Τετάρτη 17 Απριλίου 2013

ΠΕΡΙ ΤΑΥΤΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΑΣ (3)




Ή πώς εισήγαγε ο Ζηζιούλας τον νοητό κόσμο στην Αγία Τριάδα και τα ταύτισε.
 
Χριστιανική Μεταμόρφωση του δεσμού της ταυτότητος και της διαφοράς με τον Mario Vittorino (Marius Victorinus - Μάριος  Βικτωρίνος)

Στην συνέχεια θα εισχωρήσουμε στο θέμα της ταυτότητος και της διαφοράς στον Μεσαιωνικό Χριστιανικό νεοπλατωνισμό με την βοήθεια του Werner Beierwaltes.

O Vittorino είναι τόσο σημαντικός για την Δυτική παράκαμψη, διότι για την στοχαστική Δύση, ο τριαδικός στοχασμός υπήρξε εξαρχής σημαντικός αφού υπήρξε μια συνεχής πρόκληση για την εξασφάλιση του δεσμού ενότητος και πνεύματος. Επιπλέον είναι ο πρόδρομος στην προσπάθεια του Αυγουστίνου να φέρει την Τριάδα στο επίπεδο της έννοιας.

Η πρόθεση του Βικτωρίνου υπήρξε η κατανόηση της τριαδικής ενότητος σαν ομοουσίου. Και προς τον σκοπό αυτό μεταμόρφωσε τις πλατωνικές κατηγορίες του Σοφιστή και του Παρμενίδη.
Τα θεολογικά του έργα γράφτηκαν μετά την μεταστροφή του, γύρω στα 354 μ.Χ. Είναι προσπάθειες αναιρέσεως του Αρειανισμού.

Ο Άρειος ισχυρίστηκε την ουσιώδη διαφορά του Υιού από τον Πατέρα και μια ουσιώδη υποταγή του Υιού στον Πατέρα. Η Τριαδολογία του Άρειου είναι καθαρά Νεοπλατωνική, διότι για την φιλοσοφία αυτή είναι ουσιώδης μια καθορισμένη υπαγωγή όλων όσων προέρχονται από την πρώτη Αρχή, δηλαδή από το ΈΝΑ, στο Ένα το ίδιο. Απέναντι στο Ένα. Και σύμφωνα πάντοτε με την φιλοσοφία αυτή, μια διαφοροποιημένη υπαγωγή του όντος στο Ένα, δεν αποκλείει την έννοια μιας ταυτότητος στην διαφορά.

Ο Vittorino ξεκίνησε την χριστιανική του συμμετοχή στην λύση των προβλημάτων που δημιούργησε ο Αρειανισμός, αντλώντας την ιστορική του αναφορά από την Σύνοδο του Σιρμίου της Σερβίας το 357 μ.Χ. Ο Vittorino είναι κεντρικό σημείο για την Δύση διότι είναι ο πρώτος ο οποίος δοκίμασε να μεταμορφώσει την νεοπλατωνική φιλοσοφία για να την προσαρμόσει στο χριστιανικό ομοούσιο.
Ξεκινά λοιπόν δεχόμενος φάσεις, διαφορετικές καθεαυτές, στην αυτοσύσταση της Αγίας Τριάδος. Η αρχή ή πρώτη φάση αυτής της προόδου, που συνιστά ολόκληρη την ουσία της Αγιάς Τριάδος, είναι το ίδιο το ΈΝΑ. Πριν από κάθε τι, αυτό που υπάρχει σαν ΈΝΑ καθ' εαυτό, το ΈΝΑ, πριν προστεθεί το Είναι. Το ΈΝΑ λοιπόν το οποίο ο Πορφύριος ταύτιζε με τον πρώτο θεό (το εν προούσιον ή ανούσιον σε αντίθεση με το εν ενούσιον).

Επειδή όμως ο σκοπός του ήταν να υποστηρίξει το ομοούσιον της Αγίας Τριάδος, ακολουθώντας τον Πορφύριο, ο οποίος ένωσε τον Αριστοτέλη με τον Πλάτωνα λέγοντας πως όσα ανήκουν στο Ένα ανήκουν και στο Είναι, δέχεται και την θέση του Πορφύριου(;) ο οποίος ταυτίζει τον Θεό με τον Πατέρα, το Ένα και το Είναι. Διότι ναι μεν δέχεται το Ένα σαν προούσιον (προϋπάρχον) αλλά το δέχεται επίσης και σαν καθαρή ενέργεια, μια ενέργεια όμως που είναι το ίδιο το Είναι: ενεργεί δε μάλλον και αυτό το ενεργείν καθαρόν, ώστε και αυτό το Είναι προ του όντος [Πορφύριος, σχόλιο στον Παρμενίδη, ΧΙΙ, 25]!

Ας δούμε λοιπόν μέσα από το διάσημο κείμενο του Πορφυρίου "ΑΦΟΡΜΑΙ ΠΡΟΣ ΤΑ ΝΟΗΤΑ" πως ακριβώς βοηθήθηκε (παράγραφος 43): «Ὁ νοῦς οὐκ ἔστιν ἀρχὴ πάντων· πολλὰ γάρ ἐστιν ὁ νοῦς, πρὸ δὲ τῶν πολλῶν ἀνάγκη εἶναι τὸ ἕν. ο νοῦς νοεῖ ἀεὶ τὰ νοήματα (τα οποία είναι πολλά). Είναι δε αυτός τοῖς νοητοῖς· εἰ γάρ τι ἔστιν ὃ θεωρεῖ, ἤτοι ἐν ἑαυτῷ ἔχων τοῦτο θεωρήσει ἢ ἐν ἄλλῳ κείμενον. Είναι δε ξεκάθαρο ότι θεωρεί. σὺν γὰρ τῷ νοεῖν εἴη ἂν νοῦς. (Η Δυτική παράδοση την θεωρία και το νοείν τα ερμηνεύουν σαν σκέψεις, που δεν είναι. Η σύγχρονη σκέψη δεν είναι καν η αρχαία διάνοια. Κατάγεται από την σχέση). ἀφαιρεθεὶς δὲ τοῦ νοεῖν ἀφῄρηται τῆς οὐσίας. γνωστικαὶ δὲ δυνάμεις ἐν ἡμῖν είναι η αἴσθησις, η φαντασία, και ο νοῦς. (Σήμερα περιοριζόμεθα στις δύο και οι σύγχρονες γενιές των υπολογιστών και της εικονικής πραγματικότητας μόνον στην μία, στην φαντασία).
Όλα όσα χρησιμοποιεί η αίσθηση, τα θεωρεί καθώς επιβάλλονται απ' έξω, χωρίς όμως να ενώνεται με αυτό που θεωρεί, ἀλλὰ μόνον τύπον αὐτῶν ἐκ τῆς πρὸς αὐτὰ προσβολῆς λαμβάνον (δηλαδή προσλαμβάνοντας μόνον μια εντύπωση από αυτά λόγω της επαφής της με αυτά. -Αυτή η επαφή είναι η σχέση-). Διότι όταν ο ὀφθαλμὸς βλέπει τὸ ὁρώμενον, ἀμήχανον ἐν ταυτότητι γενέσθαι τοῦ ὁρωμένου (δεν θα μπορούσε να το δει εάν δεν στεκόταν σε μια κατάλληλη απόσταση). [Η σχέση λοιπόν θεμελιώνεται στο αισθητό και γι' αυτό γεννά την σύγχρονη ατομικότητα, που δεν ομοιάζει με την αρχαία, το άτμητο, χρειάζεται δηλαδή την απαραίτητη απόσταση, για να αντιληφθούμε αυτό που βλέπουμε].

Ακόμη και η αφή θα χανόταν εάν ταυτιζόταν με αυτό που αντιλαμβάνεται. Με τον ίδιο τρόπο και η φαντασία φέρεται πάντοτε προς τα έξω και παρασκευάζει το εικόνισμα με αυτή της την δραστηριότητα. Η κατάληψις όμως του νου (η γνώση ή η αντίληψη θα λέγαμε σήμερα) δεν γίνεται με τον ίδιο τρόπο. Αλλά συννεύοντος εἰς ἑαυτὸν καὶ ἑαυτὸν θεωροῦντος (αλλά στρέφεται στον εαυτό του και θεωρεί τον εαυτό του)».

Πως μπορούμε να κατανοήσουμε λίγο αυτή την στροφή στον εαυτό του και την θεωρία του εαυτού του; Με την βοήθεια της συναισθήσεως. Της συμφωνίας ανάμεσα στις αισθήσεις. Πώς επιτυγχάνεται αυτή η ενότης ακόμη και των αντιλήψεων του αισθητού; Οι αρχαίοι δεν έφτιαχναν, δεν διέθεταν ένα προκατασκευασμένο κέντρο νοήματος όπως είναι το Εγώ, αλλά ακολουθώντας την ενότητα  ακριβώς των αντιλήψεων, ακολούθησαν τις ακτίνες των νοημάτων και βρήκαν την πηγή τους, τον Νου. Την νόηση! Η οποία υπάρχει καθεαυτή πέραν την φθοράς και του πεπερασμένου των αισθήσεων.
Πορφυρίου "Αφορμαί προς τα νοητά" (παράγραφος 41): «Τὸ ἐν ἄλλῳ ἔχον τὸ εἶναι καὶ ἐφ᾽ ἑαυτοῦ χωριστῶς ἀπ᾽ ἄλλου μὴ οὐσιωμένον (δεν υπόκειται από μόνο του) ἐὰν εἰς ἑαυτὸ στρέφηται εἰς τὸ γνῶναι ἑαυτὸ ἄνευ ἐκείνου ἐν ᾧ οὐσίωται (χωρίς αυτό στο οποίο έχει την ουσία του), ἀπολαμβάνον (χωρίζοντας) ἑαυτὸ ἀπ᾽ ἐκείνου, φθείρεται (αποτυγχάνει) χωρίζον ἑαυτό από το Είναι.
Τὸ δὲ γινώσκειν ἑαυτὸ δυνάμενον ἄνευ ἐκείνου ἐν ᾧ ἐστιν (χωρίς εκείνο στο οποίο υπάρχει), ἀπολαμβάνον (χωρίζοντας) ἑαυτὸ ἀπ᾽ ἐκείνου, δεν φθείρεται, δεν ζημιώνει καὶ οἷόν τε ὂν (και γνωρίζει τον εαυτό του, είναι ον, συνεχίζει να υπάρχει) ἄνευ τῆς ἑαυτοῦ φθορᾶς τοῦτο ποιεῖν.
Ο νοῦς λοιπόν ἐν ἑαυτῷ κέκτηται τὸ ἐνεργεῖν τε καὶ εἶναι».

Πορφυρίου "Αφορμαί προς τα νοητά" (παράγραφος 41): «Μερικά ασώματα λέγονται και επινοούνται κατά στέρησιν (σώματος) της ύλης, όπως η ύλη και το είδος επί ύλης και οι φύσεις και οι δυνάμεις. Τοιουτοτρόπως και ο τόπος και ο χρόνος και τα πέρατα. Όταν τα θεωρήσουμε χωρισμένα ή χωριστά από την ύλη.

Υπάρχουν όμως άλλα που τα ονομάζουμε ασώματα καταχρηστικώς. Διότι δεν στερούνται σώματος, αλλά διότι είναι εντελώς ξένο προς αυτά, προς την φύση τους, να γεννήσουν σώμα. Γι' αυτό τα ασώματα σύμφωνα με την πρώτη έννοια υφίστανται προς τα σώματα (έχοντα σχέσιν με τα σώματα), ενώ τα άλλα κατά το δεύτερον σημαινόμενον είναι χωριστά τελείως από σώματα όπως και από τα ασώματα που σχετίζονται με σώματα. Διότι τα σώματα είναι σε ένα χώρο, ένα τόπο, και τα πέρατα σε ένα σώμα, ενώ ο νους και ο νοερός λόγος οὔτε ἐν τόπῳ οὔτε ἐν ᾽τῷ σώματι ὑφίσταται οὔτε παρυφίσταται σωμάτων οὔτε στα ασώματα που προκύπτουν από την στέρηση σωμάτων.
Εάν λοιπόν σκεφθούμε, επινοήσουμε το κενόν σαν ασώματο, ο νους δεν μπορεί να υπάρξει εν κενῷ. Το κενό μπορεί να είναι δεκτικόν σώματος, αλλά δεν μπορεί να χωρέσει την ενέργεια του νου, ούτε να δώσει χώρο σε αυτή την ενέργεια».

Γι' αυτό και ο νους είναι το κατ' εικόνα, το αυτεξούσιο, και είναι δώρο θεού. Γι' αυτό και η Δύση έπεσε την αγκαλιά του Βουδισμού και του Νιρβάνα, διότι εγκατέλειψε τον Νου, το επέκεινα! Διότι είναι α-νόητη.

Ας επιστρέψουμε στις επιρροές του Vittorino όμως, μετά την μεγάλη μας παρένθεση. Για να δούμε πως μπόρεσε να δει διαφορετικές καθαυτές φάσεις στην αυτοσύσταση της Αγίας Τριάδος. Βοηθούμενος ξανά από τον Πορφύριο!

Σχόλιο στον Παρμενίδη του Πλάτωνος - 142b, XI.
Παρότι ο Πλάτων πέρασε ήδη στο επίπεδο του όντος, και μάλιστα του όντος που δεν μετέχει της ουσίας, άλλον ποιείται τον λόγον ως επί μετέχοντος ουσίας. Δεν πρόκειται όμως τώρα για το Έν το ακραιφνές, στην καθαρότητά του, αλλά για το Έν που μετέχει της ουσίας (συνηλλοίωται δὲ αὐτῷ ἡ τοῦ εἶναι ἰδιότης, και έτσι λέει ότι μετέχει της ουσίας). Σαν να έλεγε δηλαδή κάποιος, στον ορισμό του ανθρώπου, λαβὼν τὸ ζῷον μετέχειν αὐτὸ ἔφασκε λογικοῦ και έτσι το ζῷον είναι συνηλλοιωμένο (μετέχει) με το λογικό και το λογικό με το ζώο. Με αυτόν τον τρόπο το Ένα γίνεται Ουσία και η Ουσία Ένα και δεν πρόκειται για μια παράθεση του Ενός και του Όντος, γιατί με αυτόν τον τρόπο το Ένα θα ήτο σαν υποκείμενο, το δε άλλο σαν συμβεβηκός. Πρόκειται αντιθέτως για μια ιδιότητα υποστάσεως, η οποία εικονίζει μεν την απλότητα του Ενός, χωρίς όμως να στέκεται στην ακραιφνότητα, την καθαρότητα του Ενός, αλλά να το συμπεριάγει, να το μεταστρέφει στο Είναι.
Επειδή το δεύτερο Ένα δεν είναι το πρώτο και δεν υφίσταται δι' άλλο αλλά διά το πρώτον, το δεύτερο Ένα δεν ταυτίζεται με το πρώτο, δεν είναι όμως ούτε δεύτερο απ' εκείνο, διότι διαφορετικά δεν θα ήταν ούτε εκβεβηκόν απ' εκείνο (δεν θα προερχόταν), ούτε και από άλλη αιτία έχει την πάροδον (την πρόοδο).

Αλλά επειδή προέρχεται από εκείνο, είναι και αυτό το ίδιο Ένα. Και επειδή δεν είναι εκείνο , συνιστά το Έν όλον, το Έν πάντα και εκείνο παραμένει  Έν ανούσιον ενώ ετούτο είναι το Έν ενούσιον, διότι ουσιώνεται μετέχοντας της Ουσίας. Ο Πλάτων λοιπόν δεν μίλησε για κάποιο ον και για κάποιο άλλο που ουσιώνεται, αλλά για Έν και για ουσιωμένο Έν.

Και δεν έγινε πρώτα ον και μετά μετέσχε του Ενός, αλλά από του Ενός γεννηθέν, δεν ειπώθηκε γι' αυτό ότι μετέσχε του Ενός, αλλά ειπώθηκε ότι είναι Έν μετάσχον του όντος. Δεν ελέχθη ότι το πρώτον ήτο ον, αλλά ότι από του Ενός η ετερότης περιήγαγε αυτό (το μετέστρεψε προς τα έξω, το περιέστρεψε σε σχέση με το πρώτο Έν, η ετερότης), καθιστώντας το, αυτό το Έν, το Είναι του όλου. Δια μιας υφέσεως του πρώτου Ενός, μιας χαλαρώσεως, μιας μειώσεως, που ονομάζεται ετερότης εν προκειμένω, το Έν ουσιώνεται.

Δεν πρέπει όμως να υπαινιχθούμε πως ο Πλάτων εννόησε ότι το Εν επέκεινα της Ουσίας και το όντως ον, δεν είναι ούτε ουσία ούτε ενέργεια. Ενεργεί δε μάλλον και αυτό, και αυτό το πρώτο Έν είναι το καθαρόν ενεργείν και επομένως αυτό το Έν είναι και αυτό το Είναι προ του όντος. Έτσι μετέχοντας αυτού του Είναι, το δεύτερο Ένα έχει εκκλινόμενο το Είναι. Περιάγει δια μεταστροφής το Είναι, που σημαίνει μετέχειν όντος.  Ώστε διττό και το Είναι. Και το μεν προϋπάρχει του όντος το δε άλλο το οποίο επάγεται εκ του όντος του επέκεινα είναι και αυτό το ίδιο το απόλυτο Είναι, κατά κάποιο τρόπο είναι η Ιδέα του όντος. Έτσι λοιπόν μετέχοντας σε κάτι άλλο εγεννήθη (γέγονεν) δεύτερον Είναι, επιφέροντας σε συζυγία το πρώτο Είναι.

Με αυτήν την φιλοσοφία σαν βάση ο Vittorino (Victorinus ) θα προσπαθήσει να φανερώσει το ομοούσιο του Υιού μετά του Πατρός ή την ενότητα της Ουσίας της θείας Τριάδος.

(Συνεχίζεται)

Αμέθυστος

1 σχόλιο:

ΑΡΧΑΙΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ είπε...

'Μπορεί να απαντηθή το κρίσιμο όσο και το λεπτό εκείνο σημείο της ένωσης του Αριστοτέλη με τον Πλάτωνα από μέρους του Πορφυρίου;Ένα κάποιο αδιόρατο νήμα θα συνενώνει αυτούς τους δυο αντιστοίχως.Τι 'στο καλό;Δε 'μπορεί;Πώς μας προέκυψε αυτός ο κοσμοθεογονικός λόγος αυτών των Νεοπλατωνικών,αυτός ο θεοκοσμογονικός λόγος του αρχαίου ύστερου μεγάλου -του και τελευταίου- φιλοσοφικού ρεύματος του Νεοπλατωνισμού;Από το μηδέν και συνθέτοντας-ανασυνθέτοντας τα πάντα από τους πρώτους ή,βαθύτατα,επιδιώκοντας λάθρα την καταπολέμηση και ανθυποκατάσταση βαθμηδόν του χριστιανικού πνεύματος του βίου δια του συστήματός-των συστημάτων των;