Συνέχεια από Τετάρτη, 17 Απριλίου 2013
Ή πώς εισήγαγε ο Ζηζιούλας τον νοητό κόσμο στην Αγία Τριάδα και τα ταύτισε.
Χριστιανική Μεταμόρφωση του δεσμού της ταυτότητος και της διαφοράς με τον Mario Vittorino (Marius Victorinus - Μάριος Βικτωρίνος)Στον Πορφύριο λοιπόν συναντούμε για πρώτη φορά ενωμένα, το βασικό δόγμα της θεολογίας του Αριστοτέλη πώς ο Θεός, σαν πρώτο Είναι ή κινητό-ακίνητο, είναι καθαρή πραγματικότης, Νόησις νοήσεως, σκέψη που σκέπτεται τον εαυτό της, με την έννοια του Θείου Είναι, δημιουργώντας μία καινούργια σύλληψη του Θεού. Αυτή όμως ακριβώς η δομή σκέψης συναντά την Χριστιανική Θεολογία. Διότι η Θεολογία αυτή πολύ δύσκολα θα μπορούσε να εννοήσει τον Θεό καθ’αυτό, χωρίς σχέσεις και γι’αυτό επέκεινα του Είναι και της σκέψης ή της νοήσεως (όπως είναι εξάλλου και όπως τον δέχθηκε η Ορθόδοξη Πατερική Θεολογία και εμπειρία) και γι’αυτό αναγκάστηκε να τον αναπτύξει σαν σκεπτόμενη Τριαδική σχέση. Αυτή η θεωρία του Πορφύριου εξάλλου προσφέρεται και με την οπτική γωνία της αντιθέσεως και της σχέσεως και των δύο επιπέδων, διαστάσεων. Σαν ασύνδετο καθ’έαυτό και συνδεδεμένο (στο άλλο). Διαφωτίζει τελικώς την αμοιβαία εξάρτηση του Ενός, Είναι και Πνεύματος και την διαφορά τους. Το Ένα, το Είναι και η Νόηση (πνεύμα) φανερώνονται κάθε φορά απο μία διπλή οπτική γωνία: ταυτόχρόνως καθ’εαυτά (ασύνδετα) και αναφερόμενα σε ένα άλλο επίπεδο ή σ’αυτό (συνδεδεμένα). Έτσι το Ένα απο το ένα μέρος είναι ο εαυτός του αλλά είναι μαζί και το Ένα στο Είναι και στο πνεύμα ή το Ένα που είναι διαφοροποιημένο καθ’εαυτό απο τον στοχασμό. Το ακαθόριστο (το Ένα) καθορίζεται στο Άλλο και έτσι ταυτοχρόνως το καθορίζει.
Αναλόγως με την ιδέα, η οποία είναι αιτία που θεμελιώνει ή Είναι, που
συστήνει το καθορισμένο όν, το Ένα είναι το Είναι του Ενός που είναι (ιδέα του
όντος). Ακόμη και το Είναι φέρεται με ένα διπλό νόημα: καθ’εαυτό προϋπάρχει του
όντος, αλλά ταυτόχρονα είναι το θεμέλιο του (του όντος).
Τέλος η νόηση (η σκέψη) ή το πνεύμα, είναι αυτό το ίδιο το οποίο προέρχεται
απο το Ένα: η αυτοσύσταση του πνεύματος συντελείται σαν μία Τριαδική πρόοδος,
που διαπερνά το Είναι, την ζωή και την σκέψη. Την ίδια στιγμή όμως το πνεύμα
μπορεί να είναι μόνον ο εαυτός του, διότι αυτό, ακόμη και σαν προερχόμενο,
είναι στο Ένα σαν θεμέλιο του Είναι του. Στο πνεύμα, ή καθεαυτό, το Είναι
μπαίνει σε σχέση με τον εαυτό του. Έτσι ο Πορφύριος ορμώμενος απο τις δύο
υποθέσεις του Παρμενίδη, παρουσίασε μία προοπτική μέσα στο Απόλυτο ή του
Απολύτου.
Ας επιστρέψουμε όμως στις τρείς φάσεις της αυτοσυστάσεως της Αγίας Τριάδος.
Όσον αφορά το Είναι αυτό καθαυτό της πρώτης φάσεως, στην διαλεκτική μέθοδο, η
οποία έχει σαν σκοπό, τό σχεδιάγραμμα του απολύτου, δέν αναγνωρίζεται σ’αυτό η
διαφορά ή η ετερότης και επομένως και όλα τα κατηγορήματα των κατηγοριών.
Πορφυρίου, Παρμενίδης III, 33! Επί του Θεού, πάρα ετερότης και ταυτότης και
ομοιότης εκβάλλεται, διότι δέν διαθέτει σχέσεις με εκείνο που έρχεται μετά από αυτόν, και μόνον εκείνα που γεννήθηκαν και έγιναν ανόμοια απο αυτόν,
αγωνίζονται να επιστρέψουν σ’αυτόν (σπεύδοντα τας περί αυτά σχέσεις αντιστρέφειν
και προς εκείνον οίειται) και πιστεύουν πώς οι σχέσεις που έχουν απέναντι του
είναι αμοιβαίες! Ονομάζεται ΈΝΑ λοιπόν; Μόνον για να του δοθεί ένα όνομα, χωρίς
καμμία φιλοδοξία να συλλάβουμε την ουσία του.
Η ετερότης οριοθετείται απο το Ένα και είναι αυτό που συνεπάγεται το
ξεκίνημα της σκέψης. Το καθαρό Ένα είναι πάνω ή πρίν απο το Είναι και απο την
νόηση (την σκέψη), διότι και τα δύο, κατά κάποιο μέτρο, είναι φαινόμενα της
διαφοράς. Και τα δύο (Είναι και νόηση) είναι στο Ένα αυτό, μόνον σαν απόλυτη
προ-ύπαρξη και προ-νόηση, όπου το προ δείχνει πώς η αναφορά δέν έχει ακόμη
πραγματοποιηθεί καθ’εαυτή.
Αυτό το απόλυτο πρό, δέν αναφέρεται σε κάποιο υπερθετικό βαθμό των
κατηγορημάτων. Εάν η πεπερασμένη νόηση κινείται και προοδεύει με τις
κατηγορίες, τότε φυσικώς δέν διαθέτει κανένα σύνδεσμο με το απόλυτο ΈΝΑ.
Η αυτοσύσταση του ΕΝΟΣ, δέν κατάγεται απο μία δική του ενέργεια, αλλά είναι
αποκλειστικά για το δικό του Είναι (Αυτώ τω Είναι). Αυτό σημαίνει πώς το ΈΝΑ
εάν πρέπει να διακριθεί και να καθοριστεί απο τον εαυτό του, πρέπει να διαθέτει
μία καθορισμένη μορφή γνώσεως του εαυτού, η οποία δέν μπορεί να είναι
διακεκριμένη απο αυτό σαν να εμπρόκειτο για κάποιο άλλο. Ακριβώς δέ επειδή η
ύπαρξη, η νόηση και η γνώση στο απόλυτο ΕΝΑ είναι, υπάρχουν στην πληρότητα
τους, αυτό το ΕΝΑ είναι το απόλυτο ΠΡΟ. Είναι πρό, πρίν απο κάθε καθόλου και
κάθε μέρος, πρώτη αιτία, προ-αρχή, η δύναμις ή η δυνατότης υπάρξεως όλων των
δυνάμεων, άπειρος δύναμις ή δύναμις των πάντων.
Η νεοπλατωνική Τριάδα (μονή-πρόοδος-επιστροφή), ή σύμφωνα με τον Vittorino (Status-Progressio-Regressus), είναι καθοριστική, διότι είναι ο θεμελιώδης νόμος μίας
κινήσεως που υπάρχει καθ’εαυτή, για την ιεραρχημένη σφαίρα της θεότητος ή για
την αυτογνωσία του πνεύματος ή για την πρόοδο της Τριάδος.
Η πρώτη ή καθαρή ενότης είναι επομένως ταυτόσημη με την πρώτη φράση αυτού
του κύκλου, με την μονή, με την παραμονή εις εαυτόν. Αυτό το ΕΝΑ, θεωρούμενο
καθεαυτό σαν ΠΑΤΗΡ, είναι, παρότι παραμένει εις εαυτόν ακόμη και στην πρόοδο,
μία δύναμις η οποία ενώνει στον εαυτό της τρείς: existentia-vita-beautido, δηλαδή Είναι-ζωή-Νόηση. (Η μακαριότης αντικαθιστά την
νόηση). Το απλό ΕΝΑ λοιπόν είναι η δύναμις της υπάρξεως (του Είναι), η δύναμις
της ζωής, η δύναμις της σκέψης.
Εάν εννοήσουμε αυτό το ΕΝΑ σαν ιδέα ή σαν λόγο καθεαυτό, που έχει στον
εαυτό του την ενέργεια της ζωής ή την δραστηριότητα της σκέψης, τότε είναι
μή-είναι (αν-υπαρξία) ή εκείνος ο τύπος δυνάμεως που δέν μπορεί να νοηθεί σαν
απλή δυνατότης που πρέπει να οδηγηθεί στην πληρότητα της (σαν δυνάμει και
ενέργεια), αλλά απλώς σαν η πλήρης πραγματικότης, η οποία είναι πρίν, πρό, των
τρόπων υπάρξεως των τριών ενεργειών (της νεοπλατωνικής Τριάδος) και ταυτοχρόνως
είναι και το βασικό θεμέλιο της δικής του υπάρξεως, του δικού του Είναι. Αυτό
το ΈΝΑ είναι με απόλυτο τρόπο προ-ύπαρξις (πρό-είναι) αυτού που είναι άλλο,
έτερο!
Το Δεύτερο ΕΝΑ, δίνει ένα άλμα πρός τα έξω! (γόνος προθορών, λόγος
προθορών). Όπως το περιγράφει ο Πορφύριος, σχόλιο στον Παρμενίδη ΧΙΙ 32! «Ώστε
διττόν το Είναι, το μέν προϋπάρχει του όντος, το δέ ό επάγεται εκ του όντος του
επέκεινα ενός του Είναι όντος, το απόλυτον και ώσπερ ιδέα του όντος, ου
μετασχόν, άλλο τι εν γέγονεν, ώ σύζυγον το απ’αυτού επιφερόμενον είναι, ως εί
νοήσειας λευκόν είναι...μή δυνάμενον εις εαυτόν εισελθείν» (Ώστε λοιπόν διπλό
το Είναι, το πρώτο προϋπάρχει του όντος, το δεύτερο είναι εκείνο που παράγεται
απο το Ένα που είναι επέκεινα του Ενός, που είναι ένα είναι αυτό το ίδιο το Είναι
απολύτως και είναι και σαν ιδέα του όντος. Αυτό το δεύτερο ΈΝΑ γεννήθηκε
μετέχοντας αυτού του Είναι και σ’αυτό είναι προσκολλημένο το δεύτερο Είναι που
επάγεται, προέρχεται, απο το πρώτο Είναι. Σαν να είχες σκεφτεί «είναι λευκόν».)
Αυτό το «Είναι λευκόν» προέρχεται απο τον Πλωτίνο (Ενν. VI 3,6,10-32). «Ως άν είποι τις τόν Σωκράτη λευκόν και το
λευκόν Σωκράτη. Εν γάρ αμφοτέροις ο Σωκράτης ο αυτός, αλλ’ίσως το λευκόν ου
ταυτόν, επι γαρ του «το λευκόν Σωκράτης» εμπεριείληπται ο Σωκράτης τω λευκώ, εν
δε τω «Σωκράτης λευκός» καθαρώς συμβεβηκός το λευκόν». (Σαν να έλεγε κάποιος
τον Σωκράτη λευκόν καί τόν λευκόν Σωκράτη. Σ’αυτές τις δύο περιπτώσεις ο Σωκράτης είναι ο
ίδιος, αλλά ίσως το λευκόν δέν είναι: όσον αφορά την δήλωση ο λευκός Σωκράτης,
περιέχεται στο λευκό, ενώ στην δήλωση ο Σωκράτης είναι λευκός, το λευκόν χωρίς
αμφιβολία είναι ένας πρόσθετος χαρακτήρας, τυχαίος [εδώ ριζώνει και ο Ρατσισμός
του φασισμού]. Επίσης μεταφυσικά, Αριστοτέλη Γ4,1007...)
Και συνεχίζει ο Πορφύριος, για τον προσδιορισμό του δευτέρου ΕΝΟΣ «μή
δυνάμενον, εις εαυτόν εισελθείν. Τίνι γάρ βλέπει εαυτόν τόν εισελθείν μή δυνάμενον ει μή τώ ενί; καί τίνι εαυτόν, εις όν εισέρχεσθαι
αδυνατεί; Τις έστιν ούτος ο αμφοτέρων εφαπτόμενος κατά το αυτό εν τω
μεμερισμένω; Τις ο λέγων έτερον είναι το νοούν και το νοούμενον; Ο βλέπων πότε
ενούται το νοούν τω νοουμένω και τί πότε ου δύναται;». (Σε ποιόν απευθύνεται αυτή η νόηση, ποιόν
βλέπει για εαυτό αυτή η νόηση, η οποία δέν μπορεί να εισέλθη εις εαυτόν, παρά
μόνον στο Ένα; Και σε ποιόν εαυτό, δεδομένου ότι δέν μπορεί να εισέλθει εις αυτόν; Ποιά είναι αυτή η νόηση η οποία βρίσκεται σε επαφή και με τα δύο,
δηλαδή σύμφωνα με τον τρόπο της ταυτότητος μέσα στο διαχωρισμένο; Ποιά είναι
αυτή η νόηση η οποία δηλώνει πώς έτερον (άλλο) είναι η σκέψη και αυτό που
σκέφτηκε; Που βλέπει πότε η σκέψη ενώνεται με το νοούμενο, μ’αυτό που σκέφτηκε,
και πότε αυτό δέν μπορεί να το κάνει;). Πλωτίνος V 3,1! Περι των Γνωριστικών υποστάσεων και του Επέκεινα. «Το
νοούν εαυτό ποικίλον δεί είναι, ίνα ενί τινι τών εν αυτώ τα άλλα θεωρούν ούτω
δή λέγηται νοείν εαυτό (αυτο που σκέπτεται τον εαυτό του δέν μπορεί παρά να
είναι ποικίλο, πολλαπλό, για να μπορεί με ένα του μέρος να θεωρεί τα άλλα, και
να δηλώνει πώς νοεί τον εαυτό του). «ώς του απλού παντάπασιν όντος ου δυναμένου
εις εαυτόν επιστρέφειν και την αυτού κατανόησιν;» (θα πούμε όμως τότε πώς το
απολύτως απλό δέν μπορεί να επιστρέψει, να ξαναστραφεί στον εαυτό του για να
γνωρίσει τον εαυτό του;) «ή οιόν τε και μή σύνθετον όν νόησιν έσχεν εαυτού;» (Ή
μήπως και αυτό που δέν είναι πολλαπλό, σύνθετο, μπορεί να αποκτήσει γνώση του
εαυτού;)
Είμαστε υποχρεωμένοι να το ανακαλύψουμε διότι διαφορετικά δέν είναι εφικτή
η αυτογνωσία με την έννοια τού «αυτό εαυτό νοείν». Και θα παραμείνουμε μόνον με
την μερική γνώση τού αισθητού, του μερικού, που δέν είναι γνώση, διότι η γνώση
είναι γνώση του όλου, και όχι η γνώση των άλλων με ένα μέρος του εαυτού!
Ας πούμε λοιπόν ότι και ο νούς ο πολύς, όταν θέλει νοείν το επέκεινα, θέλει
να σκέφτεται αυτό το ίδιο το επέκεινα, σαν ΕΝΑ. Αλλά επιθυμώντας η νόηση να το
συλλάβει σαν απλό, αναγκάζεται να βγεί απο τον εαυτό της και να συλλάβει το
πλήθος σαν έτερο που επληθύνθη σ’αυτή την ίδια (ώρμησε μέν επ’αυτό ούχ ώς
νούς, αλλ’ώς όψις ούπω ιδούσα, και γάρ αύ έχει τύπον του οράματος, δηλαδή
διατηρεί ένα ίχνος του αντικειμένου, διαφορετικά δέν θα την παραδεχόταν,
(υποδεχόταν θα λέγαμε σήμερα).
Απο την στιγμή που ο νούς είδε το επέκεινα, έγινε νούς και το κατέχει σαν
νούς, διότι πρίν απ’αυτό ήταν μόνον έφεσις και ατύπωτος (χωρίς ίχνος, χωρίς
σφραγίδα) όψις. Και έτσι τίποτε δέν εμποδίζει πλέον τον νού να είναι πολλαπλός
απο την στιγμή που έσωσε την ενότητα του και είναι ουσία μία. Η πολλαπλότητα
του δέν είναι πλέον πρόσθεση μερών, αλλά οι ενέργειες αυτού. Αυτό που
προέρχεται απο το ΕΝΑ δέν είναι ξεχωριστό απο αυτό, αλλά δέν είναι και το ίδιο,
ούτε είναι κάτι σαν μή-ουσία, ούτε ένα τυφλόν είναι, αλλά βλέπει και γνωρίζει εαυτόν
και είναι το πρώτον γιγνώσκων (ο νούς). Εκείνο που είναι επέκεινα είναι και
επέκεινα γνώσεως και επειδή δέν του λείπει τίποτε (δεόμενον ουδενός) δέν έχει και τίποτε να
γνωρίσει. Η γνώση ανήκει στην Δευτέρα Φύσιν. Διότι η γνώση είναι γνώση ενός,
κάτι γνωρίζει, το Εν είναι ένα χωρίς το «τί» έν, διότι αν ήταν τί έν, δέν θα
ήταν αυτοέν, και το αυτό προηγείται του «τί».
Και όμως το περιγράφει αποτελεσματικά καί ο Πορφύριος στις Αφορμές πρός τα
νοητά, 40: «τοίς μέν γάρ δυναμένοις χωρείν εις την αυτών ουσίαν νοερώς (όσοι
μπορούν να επανέλθουν στην ουσία τους νοερώς, με ενέργεια νοερή) και την αυτών
γινώσκειν ουσίαν, και επομένως να γνωρίσουν την ουσία τους σ’αυτή την γνώση, σ’αυτό
το όραμα, κατά την ενότητα γινώσκοντος και γινωσκομένου. Σ’αυτούς λοιπόν που
είναι παρόντες στον εαυτό τους, πάρεστι και το όν (είναι παρόν και το όν). Όσοι
δέ βγαίνουν απο τον εαυτό τους πρός τα άλλα, απουσιάζει απ’αυτούς και το όν.
Και αυτό το άλμα πρός τα έξω, είναι άχρονο. Ο Vittorino ορίζει αυτό το στάδιο ενότητος σαν «ένα-ένα».
Δέν υφίσταται ένας αναδιπλασιασμός του πρώτου, αλλά η ανάπτυξή του, η ειδική
πραγματοποίηση του ή δύναμις, στην οποία ανάπτυξη ανήκουν τώρα όλα τα ουσιώδη
χαρακτηριστικά, τα οποία είχαμε αρνηθεί στο Ένα. Η δύναμις του Πατρός
κατευθύνεται λοιπόν πρός κάτι σχεδόν μελλοντικό. Είναι μία δύναμις μέσω της
οποίας η δική της πραγματικότης γίγνεται, καταλήγει πραγματικότης ή ενεργεία. Κατανοημένη
όμως σαν μία δύναμις η οποία υπάρχει σαν πραγματικότης, η ανάπτυξη αυτού που είναι
πρώτο σ’αυτό που είναι δεύτερο, παραμένει στην ενότητα ή ταυτότητα. Η ζωή είναι το Ένα,ένα σαν «άπειρη κίνηση»,
κίνηση που περιλαμβάνει και εκφράζει κάθε άλλο όν. Η πρόθεση και η κίνηση του
λόγου κατευθύνονται πρός αυτό που είναι το Είναι των πραγμάτων που υπάρχουν. Η κίνηση
είναι μία ανάπτυξη τής αρχής, μία μορφή εκφράσεως, φανερώσεως, αποκαλύψεως: η
δύναμις σαν προϋπάρχουσα, ακίνητη καθ’εαυτή, προοδεύει αφ’εαυτής, πηγάζοντας
απο τον εαυτό της. Φανερώνεται σαν υπάρχουσα ενότης, λόγος και ζωή σε άπειρη
κίνηση. Το άχρονο πνεύμα αντιπροσωπεύει την ολοκλήρωση μίας δυναμικής ταυτότητος
είναι,ζωής και σκέψης: Σκέψη είναι η ζωή, όπως η σύνθεση που ενώνει το Είναι στο
όλον, συνολικά δηλαδή οι ιδέες. Είναι-ζωή-Σκέψη είναι πλευρές διαφορετικές μίας
ενότητος η οποία κινείται στοχαστικά. Αυτή η ενότης ή ταυτότης είναι η
ολοκλήρωση της Τριάδος.
Αυτό που σ’αυτή την Τριάδα είναι γι’αυτή την ίδια δυνατόν να γνωσθεί είναι
η γνώση, είτε είναι μία γνώση του καθαρού Ενός, η οποία διατηρείται εσωτερικά, ή
είναι μία γνώση που προοδεύει απο τον εαυτό της στον εαυτό της. Αυτή η ταυτότης
γνώσεως και γνωσθέντος, σκέψεως και για- σκέψη (ή απο πάντοτε ήδη γνωστού) είναι
ο Υιός, θεολογικώς συλληφθέντος σαν η ιδιαίτερη μορφή είναι, ζωής και
αποκαλύψεως (Φωτός). Σ’αυτή την δεύτερη
φάση εμβαθύνεται το νόημα των θεμελιωδών λέξεων του Ευαγγελίου τού κατά Ιωάννην,
Λόγος-ζωή-φώς.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου