίζει και ως αόρατα, νοούμενα διά των ποιημάτων. Τα δε γύρω από την ουσία του Θεού ταύτα νοούμενα από των κτισμάτων, πώς θα ήσαν και αυτά πάλι κτίσματα;

9.  Έτσι λοιπόν ένας άκτιστος θεός υπάρχει εν μίαν ακτιστον θεότητα, διότι δεν είναι άκτιστος μόνον κατά την από πάσης πλευράς εντελώς ακατάληπτη ουσία, αλλά και κατά τα γύρω από την ουσία, τα οποία κατά τον θείο Παύλο νοούνται από τα κτίσματα. Ο Βαρλαάμ δε και ο Ακίνδυνος αποκαλούν κτιστά αυτά τα αόρατα, τα γύρω από την ουσία του Θεού, την αγαθότητα, την σοφία, την δύναμιν, την θειότητα ή μεγαλειότητα, και τα παραπλήσια με αυτά, επειδή είναι γύρω από την ουσία του Θεού, αλλά δεν είναι ουσία.
11. O Βαρλαάμ λοιπόν και o Ακίνδυνος, βλέποντες τα αποτελέσματα τών θείων ενεργειών υπό κατάσταση άκρας παραφροσύνης, αμβλυωπούν προς αυτές τις ενέργειες. Ο δε μέγας Διονύσιος εξυμνήσας αυτές σε δώδεκα βιβλία -διότι δεν υμνεί κενό ήχο ονομάτων αλλά τα υπ’ αυτών σημαινόμενα- λέγει και εδώ αφού διευκρινίσει την κατά τις υποστάσεις τού Θεού διάκρισιν «επειδή θεία διάκρισις είναι και η αγαθοπρεπής πρόοδος, οι ακατάσχετες (άσχετες) μεταδόσεις είναι ηνωμένες κατά την θείαν διάκρισιν». Μεταδόσεις δε εκάλεσε εδώ όλες μαζί τις προόδους και ενέργειες του Θεού. Προσέθεσε δε ότι αυτές είναι ακατάσχετες, για να μη νομίσει κανείς ότι είναι τα αποτελέσματα, όπως επί παραδείγματι η μερική ουσία εκάστου όντος ή η αισθητή ζωή στους ζώντες οργανισμούς ή ο λόγος και νους ο ευρισκόμενος μέσα στα λογικά και νοερά. Πώς θα ήταν δυνατόν να είναι αυτά στον Θεό και ακατάσχετα, αφού είναι κτιστά; Πώς δε οι ακατάσχετοι πρόοδοι και μεταδόσεις του Θεού θα ήσαν κτίσματα, αφού η ακατάσχετος μετάδοσις βρίσκεται φυσικώς μέσα στον μεταδίδοντα, ακριβώς όπως βλέπουμε επί του φωτός; Βαθμιαία δε ο μέγας (Διονύσιος) απαριθμεί λεπτομερώς τις μεταδόσεις αυτές. Πράγματι, αφού είπε «οι ακατάσχετες μεταδόσεις», λέγει στη συνέχεια «οι ουσιώσεις, οι ζωώσεις, οι σοφοποιήσεις, οι άλλες δωρεές τής αγαθότητος αίτιας των πάντων, κατά τις οποίες ξεκινώντας από τις μετοχές (άκτιστες θείες ενέργειες) και τους μετέχοντες (κτίσματα) υμνούνται τα αμεθέκτως μετεχόμενα». Ποια είναι αυτά; Ο Πατήρ και ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα.

12.  Υμνούνται λοιπόν αυτά υπό των θεολόγων εκ των μετεχόντων, δηλαδή εξ εκείνων τα όποια έχουν την ύπαρξιν εκ μετοχής, δηλαδή των κτιστών˙ άλλα και εκ των μετοχών, δηλαδή τών μεταδόσεων, οι οποίες δεν έχουν διά μετοχής την ύπαρξη, διότι τότε δεν θα ήσαν μετοχές αλλά μετέχοντα. Εάν δε δεν έχουν την ύπαρξη διά μετοχής, δεν είναι ούτε κτιστές˙ εφ’ όσον δε δεν είναι κτιστές, δεν είναι ούτε εκτός του Θεού, αλλά είναι εξ αυτού και εις αυτόν, όπως στην συνέχεια δεικνύει ο μέγας Διονύσιος. Επομένως το θείο δεν είναι άκτιστο μόνον κατά την ουσία και κατά την διάκριση των τριών υποστάσεων, αλλά και κατά την διάκριση των προόδων τούτων και ενεργειών, οι οποίες είναι μέτοχοι (μετοχές) των όντων, αλλά δεν έχουν την ύπαρξη διά μετοχής˙ διότι εάν η μετοχή έχει την ύπαρξη διά μετοχής, και αυτή πάλι θα έχει τούτο δι’ άλλης μετοχής, και αυτή πάλι θα έχει τούτο δι’ άλλης μετοχής, και αυτή πάλι δι’ άλλης και τούτο επ’ άπειρον.

13.  Επιπλέον το μετεχόμενο αναγκαίως προϋπάρχει των μετεχόντων. Οι δε μετοχές μετέχονται από όλα τα κτίσματα˙ επομένως προϋπάρχουν όλων των κτισμάτων δηλαδή είναι άκτιστες. Και όμως κανένα κτίσμα δεν είναι υπέρ τα όντα. Τις μετοχές δε αυτές και αρχές και θείες δωρεές, αν και τις ονομάζει όντα ο μέγας Διονύσιος, όμως σε πολλά σημεία (των συγγραμμάτων του) λέγει ότι είναι υπέρ τα όντα. Αλλά και παραδείγματα των όντων είναι αυτές προϋπάρχοντας στον Θεό καθ’ υπερούσιον ένωσιν. Πώς λοιπόν θα ήταν δυνατόν να είναι αυτές κτίσματα; Στην συνέχεια δε διδάσκων και τί είναι αυτά τα παραδείγματα επιλέγει˙ «παραδείγματα δε λέγομε ότι είναι οι στον Θεό (εν Θεώ) ουσιοποιοί και ενιαίως προϋπάρχοντες λόγοι των όντων, τους οποίους η θεολογία καλεί προορισμούς, καθώς επίσης και θεία και αγαθά θελήματα καθοριστικά και ποιητικά των όντων, σύμφωνα με τους οποίους ο υπερούσιος δημιουργός προώρισε και παρήγαγε όλα τα όντα». Πώς λοιπόν οι προορισμοί και τα θεία θελήματα, τα ποιητικά των όντων, είναι δυνατόν να είναι κτιστά; Και πώς δεν φανερώνονται ότι καταβιβάζουν την πρόνοια του Θεού σε κτίσμα όσοι θεωρούν κτιστές τις προόδους και ενέργειας αυτές; Διότι η ουσιοποιός και ζωοποιός και σοφοποιός, και απλώς η ποιητική και συνεκτική των κτιστώς όντων ενέργεια είναι αυτά ακριβώς τα θεία θελήματα και οι θείες δωρεές της αγαθότητος, αιτίας των πάντων, οι ουσιώσεις, οι ζωώσεις, οι σοφοποιήσεις.

14. Ας μαρτυρήσει δε με εμάς ο θείος Μάξιμος, ο οποίος γράφει στα Σχόλια ότι η ποιητική πρόνοια των όντων είναι οι πρόοδοι αυτές του Θεού˙ «είναι δε κοινές της τρισυποστάτου διακεκριμένης ενάδος οι δημιουργικές πρόνοιες και αγαθότητες», δηλαδή οι ουσιώσεις, οι ζωώσεις, οι σοφοποιήσεις. Με το να βεβαιώσει ότι αυτές είναι πολλές και διακεκριμένες έδειξε ότι αυτές δεν είναι η ουσία του Θεού διότι αυτή είναι μία και εντελώς αδιαίρετος. Επειδή δε επιβεβαίωσε και ότι είναι κοινές τής τρισυποστάτου διακεκριμένης ενάδος, παρέστησε σε εμάς ότι δεν είναι ούτε ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα˙ διότι κανένα από αυτά δεν είναι κοινή ενέργεια των τριών. Με το ότι δε δεν ονόμασε αυτές μόνον πρόνοιες και αγαθότητες, αλλά και δημιουργικές, έδειξε ότι είναι άκτιστες. Αλλιώς, το δημιουργικό θα είναι δημιουργημένο, επομένως θα είναι δημιουργημένο από άλλο δημιουργικό και εκείνο πάλι από άλλο, και τούτο προχωρούν στο έσχατο σημείο ουτοπίας δεν θα σταματήσει να βαδίζει προς το άπειρον.[Εδώ βρίσκεται φωτισμένη η νέα αίρεση τού spiritus creator]

Συνεχίζεται αμέσως μετά. ΔΙΟΤΙ ΠΟΛΥ ΜΑΣ ΤΑΡΑΞΑΝ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΟΙ ΟΠΑΔΟΙ ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου