Κυριακή 1 Μαΐου 2022

Αγ. Γρηγόριος Νύσσης - Ερμηνεία του Άσματος Ασμάτων (20)

 Συνέχεια από: Τετάρτη 27 Απριλίου 2022

    ΛΟΓΟΣ ΣΤ'

(Άσμα Ασμάτων 3,1-8)

Η ΝΥΦΗ

1. «Τις νύχτες πάνω στο κρεβάτι μου 

αναζήτησα αυτόν που αγάπησε η ψυχή μου· 

τον αναζήτησα και δεν τον βρήκα· 

τον φώναξα και δεν μ’ άκουσε. 

2. Θα σηκωθώ και θα φέρω γύρα στην πόλη, 

στις αγορές και στις πλατείες, 

αναζητώντας αυτόν που αγάπησε η ψυχή μου· 

3. τον αναζήτησα και δεν τον βρήκα.

Με βρήκαν οι φύλακες που τριγυρνούν στην πόλη.

Μήπως είδατε αυτόν που αγάπησε η ψυχή μου;

4. Μόλις απομακρύνθηκα λίγο απ’ αυτούς, 

αμέσως βρήκα αυτόν που αγάπησε η ψυχή μου.

Τον κράτησα σφιχτά και δεν τον άφησα,

ώσπου τον έφερα στον οίκο της μητέρας μου

και τον εισήγαγα στην κάμαρα εκείνης που με γέννησε.

5. Σας όρκισα, κόρες της Ιερουσαλήμ,

στις δυνάμεις και στις εξουσίες του αγρού,

μη ξυπνήστε και μη σηκώστε την αγάπη μου ώσπου να το θελήσει.

Ο ΧΟΡΟΣ

6. Ποιά είναι αυτή που ανεβαίνει από την έρημο,

ως καπνού στήλη, μοσχοβολώντας σμύρνα και λιβάνι

κι όλες τις αρωματικές σκόνες του μυροποιού;

Η ΝΥΦΗ

7. Να, η κλίνη εδώ του Σολομώντα·

εξήντα παλικάρια ολόγυρα

από τους δυνατούς του Ισραήλ.

8. Όλοι σπαθί κρατώντας,

καλά στον πόλεμο δασκαλεμένοι·

κάθε άντρας και σπαθί πλάι στον μηρό του

για τους φόβους της νύχτας.

Το Άσμα των Ασμάτων με το ανάγνωσμα αυτό μας μιλάει πάλι για τα μεγάλα και υψηλά δόγματα. Η διήγηση της νύμφης είναι φιλοσοφία, με όσα λέει για αυτή την ίδια, διδάσκοντας ποιά σχέση πρέπει να έχουν με το θείο οι εραστές του υπερκείμενου κάλλους. Αυτό που μαθαίνομε με τα λόγια αυτά είναι το εξής (πρέπει νομίζω να εκθέσουμε προηγουμένως το νόημα που κρύβουν οι στίχοι κι έτσι έπειτα να συνδέσουμε τα θεόπνευστα λόγια με όσα είπαμε πρωτύτερα). Διαφαίνεται λοιπόν, με λίγα λόγια, ένα τέτοιο δόγμα με όσα ειπώθηκαν. Με την ανώτατη διαίρεση, η φύση των όντων χωρίζεται σε δύο μέρη· ένα αισθητό και υλικό και ένα άλλο νοητό και άυλο. Αισθητό λοιπόν λέμε όποιο γίνεται αντιληπτό με την αίσθηση, ενώ νοητό όποιο ξεπερνά την αντίληψη με τις αισθήσεις.

Από αυτά το νοητό είναι άπειρο και απεριόριστο, ενώ το άλλο περιλαμβάνεται οπωσδήποτε σε κάποια όρια. Επειδή κάθε ύλη χαρακτηρίζεται από το ποσό και το ποιό, τον όγκο και το είδος και την επιφάνεια και το σχήμα, όσα θεωρούμε γι’ αυτήν γίνονται το όριο της κατανόησής της, ώστε να μην έχει όποιος ερευνά τα υλικά σώματα να συλλάβει με τη φαντασία του κάτι έξω από αυτά. Ενώ το νοητό και άυλο, επειδή είναι καθαρό από αυτόν τον περιορισμό, ξεφεύγει τα όρια και δεν περατώνεται πουθενά. Αλλά και η νοητή πάλι φύση διαιρείται σε δύο και είναι, από τη μία μεν η άκτιστη και δημιουργός των όντων, που είναι πάντοτε αυτό που είναι και είναι πάντοτε η ίδια, ανώτερη από κάθε προσθήκη και που δεν επιδέχεται ελάττωση στα αγαθά, κι από την άλλη δε εκείνη που έχει γίνει με δημιουργία, βλέπει πάντοτε προς το πρώτο αίτιο των όντων, με τη μετουσία του υπέρτατου συντηρείται πάντοτε μέσα στο αγαθό και κατά κάποιο τρόπο κτίζεται διαρκώς, ενώ με την επαύξησή της στα αγαθά μεταβάλλεται στο καλύτερο. Έτσι ούτε σ’ αυτή δεν παρατηρείται κάποιο πέρας ούτε η αύξησή της προς το καλύτερο περιγράφεται από κάποιο όριο, αλλά πάντοτε είναι το διαρκώς παρόν αγαθό, όσο εξαιρετικά μεγάλο και τέλειο κι αν φαίνεται πως είναι, αρχή του ανώτερου και μεγαλύτερου, ώστε και σε τούτο ν’ αληθεύει ο αποστολικός λόγος με την επέκταση προς τα εμπρός να λησμονούνται όσα είχαν ως τότε πραγματωθεί. Γιατί το μεγαλύτερο και εξαιρετικό καθ’ υπερβολή αγαθό που βρίσκουμε κάθε φορά, συγκροτώντας την επιθυμία εκείνων που το μετέχουν, δεν αφήνει να στρέφουμε το βλέμμα προς τα περασμένα, απορρίπτοντας τη θύμηση των κατώτερων με την απόλαυση των ανώτερων.

Το νόημα λοιπόν που προβάλλει η φιλοσοφία της διήγησης της νύμφης είναι νομίζω αυτό. Τώρα είναι καιρός ν’ αναφερθούμε πρώτα στις λέξεις των θεόπνευστων λόγων κι έτσι έπειτα να συνδέσουμε το νόημα των στίχων με όσα εκθέσαμε προηγουμένως. «Στο κρεβάτι μου», λέει, «τις νύχτες αναζήτησα αυτόν που αγάπησε η ψυχή μου, τον αναζήτησα και δεν τον βρήκα, τον φώναξα και δεν μ’ άκουσε. Θα σηκωθώ λοιπόν και θα φέρω γύρα στην πόλη, στις αγορές και στις πλατείες και θ’ αναζητήσω αυτόν που αγάπησε η ψυχή μου. Τον αναζήτησα και δεν τον βρήκα. Με βρήκαν οι φύλακες που τριγυρίζουν στην πόλη. Μήπως είδατε αυτόν που αγάπησε η ψυχή μου; Μόλις τους άφησα κι έφυγα, βρήκα αμέσως αυτόν που αγάπησε η ψυχή μου. Τον κράτησα και δεν τον άφησα, ώσπου τον οδήγησα στον οίκο της μητέρας μου και τον εισήγαγα στην κάμαρα εκείνης που με γέννησε».

Πώς λοιπόν σ’ αυτά που ειπώθηκαν βρίσκουμε τα νοήματα που εκθέσαμε προηγουμένως δογματικώς; Στις προηγούμενες αναβάσεις, σύμφωνα με το βαθμό της αύξησης που σημειωνόταν κάθε φορά, μεταβαλλόταν πάντοτε προς το καλύτερο και ποτέ δε σταματούσε στο αγαθό που είχε κατακτήσει, και άλλοτε συγκρινόταν με το ιππικό που κατάστρεψε τον Αιγύπτιο τύραννο και ξανά παρομοιαζόταν με τρυγόνια και περιδέραια σχετικά με το στολισμό τού λαιμού. Και σα να μην της έφτασαν αυτά προχωρεί έπειτα στο ακόμη ανώτερο. Γιατί με τη νάρδο της γνωρίζει καλά τη θεία ευωδία και δε σταματά ούτε σ’ αυτό· αλλά και πάλι τον ίδιο τον ποθητό της σαν ένα μύρο ευωδιαστό τον βάζει ανάμεσα στους λογικούς μαστούς, από όπου αναβλύζουν τα θεία διδάγματα, δένοντάς τον μέσα στην άπλα της καρδιάς της. Έπειτα κάνει το γεωργό καρπό της, ονομάζοντάς τον τσαμπί, που σκορπά γλυκιά και ευχάριστη μυρωδιά από τα λουλούδια του. Κι αφού έφτασε στο ύψος αυτό με τέτοιες αναβάσεις, λέγεται καλή και στέκεται πλησίον του και η ομορφιά των ματιών της παρομοιάζεται με τα περιστέρια.

Έπειτα προχωρεί πάλι προς το ανώτερο. Επειδή κι εκείνη βλέπει καθαρότερα, αντιλαμβάνεται την ωραιότητα του Λόγου και θαυμάζει πως κατεβαίνει ολοΐσκιωτος στην κλίνη τής κάτω ζωής, σκιαζόμενος από την υλική φύση του ανθρώπινου σώματος. Μαζί με αυτά περιγράφει τον οίκο της αρετής, που τα ξύλα της οροφής του είναι ο κέδρος και το κυπαρίσσι, που ούτε σαπίζουν ούτε φθείρονται. Με αυτά ερμηνεύει τη μονιμότητα και το αμετάβλητο της σχέσης προς το αγαθό. Έπειτα δείχνεται φανερά η μεταβολή της προς το καλύτερο και μοιάζει με κρίνο στ’ αγκάθια. Και πάλι διαπιστώνει εκείνη τη διαφορά του νυμφίου από τους άλλους. Τον ονομάζει μηλιά ανάμεσα σε άκαρπα δέντρα του δάσους που τη στολίζουν τα ωραία μήλα και μπαίνοντας στη σκιά της μπαίνει στο κελάρι του οίνου. Στηρίζεται με μύρα, μέσα στους καρπούς της μηλιάς ξαπλώνει κι αφού δεχτεί το εκλεκτό βέλος στην καρδιά της μέσω της γλυκιάς λαβωματιάς γίνεται και η ίδια βέλος στα χέρια του τοξότη, που το αριστερό του κατευθύνει την καμπύλη του τόξου ψηλά προς το στόχο, ενώ με το δεξί τραβάει προς τον εαυτό της το βέλος.

Έπειτα από αυτά, αφού πια έφτασε στην τελειότητα, συμβουλεύει και τις άλλες να δείξουν την ίδια προθυμία για το θέμα αυτό, ξυπνώντας με όρκο το ενδιαφέρον τους για την αγάπη. Ποιός θα διαφωνήσει ότι η ψυχή που πήγε τόσο ψηλά δεν έφτασε στο ακρότατο όριο της τελειότητας; Κι όμως το πέρας όσων πραγματοποιήθηκαν ως τώρα γίνεται αρχή για τη χειραγώγηση προς τα ψηλότερα. Όλα εκείνα δηλαδή θεωρήθηκαν ήχος φωνής που στρέφει την ψυχή μέσω της ακοής στη θεωρία των μυστικών. Κι αρχίζει να βλέπει τον ποθητό της να παρουσιάζεται στα μάτια της με άλλη μορφή. Παρομοιάζεται με ζαρκάδι και παραβάλλεται μ’ ελαφόπουλο∙ και δε στέκεται σ’ αυτό που βλέπει ούτε στη μία αυτή μορφή ούτε στον ίδιο τόπο. Αλλά σκιρτά επάνω στα όρη πηδώντας από βουνοκορφή σε βουνοκορφή. Και πάλι η νύμφη φτάνει σ’ ανώτερο επίπεδο, ακούγοντας δεύτερη φωνή, που την παρακινεί ν’ αφήσει τη σκιά του τοίχου και να βγει στο ύπαιθρο, ν’ αναπαυθεί στη σκέπη της πέτρας που είναι συνέχεια του προτειχίσματος και να χαρεί την ανοιξιάτικη ωραιότητα, δρέποντας τα άνθη της εποχής, τα ακμαία και ώριμα και κατάλληλα να μαζευτούν, κι όσα άλλα χαρίζει η εποχή ν’ απολαύσουν όσοι ευχαριστιούνται με τα μουσικά κελαηδήματα των πουλιών. Και μ’ αυτά πάλι, αφού γίνει η νύμφη τελειότερη, αξιώνεται να δει καθαρά την ίδια την όψη εκείνου που της μιλάει και ν’ ακούσει τα λόγια του από τον ίδιο κι όχι από άλλους.

Είναι φυσικό να μακαριστεί πάλι η ψυχή έπειτα από αυτά για την υψηλή ανάβασή της, αφού έφτασε στο ακρότατο όριο όσων ποθούσε. Τί θα μπορούσε να σκεφτεί κανένας μεγαλύτερο για μακαρισμό από το να δει το Θεό; Αλλά κι αυτό είναι πέρας βέβαια όσων έχουν κατορθωθεί προηγουμένως, γίνεται όμως αρχή ελπίδας για τα ψηλότερα. Ακούει δηλαδή πάλι τη φωνή που δίνει διαταγή στους κυνηγούς για να σωθούν οι λογικοί αμπελώνες να πιάσουν τα αγρίμια που βλάφτουν τους καρπούς, εκείνα τα μικρά αλεπουδάκια. Κι αφού γίνει αυτό μεταλλάσσει τα δύο το ένα στο άλλο. Γιατί και ο Θεός μπαίνει μέσα στην ψυχή και η ψυχή πάλι μετοικεί στο Θεό. Γιατί λέει «δικός μου είναι ο αγαπημένος μου κι εγώ δική του», εκείνου που ποιμαίνει μέσα στα κρίνα και μεταθέτει την ανθρώπινη ζωή από τις σκιώδεις φαντασίες στην αλήθεια των όντων. Βλέπεις σε πόσο ύψος ανέβηκε αυτή που πορεύεται, κατά τον προφητικό λόγο, από δύναμη σε δύναμη, ώστε να νομίζει ότι έχει επιτύχει το ακρότατο σημείο της ελπίδας των αγαθών. Τί ανώτερο μπορεί να συμβεί από το να βρεθεί κάποιος μέσα στον ίδιο τον ποθητό και να δεχτεί στον εαυτό του τον ποθούμενο; Αλλ’ όμως φτάνοντας και σ’ αυτό, σα να είναι φτωχή από το αγαθό, θρηνεί πάλι κι επειδή δεν έχει ακόμα αυτό που απασχολεί την επιθυμία της, βρίσκεται σε αμηχανία και θυμώνει και κοινολογεί την αμηχανία αυτή της ψυχής με τη διήγησή της και περιγράφει πως βρήκε αυτό που αναζητούσε.

Συνεχίζεται

Το πρωτότυπο κείμενο

Λόγος ςʹ Ἐπὶ κοίτην μου ἐν νυξὶν ἐζήτησα ὃν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου, ἐζήτησα αὐτὸν
καὶ οὐχ εὗρον αὐτόν, ἐκάλεσα αὐτὸν καὶ οὐχ ὑπήκουσέ μου.

Ἀναστήσομαι δὴ καὶ κυκλώσω ἐν τῇ πόλει ἐν ταῖς ἀγοραῖς καὶ ἐν ταῖς
πλατείαις καὶ ζητήσω ὃν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου· ἐζήτησα αὐτὸν καὶ οὐχ εὗρον αὐτόν.
εὕροσάν με οἱ τηροῦντες οἱ κυκλοῦντες ἐν τῇ πόλει. Μὴ ὃν ἠγάπησεν ἡ ψυχή
μου εἴδετε; ὡς μικρὸν ὅτε παρῆλθον ἀπ' αὐτῶν, Ἕως οὗ εὗρον ὃν ἠγάπησεν ἡ ψυχή
μου. ἐκράτησα αὐτὸν καὶ οὐκ ἀφῆκα αὐτόν, ἕως οὗ εἰσήγαγον αὐτὸν εἰς οἶκον
μητρός μου καὶ εἰς ταμιεῖον τῆς συλλαβούσης με. Ὥρκισα ὑμᾶς, θυγατέρες
Ἰερουσαλήμ, ἐν ταῖς δυνάμεσι καὶ ἐν ταῖς ἰσχύσεσι τοῦ ἀγροῦ, ἐὰν ἐγείρητε καὶ
ἐξεγείρητε τὴν ἀγάπην, ἕως οὗ θελήσει. Τίς αὕτη ἡ ἀναβαίνουσα ἀπὸ τῆς ἐρήμου ὡς
στελέχη καπνοῦ, τεθυμιαμένη σμύρνα καὶ λίβανος, ἀπὸ πάντων κονιορτῶν
μυρεψοῦ; Ἰδοὺ ἡ κλίνη τοῦ Σαλωμών, ἑξήκοντα δυνατοὶ κύκλῳ αὐτῆς ἀπὸ δυνατῶν
Ἰσραήλ, Πάντες κατέχοντες ῥομφαίαν, δεδιδαγμένοι πόλεμον, ἀνὴρ ῥομφαία αὐτοῦ
ἐπὶ τὸν μηρὸν αὐτοῦ ἀπὸ θάμβους ἐν νυξίν. Πάλιν τὰ μεγάλα τε καὶ ὑψηλὰ δόγματα
παρὰ τοῦ Ἄισμα τος τῶν ᾀσμάτων διὰ τῆς παρούσης ἀναγνώσεως παιδευόμεθα.
φιλοσοφία γάρ ἐστι τὸ τῆς νύμφης διήγημα, δι' ὧν τὰ περὶ ἑαυτῆς διεξέρχεται, ὅπως
χρὴ περὶ τὸ θεῖον ἔχειν τοὺς ἐραστὰς τοῦ ὑπερκειμένου κάλλους
δογματιζούσης. ὃ δὲ μανθάνομεν διὰ τῶν προκειμένων λογίων τοιοῦτόν ἐστιν (χρὴ
γὰρ οἶμαι προεκθέσθαι πρότερον τὴν τοῖς ῥητοῖς ἐγκειμένην διάνοιαν, εἶθ' οὕτως
ἐφαρμόσαι τοῖς προθεωρη θεῖσι τὰ θεόπνευστα ῥήματα), ἔστι τοίνυν, ὡς ἐν ὀλίγῳ
συνελόντα φράσαι, τοιοῦτόν τι δόγμα διὰ τῶν εἰρημένων ἀναφαινόμενον· διχῇ
τέτμηται κατὰ τὴν ἀνωτάτω διαίρεσιν ἡ τῶν ὄντων φύσις· τὸ μὲν γάρ ἐστιν
αἰσθητὸν καὶ ὑλῶδες, τὸ δὲ νοητόν τε καὶ ἄϋλον. αἰσθητὸν μὲν οὖν λέγομεν ὅσον τῇ
αἰσθήσει καταλαμβάνεται, νοητὸν δὲ τὸ ὑπερπῖπτον τὴν αἰσθητικὴν κατανόησιν. ἐκ
τούτων τὸ μὲν νοητὸν ἄπειρόν ἐστι καὶ ἀόριστον, τὸ δὲ ἕτερον πάντως τισὶ
διαλαμβάνεται πέρασιν. πάσης γὰρ ὕλης τῷ ποσῷ τε καὶ τῷ ποιῷ διειλημ μένης ἐν
ὄγκῳ καὶ εἴδει καὶ ἐπιφανείᾳ καὶ σχήματι, πέρας γίνεται τῆς περὶ αὐτὴν
κατανοήσεως τὰ περὶ αὐτὴν θεωρού μενα, ὡς μηδὲν ἔχειν τὸν τὴν ὕλην
διερευνώμενον ἔξω τι τούτων ἐν φαντασίᾳ λαβεῖν· τὸ δὲ νοητόν τε καὶ ἄϋλον τῆς
τοιαύτης περιοχῆς καθαρεῦον ἐκφεύγει τὸν ὅρον ἐν οὐδενὶ περατούμενον.
πάλιν δὲ καὶ τῆς νοητῆς φύσεως διχῇ διῃρη μένης ἡ μὲν ἄκτιστός ἐστι καὶ ποιητικὴ
τῶν ὄντων, ἀεὶ οὖσα ὅπερ ἐστὶ καὶ πάντοτε ὡσαύτως ἔχουσα, κρείττων τε
προσθήκης ἁπάσης καὶ τῆς ἐλαττώσεως τῶν ἀγαθῶν ἀνεπίδεκτος, ἡ δὲ διὰ κτίσεως
παραχθεῖσα εἰς γένεσιν πρὸς τὸ πρῶτον αἴτιον ἀεὶ βλέπει τῶν ὄντων καὶ τῇ μετουσίᾳ
τοῦ ὑπερέχοντος διὰ παντὸς ἐν τῷ ἀγαθῷ συντηρεῖται καὶ τρόπον τινὰ πάντοτε
κτίζεται διὰ τῆς ἐν τοῖς ἀγαθοῖς ἐπαυξήσεως πρὸς τὸ μεῖζον ἀλλοιουμένη, ὡς μηδὲ
ταύτῃ τι πέρας ἐνθεωρεῖσθαι μηδὲ ὅρῳ τινὶ τὴν πρὸς τὸ κρεῖττον αὔξησιν αὐτῆς
περιγράφεσθαι ἀλλ' εἶναι πάντοτε τὸ ἀεὶ παρὸν ἀγαθόν, κἂν ὅτι μάλιστα μέγα τε καὶ
τέλειον εἶναι δοκῇ, ἀρχὴν τοῦ ὑπερκειμένου καὶ μείζονος, ὡς καὶ ἐν τούτῳ τὸν
ἀποστολικὸν ἀληθεύεσθαι λόγον διὰ τῆς τῶν ἔμπροσθεν ἐπεκτάσεως ἐν λήθῃ
γινομένων τῶν προδιηνυ σμένων· τὸ γὰρ ἀεί τι μεῖζον καὶ καθ' ὑπερβολὴν ἀγαθὸν
εὑρισκόμενον, περὶ ἑαυτὸ κατέχον τὴν τῶν μετεχόντων διάθεσιν, οὐκ ἐᾷ πρὸς τὰ
παρῳχηκότα βλέπειν τῇ τῶν προτιμοτέρων ἀπολαύσει τῶν καταδεεστέρων τὴν
μνήμην παρακρουόμενον. Τὸ μὲν οὖν νόημα τὸ τῇ φιλοσοφίᾳ τοῦ νυμφικοῦ
διηγήμα τος ἡμῖν δογματιζόμενον τοιοῦτον εἶναι νομίζομεν, καιρὸς δ' ἂν εἴη
πρῶτον μὲν αὐτῆς ἐπιμνησθῆναι τῆς λέξεως τῶν θεο πνεύστων λογίων, εἶθ' οὕτως
ἐφαρμόσαι τοῖς προθεωρηθεῖσι τὴν τοῖς ῥητοῖς ἐγκειμένην διάνοιαν. Ἐπὶ κοίτην μου
ἐν νυξὶν ἐζήτησα, φησίν, ὃν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου, ἐζήτησα αὐτὸν καὶ οὐχ εὗρον
αὐτόν, ἐκάλεσα αὐτὸν καὶ οὐχ ὑπήκουσέ μου. ἀναστήσομαι δὴ καὶ κυκλώσω ἐν τῇ
πόλει, ἐν ταῖς ἀγοραῖς καὶ ἐν ταῖς πλατείαις καὶ ζητήσω ὃν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου.
ἐζήτησα αὐτὸν καὶ οὐχ εὗρον αὐτόν. εὕροσάν με οἱ τηροῦντες, οἱ κυκλοῦντες ἐν τῇ
πόλει. μὴ ὃν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου εἴδετε; ὡς μικρὸν ὅτε παρῆλθον ἀπ' αὐτῶν, ἕως
οὗ εὗρον ὃν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου· ἐκράτησα αὐτὸν καὶ οὐκ ἀφῆκα αὐτόν, ἕως οὗ
εἰσήγαγον αὐτὸν εἰς οἶκον μητρός μου καὶ εἰς ταμιεῖον τῆς συλλαβούσης με. Πῶς
τοίνυν ἐν τοῖς εἰρημένοις εὑρίσκομεν τὰ δογματικῶς ἡμῖν προθεωρηθέντα νοήματα;
γέγονεν ἐν ταῖς προλαβούσαις ἀνόδοις πρὸς λόγον τῆς ἑκάστοτε γινομένης
αὐξήσεως ἀεὶ πρὸς τὸ κρεῖττον ἀλλοιουμένη καὶ οὐδέποτε ἐπὶ τοῦ καταλη φθέντος
ἀγαθοῦ ἱσταμένη, νῦν μὲν ἵππῳ παραβαλλομένη τῇ καταστρεψαμένῃ τὸν Αἰγύπτιον
τύραννον, πάλιν δὲ ὁρμίσκοις τε καὶ τρυγόσιν εἰκαζομένη κατὰ τὸν περιαυχένιον
κόσμον. εἶτα ὡς οὐκ ἀρκεσθεῖσα τούτοις ἔτι πρὸς τὸ ἀνώτερον πρόεισι· διὰ γὰρ
τῆς ἰδίας νάρδου τὴν θείαν ἐπιγινώσκει εὐωδίαν καὶ οὐδὲ ἐν τούτῳ μένει, ἀλλὰ
πάλιν αὐτὸν τὸν ποθούμενον οἷόν τι ἄρωμα εὔπνουν ἑαυτῇ περιάπτει μεταξὺ τῶν
λογικῶν μαζῶν, ὅθεν βρύει τὰ θεῖα διδάγματα, τῷ χωρήματι τῆς καρδίας
ἐνδησαμένη, μετὰ τοῦτο καρπὸν ἑαυτῆς ποιεῖται τὸν γεωργὸν βότρυν αὐτὸν
ὀνομάζουσα ἡδύ τι καὶ προσηνὲς διὰ τοῦ ἄνθους εὐωδιάζοντα, καὶ οὕτως αὐξηθεῖσα
διὰ τῶν τοιούτων ὁδῶν καλὴ λέγεται καὶ πλησίον γίνεται καὶ περιστε ραῖς τὸ ἐν τοῖς
ὄμμασιν αὐτῆς παρεικάζεται κάλλος. εἶτα πάλιν πρὸς τὸ μεῖζον χωρεῖ·
διορατικωτέρα γὰρ γινομένη κἀκείνη τοῦ λόγου καταμανθάνει τὴν ὥραν καὶ
θαυμάζει, πῶς σύσκιος ἐπὶ τὴν κλίνην τῆς κάτω ζωῆς καταβαίνει τῇ ὑλικῇ τοῦ
ἀνθρωπίνου σώματος φύσει συσκιαζόμενος. πρὸς τούτοις τὸν τῆς ἀρετῆς οἶκον
διαγράφει τῷ λόγῳ, οὗ γίνεται ἡ ἐρέψιμος ὕλη κέδρος τε καὶ κυπάρισσος σηπεδόνος
τε καὶ διαφθορᾶς ἀνεπίδεκτος, δι' ὧν τὸ μόνιμόν τε καὶ ἀμετάβλητον τῆς πρὸς
τὸ ἀγαθὸν σχέσεως διερμηνεύει τῷ λόγῳ. ἐπὶ τούτοις διὰ συγκρίσεως ἡ πρὸς τὸ
κρεῖττον αὐτῆς παραλλαγὴ διαδείκνυται καὶ κρίνον ἐν ἀκάνθαις δοκεῖ. καὶ πάλιν
παρ' ἐκείνης καθορᾶται τοῦ νυμφίου τὸ πρὸς τοὺς ἄλλους διάφορον· μῆλον γὰρ
ὀνομάζεται μεταξὺ δρυμῶνος ἀκάρπου τῇ εὐχροίᾳ τῆς ὀπώρας ὡραϊζόμενον, οὗ τὴν
σκιὰν ὑπελθοῦσα ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ οἴνου γίνεται. καὶ μύροις στηρίζεται καὶ τοῖς
καρποῖς τοῦ μήλου στοιβάζεται καὶ τὸ ἐκλεκτὸν βέλος ἐν τῇ καρδίᾳ δεξαμένη διὰ
τῆς γλυκείας πληγῆς πάλιν καὶ αὐτὴ γίνεται βέλος ἐν ταῖς χερσὶ τοῦ τοξότου τῆς μὲν
εὐωνύμου τὴν κεφαλὴν πρὸς τὸν ἄνω σκοπὸν εὐθυνούσης, τῆς δεξιᾶς δὲ πρὸς
ἑαυτὴν διαλαμβανούσης τὸ βέλος. μετὰ ταῦτα ὡς ἤδη πρὸς τὸ τέλειον φθάσασα καὶ
ταῖς λοιπαῖς τὴν ἐπὶ τὰ αὐτὰ προθυμίαν ὑφηγεῖται τῷ λόγῳ δι' ὁρκισμοῦ τινος τὴν
περὶ τὴν ἀγάπην αὐτῶν σπουδὴν ἐπεγείρουσα. τίς οὖν οὐκ ἂν εἴποι τὴν ἐπὶ τοσοῦτον
ὑψωθεῖσαν ψυχὴν ἐν τῷ ἀκροτάτῳ γεγενῆσθαι ὅρῳ τῆς τελειότητος; ἀλλ' ὅμως τὸ
πέρας τῶν προδιηνυσμένων ἀρχὴ γίνεται τῆς ἐπὶ τὰ ὑπερκείμενα χειραγωγίας·
πάντα γὰρ ἐκεῖνα φωνῆς ἦχος ἐνομίσθη πρὸς τὴν τῶν μυστικῶν θεωρίαν τὴν ψυχὴν
διὰ τῆς ἀκοῆς ἐπιστρεφούσης. καὶ βλέπειν ἄρχεται τὸν ποθούμενον ἄλλῳ εἴδει τοῖς
ὀφθαλμοῖς ἐμφαινόμενον· δορκάδι γὰρ ὁμοιοῦται καὶ νεβρῷ παρεικάζεται, καὶ οὐχ
ἕστηκεν οὔτε ἐπὶ τῆς μιᾶς ὄψεως οὔτε ἐπὶ τοῦ τόπου τοῦ αὐτοῦ τὸ φαινόμενον, ἀλλ'
ἐπιπηδᾷ τοῖς ὄρεσιν ἀπὸ τῶν ἀκρωρειῶν ἐπὶ τὰς τῶν βουνῶν ἐξοχὰς μεθαλλόμενος.
καὶ πάλιν ἐν μείζονι καταστάσει ἡ νύμφη γίνεται φωνῆς δευτέρας πρὸς αὐτὴν
ἐλθούσης, δι' ἧς παρορμᾶται καταλιπεῖν τὴν ἐκ τοῦ τοίχου σκιὰν καὶ ἐν ὑπαίθρῳ
γενέσθαι καὶ τῇ σκέπῃ τῆς πέτρας ἐναναπαύσασθαι τῆς ἐχομένης τοῦ προτειχίσματος
καὶ τῆς ἐαρινῆς ὥρας κατατρυφῆσαι δρεπομένην τοῦ καιροῦ τὰ ἄνθη ἀκμαῖα ὄντα
καὶ ὥρια καὶ πρὸς τομὴν ἐπιτήδεια καὶ ὅσα ἄλλα πρὸς ἀπόλαυσιν ὁ καιρὸς τοῖς
τρυφῶσι χαρίζεται ἐν ταῖς τῶν μουσικῶν ὀρνίθων φωναῖς. δι' ὧν πάλιν τελειοτέρα
γινομένη ἡ νύμφη αὐτὴν ἀξιοῖ τοῦ φθεγγομένου τὴν ὄψιν ἰδεῖν ἐμφανῶς καὶ τὸν
λόγον παρ' αὐτοῦ δέξασθαι μηκέτι δι' ἑτέρων φθεγγόμενον. πάλιν εἰκός ἐστιν ἐπὶ
τούτοις μακαρισθῆναι τὴν ψυχὴν τῆς ὑψηλῆς ἀναβάσεως, τοῦ ἀκροτάτου τῶν
ποθουμένων ἐφικομένην· τί γὰρ ἄν τις μεῖζον εἰς μακαρισμὸν ἐννοήσειε τοῦ ἰδεῖν
τὸν θεόν; ἀλλὰ καὶ τοῦτο 6.179 τῶν μὲν προδιηνυσμένων πέρας ἐστί, τῆς δὲ τῶν
ὑπερκει μένων ἐλπίδος ἀρχὴ γίνεται· πάλιν γὰρ τῆς φωνῆς ἀκούει τῆς
διακελευομένης τοῖς θηρευταῖς ἐπὶ σωτηρίᾳ τῶν λογικῶν ἀμπελώνων ἀγρεῦσαι τὰ
βλαπτικὰ τῶν καρπῶν θηρία, τοὺς μικροὺς ἐκείνους ἀλώπεκας. καὶ τούτου
γενομένου μεταχωρεῖ τὰ δύο εἰς ἄλληλα· ὅ τε γὰρ θεὸς ἐν τῇ ψυχῇ γίνεται καὶ πάλιν
εἰς τὸν θεὸν ἡ ψυχὴ μετοικίζεται. λέγει γὰρ ὅτι Ἀδελφιδός μου ἐμοὶ κἀγὼ αὐτῷ, τῷ
ἐν κρίνοις ποιμαίνοντι καὶ μετατιθέντι τὴν ἀνθρωπίνην ζωὴν ἀπὸ τῶν σκιοειδῶν
φαντασμάτων ἐπὶ τὴν τῶν ὄντων ἀλήθειαν. ὁρᾷς εἰς ὅσον ἀναβέβηκεν ὕψος ἡ ἐκ
δυνάμεως εἰς δύναμιν κατὰ τὸν προφητικὸν λόγον πορευομένη, ὡς τοῦ ἀκροτάτου
τῆς τῶν ἀγαθῶν ἐλπίδος τετυχηκέναι δοκεῖν· τί γὰρ ἀνώτερον τοῦ ἐν αὐτῷ γενέσθαι
τῷ ποθουμένῳ καὶ ἐν ἑαυτῷ τὸν ποθούμενον δέξασθαι; ἀλλ' ὅμως ἐν τούτῳ
γενομένη πάλιν ὡς ἐνδεὴς οὖσα τοῦ ἀγαθοῦ ὀδύρεται καὶ ὡς μήπω ἔχουσα τὸ τῇ
ἐπιθυμίᾳ προκείμενον ἀμηχανεῖ τε καὶ δυσχεραίνει καὶ τὴν τοιαύτην τῆς ψυχῆς
ἀμηχανίαν δημοσιεύει τῷ διηγήματι καὶ ὅπως εὗρε τὸ ζητούμενον ὑπογράφει τῷ
λόγῳ. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου