Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2022

Περί θείας ενώσεως και διακρίσεως - Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς (γ)

  ΚΑΤΑ ΠΟΣΟΥΣ ΤΡΟΠΟΥΣ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ Η ΘΕΙΑ ΕΝΩΣΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΚΡΙΣΙΣ

Και ότι ως προς τον Θεόν διδαχθήκαμε ότι υπάρχει διάκρισις, όχι μόνον κατά τις υποστάσεις, αλλά και κατά τις κοινές προόδους και ενέργειες, και ότι παραλάβαμε να φρονούμε αυτόν άκτιστον τόσο κατά την ένωσιν όσον και κατά την διάκρισιν, έστω και αν τούτο δεν αρέσει στον Βαρλαάμ και τον Ακίνδυνο.


Συνέχεια από:  Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2022

15.  Αρά οι πρόνοιες και ενέργειες και μεταδόσεις του Θεού, οι ουσιώσεις, οι ζωώσεις, οι σοφοποιήσεις και τα παραπλήσια με αυτά είναι άκτιστες πρόνοιες και αγαθότητες του Θεού, και αυτές είναι αυτός ο Θεός, αν και όχι κατ' ουσίαν˙ διότι κατ' εκείνην είναι αμέριστος και αμέθεκτος, εφ’ όσον είναι τελείως απολελυμένος από όλα, ώστε κάνεις ποτέ από τους κατά την ευσέβεια επιγνώμονες της ακρίβειας να μην επιχειρήσει να εννοήσει ή να εκφράσει τον Θεόν, να επιχειρούν δε πάντοτε όλοι οι ιεροφάντες να νοούν και λέγουν περί της προνοίας και αγαθότητος αυτού, κατά την οποίαν είναι αίτιος όλων των όντων, διότι αυτή είναι απεργαστική των έξωθεν όντων˙ επειδή δε υπάρχει αυτή, έλαβε ύπαρξιν η παραγωγή και υπόστασις των όλων. Διότι η θεία πρόνοια δεν είναι τίποτε άλλο παρά στροφή του Θεού προς τα υποδεέστερα και αγαθή θέλησις. Και αυτή υπήρξε προ των πάντων, ως κοινή πρόνοια των μελλόντων, και εξ αίτιας αυτής όλα παρήχθησαν στον καιρόν τους ως από δημιουργική θέληση και ενέργεια, και εν αυτή συνεκροτήθη το παν ως εις συνεκτική φρουρά και περιληπτική εστία του παντός. Δια ταύτα λοιπόν η μία πρόνοια και αγαθότης, δια την οποία ο Θεός επιμελείται των υποδεεστέρων, δεν είναι μία μόνον, αλλά και πολλές πρόνοιες και αγαθότητες λέγονται από τους θεολόγους.

16.  Βεβαίως λόγω της μεγάλης υπερβολής και αγαθότητος ο παραγωγός και κοσμήτωρ του παντός κατέστησε αυτό και πολυειδές, θελήσας άλλα μεν να είναι απλώς, άλλα δε πλην της υπάρξεως (του είναι) να έχουν και ζωήν, και άλλα μεν να κατέχουν την νοερά τούτη ζωή, άλλα δε μόνον την κατ' αίσθησιν, και μερικά να έχουν τούτη μικτή και από τα δύο είδη˙ και εκ των λαβόντων από αυτόν την λογική και νοερά ζωή ορισμένα διά της εθελούσιας κλίσεως προς αυτόν να επιτυγχάνουν την προς αυτόν ένωσιν και έτσι να ζουν θείως και υπερφυώς καταξιωμένα της θεουργού χάριτος και ενέργειας αυτού˙ διότι η θέλησις αυτού αποτελεί γένεσιν για τα όντα, είτε παραγόμενα από το μη όν είτε βελτιούμενα, και τούτο κατά διάφορο τρόπο. Εξ αιτίας αυτής της επί τα όντα διαφοράς του θείου θελήματος η μία εκείνη πρόνοια και αγαθότης, ή με άλλα λόγια η λόγω αγαθότητος στροφή του θεού προς τα υποδεέστερα, είναι και λέγονται πολλές πρόνοιες και αγαθότητες, μεριζόμενες αμερίστως στα μεριστά και διαφοροποιούμενες, έτσι ώστε κατά τα ανωτέρω λεχθέντα άλλη μεν να ονομάζεται προγνωστική δύναμις του Θεού, άλλη δε δημιουργική και συνεκτική, από αυτές δε πάλι, κατά τον μέγαν Διονύσιον να ονομάζονται άλλες ουσιώσεις, άλλες ζωώσεις, άλλες σοφοποιήσεις. Έκαστη δε αυτών είναι κοινή του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, ώστε καθ’ εκάστην αγαθή και θείαν θέλησιν δι’ ημάς ο Πατήρ και ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα να είναι η ουσιοποιός και ζωοποιός και σοφοποιός ενέργεια και δύναμις.

17.  Θα ακούσεις δε από τους ίδιους πατέρες να διδάσκουν ότι οι ενέργειες αυτές είναι και αΐδιες νοήσεις και κινήσεις. Έτσι, αφού ο μέγας Διονύσιος είπε «ότι ο Θεός κινείται κατά το ότι φέρει εις ουσίαν και συνέχει τα πάντα, και ότι ευθεία μεν κίνησις αυτού είναι η απαρέγκλιτος πρόοδος των ενεργειών, ελικοειδής δε η σταθερά πρόοδος και η γόνιμος στάσις, κυκλική δε η επιστροφή των όντων προς αυτόν», ο θείος Μάξιμος λέγει, «κίνησις του Θεού είναι η βούλησις αυτού προς γένεσιν των όντων και οι εις πάντα πρόοδοι της πρόνοιας αυτού». Πώς λοιπόν οι προς τα όντα κινήσεις δεν θα είναι της ουσίας ούτε περί την ουσία, αλλά θα είναι ουσία, και μάλιστα ενώ είναι πολλές; Όταν δε ο μέγας θεολόγος γράφει προς τον Τίτο, διευκρινίζοντας ποιος είναι ο οίκος της σοφίας και τα εντός αυτού, λέγει ότι το περιφερές και ανοικτό του σε αυτήν κρατήρος είναι η άναρχος και ατελεύτητος των όλων πρόνοια, ο θείος πάλι Μάξιμος λέγει, «άναρχο είπε την πρόνοια των όλων, διότι τα όντα όλα είναι στις αΐδιες νοήσεις του Θεού, τις οποίες ο Παύλος ονόμασε και προορισμούς. Κατά τις αΐδιες αυτές του Θεού νοήσεις προετυπώνοντο τα μέλλοντα να παραχθούν και σε αυτές προϋπήρχε η πρόνοια του Θεού ανάρχως˙ διότι ίδιον της προνοίας του Θεού ήταν το να θέλει να παραγάγει την μέλλουσα κτίσιν, για να απολαύει της προνοητικής αγαθότητας αυτού». Πώς λοιπόν οι πολλές νοήσεις και οι κατ' αυτές τύποι των μελλόντων, η πρόνοια περί τούτων και η σχετική με αυτή βούλησις, δεν είναι της θείας ουσίας αλλ’ είναι αυτά ουσία, και μάλιστα όταν δι’ αυτών παρατηρείται σχέσις προς τα όντα του κατ' ουσία εντελώς ασχέτου;

24.  Αφού τώρα προτάξαμε σύντομο έκθεση περί της θείας ενώσεως, όπως διδαχθήκαμε από τους μυσταγωγούς της ευσεβείας, ας διασαφήσουμε κατά δύναμιν και τα περί της θείας διακρίσεως. Θα παρατηρήσει κανείς ότι και η θεία διάκριση είναι τριττή, αν επιστήσει την προσοχή του στην θεόπνευστο θεολογία. Πράγματι το υπερούσιο όνομα και πράγμα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος είναι διακεκριμένα, δεν δύναται δε να υπεισέλθει σε αυτά καμμία αντιστροφή ή γενικώς κοινότης, αλλά η ιδιότης εκάστης υποστάσεως φυλάσσεται ακίνητος, όχι μόνον κατά το ότι στην μεταξύ των μονήν και περιχώρησιν διατηρούνται αμιγείς και ασύγχυτες προς αλλήλες, αλλά και κατά το αίτιο και το αιτιατό˙ διότι μόνη αρχή και πηγή και ρίζα του Υιού και του Πνεύματος είναι ο Πατήρ.

25.  Αυτά τα πράγματα λοιπόν, αν και λέγονται από εμάς, πάντως είναι υπεράγνωστα και υπεράρρητα, τόσον τα της ουσιώδους ενώσεως και τα της υποστατικής διακρίσεως, όσον και τα της εντελώς αμιγούς και ασυγχύτου συμφυΐας. Είναι δε τοιαύτα, επειδή είναι και τελείως αμέθεκτα. Διά τούτο και δεν είναι δυνατόν ούτε υπόδειγμά τους να ευρεθεί στην κτίσηΠράγματι περί μεν της ουσίας τί πρέπει να πούμε, αφού δεν είναι δυνατόν ούτε να την περιγράψουμε ούτε καθόλου να την θεωρήσωμε; Από εδώ δε καθίσταται δυνατόν να αντιληφθούμε το τελείως ακατάληπτο της αλληλουχίας και διακρίσεως των υποστάσεων. Πατήρ και υιός υπάρχουν και μεταξύ ημών, διαθέτοντες μεν μία ουσία, αλλά χωρίς να είναι αχώριστοι απ’ αλλήλων ούτε να ευρίσκονται εν αλλήλοις. Θα παραλληλίσει όμως κανείς τα καθ’ ημάς με ήλιο και ακτίνα και φώς ή με νουν και λόγον και πνεύμα; Αλλ' έκαστον των πραγμάτων τούτων είναι αχώριστο από τα άλλα, δεν διαιρείται δε από τον γεννώντα τα παρ' αυτού προϊόντα διά των υποστάσεων.

26.  Το ίδιο πράγμα ακριβώς διατυπώνοντας και ο επώνυμος της θεολογίας Γρηγόριος λέγει, «ενεθυμήθην ήλιο και ακτίνα και φώς˙ αλλά φοβούμαι μη τυχόν τον μεν Πατέρα θεωρήσουμε φορέα της ουσίας, τα δε άλλα δεν τα θεωρήσουμε υποστάσεις, αλλά τα καταστήσουμε δυνάμεις του Θεού ενυπάρχουσες σε αυτόν χωρίς προσωπική υπόσταση». Δια τούτο και ο μέγας Διονύσιος, αφού πραγματεύτηκε περί τούτων, έπειτα επισφραγίζοντας τον λόγον λέγει, «αυτές λοιπόν είναι οι κατά την άρρητον ένωσιν ενώσεις και διακρίσεις»˙ διότι δεν είναι δυνατόν να ονομάσει κανείς αυτές από τα κτίσματα. Δια τούτο το θείον είναι υπεράνω αριθμού περισσότερο από την μονάδα, διότι δεν συναριθμείται με το πλήθος˙ και υπεράνω της μονάδος περισσότερο από τον αριθμόν, καθ' όσον ούτε διά της διαιρέσεως δεν προσλαμβάνει τίποτε άλλο από τα εκτός˙ μάλλον δε είναι και εν, υπεράνω του εις τα όντα ενός, διότι είναι μονώτατον και κυρίως εν ως υπερηνωμένον, και αριθμείται διαιρούμενο υπέρ πάντα τα ενικώς διηρημένα, μόνον υπέρ πάντα νουν και λόγον επιβεβαιώνοντας πάντοτε τόσον την των ηνωμένων διάκρισιν όσον και την των διακεκριμένων ένωσιν.[ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΜΕ ΤΙΣ ΦΛΥΑΡΙΕΣ ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΟΤΙ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ ΒΡΙΣΚΟΥΜΕ ΤΟ ΕΝΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΟΛΛΑ]

18.  Για όσα πάλι έγραψε ο μέγας Διονύσιος στο περί του όντος, ότι η ύπαρξις (το είναι) και οι αρχές των όντων υπάρχουν εκ του Θεού και εν τω Θεώ, ο πολύς στα θεία Μάξιμος λέγει, «τα εξ αυτού και εν αυτώ είναι νόες ομοιάζοντες με θεωρήματα της επιστήμης. Είναι δε μαζί αυτά και διακεκριμένα εν αυτώ, όπως και στην ψυχή οι επιστήμες, αν και είναι πολλές μαζί, μένουν ασύγχυτες και ενεργούν έξω ανά μία, όταν χρειάζεται». Ο Βαρλαάμ λοιπόν και ο Ακίνδυνος, λέγοντες κτιστές αυτές τις προόδους, κατά τις οποίες ηνωμένως διακρίνεται το θείον, κτίσμα καθιστούν τον Θεό και δυσσεβέστατα διχοτομούν τούτον σε κτιστά και άκτιστα, θεωρώντας την μεν ουσία της Αγίας Τρίαδος άκτιστον, τις δε κοινές προόδους και ενέργειες και εκφάνσεις αυτής κτιστές. Και όμως ο μέγας Διονύσιος και στην προ των άλλων (παρατεθείσα από εμάς στη αρχή της πραγματείας) ρήση συμπεριέλαβε σε ένα λόγο τόσο την διάκριση των υποστάσεων όσον και την διάκριση των μεταδόσεων, μάλλον δε όλες τις θείες ενώσεις και διακρίσεις (διότι δεν είναι μόνες οι ειρημένες, έστω και αν ο Βαρλαάμ και ο Ακίνδυνος δεν πρόσεξαν ούτε τις ειρημένες)˙ συμπεριέλαβε λοιπόν ο μέγας όλες σε ένα λόγον, για να μην τολμά κανείς να υποβιβάζει στην κτίση οποιανδήποτε από αυτές τις ομοταγείς αθέσμως. Γι’ αυτό μετά την διευκρίνηση των σχετικών με την υποστατική διάκριση, συνεχίζοντας τον λόγο λέγει, «πρέπει δε, όπως νομίζω, συνεχίζοντες να εκθέσουμε πλήρως το θέμα της θείας ενώσεως και διακρίσεως», δείχνοντας ότι επί του Θεού υπάρχουν και μερικές άλλες ενώσεις και διακρίσεις. Έπειτα, για να μην απειθεί των ευσεβών κανείς ασεβής, προάγει να οροθετούν περί των θείων τούτων ενώσεων και διακρίσεων οι ιερώς μυσταγωγήσαντες και διδάξαντες από την αρχή τα μυστικά της θεολογίας˙ διότι, σημειώνει όπως ανέφερα και σε άλλο σημείο, «οι ιερομύστες της δικής μας θεολογικής διδασκαλίας λέγουν ότι οι μεν ανεκφοίτητες (ακοινώνητες) και κρύφιες υπεριδρύσεις της υπεραγνώστου και υπεραρρήτου μονιμότητος είναι οι θείες ενώσεις»˙ δηλαδή την εντελώς απερινόητον (ακατάληπτη) σε εμάς ίδρυσιν και μονήν του Θεού εν εαυτώ, αυτό τούτο το να παραμένει ο Θεός εν εαυτώ και να μην προχωρεί καθόλου προς φανέρωσιν και να μη κινείται κατ’ ουσία, οι πατέρες την ονομάζουν ένωσιν.

19.  Για ποιο δε λόγο ο μέγας παρέθεσε σε πληθυντικό αριθμό την υπεράγνωστο ένωσιν και ίδρυσιν, θα δειχθεί στη συνέχεια της διαπραγματεύσεως. Επί του παρόντος δε, λέγοντας ότι οι πατέρες ένωσιν ονομάζουν το ανεκφοίτητον (ακοινώνητον) του Θεού προς φανέρωσιν, λέγει ότι αυτοί ονόμασαν διακρίσεις τις θεοπρεπείς προόδους και φανερώσεις, διδάσκοντας ότι οι πατέρες διάκρισιν επονόμασαν την κίνησιν του Θεού προς φανέρωσιν. Αυτοί λέγουν κατ' αυτόν πάλι (δεν λέγουν όμως αφ' εαυτών, αλλά ακολουθούντες τα ιερά λόγια), λέγουν λοιπόν αυτοί ότι «και της ειρημένης ενώσεως υπάρχουν μερικές ιδιαίτερες ενώσεις και διακρίσεις, ομοίως δε και της ειρημένης διακρίσεως». Εξ αίτιας τούτου παρέθεσε ανωτέρω σε πληθυντικό αριθμό ο μέγας την τοιαύτην ένωσιν και διάκρισιν˙ διότι δεν υπάρχει ένας μόνον τρόπος τόσο της θείας ενώσεως όσο και της διακρίσεως. Αλλά πλην της θείας ενανθρωπήσεως -η οποία ιδιάζει στον Υιό μόνον- θα εύρει όποιος εξετάσει φιλομαθώς την συνέχεια των λόγων του μεγάλου τριπλή την ένωσιν και διάκρισιν της τρισυπόστατου θεότητος˙ διότι αυτή έχει ηνωμένως όλες τις θέσεις και τις αφαιρέσεις, αλλά όχι κατά τον ίδιο τρόπο. Και όλες μεν έχει τις θέσεις, των οποίων περιεκτικότερη είναι η αγαθότης, διότι παν ό,τι υπάρχει καλόν είναι δικό της σύμφωνα με το γεγραμμένο. Αλλά από πού μας είναι γνωστόν ότι παν καλόν είναι δικό της; Εκ του ότι παν ό,τι είναι αγαθόν προέρχεται εξ αυτής.

20.  Επομένως ο Θεός, ως δημιουργός και αίτιος αυτών, από αυτές κατ’ εκείνες γινώσκεται και ονομάζεται και κατ’ αυτές (τις θέσεις) θεωρείται σε κάποιαν σχέσιν. Δια τούτο και αιτιολογικά ο μέγας εκάλεσε τα τοιαύτα ανωτέρω˙ το αγαθόν, το ον, το ζωογόνον, το σοφόν και τα παραπλήσια με αυτά. Επειδή δε κατά την ουσία ο Θεός είναι υπερβατικός εν σχέσει με τα πάντα και απρόσιτος, υπερέχει και των τοιούτων σχέσεων. Δεν συμβαίνει εδώ ό,τι και στο κέντρο, το όποιο δεν είναι τίποτε περισσότερο από την αρχή των εντός του κύκλου ευθειών, δηλαδή ο Θεός να μην είναι τίποτε περισσότερο από αρχή και αίτιον των γεγονότων (δημιουργημάτων). Αλλά είναι πράγματι κατ’ ουσίαν υπέρ πάσαν σχέσιν και μέθεξιν, υπέρ αυτήν ταύτην την αρχήν ως υπερεξηρημένος πάσης σχέσεως. Επομένως η τρισυπόστατος θεότης πλην των θέσεων έχει και τις υπεροχικές αφαιρέσεις όλη και ηνωμένως, των οποίων περιεκτικότατο είναι το υπέρ πάσαν αφαίρεσιν και θέσιν˙ αυτό είναι πράγματι «το όνομα το υπέρ παν όνομα». Στον ένα λοιπόν τρισυπόστατον Θεόν ανήκει η θέσις των πάντων και το υπέρ πάσαν θέσιν, αν και δεν αρέσει στον Βαρλαάμ και τον Ακίνδυνον, και διά τούτο μας λοιδορούν συκοφαντούντες ότι δεχόμεθα τον ίδιον τον Θεόν υψηλότερον εαυτού, χωρίς να σεβασθούν ούτε τον μέγα Διονύσιον, ο οποίος είπε ότι ο Θεός έχει ενωμένα αμφότερα ταύτα.

21.  Πέρα όμως από τις δύο αναφερθείσες ενώσεις της τρισυποστάτου θεότητας υπάρχει και η μεταξύ των υποστάσεων μονή και περιχώρησις, συνεχομένων αλλήλων ολικώς και μονίμως και ανεκφοιτήτως, ώστε μία να είναι και η ενέργεια των τριών υποστάσεων. Δεν είναι βεβαίως όπως επί τριών ανθρώπων με όμοια μεν ενέργεια, αλλά που έκαστος καθ’ εαυτόν ενεργών έχει και ιδιαιτέρα την ενέργεια. Όχι έτσι λοιπόν, αλλά ως αληθώς μία και η αυτή˙ μία δηλαδή είναι η κίνησις του θείου θελήματος ορμωμένη από προκαταρτικόν αίτιον τον Πατέρα, προχωρούσα διά του Υιού και προβαλλομένη εν τω Αγίω Πνεύματι. Και τούτο είναι φανερό από τα αποτελέσματα˙ διότι, όπως ελέχθη, από αυτά καθίσταται γνώριμος πάσα ενέργεια. Επομένως δεν είναι εδώ όπως στην περίπτωση της υποδηματοποιίας, όπου άλλο υπόδημα κατασκευάζεται από άλλον υποδηματοποιό, μολονότι όλων η τέχνη αποβλέπει προς το ίδιο αποτέλεσμα, δεν προέρχεται δηλαδή καθ' όμοιο τρόπον ιδιαίτερο αποτέλεσμα από εκάστην υπόστασιν, τον Πατέρα και τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Αλλά πάσα η κτίσις είναι εν έργον των τριών, και από τους πατέρες έχομε μυηθεί να διακρίνουμε σε αυτή μία και την αυτήν θεία ενέργεια των τριών προσκυνητών προσώπων, όχι δε χωριστή σε έκαστον και ομοία. Και επειδή η θεότης κατά την παράδοσιν των θεολόγων είναι κυριολεκτικώς όνομα όχι της ουσίας του Θεού αλλά της ενεργείας του Θεού, δεχόμεθα μία και την αυτήν θεότητα των τριών προσκυνητών προσώπων, αλλ' όχι μίαν υπό την έννοια της ομοιότητας, σαν την φυσική των τριών ανθρώπων ενέργεια ή την επίκτητο και τεχνική ενέργεια.

22.  Ας γνωρίσουν λοιπόν και από εδώ ο Βαρλαάμ και ο Ακίνδυνος ότι αυτήν την κυρίως του Θεού θεότητα αποφαίνονται κτίστη, όταν γράφουν φρενοβλαβώς ότι «εν άναρχον και ατελεύτητον υπάρχει, η ουσία του Θεού, όλα δε τα έκτος αυτής είναι κτιστής φύσεως», και πάλι, «μόνη άκτιστος θεότης είναι η φύσις του Θεού, όλα δε τα γύρω από αυτήν είναι κτιστά». Διότι ο όρος θεότης είναι όνομα της θείας ενεργείας, της προερχομένης εκ Πατρός δι’ Υιού εν Αγίω Πνεύματι και αποκαλυπτομένης σε εμάς διά των αποτελεσμάτων της, αλλ' όχι της θείας ουσίας˙ διότι η ενέργεια είναι κίνησις ουσίας, αλλ' όχι ουσία. Κίνησις δε και ενέργεια τίνος: Βεβαίως του Θεού. Επομένως και θεότης του Θεού. Δύο λοιπόν θεότητες του Θεού λέγουν, άκτιστον και κτιστήν, και την μεν πρώτη υπερκειμένη ως άκτιστον, την δε δευτέρα υφειμένη ως κτιστή, όσοι χαρακτηρίζουν ως άκτιστο θεότητα μόνον την φύσιν του Θεού, την δε γύρω από αυτήν ενέργειά της ως κτιστή θεότητα, μάλλον δε διχοτομούν ανοήτως την μίαν θεότητα του Θεού ως άκτιστον και κτιστήν διότι το ενεργείν και η ενέργεια είναι το αυτό, όπως και το κινείσθαι και η κίνησις. Ποιος λοιπόν, αν δεν παραπαίει τελείως, θα ειπεί ότι ο ενεργών και κινούμενος διά τον λόγον ότι ενεργεί και κινείται έχει πολλά αλληλοσυγκρουόμενα, όπως το άκτιστον και το κτιστόν; Θα ήταν το ίδιον ως να έλεγε κανείς ότι ο ιστάμενος είναι πολλοί εξ αιτίας της στάσεως, μολονότι διαφέρει του ισταμένου η στάσις και του κινουμένου η κίνησις, και σύμφωνα με αυτήν την διαφορά έκαστον τούτων είναι άλλο˙ εάν δε ταύτα δεν έχουν την μεταξύ των διαφορά κατά την έννοια του εναντίου, τίποτε δεν εμποδίζει να είναι ένα όλα αυτά. Έτσι λοιπόν, αν και διαφέρει της θείας ουσίας η θεία ενέργεια, αλλά εις την ουσία και την ενέργεια μία θεότητα του Θεού υπάρχει. Και όχι μόνον μία, αλλά και απλή˙ διότι ποια σύνθεσις υπάρχει μεταξύ κινουμένου και κινήσεως, με άλλα λόγια μεταξύ ενεργούντος και ενεργείας; Φυσικά ούτε o ιστάμενος δεν είναι σύνθετος εξ αιτίας της στάσεως. Άραγε δεν είναι ολοφάνερο ότι αποδίδουν σε εμάς καταψευδόμενοι το δικό τους έγκλημα οι κατηγορούντες εμάς για διθεΐα λόγω της πρεσβευομένης από εμάς διαφοράς της θείας ουσίας προς την θεία ενέργεια;

23.  Ας μας ειπούν όμως οι λέγοντες μόνον την θεία φύσιν άκτιστον, όλα δε τα περί αυτήν συναριθμούντες με τα κτίσματα˙ άραγε και η μεταξύ των θείων υποστάσεων μονή και περιχώρησις είναι ουσία; Άρα θα την τοποθετήσουμε μεταξύ των κτισμάτων, για τον λόγον ότι δεν είναι ουσία, για να μην αναφανεί έκαστη των θείων υποστάσεων σύνθετος, ή για να μην γίνουν πολλά τα άκτιστα και δια τούτο περιπέσουμε στην πολυθεΐα εμείς οι θεωρούντες άκτιστα και τις θείες υποστάσεις και την μεταξύ περιχώρησίν των; Αυτές είναι οι εναντίον μας κατηγορίες του Βαρλαάμ και του Ακινδύνου, λόγω των όποιων ρίπτουν οι ίδιοι τους εαυτούς τους σε γκρεμνό πολυθεΐας και αθεΐας, διχοτομούντες τον ένα Θεό σε κτιστά και άκτιστα και με όσα λέγουν (ως) άκτιστα παρασύροντες ομοίως και τα κτιστά. Πράγματι πώς θα υπήρχαν άκτιστες υποστάσεις, των οποίων η μεταξύ τους περιχώρησις δεν είναι κατ' αυτούς άκτιστος; Επειδή αυτή δεν είναι ούτε ουσία ούτε κάποιο από τις υποστάσεις, στις οποίες μόνες προσγράφουν αυτοί το άκτιστον. Πώς δε θα ήταν δυνατόν να υπάρχει άκτιστος ουσία της οποίας η ενέργεια είναι κατ' αυτούς κτιστή;

27.  Πράγματι ο μέγας Διονύσιος, αφού είπε, «αυτές μεν οι κατά την άρρητον ένωσιν καί ύπαρξιν ενώσεις και διακρίσεις», προσθέτει τα έξης- «εάν δε η αγαθοπρεπής πρόοδος είναι και θεία διάκρισις, καθώς η θεία ένωσις από αγαθότητα πληθύνει και πολλαπλασιάζει ηνωμένως εαυτήν, οι άσχετες μεταδόσεις είναι ενωμένες κατά την θείαν διάκρισιν». Επομένως η κατά ταύτα διάκριση είναι διαφορετική από αμφότερες τις προηγούμενες˙ διότι εκτός από τις υπεραρρήτους εκείνες διακρίσεις υπάρχει θεία διάκριση επίσης κατά τις προόδους ταύτες και φανερώσεις και ενέργειες του Θεού, κατά τις οποίας είναι μεθεκτός σε όλα τα όντα. Δια τούτο κατ’ αυτές και νοείται και ονομάζεται εκ των μετεχόντων. Περί της διακρίσεως πάλιν ταύτης ο μέγας Διονύσιος μετά την παράθεση ρήσεων του θεοφάντορος Ιεροθέου λέγει, «αρκετές είναι αυτές οι ρήσεις, ας προχωρήσουμε δε προς τον σκοπό της πραγματείας, αναπτύσσοντες κατά το εφικτό τα κοινά και ηνωμένα ονόματα της θείας διακρίσεως». Πώς κοινά και ηνωμένα; Κατά το ότι είναι κοινά των τριών προσώπων˙ διότι ταύτα έχει ενιαίως ο Πατήρ και ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα. Αλλά είναι και από αυτά φανερό ότι όλος ο σκοπός των λόγων του και όλη η πρόθεσις της “Περί θείων ονομάτων” πραγματείας δεν είναι περί της θείας ουσίας και της κατ' αυτήν ενώσεως ούτε περί της υποστακτικής διακρίσεως, αλλά περί της θείας διακρίσεως κατά τις κοινές προόδους και φανερώσεις. Και τούτο είναι ακόμη περισσότερο φανερό από την συνέχεια. Διότι προσθέτει «και για να ορίσουμε σαφώς όλα τα επόμενα, διάκρισιν θείαν καλούμε τις αγαθοπρεπείς προόδους της θεαρχίας. Διότι αυτή, δωρίζουσα σε όλα τα όντα με περίσσεια τις μετουσίες όλων των αγαθών, ηνωμένως μεν διακρίνεται, πληθύνεται δε ενικώς και πολλαπλασιάζεται από το εν ανεκφοιτήτως».  Δεν λέγει τα κτίσματα προόδους και φανερώσεις, όπως εξέλαβαν ασύνετα ο Βαρλαάμ και ο Ακίνδυνος, αλλά τις θείες ενέργειες, των όποιων αποτέλεσμα είναι τα κτίσματα.

28.  Τί σημαίνει το ηνωμένως διακρίνεσθαι διασαφήσαμε λίγο παραπάνω. Πώς δε η θεαρχία πληθύνεται ενικώς και πολλαπλασιάζεται από το εν ανεκφοιτήτως, διασαφεί ο μέγας Διονύσιος γράφοντας στη συνέχεια˙ «λέγεται ότι πολλαπλασιάζεται το έν εκείνο όν διά της εξ αυτού παραγωγής των πολλών όντων». Πολλά δε όντα λέγει τώρα τις ουσίες των κτισμάτων, τις οποίες παρήγαγε ο Θεός εκ του μη όντος πολλές και διαφόρους, ενώ αυτός κρατεί το εν ανεκφοιτήτως, δηλαδή κατ' ουσίαν. Άραγε λέγεται ότι το θείον πολλαπλασιάζεται, καθώς προστίθενται σε αυτόν τα κτίσματα; Κάθε άλλο˙ διότι πώς είναι δυνατόν να συναριθμηθούν τα κτιστά με το άκτιστον; Διά τούτο ο πολύς εις τα θεία Μάξιμος, καθιστώντας εκδηλότερο τον πολλαπλασιασμό τούτο, λέγει˙ «λέγεται ότι πληθύνεται ο Θεός με το καθ' έκαστον βούλημα προς παραγωγή των όντων πολλαπλασιαζόμενος κατά προνοητικές προόδους, ότι μένει δε αμερίστως έν, καθώς ο ήλιος ο όποιος εκπέμπει πολλές ακτίνες και μένει στην ενότητα». Εκ τούτου και ο μέγας Διονύσιος δεν είπε ότι πολλαπλασιάζεται το θείον με την προσθήκη των πολλών όντων, αλλά με την παραγωγή, έτσι καλέσας από τα παραχθέντα την προνοητική πρόοδον και την θεία βούλησιν. Από αυτά, καθώς είναι πολλά και διάφορα, δεικνύεται και το διακεκριμένο και διάφορο των θείων προόδων και δυνάμεων, τις οποίες ο μέγας ανέφερε ανωτέρω σε πληθυντικό αριθμό, καλέσας αυτές μετοχές και παραδείγματα των όντων προϋφιστάμενα εις τον Θεόν, λόγους ουσιοποιούς και θεία θελήματα καθοριστικά και ποιητικά των όντων, επίσης δε άσχετες και αμειώτες μεταδόσεις, και θεοπρεπείς δωρεές και προόδους. Προσέτι καθιστώντας σαφέστερο το διακεκριμένο τούτων και την διαφορά μεταξύ τους απένειμε σε εκάστη ιδιαιτέρα ονομασία, λέγοντας, «οι ουσιώσεις, οι ζωώσεις, οι σοφοποιήσεις», διά των οποίων καθώς και δι’ άλλων όχι ολίγων έδειξε συγχρόνως ότι αυτές είναι άκτιστες και διάφορες της θείας ουσίας. Έδειξε ότι είναι άκτιστες μεν, επειδή προϋφίστανται των όντων, και είναι υπέρ τα όντα και ποιητικές των όντων˙ μη ουσία δε, διότι είναι πρόοδοι και διότι είναι πολλοί, ενώ εκείνη είναι μία, και διότι διαφέρουν προς αλλήλες˙ διότι δεν είναι δυνατόν τα διαφέροντα προς άλληλα να είναι μη διάφορα προς εν άλλο.

(Συνεχίζεται)

Η ΜΕΙΩΣΗ ΛΟΙΠΟΝ ΤΗΣ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΕΩΣ ΣΤΙΣ ΘΕΟΠΡΕΠΕΙΣ ΠΡΟΟΔΟΥΣ ΤΗΣ ΘΕΑΡΧΙΑΣ, ΔΗΛ. ΣΤΗΝ ΚΑΘΑΡΣΗ, ΤΟΝ ΦΩΤΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΘΕΩΣΗ, ΟΠΩΣ ΠΙΣΤΕΥΕΤΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΔΗΛ. ΟΙ ΟΥΣΙΩΣΕΙΣ, ΖΩΩΣΕΙΣ, ΣΟΦΟΠΟΙΗΣΕΙΣ, ΚΑΤΑΡΓΟΥΝ ΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΑΓΝΟΟΥΝ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου