Κυριακή 3 Απριλίου 2022

Ο ΑΠΟΚΡΥΦΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΥ (5)

  Συνέχεια απο : Σάββατο 2 Απριλίου 2022


ΣΕΛΛΙΝΓΚ


Η σχέση του Σέλλινγκ με τον Ιωακείμ ντα Φιόρε είναι πιό φανερή και πολύ πιό στενή απο εκείνη του Χέγκελ. Ακόμη και από του Φίχτε! Μπορούμε δέ να δεχθούμε πώς ανάμεσα στους μεγάλους Γερμανούς ιδεαλιστές αυτός κατέβαλε την μεγαλύτερη και πιό πρωτότυπη προσπάθεια για να θεμελιώσει φιλοσοφικά την βασιλεία του πνεύματος, χωρίς να εκμηδενίσει την Χριστιανική θρησκεία.

Απο το 1796 διεκδικεί μία απόλυτη ελευθερία υπέρ όλων των πνευμάτων που φέρουν εν εαυτώ τον διανοητικό κόσμο και δέν μπορούν να ψάξουν έξω απο τους εαυτούς τους ούτε τον Θεό, ούτε την αθανασία. Στα 1800, στο Σύστημα του υπερβατικού ιδεαλισμού, προσδιορίζει, τί είναι ακριβώς γι’αυτόν, ο νόμος της ιστορίας, ο οποίος πρέπει να αποκορυφωθεί στην βασιλεία της ελευθερίας. Είναι λοιπόν ο νόμος μίας αποκαλύψεως της θεότητος ο οποίος φανερώνεται σε τρείς χρόνους αλλά με ασαφή όρια μεταξύ τους. Ο χρόνος της τυφλής δυνάμεως στον οποίο κυριαρχεί η τύχη, ο χρόνος της φύσεως ο οποίος ανακαλύπτει και επιβάλλει τον νόμο του, ο χρόνος της πρόνοιας ο οποίος για τον άνθρωπο είναι επίσης και ο χρόνος της ελευθερίας. Πότε θα ξεκινήσει αυτός ο τρίτος χρόνος δέν είναι δυνατόν να ειπωθεί, αλλά μπορούμε να δηλώσουμε πώς την ημέρα που θα ξεκινήσει, θα αρχίσει και η Βασιλεία του Θεού.

Στα 1802 δηλώνει πώς είναι εμφανώς αδύνατον να διατηρηθεί ο Χριστιανισμός στην εξωτερική του μορφή. Ισχυρίζεται πώς υπάρχει μία σχέση αναγκαία ανάμεσα στο δόγμα της Τριάδος και στην ανάπτυξη της ιστορίας και ανακοινώνει την έλευση του απολύτου Ευαγγελίου. Στα 1804, στο κείμενο του Φιλοσοφία και Θρησκεία, παρουσιάζει την καθολική ιστορία σαν μία απέραντη εποποιΐα του πνεύματος του Θεού. Δέν είναι πιά μία τριμερής ανάπτυξη, αλλά μία κίνηση σε δύο αντίστροφους χρόνους: απομάκρυνση και επιστροφή. Είναι μία Ιλιάδα και μία Οδύσσεια.

Υπάρχει λοιπόν, κατά τον Σέλλινγκ, μία ιστορικότης του Θεού. Ο Χριστιανισμός υπήρξε ο πρώτος που κατάλαβε αυτή την ιστορική φύση του απολύτου. Όχι πώς ο Θεός δέν είναι αιώνιος, όχι πώς γίνεται και αυξάνει υποταγμένος στην γέννηση του κόσμου. Αλλά υπάρχει σ’αυτόν ένα συνεχές ξεκίνημα. Ένα γεγονός που δέν σταματά! Και αυτή είναι η εσωτερική κίνηση που χαρακτηρίζει την Θεία προσωπικότητα. Και πράγματι ο Θεός είναι προσωπικός και μάλιστα τριπροσωπικός. Δέν πρέπει να φοβόμαστε την υπερβολή γύρω απο την τριμορφία του. Διότι είναι αυτή η εσωτερική Ετερουσία που κάνει τον Θεό ζωντανό.

Αυτή η τριμορφία αντανακλάται σ’ έναν ουσιώδη ιστορικισμό του κόσμου, που δημιουργήθηκε από το Θεό. Μία κοσμογονική πρόοδος, που είναι έργο και αντικατοπτρισμός τής θεογονικής προόδου. Και αυτή η αλήθεια ανεκαλύφθη απο τον Χριστιανισμό και μόνον αυτός στο πιό μυστικό του πνεύμα και στο πιό υψηλό του νόημα, είναι ιστορικός. Ο Χριστιανισμός ριζώνει στην ιστορία του Σύμπαντος και η δική του ιστορία ριζώνει σ’ εκείνην της Τριάδος.
 Φανερώνει αυτή την διπλή ιστορικότητα, του Θεού, και του κόσμου, του αιώνος και του χρόνου, οι οποίες ενώθηκαν στον Χριστό.
Ο Σέλλινγκ φαίνεται να συνδυάζει τόσο στενά αυτά τα δύο γίγνεσθαι, το Θείο και το κοσμικό, που με δυσκολία μπορεί κάποιος να μήν τα εννοήσει σε στενή αναλογία και αμοιβαία εξάρτηση. Φαίνεται να υπάρχει στον Θεό μία συγκεχυμένη ενότης κατ’αρχάς, ένας πρωτογενής Σαβελλιανισμός, και το δημιουργικό γίγνεσθαι να εμπλέκει τον Θεό αποκαλύπτοντας τον σιγά-σιγά στον εαυτό του.

Ο Υιός δέν θα είναι ολοκληρωτικά Υιός παρά στο τέλος της Δημιουργίας, όταν το πνεύμα θα εκδηλωθεί πλήρως. Τελικώς η Τριάδα θα ξεδιπλωθεί σε ενεργεία Τριάδα απο την ιστορία τού κόσμου. Αυτό το πέρασμα πάντως απο έναν σαβελλιανισμό σ’έναν τριθεϊσμό σχεδόν χαρακτήριζε ήδη, το τριαδικό δόγμα του Ιωακεΐμ ντα Φιόρε.

Δέν περιορίζεται όμως μόνον ιστορικά η σκέψη του. Θέλει επίσης να προάγει και την διαλεκτική. Έτσι απο το 1804, σε μία σημαντική σπουδή, στην φιλοσοφία και την θρησκεία, προσπαθεί να θέσει το ήρεμο φώς της φιλοσοφίας, πάνω απο τους ποιητικούς φωτισμούς που είναι τόσο φευγαλέοι, της θρησκείας και η αυτοαντικειμενικοποίηση του Θεού εξηγείται σαν ένα άχρονο γίγνεσθαι. Είναι μία υπερβατική θεογονία, ενώ αντιθέτως ο κόσμος είναι μία ιστορία, ένα επικό ποίημα που εξήλθε απο το πνεύμα του Θεού και είναι χωρισμένο σε δύο μέρη: ένα είναι το ξεκίνημα της ανθρωπότητος αρχίζοντας απο το κέντρο της μέχρι τον μακρυνότερο βαθμό και το άλλο η επιστροφή της στο κέντρο. Θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε το πρώτο μέρος με την Ιλιάδα και το δεύτερο με την Οδύσσεια.

Η θεότης είναι ξένη σε κάθε γίγνεσθαι. Γι’αυτό το γίγνεσθαι δέν είναι σε σχέση με τον εαυτό της, αλλά σε σχέση με το Είναι, το εξωτερικό. Η ιστορία του Θεού, όπως και εκείνη του κόσμου (δηλαδή του ανθρώπου, διότι μόνον μέσα στον άνθρωπο ο Θεός αγάπησε τον κόσμο) είναι ιστορία της ελευθερίας. Η ελευθερία είναι το υπέρτατο αγαθό, πέραν κάθε Είναι, και εμείς έχουμε το αίσθημα, έτσι πρέπει να πούμε, πώς στην πραγματικότητα του, ο Θεός δέν είναι ένα αναγκαίο Είναι, αλλά η αιώνια ελευθερία. Αυτό δέν σημαίνει πώς υποχρεώθηκε ποτέ να γίνει πραγματικός, αλλά από όλη την αιωνιότητα η ανάγκη υπήρξε πάντοτε υποταγμένη στην ελευθερία. Σαν εικόνα του Θεού, ο άνθρωπος είναι ελεύθερος. Γι’αυτόν όπως και για τον Θεό μπορούμε να πούμε πώς είναι η υπερχειλίζουσα ελευθερία του η οποία συστήνει το αυθεντικό του Εγώ. Αλλά πρέπει να δούμε επίσης αυτό που προϋποτίθεται εδώ. Ότι το πιό τέλειο δημιούργημα του Θεού, σχετικώς ανεξάρτητο του Θεού, είναι ικανό για το Κακό. Σ’αυτόν βρίσκεται συγκεντρωμένη όλη η δύναμις της σκοτεινής αρχής ταυτόχρονα με όλη την δύναμη του Φωτός, η πιό βαθειά άβυσσος όπως και ο ύψιστος ουρανός. Το κακό δέν είναι απλώς παθητικότης ή αρνητικότης, περιορισμός ή απουσία. Αυτές οι εξηγήσεις όπως είχε ξεκαθαρίσει ο Baader, αφήνουν την νοημοσύνη και την ηθική συνείδηση ανικανοποίητες. Το κακό είναι θετική αντι-θεση. Φέρνει σε ενέργεια μία αρχή που οι νοήμονες άνθρωποι μισογνωρίζουν, αφιερωμένοι όπως είναι στην ασταμάτητη εκτόνωσί τους γύρω απο την αρμονία του κόσμου και της θαυμαστής του ενότητος. Εάν ήταν ικανοί να διεισδύσουν πέρα απο την επιφάνεια των πραγμάτων, θα είχαν δεί πώς το φοβερό και το τρομακτικό είναι το ουσιώδες βάθος της ζωής και της υπάρξεως. Δέν έχουμε να παλέψουμε μόνον την σάρκα και το αίμα, αλλά ένα κακό που είναι μέσα μας και έξω μας, ένα κακό που είναι πνεύμα .

Ο Σέλλινγκ έφτασε, κάτω απο την επιρροή του Μπαίμε, μέχρι του σημείου να συλλάβει μία ελευθερία πρωτογενή (άκτιστο), χωρίς κανόνα και μέτρο, μία Βούληση αυθαίρετη, της οποίας το κακό θα συνιστούσε ενδογενές στοιχείο. Αυτά τα μιάσματα, τα προερχόμενα απο τον Μπαίμε, επηρέασαν ακόμη και την ιδέα του για την Θεότητα, με αυτήν όμως την διαφορά. Ότι στον Θεό, αυτή η πρωτογενής κατάσταση της αντιφάσεως που άναψε την άγρια φωτιά της αντιδικίας, αυτή η ζωή γεμάτη επιθυμίες και πόθους, κυριαρχήθηκε από πάντοτε [ο Θεός σαν Δίας που νικά τον Τερατώδη Κρόνο]. Αυτή η ζωή αποτελεί μέρος ενός παρελθόντος το οποίο δέν έγινε μόνον τέτοιο, αλλά ήταν ένα παρελθόν εκ καταγωγής, που είναι τέτοιο απο όλη την αιωνιότητα. Το καταστρεπτικό ΟΧΙ, η δύναμη που είναι αιωνίως θυμωμένη, που δέν ανέχεται κανένα όν που να της είναι εξωτερικό, είναι αιωνίως πνιγμένη με τον ίδιο τρόπο, απο το ΝΑΙ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ.

Όπως και το μεγαλύτερο μέρος των συγχρόνων του, ο Σέλλινγκ βρίσκεται αντιμέτωπος με τον Σπινόζα, τον οποίο μάλιστα χαιρετά σαν τον δάσκαλο του και πρόδρομο. Τον οποίο όμως διορθώνει, όπως δοκίμασε να τον διορθώσει ολόκληρος ο Ρομαντισμός και στο τέλος τον αντιμάχεται. Απορρίπτοντας δέ την Καρτεσιανή διχοτομία της ύλης και του πνεύματος, δέν μπορεί να κατανοήσει ούτε τον Θεό, ούτε τον άνθρωπο, χωρισμένους απο την Φύση. Γι’αυτόν όλος ο κόσμος είναι μόνον η επέκταση της καρδιάς του Θεού. Υιοθετεί και αυτός τον τύπο του «Εν και Πάν», αλλά πολεμώντας ταυτόχρονα όλους εκείνους που τον ερμηνεύουν απρόσωπα, σαν μία απρόσωπη ολότητα. Δέχεται πώς σε τελευταία ανάλυση η ουσία του ηθικού κόσμου είναι εξίσου και της Φύσεως, αλλά αρνείται να ερμηνεύσει αυτόν τον ορισμό σαν να σήμαινε πώς η ελευθερία είναι μόνον μία φυσική δύναμις. Πάνω στην λέξη πανθεϊσμός διστάζει, δύσπιστος στην κατηγορία που έγινε σχεδόν δημοφιλής στην εποχή του, πώς καταφέρεται εναντίον οποιουδήποτε τοποθετεί έναν τρόπο ενώσεως του περασμένου και του απείρου, και φτάνει μερικές φορές να διακρίνει αυτόν τον όρο απο την μοιρολατρία, την αιτιοκρατία, και την ταυτοποίηση του Θεού με τα πράγματα. Το πάθος του συστήματος του Σπινόζα είναι ακριβώς το γεγονός πώς δέν έθεσε τα όντα στον Θεό, αλλά το ότι τα έθεσε σαν πράγματα και κατέληξε να εννοεί την Άπειρη ουσία του και αυτή σαν πράγμα. Τον κατηγόρησε δηλαδή ότι όρθωσε το «Γενικό Είναι» σαν ένα αδηφάγο δόγμα που εξαφάνισε στα σπλάχνα του και την επιστήμη και την θρησκεία

Συνεχίζεται
Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου