Σάββατο 23 Απριλίου 2022

Αγ. Γρηγόριος Νύσσης - Ερμηνεία του Άσματος Ασμάτων (18)

  Συνέχεια από: Παρασκευή 22 Απριλίου 2022

    ΛΟΓΟΣ Ε'

(Άσμα Ασμάτων 2,8-17)

Η ΝΥΦΗ

«Είναι η φωνή του αγαπημένου μου· νάτος, έρχεται πηδώντας πάνω απ’ τα όρη, δρασκελίζοντας τα βουνά.

Είναι όμοιος με ζαρκάδι ο αγαπημένος μου ή με ελαφόπουλο στα βουνά της Βαιθήλ.

Νάτος που στάθηκε πίσω απ’ τον τοίχο μας, σκύβει έξω από τα παράθυρα κι απ’ τα δικτυωτά  παρατηρεί.

Μου αποκρίνεται ο αγαπημένος μου και μου λέγει·

Ο ΝΥΜΦΙΟΣ

Σήκω, έλα, αγαπημένη μου, καλή μου, περιστέρα μου, 

να, ο χειμώνας πέρασε, η βροχή έφυγε, αποσύρθηκε στα λημέρια της.

Φάνηκαν τα άνθη στη γη, έφτασε ο καιρός να τα κόψουμε, 

ακούστηκε στα μέρη μας η φωνή του τρυγονιού.

Η συκιά έβγαλε τα μικρά άγουρα πράσινα σύκα της (τους ολύνθους της)

τα κλήματα άνθισαν και σκορπούν ευωδία.

Σήκω, έλα, αγαπημένη μου, καλή μου, περιστέρα μου, προχώρησε, περιστέρα μου, στη σκέπη της πέτρας, που 'ναι κοντά στον φράχτη σου.

Η ΝΥΦΗ

Δείξε μου το πρόσωπό σου και  κάνε ν’ ακούσω τη φωνή σου,

γιατί είναι η φωνή σου γλυκιά και η όψη σου ωραία.

Ο ΝΥΜΦΙΟΣ

Πιάστε για χάρη μας τις μικρές αλεπούδες

που αφανίζουν τους αμπελώνες μας,

γιατί τ’ αμπέλια μας άνθισαν.

Η ΝΥΦΗ 

Ο αγαπημένος μου είναι για μένα κι εγώ γι’ αυτόν, 

αυτός που ποιμαίνει μέσα στα κρίνα, 

ώσπου να ξεπροβάλει η ημέρα και σκορπίσουν οι σκιές.

Γύρισε αγαπημένε μου γίνε όμοιος με το ζαρκάδι ή το ελαφόπουλο στις χαράδρες των βουνών.

Τα είδε αυτά o καθαρμένος και διορατικός οφθαλμός της ψυχής, που συμμετέχει στα θεία εκείνα άλματα που γίνονται στους γεώλοφους του εχθρού και κάνει λόγο ως ήδη παρόντος γι’ αυτό που ήταν να γίνει πολλά χρόνια αργότερα βλέποντας την ελπίδα σαν έργο, επειδή η χάρη που ελπίζουμε είναι βέβαιη κι έξω από αμφιβολία. Λέει δηλαδή ότι αυτός που σκαρφαλώνει επάνω στα όρη, με ταχύτητα κι ευκινησία, και που πηδά από βουνά σε βουνά, μας παρουσιάζεται να στέκεται φτάνοντας στον τοίχο και να μας μιλά από τις θυρίδες και τα δικτυωτά. Η διατύπωση είναι η έξης· «νάτος, που στέκεται πίσω από τον τοίχο μας σκύβοντας απ’ τα παράθυρα και παρατηρώντας από τα δικτυωτά». Το σωματικό που υπεισέρχεται μέσα στο λόγο είναι αυτό· η νύμφη είναι μέσα στο σπίτι κι ο αγαπημένος της μιλάει μαζί της από τα παράθυρα και μολονότι μεσολαβεί ο τοίχος και χωρίζει τον ένα από τον άλλο, δεν εμποδίζει τη συνομιλία τους (ανεμπόδιστα γίνεται η κοινωνία του Λόγου), καθώς προβάλλει το κεφάλι του απ’ τα παράθυρα και τα μάτια παρατηρούν το εσωτερικό από τα δικτυωτά των παραθύρων. Η μεταφορική όμως σημασία συνεχίζει το νόημα που εκθέσαμε πιο πριν· με ακόλουθο τρόπο ο Λόγος συνδέει την ανθρώπινη φύση με τον Θεό. Τη φωτίζει πρώτα με τις προφητείες και τα νομικά παραγγέλματα (έτσι δηλαδή το αντιλαμβανόμαστε· ως παράθυρα τους προφήτες που εισάγουν το φως και ως δικτυωτά τη πλοκή των νομικών παραγγελμάτων, που και με τα δύο εισχωρεί μέσα η λάμψη του αληθινού φωτός). Μετά το φωτισμό αυτόν γίνεται η τέλεια έλλαμψη του φωτός, «όταν λάμψει το αληθινό φώς» «σ’ αυτούς που κάθονται στο σκότος και στη σκιά του θανάτου» με την συνανάκρασή του με τη δική μας φύση. Προηγουμένως λοιπόν οι αυγές των προφητικών και των νομικών εννοιών φωτίζουν την ψυχή δια των νοηθεισών παράθυρων και των δικτυωτών μας προκαλούν την επιθυμία να δούμε τον ήλιο στο ύπαιθρο κι έπειτα ό,τι ποθούμε προχωρεί και γίνεται έργο.

Ας ακούσουμε τί λέει προς την Εκκλησία αυτός πού δεν πέρασε ακόμη τον τοίχο, αλλά απευθύνεται σ’ αυτήν από τους φωταγωγούς. «Αποκρίνεται», λέει, «ο αγαπημένος μου και μού λέγει· Σήκω, αγαπημένη μου· έλα, καλή  μου, περιστέρα μου. Ο χειμώνας πέρασε, η βροχή έφυγε, αποσύρθηκε στα λημέρια της, φάνηκαν τα άνθη στη γη, έφτασε ο καιρός για το κλάδεμα, ακούστηκε στα μέρη μας η φωνή του τρυγονιού, έβγαλε η συκιά τα μικρά πράσινα σύκα της, τ’ αμπέλια ανθίζουν κι ευωδιάζουν».

Με πόση γλαφυρότητα μάς περιγράφει τη χάρη της άνοιξης, ο πλάστης της άνοιξης, προς τον όποιο λέει ο Δαβίδ «καλοκαίρι και άνοιξη τα έπλασες εσύ». Διαλύει τη θλίψη του χειμώνα λέγοντας ότι πέρασε η χειμερινή σκυθρωπότητα και η αντιπαθητική βροχή· δείχνει τα λιβάδια να τα διασχίζουν νερά, πανέμορφα από τα λουλούδια, και λέει πως τα άνθη είναι στην ώρα τους κι είναι κατάλληλα να κοπούν, όπως τα κόβουν οι ανθοκόμοι για να πλέξουν στεφάνια ή να φτιάξουν αρώματα. Προσθέτει χάρη στην εποχή ο λόγος και με τα κελαδήματα των πουλιών που αντηχούν στα δάση και χτυπάει ωραία στην ακοή και η γλυκιά φωνή των τρυγονιών. Η συκιά και το κλήμα λέει προμηνύουν με αυτά που δείχνουν την απόλαυση που θα μας προσφέρουν, η μια με τα σύκα που βγάζει και το άλλο με το άνθισμά του, ώστε η όσφρηση να λιγώνεται από την ευωδία. Έτσι ο Λόγος αποχτά αβρότητα με την περιγραφή της ανοιξιάτικης ώρας αποβάλλοντας τη σκυθρωπότητα κι επιμένοντας στις πιο ευχάριστες στιγμές.

Αλλά νομίζω δεν πρέπει να παραμείνει o νους μας στη γλαφυρή αυτή περιγραφή, αλλά από αυτή να προχωρήσει προς τα μυστήρια που θέλουν να δηλώσουν τα λόγια αυτά, ώστε ν’ αποκαλυφθεί ο θησαυρός των νοημάτων που κρύβεται μέσα στα λόγια. Τί εννοούμε; Είχε παγώσει κάποτε από την παγωνιά της ειδωλολατρίας η ανθρωπότητα κι είχε μεταβληθεί η ευμετάβολη φύση των ανθρώπων στη φύση των ακίνητων αντικειμένων του σεβασμού τους. «Όμοιοι», λέει, «μ’ αυτούς θα γίνουν όσοι πράττουν αυτά και όσοι πιστεύουν σ’ αυτούς». Κι έγινε αυτό που ήταν φυσικό. Όπως δηλαδή όσοι ατενίζουν προς την αληθινή θεότητα δέχονται επάνω τους τα ιδιώματα της θείας φύσης, έτσι όποιος πρόσεχε στη ματαιότητα των ειδώλων μεταστοιχειωνόταν προς αυτό που έβλεπε κι από άνθρωπος γινόταν λίθος. Επειδή λοιπόν η φύση μας απολιθωμένη μέσα στη λατρεία των ειδώλων δεν έκανε καμιά κίνηση προς το καλύτερο, παγωμένη μέσα στην παγωνιά της ειδωλολατρίας, γι’ αυτό το λόγο ανατέλλει πάνω σ’ αυτή τη βαριά χειμωνιά ο ήλιος της δικαιοσύνης και φέρνει την άνοιξη, ενώ πνοές από το νότο που διαλύουν αυτή την παγωνιά ζεσταίνουν με την ανατολή των ακτινών σε ό,τι πέσουν επάνω. Έτσι, αφού η πνοή αυτή ζεστάνει τον άνθρωπο, που πέτρωσε από το κρύο, και, αφού τον μαλακώσει η ακτίνα του Λόγου, να γίνει πάλι «νερό που αντλούμε για αιώνια ζωή». «Θα φυσήξει», λέει, «το Πνεύμα αυτού και θα κυλήσουν τα νερά» «και θα μεταστραφεί η πέτρα σε λίμνες νερών κι ο συμπαγής βράχος σε πηγές υδάτων».

Αυτό το φώναξε στους Ιουδαίους καθαρότερα ο Βαπτιστής λέγοντας ότι θα σηκωθούν οι πέτρες αυτές, για να γίνουν παιδιά του πατριάρχη μοιάζοντάς του στην αρετή. Αυτά ακούει η Εκκλησία από το Λόγο, δεχόμενη μέσα από τα παράθυρα των προφητών και τα δικτυωτά του νόμου τη λάμψη της αλήθειας, ενώ στέκεται ακόμα ακέραιος ο τοίχος με τη διδασκαλία της προτύπωσης (του τυπικού), εννοώ το νόμο, που δίνει τη σκιά των μελλοντικών αγαθών, χωρίς να δείχνει την αληθινή εικόνα των πραγμάτων, που πίσω από αυτόν στέκεται η αλήθεια πού κρατάει τον τύπο, δίνοντας πρώτα στην Εκκλησία τη λάμψη τού Λόγου μέσω των προφητών, κι έπειτα με τη φανέρωση του Ευαγγελίου εξαλείφοντας την σκιώδη φαντασία του τύπου. Με αυτήν γκρεμίζεται το μεσότοιχο κι ενώνεται ο αέρας του σπιτιού με το υπαίθριο φώς, ώστε να μην υπάρχει ανάγκη πια να φωτίζονται από τα παράθυρα με το ίδιο το αληθινό φώς που με τις ακτίνες του Ευαγγελίου καταφωτίζει όλα τα ενδότερα. Γι’ αυτό φωνάζει στην Εκκλησία μέσω των φωταγωγών ο Λόγος που ανορθώνει στα πόδια τους τούς καταπεσμένους λέγοντας· «σήκω» (από εκεί δηλαδή που έπεσες) εσύ που γλίστρησες στο ολισθηρό έδαφος της αμαρτίας, που σε περδούκλωσε το φίδι κι έπεσες στο έδαφος και βρέθηκες στην πτώση της παρακοής, σήκω επάνω. Και δε σου φτάνει, λέει, να σηκωθείς μόνο από κάτω, αλλά προχώρησε βαδίζοντας το δρόμο της αρετής δια της προκοπής των αγαθών, πράγμα βέβαια που διδαχτήκαμε κι από τον παραλυτικό. Ο Λόγος δε σηκώνει μόνο εκείνο το βάρος από το κρεβάτι, αλλά προστάζει και να περπατήσει. Και μου φαίνεται ότι το περπάτημα σημαίνει την πρόοδο και την επαύξηση προς το καλό.

«Σήκω λοιπόν», λέει, «κι έλα». Να η δύναμη της προσταγής. Αληθινή φωνή δυνάμεως είναι η φωνή του Θεού, όπως λέει ο ψαλμός· «να, θα βγάλω φωνή, που είναι φωνή δυνάμεως»· και «εκείνος είπε κι έγιναν (εγενήθησαν), εκείνος πρόσταξε και δημιουργήθηκαν (εκτίσθηκαν)». Να είπε και τώρα σ’ αυτήν που ήταν κάτω πεσμένη, «σήκω» και «έλα», κι αμέσως η προσταγή του γίνεται έργο. Αμέσως μόλις δέχτηκε τη δύναμη του Λόγου και σηκώνεται και έρχεται και στέκεται κοντά στο φως, όπως μαρτυρεί ο ίδιος που την κάλεσε με τα λόγια που είπε ο Λόγος· «σήκω, έλα, αγαπημένη μου, καλή μου, περιστέρα μου». Τί σημαίνει αυτή η σειρά του λόγου; Πώς ακολουθεί το ένα έπειτα από το άλλο; Πώς διασώζεται σε μια σειρά όπως σε μια αλυσίδα η ακολουθία των νοημάτων; Ακούει το πρόσταγμα, δυναμώνει με το λόγο, σηκώνεται, προχωρεί, πλησιάζει, γίνεται καλή, ονομάζεται περιστέρα. Πώς είναι δυνατό να σχηματιστεί ένα καλό είδωλο στον καθρέφτη, αν δε δεχτεί το καθρέφτισμα μιας καλής μορφής; Και ο καθρέφτης λοιπόν της ανθρώπινης φύσης δεν έγινε καλός πρότερα, παρά όταν πλησίασε και ενεμορφώθη με την εικόνα του θείου κάλλους. Όπως δηλαδή είχε το σχήμα του φιδιού όσο σερνόταν στη γη και κοίταζε αυτό, κατά τον ίδιο τρόπο όταν σηκώθηκε και στάθηκε απέναντι με το αγαθό, πρόσωπο με πρόσωπο, στρέφοντας τα νώτα στην κακία, παίρνει το σχήμα εκείνου προς το οποίο βλέπει. Και βλέπει προς το αρχέτυπο κάλλος.

Γι’ αυτό όταν πλησίασε στο φως έγινε φως και μέσα στο φως καθρεφτίζεται η καλή όψη του περιστεριού, εννοώ του περιστεριού εκείνου που η όψη του μας έκανε γνωστή την παρουσία του αγίου Πνεύματος. Αφού λοιπόν o Λόγος την προσφώνησε έτσι, ονομάζοντάς την «καλή» επειδή ήταν πλησίον του, και «περιστέρα» για το κάλλος της, και αναφέρει και τα ακόλουθα λέγοντας ότι δεν επικρατεί πια η χειμωνιάτικη κατήφεια των ψυχών γιατί το κρύο δεν αντέχει τον ήλιο. «Να», λέει, «ο χειμώνας πέρασε, η βροχή έφυγε, γύρισε στα λημέρια της». Παρουσιάζει το κακό με πολλά ονόματα, που τα παίρνει ανάλογα με τις διαφορές των εκδηλώσεών του. Το ίδιο είναι και ο χειμώνας και η βροχή και οι σταγόνες, και κάθε όνομα σημαίνει την ιδιαιτερότητα κάποιου πειρασμού. Χειμώνας λέγεται για την πολυποίκιλη σημασία των κακών·  το χειμώνα μαραίνονται όσα πρώτα ήταν θαλερά, η ομορφιά των δέντρων, που τη δημιουργούν με φυσικό τρόπο τα φύλλα, φυλλοροεί από τα κλαδιά και πέφτει στη γη, παύει η μελωδία των μουσικών πουλιών, τ’ αηδόνι φεύγει, το χελιδόνι πέφτει σε νάρκη, παρατάει το τρυγόνι τη φωλιά του, όλα παίρνουν τη θλίψη του θανάτου, ο βλαστός νεκρώνει, το χόρτο πεθαίνει. Όπως κόκκαλα χωρίς τις σάρκες, έτσι είναι και τα κλαδιά γυμνά από φύλλα γίνονται θέαμα ειδεχθές αντίθετα με τις λάμψεις που τους έδιναν οι βλαστοί τους.

Και τι ν’ αναφέρει κανένας τις ταλαιπωρίες στη θάλασσα που προκαλεί ο χειμώνας, πως στριφογυρίζοντας από τους βυθούς και φουσκώνοντας μιμείται σκοπέλους και όρη, καθώς σχηματίζει κάθετες κορυφές με το νερό, πώς εφορμά στην ξηρά σα να είναι εχθρική, καβαλλικεύοντας τους βράχους της ακτής και με αλλεπάλληλα χτυπήματα των κυμάτων τη κλονίζει σαν με κάποιες επιθέσεις πολεμικών μηχανών; Συ όμως να εννοείς τα πάθη αυτά του χειμώνος με σημασία μεταφορική, τί είναι αυτό που το χειμώνα ρίχνει τα άνθη του και μαραίνεται, τί είναι αυτά που σωριάζονται στο χώμα από τα κλαδιά, τί η φωνή των ωδικών πουλιών που σωπαίνει, τί η θάλασσα που μουγκρίζει με τα κύματα, τί είναι έκτος από αυτά η βροχή, οι σταγόνες της βροχής, πως η βροχή γυρίζει στα λημέρια της. Με αυτά το αίνιγμα του χειμώνα αυτού σημαίνει την παρουσία ψυχής και προαίρεσης. Κι ακόμα κι αν ο λόγος μας δεν διασαφηνίσει καθένα από αυτά, είναι πρόδηλη γι’ αυτόν που ακούει η σημασία που έχει το καθένα, πως βλάστησε στην αρχή η ανθρώπινη φύση, όσο ήταν μέσα στον παράδεισο και μεγάλωνε και φούντωνε με το νερό εκείνης της πηγής, όταν από τα φύλλα ομόρφαινε την ανθρώπινη φύση ο βλαστός της αθανασίας. Αλλά όταν ο χειμώνας της παρακοής ξέρανε τη ρίζα έπεσε το άνθος στη γη, διαλύθηκε, κι απογυμνώθηκε ο άνθρωπος από το κάλλος της αθανασίας, η χλόη των αρετών καταξηράθηκε, επειδή από την αύξηση της ανομίας πάγωσε η αγάπη προς το θεό, απ’ όπου κορυφώθηκαν μέσα μας τα διάφορα παθήματα από τα εχθρικά πνεύματα που προκαλούν τα πονηρά ναυάγια της ψυχής.

Αλλ’ όταν ήρθε αυτός που έφερε την άνοιξη των ψυχών μας, αυτός που, όταν ο άνεμος της κακίας τρικύμισε κάποτε τη θάλασσα, και τους ανέμους μάλωσε και στη θάλασσα είπε «σιώπα, φιμώσου», όλα άλλαξαν σε γαλήνη κα νηνεμία και η φύση μας άρχισε πάλι να ξαναβλαστάνει και να στολίζεται με τα ίδια της τα άνθη. Κι άνθη της ζωής μας είναι οι αρετές πού τώρα ανθούν και δίνουν τον καρπό τους στην ώρα τους. Γι’ αυτό λέει ό Λόγος· «ο χειμώνας πέρασε, η βροχή έφυγε, γύρισε στα λημέρια της, τα άνθη φάνηκαν στη γη, έφτασε ο καιρός να τα κόψουμε». Βλέπεις, λέει, το λιβάδι ολάνθιστο από τις αρετές, βλέπεις τη σωφροσύνη, δηλαδή το λευκό κι ευωδιαστό κρίνο, βλέπεις την αιδώ, το ρόδο, βλέπεις το ίον (άνθος βιολέτας), την ευωδιά του Χριστού. Πώς δεν πλέκεις γι’ αυτά τα στεφάνια σου; Τώρα είναι ο καιρός να μαζέψεις τα άνθη και να στολιστείς πλέκοντας τέτοια στεφάνια. Ο καιρός να τα κόψεις έφτασε. Αυτό σου μαρτυρά του τρυγονιού η φωνή, «η φωνή εκείνου που φωνάζει μέσα στην έρημο». Γιατί αυτό το τρυγόνι είναι ο Ιωάννης, ο πρόδρομος της χαρούμενης άνοιξης, που δείχνει τα καλά άνθη της αρετής στους ανθρώπους και σ’ αυτούς που θέλουν προτείνει να ανθολογούν, και υπονοούσε μ’ αυτό το άνθος της ρίζας του Ιεσσαί, τον θείο αμνό «που σηκώνει την αμαρτία τού κόσμου» και συμβούλευε τη μετάνοια από τις αμαρτίες και τη ζωή της αρετής. Γιατί λέει, «ακούστηκε η φωνή του τρυγονιού στη γη μας». Γη ίσως ονομάζει τους καταδικασμένους στην κακία, που το Ευαγγέλιο τους λέει τελώνες και πόρνες και που αυτοί άκουσαν το κήρυγμα του Ιωάννη, ενώ οι άλλοι δε δέχτηκαν το λόγο του.

Κι αυτό πού λέει για τη συκιά ότι «έβγαλε τους ολύνθους της», ας το εξηγήσουμε λογικά ως εξής. Η συκιά έχει ιδιαίτερη ικανότητα να τραβάει εξαιτίας της ζέστης την υγρασία από τα βάθη. Κι επειδή μαζεύεται πολύς χυμός στην εντεριώνη (στην καρδιά του άγριου σύκου) κατ’ ανάγκην με την πέψη των υγρών που γίνεται μέσα στο φυτό η φύση αποβάλλει από τα κλαδιά το άχρηστο και γεώδες, κι αυτό το κάνει πολλές φορές, ώσπου να προβάλει στον κατάλληλο καιρό το ειλικρινές και κατάλληλο για τροφή καρπό καθαρμένο από το άχρηστο στοιχείο. Ένα είδος καρπού που βγάζουν οι συκιές πριν από το μελωμένο και τέλειο καρπό τους λέγονται “ολύνθοι” που τους τρώνε κι αυτούς κάποτε όποιοι θέλουν. Δεν είναι όμως αυτά οι καρποί, αλλά τα προοίμια του καρπού. Όποιος λοιπόν τα δει αυτά, περιμένει όπου να ’ναι και τον καρπό. Γιατί οι ολύνθοι που λέει πως έβγαλε η συκιά γίνονται σημάδι για τα σύκα που τρώμε.

Επειδή δηλαδή ο Λόγος περιγράφει στη νύμφη την πνευματική άνοιξη και η εποχή αυτή είναι η ενδιάμεση δυο εποχών, της χειμερινής κατήφειας και της απόλαυσης των θερινών καρπών, γι’ αυτό φέρνει την σαφή καλή αγγελία ότι τα κακά έχουν περάσει, αλλά δείχνει ότι δεν έχουν ακόμη ωριμάσει οι καρποί της αρετής. Αυτούς θα τους σοδιάσει στον καιρό που πρέπει, όταν φτάσει το θέρος (γνωρίζεις ασφαλώς τι δηλώνει το θέρος από το λόγο του Κυρίου που λέει ότι «ο θερισμός είναι η συντέλεια του αιώνος»), τώρα όμως δείχνει τις ελπίδες που ανθούν με τις αρετές και που ο καρπός τους εμφανίζεται όπως λέει ο προφήτης, στον καιρό τους. 

Επειδή λοιπόν η ανθρώπινη φύση, όπως με τή συκιά που αναφέραμε εδώ, κατά την περίοδο του νοηθέντος (ψυχικού) χειμώνα μάζεψε τον κακό χυμό, κάνει καλά αυτός που εργάζεται μέσα μας την ψυχική άνοιξη και με τη σωστή γεωπονία περιποιείται τον άνθρωπο, που πρώτα βγάζει από τη φύση μας όσο γεώδες υπάρχει και άχρηστο, αποβάλλοντας τα περιττά μέσω της εξομολόγησης αντί από τα κλαδιά, κι έπειτα με τον τρόπο αυτό σφραγίζοντας με μια σφραγίδα της ελπιζομένης μακαριότητας τον βίο μας μέσω της πνευματικότερης ζωής σαν με κάποιους ολύνθους ευαγγελίζεται τη μελλοντική γλυκύτητα των σύκων. Αυτό σημαίνει το λεγόμενο ότι «η συκιά έβγαλε τους ολύνθους της, τους πρώιμους καρπούς της».

Έτσι νόησε και το ανθισμένο κλήμα, που το κρασί του που ευφραίνει την καρδιά θα γεμίσει κάποτε τον κρατήρα της σοφίας και θα τεθεί μπροστά στους συμπότες ν’ αντλούν από το ουράνιο κήρυγμα όσο θέλουν για μία μέθη αγαθή (ωφέλιμη) και νηφάλια. Εννοώ τη μέθη εκείνη, που προκαλεί στους ανθρώπους την έκστασή τους από τα υλικά προς τα θεία. Τώρα όμως θέλγει το κλήμα με τα άνθη του κι αναδίνεται από αυτό μια πνοή ευωδίας γλυκιά και θελκτική, που διαχύνεται στην ατμόσφαιρα που το περιέχει. Γνωρίζεις οπωσδήποτε το Πνεύμα που χύνει αυτή την ευωδία σε όσους σώζονται· την έχεις μάθει από τον Παύλο.

Το πρωτότυπο κείμενο

Λόγος εʹ
Φωνὴ τοῦ ἀδελφιδοῦ μου·
ἰδοὺ οὗτος ἥκει πηδῶν ἐπὶ τὰ ὄρη,
διαλλόμενος ἐπὶ τοὺς βουνούς.
Ὅμοιός ἐστι ἀδελφιδός μου τῇ δορκάδι
ἢ νεβρῷ ἐλάφων ἐπὶ τὰ ὄρη Βαιθήλ.
| ἰδοὺ οὗτος ἕστηκεν ὀπίσω τοῦ τοίχου ἡμῶν
παρακύπτων διὰ τῶν θυρίδων,
ἐκκύπτων διὰ τῶν δικτύων.
Ἀποκρίνεται ὁ ἀδελφιδός μου καὶ λέγει μοι·
ἀνάστα ἐλθέ, ἡ πλησίον μου, καλή μου, περιστερά μου,
Ὅτι ἰδοὺ ὁ χειμὼν παρῆλθεν,
ὁ ὑετὸς ἀπῆλθεν, ἐπορεύθη ἑαυτῷ,
Τὰ ἄνθη ὤφθη ἐν τῇ γῇ,
καιρὸς τῆς τομῆς ἔφθακεν,
φωνὴ τοῦ τρυγόνος ἠκούσθη ἐν τῇ γῇ ἡμῶν,
Ἡ συκῆ ἐξήνεγκε τοὺς ὀλύνθους αὐτῆς,
αἱ ἄμπελοι κυπρίζουσιν, ἔδωκαν ὀσμήν.
ἀνάστα ἐλθέ, ἡ πλησίον μου, καλή μου, περιστερά μου,
Δεῦρο σεαυτῇ, περιστερά μου, ἐν σκέπῃ τῆς πέτρας
ἐχόμενα τοῦ προτειχίσματος.
δεῖξόν μοι τὴν ὄψιν σου
καὶ ἀκούτισόν με τὴν φωνήν σου,
ὅτι ἡ φωνή σου ἡδεῖα καὶ ἡ ὄψις σου ὡραία.
Πιάσατε ἡμῖν ἀλώπεκας μικροὺς ἀφανίζοντας ἀμπελῶνας,
καὶ αἱ ἄμπελοι ἡμῶν κυπρίζουσιν.
Ἀδελφιδός μου ἐμοὶ κἀγὼ αὐτῷ,
ὁ ποιμαίνων ἐν τοῖς κρίνοις,
Ἕως οὗ διαπνεύσῃ ἡ ἡμέρα καὶ κινηθῶσιν αἱ σκιαί.
| ἀπόστρεψον ὁμοιώθητι, ἀδελφιδέ μου,
τῇ δορκάδι ἢ νεβρῷ ἐλάφων
ἐπὶ τὰ ὄρη τῶν κοιλωμάτων.

Εἶδε ταῦτα ὁ κεκαθαρμένος τε καὶ διορατικὸς τῆς ψυχῆς | ὀφθαλμός,
ὁ τοῖς θείοις ἐκείνοις ἅλμασι τοῖς κατὰ τῶν ἀντικειμένων γεωλόφων
γινομένοις συμμεθαλλόμενος, καὶ περὶ τοῦ χρόνοις ὕστερον γενησομένου
ὡς ἤδη παρόντος ποιεῖται τὸν λόγον διὰ τὸ πιστόν τε καὶ ἀναμφίβολον τῆς
ἐλπιζομένης χάριτος ὡς ἔργον τὴν ἐλπίδα βλέπων· φησὶ γὰρ ὅτι ὁ κατὰ τῶν
ὀρέων πηδῶν ἐν εὐκινήτῳ τῷ τάχει καὶ εἰς βουνοὺς ἀπὸ βουνῶν διαλλόμενος
στάσιμον δείκνυσιν ἡμῖν ἑαυτὸν κατόπιν τοῦ τοίχου γενόμενος καὶ ἐκ τῶν
δικτύων τῶν θυρίδων διαλεγόμενος. ἔχει δὲ οὕτως ἡ λέξις· Ἰδοὺ οὗτος
ἕστηκεν ὀπίσω τοῦ τοίχου ἡμῶν παρακύπτων διὰ τῶν θυρίδων, ἐκκύπτων
διὰ τῶν δικτύων.
τὸ μὲν οὖν σωματικῶς ἐν τῷ λόγῳ ὑπογραφόμενον τοιοῦτόν ἐστι, ὅτι
ἔνδον οἰκουρούσῃ τῇ νύμφῃ διὰ τῶν θυρίδων ὁ ἐραστὴς διαλέγεται καὶ τοῦ
τοίχου κατὰ τὸ μέσον ἀμφοτέρους διείργοντος ἀνεμπόδιστος γίνεται τοῦ
λόγου ἡ κοινωνία διὰ μὲν τῶν θυρίδων τῆς κεφαλῆς παρακυπτούσης, διὰ δὲ
τῶν δικτύων τῶν ἐν ταῖς θυρίσι πρὸς τὰ ἐντὸς τοῦ ὀφθαλμοῦ διακύπτοντος,
ἡ δὲ κατὰ ἀναγωγὴν θεωρία τῆς προεξητασμένης ἔχεται διανοίας·
ὁδῷ γὰρ καὶ ἀκολουθίᾳ προσοικειοῖ τῷ θεῷ τὴν | ἀνθρωπίνην φύσιν ὁ
λόγος, πρῶτον μὲν αὐτὴν διὰ τῶν προφητῶν καταυγάζων καὶ τῶν νομικῶν
παραγγελμάτων (οὕτω γὰρ νοοῦμεν· θυρίδας μὲν τοὺς προφήτας τοὺς
τὸ φῶς εἰσάγοντας, δίκτυα δὲ τὴν τῶν νομικῶν παραγγελμάτων πλοκήν,
δι’ ὧν ἀμφοτέρων ἡ αὐγὴ τοῦ ἀληθινοῦ φωτὸς ἐπὶ τὰ ἐντὸς παραδύεται)·
μετὰ ταῦτα δὲ ἡ τελεία τοῦ φωτὸς ἔλλαμψις γίνεται, ὅταν ἐπιφανῇ τὸ φῶς
τὸ ἀληθινὸν τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένοις διὰ τῆς πρὸς τὴν
φύσιν ἡμῶν συνανακράσεως. πρότερον οὖν αἱ αὐγαὶ τῶν προφητικῶν τε καὶ
νομικῶν νοημάτων ἐλλάμπουσαι τῇ ψυχῇ διὰ τῶν νοηθεισῶν ἡμῖν θυρίδων
τε καὶ δικτύων ἐπιθυμίαν ἐμποιοῦσι τοῦ ἰδεῖν ἐν ὑπαίθρῳ τὸν ἥλιον, εἶθ’ οὕτω
τὸ ποθούμενον εἰς ἔργον προέρχεται.
Ἀκούσωμεν δὲ οἷα πρὸς τὴν ἐκκλησίαν λαλεῖ ὁ μήπω ἐντὸς τοῦ
τοίχου γενόμενος ἀλλ’ ἔτι διὰ τῶν φωταγωγῶν αὐτῇ προσφθεγγόμενος·
Ἀποκρίνεται, φησίν, ὁ ἀδελφιδός μου καὶ λέγει μοι· Ἀνάστα, ἐλθέ, ἡ πλησίον
μου, καλή μου, περιστερά μου, ὅτι ἰδοὺ ὁ χειμὼν παρῆλθεν, ὁ ὑετὸς ἀπῆλθεν,
ἐπορεύθη ἑαυτῷ, τὰ ἄνθη ὤφθη ἐν τῇ γῇ, ὁ καιρὸς τῆς τομῆς ἔφθακεν, | φωνὴ
τοῦ τρυγόνος ἠκούσθη ἐν τῇ γῇ ἡμῶν, ἡ συκῆ ἐξήνεγκε τοὺς ὀλύνθους αὐτῆς,
αἱ ἄμπελοι κυπρίζουσιν, ἔδωκαν ὀσμήν.
Ὢ πῶς γλαφυρῶς ἡμῖν ὑπογράφει τὴν τοῦ ἔαρος χάριν ὁ πλάστης τοῦ
ἔαρος, πρὸς ὅν φησιν ὁ Δαβὶδ ὅτι Θέρος καὶ ἔαρ σὺ ἔπλασας αὐτά. λύει τὴν
τοῦ χειμῶνος κατήφειαν παρεληλυθέναι λέγων τὴν χειμερινὴν σκυθρωπότητα
καὶ τὴν τῶν ὑετῶν ἀηδίαν· λειμῶνας δείκνυσι βρύοντας καὶ ὡραϊζομένους
τοῖς ἄνθεσιν, τὰ δὲ ἄνθη ἐν ἀκμῇ εἶναι λέγει καὶ πρὸς τομὴν ἐπιτηδείως
ἔχειν, ὡς εἰς στεφάνου πλοκὴν ἢ μύρου κατασκευὴν ἀναιρεῖσθαι πάντως
τοὺς ἀνθολόγους. ἡδύνει δὲ τὸν καιρὸν ὁ λόγος καὶ ταῖς τῶν ὀρνίθων ᾠδαῖς
κατὰ τὰ ἄλση περιηχούμενον τῆς ἡδείας τῶν τρυγόνων φωνῆς ταῖς ἀκοαῖς
προσηχούσης, συκῆν δὲ λέγει καὶ ἄμπελον τὴν ἀπ’ αὐτῶν γενησομένην
τρυφὴν τοῖς φαινομένοις προοιμιάζεσθαι, τὴν μὲν τοὺς ὀλύνθους
ἐκφέρουσαν, τὴν δὲ τῷ ἄνθει κυπρίζουσαν, ὡς κατατρυφᾶν τῆς εὐωδίας τὴν
ὄσφρησιν. οὕτω μὲν οὖν ἁβρύνεται τῇ ὑπογραφῇ τῆς ἐαρινῆς ὥρας ὁ λόγος τό
τε σκυθρωπὸν ἀποβάλλων καὶ τοῖς γλυκυτέ | ροις ἐμφιλοχωρῶν διηγήμασιν.
χρὴ δέ, οἶμαι, μὴ παραμεῖναι τὴν διάνοιαν τῇ τῶν γλαφυρῶν τούτων
ὑπογραφῇ, ἀλλὰ δι’ αὐτῶν ὁδηγηθῆναι πρὸς τὰ δηλούμενα διὰ τῶν λογίων
τούτων μυστήρια, ὥστε ἀνακαλυφθῆναι τὸν θησαυρὸν τῶν νοημάτων τὸν
ἐγκεκρυμμένον τοῖς ῥήμασιν.
τί οὖν ἐστιν ὅ φαμεν; πεπήγει ποτὲ τῷ τῆς εἰδωλολατρίας κρυμῷ τὸ
ἀνθρώπινον τῆς εὐκινήτου φύσεως τῶν ἀνθρώπων πρὸς τὴν τῶν ἀκινήτων
σεβασμάτων φύσιν μεταβληθείσης· Ὅμοιοι γάρ φησιν αὐτοῖς γένοιντο
οἱ ποιοῦντες αὐτὰ καὶ πάντες οἱ πεποιθότες ἐπ’ αὐτοῖς. καὶ τὸ εἰκὸς ἐν
τοῖς γινομένοις ἦν· ὥσπερ γὰρ οἱ πρὸς τὴν ἀληθινὴν θεότητα βλέποντες
ἐφ’ ἑαυτῶν δέχονται τὰ τῆς θείας φύσεως ἰδιώματα, οὕτως ὁ τῇ ματαιότητι
τῶν εἰδώλων προσανέχων μετεστοιχειοῦτο πρὸς τὸ βλεπόμενον λίθος ἐξ
ἀνθρώπου γινόμενος. ἐπειδὴ τοίνυν ἀπολιθωθεῖσα διὰ τῆς τῶν εἰδώλων
λατρείας ἀκίνητος ἦν πρὸς τὸ κρεῖττον ἡ φύσις ἐμπεπηγυῖα τῷ τῆς
εἰδωλολατρίας κρυμῷ, τούτου χάριν ἐπανατέλλει τῷ χαλεπῷ τούτῳ χειμῶνι
ὁ τῆς δικαιοσύνης ἥλιος καὶ ἔαρ ποιεῖ τοῦ μεσημβρινοῦ πνεύματος, τοῦ τὴν
τοιαύτην διαλύοντος πῆξιν, ἅμα τῇ ἀνατολῇ τῶν ἀκτίνων συνεπιθάλποντος
ἅπαν τὸ ὑποκείμενον, ἵνα διαθερμανθεὶς τῷ πνεύματι ὁ διὰ τοῦ κρύους
λιθωθεὶς ἄνθρωπος καὶ ὑποθαλφθεὶς τῇ ἀκτῖνι | τοῦ λόγου πάλιν γένηται
ὕδωρ ἁλλόμενον εἰς ζωὴν αἰώνιον· Πνεύσεται γὰρ τὸ πνεῦμα αὐτοῦ
καὶ ῥυήσεται ὕδατα Στρεφομένης τῆς πέτρας εἰς λίμνας ὑδάτων καὶ τῆς
ἀκροτόμου εἰς πηγὰς ὑδάτων. ὅπερ γυμνότερον πρὸς τοὺς Ἰουδαίους ὁ
βαπτιστὴς ἀνεβόησε λέγων τοὺς λίθους τούτους ἐγείρεσθαι εἰς τὸ γενέσθαι
τέκνα τοῦ πατριάρχου δι’ ἀρετῆς ὁμοιούμενα.
ταῦτα τοίνυν ἀκούει τοῦ λόγου ἡ ἐκκλησία διὰ τῶν προφητικῶν θυρίδων
καὶ τῶν νομικῶν δικτύων δεχομένη τὴν τῆς ἀληθείας αὐγὴν ἔτι συνεστῶτος
τοῦ τυπικοῦ τῆς διδασκαλίας τοίχου, τοῦ νόμου λέγω, τοῦ τὴν σκιὰν
ποιοῦντος τῶν μελλόντων ἀγαθῶν, οὐκ αὐτὴν τὴν εἰκόνα τῶν πραγμάτων
δεικνύοντος, οὗ κατόπιν ἵσταται ἡ ἀλήθεια ἐχομένη τοῦ τύπου πρῶτον μὲν
διὰ τῶν προφητῶν ἐναυγάζουσα τῇ ἐκκλησίᾳ τὸν λόγον, μέτα ταῦτα δὲ
τῇ φανερώσει τοῦ εὐαγγελίου πᾶσαν τοῦ τύπου τὴν σκιοειδῆ φαντασίαν
ἐξαναλίσκουσα, δι’ ἧς καθαιρεῖται μὲν τὸ μεσότοιχον, συνάπτεται δὲ ὁ ἐν
τῷ οἴκῳ ἀὴρ πρὸς τὸ αἴθριον φῶς, ὡς μηκέτι διὰ τῶν θυρίδων χρείαν ἔχειν
περιαυγάζεσθαι αὐτοῦ τοῦ ἀληθινοῦ φωτὸς διὰ τῶν εὐαγγελικῶν ἀκτίνων τὰ
ἔνδον πάντα καταφωτίζοντος.
διὰ τοῦτο ἐμβοᾷ διὰ τῶν φωταγωγῶν τῇ ἐκκλησίᾳ ὁ λόγος ὁ ἀνορθῶν
τοὺς κατερραγμένους | λέγων Ἀνάστηθι (δηλαδὴ ἐκ τοῦ πτώματος) ἡ τῷ
γλίσχρῳ τῆς ἁμαρτίας ἐνολισθήσασα, ἡ συμποδισθεῖσα διὰ τοῦ ὄφεως καὶ εἰς
γῆν πεσοῦσα καὶ ἐν τῷ πτώματι τῆς παρακοῆς γενομένη, ἀνάστα. οὐκ ἀρκεῖ
δέ σοι, φησί, τὸ ἀνορθωθῆναι μόνον ἐκ τοῦ πτώματος, ἀλλὰ καὶ πρόελθε διὰ
τῆς τῶν ἀγαθῶν προκοπῆς τὸν ἐν ἀρετῇ διανύουσα δρόμον.
ὅπερ δὴ καὶ ἐπὶ τοῦ παραλυτικοῦ μεμαθήκαμεν· οὐ γὰρ διανίστησι μόνον
ὁ λόγος τὸ ἐπικλίνιον ἄχθος ἐκεῖνο, ἀλλὰ καὶ περιπατεῖν ἐγκελεύεται. ὅπερ
μοι δοκεῖ τὴν πρὸς τὸ κρεῖττον πρόοδόν τε καὶ ἐπαύξησιν διὰ τῆς μεταβατικῆς
κινήσεως σημαίνειν [ὁ λόγος]. Ἀνάστα οὖν φησι καὶ Ἐλθέ. ὢ προστάγματος
δύναμις. ὄντως φωνὴ δυνάμεώς ἐστιν ἡ φωνὴ τοῦ θεοῦ, καθὼς ἡ ψαλμῳδία
φησὶν ὅτι Ἰδοὺ δώσει τὴν φωνὴν αὐτοῦ, φωνὴν δυνάμεως· καὶ Αὐτὸς εἶπε
καὶ ἐγενήθησαν, αὐτὸς ἐνετείλατο καὶ ἐκτίσθησαν. ἰδοὺ καὶ νῦν εἶπε πρὸς
τὴν κειμένην ὅτι Ἀνάστηθι καὶ ὅτι Ἐλθὲ καὶ εὐθὺς ἔργον τὸ πρόσταγμα
γίνεται· ὁμοῦ γὰρ τῷ δέξασθαι τοῦ λόγου τὴν | δύναμιν καὶ ἵσταται καὶ
παρίσταται καὶ πλησίον γίνεται τοῦ φωτός, ὡς ὑπ’ αὐτοῦ τοῦ καλέσαντος
αὐτὴν μεμαρτύρηται οὕτως εἰπόντος τοῦ λόγου Ἀνάστα, ἐλθέ, ἡ πλησίον μου,
καλή μου, περιστερά μου.
τίς ἡ τάξις αὕτη τοῦ λόγου; πῶς ἔχεται τοῦ ἑτέρου τὸ ἕτερον; πῶς σῴζεται
καθ’ εἱρμὸν ὥσπερ ἐν ἁλύσει τινὶ τὸ τῶν νοημάτων ἀκόλουθον; ἀκούει τοῦ
προστάγματος, ἐνδυναμοῦται τῷ λόγῳ, ἐγείρεται, προέρχεται, πλησιάζει,
καλὴ γίνεται, περιστερὰ ὀνομάζεται.
πῶς γάρ ἐστι δυνατὸν καλὴν ὄψιν ἐν κατόπτρῳ γενέσθαι μὴ καλῆς
τινος μορφῆς δεξαμένῳ τὴν ἔμφασιν; οὐκοῦν καὶ τὸ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως
κάτοπτρον οὐ πρότερον ἐγένετο καλόν, ἀλλ’ ὅτε τῷ καλῷ ἐπλησίασε καὶ
τῇ εἰκόνι τοῦ θείου κάλλους ἐνεμορφώθη. ὥσπερ γὰρ τὸ τοῦ ὄφεως εἶχεν
εἶδος ἕως ἔκειτο ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πρὸς αὐτὸν ἀφεώρα, κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον
ἐπειδὴ ἀνέστη καὶ τῷ ἀγαθῷ ἔδειξεν ἑαυτὴν ἀντιπρόσωπον κατὰ νώτου τὴν
κακίαν ποιησαμένη, πρὸς ὃ βλέπει κατ’ ἐκεῖνο καὶ σχηματίζεται· βλέπει δὲ
πρὸς τὸ ἀρχέτυπον κάλλος. διὰ τοῦτο τῷ φωτὶ προσεγγίσασα φῶς γίνεται,
τῷ δὲ φωτὶ τὸ καλὸν τῆς | περιστερᾶς εἶδος ἐνεικονίζεται, ἐκείνης λέγω τῆς
περιστερᾶς, ἧς τὸ εἶδος τὴν τοῦ ἁγίου πνεύματος παρουσίαν ἐγνώρισεν.
οὕτω τοίνυν αὐτῇ προσφωνήσας ὁ λόγος καὶ ὀνομάσας αὐτὴν καλὴν
μὲν διὰ τὸ πλησίον, περιστερὰν δὲ διὰ τὸ κάλλος, καὶ τὰ ἐφεξῆς διεξέρχεται
οὐκέτι λέγων κρατεῖν τοῦ χειμῶνος τῶν ψυχῶν τὴν κατήφειαν· οὐ γὰρ ἀντέχει
πρὸς τὴν ἀκτῖνα τὸ κρύος. Ἰδού, φησίν, ὁ χειμὼν παρῆλθεν, ὁ ὑετὸς ἀπῆλθεν,
ἐπορεύθη ἑαυτῷ.
πολυώνυμον ποιεῖ τὸ κακὸν κατὰ τὰς διαφορὰς τῶν ἐνεργημάτων
ὀνομαζόμενον· ὁ αὐτὸς γὰρ καὶ χειμὼν καὶ ὑετὸς καὶ σταγόνες, καθ’
ἕκαστον τῶν ὀνομάτων πειρασμοῦ τινος κατὰ τὸ ἰδιάζον σημαινομένου·
χειμὼν λέγεται διὰ τὴν πολυειδῆ τῶν κακῶν σημασίαν· ἐν γὰρ τῷ χειμῶνι
τὰ τεθηλότα μαραίνεται, τὸ ἐπὶ τῶν δένδρων κάλλος, ὃ διὰ τῶν φύλλων
φυσικῶς ὡραΐζεται, ἀπορρεῖ τῶν κλάδων καὶ τῇ γῇ καταμίγνυται, σιγᾷ
τῶν μουσικῶν ὀρνίθων ἡ μελῳδία, φεύγει ἡ ἀηδών, ναρκᾷ ἡ χελιδών,
ἀποξενοῦται τῆς καλιᾶς ἡ τρυγών, μιμεῖται τὰ πάντα τὴν τοῦ θανάτου
κατήφειαν, νεκροῦται ὁ βλαστός, ἀποθνῄσκει ἡ πόα· ὥσπερ ὀστέα σαρκῶν
κεχωρισμένα οὕτως οἱ κλάδοι τῶν φύλλων γυμνωθέντες εἰδεχθὲς θέαμα
γίνονται ἀντὶ τῆς | προσούσης αὐτοῖς ἐκ τῶν βλαστῶν ἀγλαΐας. τί δ’ ἄν τις
λέγοι τὰ κατὰ θάλασσαν πάθη, τὰ διὰ τοῦ χειμῶνος γινόμενα, πῶς ἐκ βυθῶν
ἀναστρεφομένη καὶ διοιδαίνουσα σκοπέλους καὶ ὄρη μιμεῖται πρὸς τὸ ὄρθιον
σχῆμα κορυφουμένη τῷ ὕδατι, πῶς ἐφορμᾷ καθάπερ πολεμία τῇ γῇ ὑπὲρ τὰς
ἠϊόνας ἑαυτὴν ἐπεκβάλλουσα καὶ ταῖς ἐπαλλήλοις τῶν κυμάτων πληγαῖς
οἷόν τισι μηχανημάτων προσβολαῖς αὐτὴν κατασείουσα;
ἀλλά μοι νόει τὰ τοῦ χειμῶνος πάθη ταῦτα καὶ τὰ τοιαῦτα πάντα
μεταλαμβάνων εἰς τροπικὴν σημασίαν, τί ἐστιν ἐν χειμῶνι τὸ ἀπανθοῦν τε καὶ
μαραινόμενον, τί τὸ εἰς γῆν ἐκ τῶν ἀκρεμόνων ἀναλυόμενον, τίς ἡ σιωπῶσα
τῶν ᾠδικῶν ὀρνίθων φωνή, τίς ἡ θάλασσα ἡ ἐπωρυομένη τοῖς κύμασι, τίς ἐπὶ
τούτοις ὁ ὑετός, τίνες τοῦ ὑετοῦ αἱ σταγόνες, πῶς ἑαυτῷ πορεύεται ὁ ὑετός·
διὰ τούτου γὰρ τὸ ἔμψυχόν τε καὶ προαιρετικὸν τοῦ τοιούτου χειμῶνος
ὑποσημαίνει τὸ αἴνιγμα. τάχα γὰρ κἂν μὴ τὰ καθ’ ἕκαστον διασαφήσῃ ὁ
λόγος, πρόδηλός ἐστι τῷ ἀκούοντι ἡ ἑκάστῳ τούτων ἐμφαινομένη διάνοια,
πῶς τεθήλει τὸ κατ’ ἀρχὰς ἡ ἀνθρωπίνη φύσις, ἕως ἐν τῷ παραδείσῳ ἦν τῷ
τῆς πηγῆς ἐκείνης ὕδατι πιαινο|μένη καὶ θάλλουσα, ὅτε ἦν ἀντὶ φύλλων ὁ τῆς
ἀθανασίας βλαστὸς ὡραΐζων τὴν φύσιν· ἀλλὰ τοῦ χειμῶνος τῆς παρακοῆς
τὴν ῥίζαν ἀποξηράναντος ἀπετινάχθη τὸ ἄνθος καὶ εἰς γῆν ἀνελύθη, καὶ
ἐγυμνώθη τοῦ κάλλους τῆς ἀθανασίας ὁ ἄνθρωπος καὶ ἡ τῶν ἀρετῶν πόα
κατεξηράνθη τῆς πρὸς τὸν θεὸν ἀγάπης διὰ τὸ πληθυνθῆναι τὴν ἀνομίαν
καταψυγείσης, ὅθεν τὰ ποικίλα παθήματα τοῖς ἀντικειμένοις πνεύμασιν ἐν
ἡμῖν ἐκορυφώθη, δι’ ὧν τὰ πονηρὰ τῆς ψυχῆς ναυάγια γίνεται.
ἀλλὰ ἐλθόντος τοῦ τὸ ἔαρ ἡμῖν τῶν ψυχῶν ἐμποιήσαντος, ὃς τοῦ
πονηροῦ ἀνέμου τὴν θάλασσάν ποτε διεγείραντος καὶ τοῖς πνεύμασιν ἐπιτιμᾷ
καὶ τῇ θαλάσσῃ λέγει Σιώπα πεφίμωσο, πάντα εἰς γαλήνην καὶ νηνεμίαν
μετεσκευάσθη, καὶ πάλιν ἀναθάλλειν ἄρχεται καὶ τοῖς ἰδίοις ἄνθεσιν ἡ φύσις
ἡμῶν ὡραΐζεσθαι. ἄνθη δὲ τῆς ζωῆς ἡμῶν αἱ ἀρεταὶ νῦν μὲν ἀνθοῦσαι, τὸν
δὲ καρπὸν αὐτῶν τῷ ἰδίῳ καιρῷ παρεχόμεναι. διὰ τοῦτό φησιν ὁ λόγος Ὁ
χειμὼν παρῆλθεν, ὁ ὑετὸς ἀπῆλθεν, ἐπορεύθη ἑαυτῷ, τὰ ἄνθη ὤφθη ἐν τῇ
γῇ, καιρὸς τῆς τομῆς ἔφθακεν. ὁρᾷς, φησί, τὸν | λειμῶνα τὸν διὰ τῶν ἀρετῶν
ἀνθοῦντα, ὁρᾷς τὴν σωφροσύνην, τουτέστι τὸ λαμπρόν τε καὶ εὐῶδες κρίνον,
ὁρᾷς τὴν αἰδῶ, τὸ ῥόδον, ὁρᾷς τὸ ἴον, τοῦ Χριστοῦ τὴν εὐωδίαν. τί οὖν οὐ
στεφανηπλοκεῖς διὰ τούτων; οὗτός ἐστιν ὁ καιρός, ἐν ᾧ χρὴ δρεψάμενον τῇ
πλοκῇ τῶν τοιούτων στεφάνων ἐγκαλλωπίσασθαι. ὁ καιρὸς τῆς τομῆς αὐτῶν
ἔφθακεν.
τοῦτό σοι διαμαρτύρεται ἡ φωνὴ τοῦ τρυγόνος, τουτέστιν ἡ φωνὴ τοῦ
βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ· Ἰωάννης γάρ ἐστιν ὁ τρυγὼν οὗτος, ὁ τοῦ φαιδροῦ
τούτου ἔαρος πρόδρομος ὁ τὰ καλὰ τῆς ἀρετῆς ἄνθη τοῖς ἀνθρώποις
δεικνύων καὶ τοῖς βουλομένοις ἀνθολογεῖν προτείνων, δι’ ὧν ὑπεδείκνυε τὸ
ἐκ τῆς ῥίζης τοῦ Ἰεσσαὶ ἄνθος, τὸν ἀμνὸν τοῦ θεοῦ τὸν αἴροντα τὴν ἁμαρτίαν
τοῦ κόσμου, καὶ ὑπετίθετο τὴν ἐκ τῶν κακῶν μετάνοιαν καὶ τὴν κατ’ ἀρετὴν
πολιτείαν· Ἠκούσθη γάρ φησιν ἡ φωνὴ τοῦ τρυγόνος ἐν τῇ γῇ ἡμῶν.
τάχα γῆν τοὺς κατεγνωσμένους ἐν κακίᾳ κατονομάζει, οὓς τελώνας τε
καὶ πόρνας λέγει τὸ εὐαγγέλιον, ἐν οἷς ἠκούσθη τοῦ Ἰωάννου ὁ λόγος τῶν
λοιπῶν οὐ παραδεξαμένων τὸ κήρυγμα.
τὸ δὲ περὶ τῆς συκῆς εἰρημένον ὅτι Ἐξήνεγκε τοὺς ὀλύνθους αὐτῆς οὑτωσὶ
τῷ λόγῳ κατανοήσωμεν· ἑλκτικὴ τῆς ἐν τῷ βάθει νοτίδος | διαφερόντως
ὑπὸ θερμότητός ἐστιν ἡ συκῆ, πολλῆς δὲ κατὰ τὰς ἐντεριώνας τῆς ἰκμάδος
συνισταμένης ἀναγκαίως ἡ φύσις διὰ τῆς τῶν ὑγρῶν πέψεως τῆς ἐν τῷ
φυτῷ γινομένης τὸ ἀχρεῖόν τε καὶ γεῶδες τῆς ἰκμάδος ἐκ τῶν ἀκρεμόνων
ἀποσκευάζεται, καὶ πολλάκις τοῦτο ποιεῖ, ἕως ἂν τὸ εἰλικρινές τε καὶ τρόφιμον
ἐν τῷ καθήκοντι καιρῷ προβάλῃ κεκαθαρμένον τῆς ἀχρήστου ποιότητος.
τὸ τοίνυν πρὸ τοῦ γλυκέος τε καὶ τελείου καρποῦ ὑπὸ τῆς συκῆς ἐν καρπῶν
εἴδει προβαλλόμενον ὄλυνθος λέγεται, ὅπερ καὶ αὐτὸ μὲν ἐδώδιμον ἔσθ’
ὅτε τοῖς βουλομένοις ἐστίν. οὐ μὴν ἐκεῖνό ἐστιν ὁ καρπός, ἀλλὰ τοῦ καρποῦ
προοίμιον γίνεται· ὁ ταῦτα τοίνυν θεασάμενος καὶ τὸν καρπὸν ὅσον οὐδέπω
πάντως ἐκδέχεται· σημεῖον γὰρ τῶν ἐδωδίμων σύκων οἱ ὄλυνθοι γίνονται,
οὓς ἐξενηνοχέναι φησὶ τὴν συκῆν.
ἐπειδὴ γὰρ τὸ πνευματικὸν ἔαρ ὑπογράφει τῇ νύμφῃ ὁ λόγος, ὁ δὲ
καιρὸς οὗτος μεθόριός ἐστι τῶν δύο καιρῶν, τῆς τε χειμερινῆς κατηφείας καὶ
τῆς ἐν τῷ θέρει τῶν καρπῶν μετουσίας, διὰ τοῦτο τὸ μὲν παρῳχηκέναι τὰ
κακὰ διαρρήδην εὐαγγελίζεται, τοὺς δὲ καρποὺς τῆς ἀρετῆς οὔπω τελείως
προδείκνυσιν. ἀλλὰ τούτους μὲν ἐν τῷ καθήκοντι καιρῷ ταμιεύσεται, ὅταν
ἐνστῇ τὸ θέρος (οἶδας δὲ πάντως τὸ διὰ τοῦ θέρους δηλούμενον ἐκ τῆς τοῦ
κυρίου φωνῆς, ἣ τοῦτό φησιν ὅτι Ὁ θερισμὸς συντέλεια τοῦ αἰῶνός | ἐστιν),
νῦν δὲ τὰς ἐλπίδας δείκνυσι διὰ τῶν ἀρετῶν ἀνθούσας, ὧν ὁ καρπός, καθώς
φησιν ὁ προφήτης, ἐν τῷ καιρῷ τῷ ἰδίῳ προφαίνεται.
τῆς τοίνυν ἀνθρωπίνης φύσεως κατὰ τὴν μνημονευθεῖσαν ἐνταῦθα συκῆν
πολλὴν διὰ τοῦ νοηθέντος ἡμῖν χειμῶνος τὴν κακὴν ἰκμάδα συλλεξαμένης
καλῶς ὁ τὸ ψυχικὸν ἔαρ ἡμῖν ἐργαζόμενος καὶ τῇ καθηκούσῃ γεωπονίᾳ
φυτηκομῶν τὸ ἀνθρώπινον πρῶτον μὲν ἐκβάλλει τῆς φύσεως πᾶν ὅσον
γεῶδες καὶ ἄχρηστον ἀντὶ ἀκρεμόνων δι’ ἐξομολογήσεως ἀποσκευάζων τὰ
περιττώματα, εἶθ’ οὕτως χαρακτῆρά τινα τῆς ἐλπιζομένης μακαριότητος διὰ
τῆς ἀστειοτέρας ζωῆς ἐπιβάλλων τῷ βίῳ οἷόν τισιν ὀλύνθοις τὴν μέλλουσαν
γλυκύτητα τῶν σύκων εὐαγγελίζεται. καὶ τοῦτό ἐστι τὸ λεγόμενον ὅτι Ἡ
συκῆ ἐξήνεγκε τοὺς ὀλύνθους αὐτῆς.
Οὕτω μοι νόησον καὶ τὴν κυπρίζουσαν ἄμπελον, ἧς ὁ μὲν οἶνος ὁ τὴν
καρδίαν εὐφραίνων πληρώσει ποτὲ τὸν τῆς σοφίας κρατῆρα καὶ προκείσεται
τοῖς συμπόταις ἐκ τοῦ ὑψηλοῦ κηρύγματος κατ’ ἐξουσίαν ἀρύεσθαι εἰς
ἀγαθήν τε καὶ νηφάλιον μέθην. ἐκείνην λέγω τὴν μέθην, δι’ ἧς τοῖς ἀνθρώποις
ἐκ τῶν ὑλικῶν πρὸς τὸ θειότερον ἡ ἔκστασις γίνεται. νῦν μέντοι κυπρίζει διὰ
τοῦ ἄνθους ἡ ἄμπελος καί | τις ἐκδίδοται παρ’ αὐτῆς ἀτμὸς εὐωδιάζων, ἡδὺς
καὶ προσηνής, πρὸς τὸ περιέχον πνεῦμα κατακιρνάμενος. οἶδας δὲ τὸ πνεῦμα
πάντως, ὃ τὴν εὐωδίαν ταύτην τοῖς σῳζομένοις ἐργάζεται, παρὰ τοῦ Παύλου
μαθών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου