Συνέχεια από : Σάββατο, 13 Απριλίου 2013
του HENRI DE LYBAC
ΣΕΛΛΙΝΓΚ
Αντιτίθεται με μεγαλύτερη βία στην νοησιαρχία των φώτων του Διαφωτισμού,
στις Χυδαίες ιδέες του, γεννήματα της αστικής λογικής. Καταγγέλει απο το 1803
ήδη, την κληρονομία του Προτεσταντισμού ο οποίος αντικαθιστώντας σε μία ζωντανή
και επαρκή αυθεντία, την αυθεντία ενός Βιβλίου, δηλαδή του νεκρού γράμματος,
συνέστησε μία καινούργια δουλεία, πολύ πιό αποτρόπαιη της πρώτης. Τόσο μάλιστα
που η θεολογία μειώθηκε σε φιλολογία και σε ψυχολογία,καί το ηθικό κήρυγμα έπεσε
σε λεπτομέρειες της οικονομίας της Οικογενειακής ζωής. Δέν εκτιμά το έργο τού
Λούθηρου διότι τον κατηγορεί ότι, παρότι ήταν χωρίς αμφιβολία μία αναγκαία
στιγμή της ιστορίας, διέκοψε την ενότητα της Εκκλησίας. Επι πλέον βυθίστηκε σε
έναν στείρο πόλεμο εναντίον των καθόλου. Η αντίθεσί του στον Χέγκελ δέν είναι
μικρότερη. Δέν βλέπει, όπως ο Χέγκελ, στην ιστορία της φιλοσοφίας τόν αποκλεισμό
της θρησκευτικές συνειδήσεως. Αντιθέτως την βλέπει όλο και πιό ενισχυμένη στην
καρδιά τής προόδου αυτής της συνειδήσεως. Εκτός των άλλων ο Σελλινγκ δέν απαλλάχθηκε
ποτέ του απο την μυθική εικόνα του Μεγάλου Μεταρρυθμιστού. Όσο για τον Φίχτε,
τον κατηγορεί ότι αφήνοντας απέναντι του την εμπειρία τής αδράνειας και μίαν
αυτιστική ελευθερία, χάθηκε στην ολοκληρωτική υποκειμενικότητα. Η οποία τον
οδήγησε σε μία επιφανειακή φιλανθρωπία, πού δέν μπορεί να δεί το κακό
προηγούμενο κάθε ανθρώπινης πράξεως παρά μόνον στην αδράνεια της ανθρώπινης
φύσεως.
Ο Χέγκελ και ο Φίχτε θα του ξεπληρώσουν πλούσια αυτή την έχθρα. Η αντιπαλότης
του με τον Χέγκελ έμεινε στην Ιστορία. Και ο Φίχτε, παρότι πέθανε νωρίς, στα
1814, πρόφτασε να τον καταγγείλλει σαν έναν φλύαρο καλλιτέχνη, μ’ έναν αστόχαστο
ρεαλισμό, η σκέψη του οποίου, τρελλή και ψευδαισθησιακή ήταν στην κυριολεξία η
αντιφιλοσοφία. Ο Σέλλινγκ θα καταλήξει να είναι ο αποδιοπομπαίος τράγος όλων
των αμαρτιών του ρομαντισμού.
Στον ρεαλισμό του όλοι θα δούν μία υπαναχώρηση απέναντι στην κριτική
φιλοσοφία και στον αιώνιο ρόλο που διεκδίκησε για την Χριστιανική θρησκεία, μία
βιαιότητα απέναντι στην ίδια την φιλοσοφία. Ο ρεαλισμός του είναι βέβαιος,
καθώς ακόμη και στην πρώτη περίοδο της σκέψης του, είχε ένα βαθύ αίσθημα, μία
δυνατή πεποίθηση αντικειμενικότητος, την οποία εξέφρασε με καθαρότητα στο βιβλίο
του: "Οι εποχές του κόσμου".
Είναι ενθαρρυντικό να βλέπουμε
πώς παρόλη την κινητικότητα και την ελαφράδα της σκέψεως, υπάρχει μία αρχή που
αντιστέκεται στην επίθεση των πιό άγριων εννοιών και στο πύρ της πιό
μεγαλειώδους σκέψης. Χωρίς αυτή την αρχή και χωρίς την δύναμη με την οποία
αντιστέκεται στην σκέψη, ο κόσμος θα είχε μειωθεί απο νωρίς στο μηδέν. Μόνον χάρη
σ’αυτό το ανίκητο κέντρο ο κόσμος παραμένει σταθερός ενάντια στις επιθέσεις του
πνεύματος που δέν γνωρίζει ανάπαυση. Αυτή είναι η αιώνια δύναμις του Θεού.
Ο Θεός, ο άνθρωπος, ο κόσμος, αυτές είναι οι πραγματικότητες για τον
Σέλλινγκ. Όσο δέ για την σύλληψη του περί της θρησκευτικής συνειδήσεως και της
προόδου της, το θέμα δέν είναι καθόλου απλό. Εάν έφτασε στην πεποίθηση ότι η
σωτηρία δέν φτάνει στο τέλος του φιλοσοφικού στοχασμού ή άν πείστηκε πώς δέν
αποκαλύπτεται σαν ένα πέπλο που πέφτει ξαφνικά, αλλά δίνεται απο τον Θεό μέσω
του Χριστού, ο οποίος κυριεύει το κακό, κάτι που κυριάρχησε πάντοτε στον
στοχασμό του φιλοσόφου σε όλη την διάρκεια μιάς μακράς προόδου, τα κείμενα που
άφησε δέν μπορούν να μας το βεβαιώσουν απόλυτα. Ίσως δέν έφτασε ποτέ του σε μία
καθοριστική λύση.
Στα μαθήματα στην ακαδημαϊκή διδασκαλία, ο Σέλλινγκ, έδειχνε την
θρησκευτική συνείδηση να υπόκειται σε διάφορες μεταμορφώσεις μέσα στον χρόνο,
και όχι μόνον λόγω του περάσματος απο την μυθολογία στην αποκάλυψη, αλλά και
λόγω της αναπτύξεως τού αποκαλυφθέντος γεγονότος. Διότι ακόμη και στην ίδια
την Χριστιανική θρησκεία, διέκρινε την παραμονή εσωτεριστικών στοιχείων που
ονόμαζε μυθολογικά και τον ελεύθερο στοχασμό στο νόημα των μυστηρίων.
Στην φιλοσοφία της θρησκείας αντιπαραθέτει σαφώς την σκέψη στην πίστη, την
οποία ταυτίζει ως παράλογη. Στις έρευνες για την ελευθερία ισχυρίζεται
παράλληλα πώς η επιδίωξη να αποσυρθούμε απο τις δουλειές για να αφιερωθούμε
στην νόηση μοιάζει περισσότερο με φυγή παρά με μία νίκη. Σύμφωνα με την
φιλοσοφία της Μυθολογίας, η επιστήμη η οποία στηρίζεται στην νόηση απαιτεί μία
υπέρβαση, αλλά υπέρ της φιλοσοφικής θρησκείας ή της θρησκείας του πνεύματος, η
οποία καί μόνον έχει απόλυτη σπουδαιότητα. Επι πλέον αυτή η ελεύθερη θρησκεία δέν
ετέθη παρά εμμέσως απο τον Χριστιανισμό και για να φτάσει την συνείδηση πρέπει
γι’άλλη μια φορά να ελευθερωθεί, και αυτή τη φορά να ελευθερωθεί απο την
αποκάλυψη.
Έτσι η επανανακάλυψη του Θεού ή η επιστροφή στον Θεό, απαιτεί μία σειρά απο
σταθμούς: την άρνηση του εαυτού ή την μυστική ειρήνη, την τέχνη, την στοχαστική
επιστήμη. Ακόμη όμως και αυτή η αποκορύφωση είναι μία απάτη. Τί να μας ωφελήσει
μία γνώση η οποία δέν μπορεί να μας οδηγήσει παρά μέχρι την ιδέα; Το Εγώ
καταλαβαίνει τώρα πιά την άβυσσο που το χωρίζει απο τον Θεό. Πώς δέν μπορεί να
έχει ούτε ανάπαυση, ούτε ειρήνη ώσπου να γεμίσει αυτή η άβυσσος και προσβλέπει
πλέον σ’Αυτόν που θα του προσφέρει την λύτρωση του. Είναι Αυτός, Αυτός που
θέλει το πνεύμα μ’αυτόν τον τρόπο, τον Θεό που ενεργεί, μόνο σ’Αυτόν, σ’Αυτόν
το Εγώ θέλει πιά το υπέρτατο Αγαθό. Το ΠΡΟΣΩΠΟ ΨΑΧΝΕΙ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ. Παρ’όλα αυτά
το ιδανικό παραμένει μία φιλοσοφική θρησκεία και δέν αφορά πλέον την εξάρτηση
της συνειδήσεως απο την αποκάλυψη παρά μόνον απο την Εκκλησία.
Οι "εποχές του κόσμου" (1811-1815), παρότι αναφέρονται σε αντίθεση με το
πνεύμα τού Καρτέσιου, στην Βιβλική παράδοση, δέν είναι παρά μία λαϊκή Βίβλος. Αυτά
τα αιώνια μνημεία που είναι οι δύο Διαθήκες που διατηρήθηκαν απο τον
Χριστιανισμό, δέν προσφέρουν ακόμη παρά ένα θεμέλιο για την φιλοσοφική του
ερμηνεία της ιστορίας και της θρησκείας. Ένα τριμερές σχήμα, απολύτως
συγκεχυμένο εκφράζει τις απόψεις του.
Ο πανθεϊσμός αντιστοιχεί στο Βασίλειο του Πατρός, σ’εκείνη την αγωνιώδη και
γεμάτη πόνο στιγμή που ο Θεός δέν είναι ακόμη παρά ο πρώτος Υπάρχων. Στην οποία
παραμένει προγεγραμμένος και φυλακισμένος στο Είναι του, στην Φύση του. Στην γέννηση
του Υιού αντιστοιχεί, στο επίπεδο των ιδεών, η επιβεβαίωση του δυαλισμού. Ο πανθεϊσμός,
στερημένος την αποκλειστικότητά του και τοποθετημένος στο παρελθόν, γίνεται
απλός ρεαλισμός και ο ιδεαλισμός τού αντιτίθεται σαν μία ελευθερωτική και
φωτεινή αρχή. Αυτή όμως η αντιπαράθεση δέν πρέπει να φτάσει μέχρι τον
ολοκληρωτικό χωρισμό. Στο Απόλυτο, ο Υιός δέν προσπαθεί να εκμηδενίσει τον
Πατέρα, αλλά να τον ελευθερώσει, να τον φωτίσει, να τον υψώσει στην συνείδηση,
μέχρις ότου να εγκατασταθεί ανάμεσα τους μία τέλεια γνώση: ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ.
Όλα αυτά ήταν απαραίτητα, σαν εισαγωγή, ώστε να κατανοηθεί ευκολότερα στην
συνέχεια η επιρροή του Ιωακείμ ντα Φιόρε, στον τελευταίο Σέλλινγκ.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου