Τετάρτη 27 Απριλίου 2022

Αγ. Γρηγόριος Νύσσης - Ερμηνεία του Άσματος Ασμάτων (19)

 Συνέχεια από: Σάββατο 23 Απριλίου 2022

    ΛΟΓΟΣ Ε'

(Άσμα Ασμάτων 2,8-17)

Η ΝΥΦΗ

«Είναι η φωνή του αγαπημένου μου· νάτος, έρχεται πηδώντας πάνω απ’ τα όρη, δρασκελίζοντας τα βουνά.

Είναι όμοιος με ζαρκάδι ο αγαπημένος μου ή με ελαφόπουλο στα βουνά της Βαιθήλ.

Νάτος που στάθηκε πίσω απ’ τον τοίχο μας, σκύβει έξω από τα παράθυρα κι απ’ τα δικτυωτά  παρατηρεί.

Μου αποκρίνεται ο αγαπημένος μου και μου λέγει·

Ο ΝΥΜΦΙΟΣ

Σήκω, έλα, αγαπημένη μου, καλή μου, περιστέρα μου, 

να, ο χειμώνας πέρασε, η βροχή έφυγε, αποσύρθηκε στα λημέρια της.

Φάνηκαν τα άνθη στη γη, έφτασε ο καιρός να τα κόψουμε, 

ακούστηκε στα μέρη μας η φωνή του τρυγονιού.

Η συκιά έβγαλε τα μικρά άγουρα πράσινα σύκα της (τους ολύνθους της), 

τα κλήματα άνθισαν και σκορπούν ευωδία.

Σήκω, έλα, αγαπημένη μου, καλή μου, περιστέρα μου, προχώρησε, περιστέρα μου, στη σκέπη της πέτρας, που 'ναι κοντά στον φράχτη σου.

Η ΝΥΦΗ

Δείξε μου το πρόσωπό σου και  κάνε ν’ ακούσω τη φωνή σου,

γιατί είναι η φωνή σου γλυκιά και η όψη σου ωραία.

Ο ΝΥΜΦΙΟΣ

Πιάστε για χάρη μας τις μικρές αλεπούδες

που αφανίζουν τους αμπελώνες μας,

γιατί τ’ αμπέλια μας άνθισαν.

Η ΝΥΦΗ 

Ο αγαπημένος μου είναι για μένα κι εγώ γι’ αυτόν, 

αυτός που ποιμαίνει μέσα στα κρίνα, 

ώσπου να ξεπροβάλει η ημέρα και σκορπίσουν οι σκιές.

Γύρισε αγαπημένε μου γίνε όμοιος με το ζαρκάδι ή το ελαφόπουλο στις χαράδρες των βουνών.


Αυτά τα γνωρίσματα της ωραίας άνοιξης των ψυχών δείχνει προοιμιακά o Λόγος στη νύφη και επισπεύδει αυτήν ερεθίζοντάς την ν’ απολαύσει όσα έχει εμπρός της λέγοντας· «σήκω (ανάστα), έλα, αγαπημένη μου, καλή μου, περιστέρα μου». Πόσα δόγματα δεν μας υποδεικνύει με λίγα λόγια ο Λόγος με τις λέξεις αυτές. Δεν είναι σωστό με μια περιττή και άτοπη ματαιολογία να εμφιλοχωρεί στις λέξεις αυτές η θεόπνευστη διδασκαλία, αλλά με την επανάληψη μας παρουσιάζεται ένα μεγάλο και θεοπρεπές νόημα, που έχει την έξης σημασία. Η μακάρια και αΐδια φύση που ξεπερνά κάθε νου, ενώ περικλείει μέσα της όλα τα όντα, η ίδια δεν περιορίζεται από κανένα όριο. Τίποτε δεν παρατηρείται γύρω από αυτήν (την θεία φύση), ούτε χρόνος, ούτε τόπος, ούτε χρώμα, ούτε σχήμα, ούτε είδος, ούτε όγκος, ούτε μέγεθος, ούτε διάστημα, ούτε κανένα άλλο όνομα, πράγμα ή νόημα που περιγράφει όρια, αλλά όλο το αγαθό που νοούμε σχετι­κά μ’ αυτήν εκτείνεται στο άπειρο και στο απεριόριστο.

Πράγματι όπου η κακία δεν έχει θέση, δεν υπάρχει κανένα πέ­ρας στο αγαθό. Στην τρεπτή δηλαδή φύση, επειδή υπάρχει μέσα στην προαίρεση ίση δύναμη προς τη ροπή σε καθένα από τα αντίθετα, το αγαθό που υπάρχει μέσα μας και το κακό, καταλήγει στη δια­δοχή του ενός από το άλλο και γίνεται όριο του αγαθού η κακία που ακολουθεί και όλες οι εκδηλώσεις της ψυχής, όσες αντιμάχονται η μία την άλλη, καταλήγουν η μία στην άλλη και η μία περιορίζει την άλλη. Αλλά η απλή και καθαρή και ενική (μονοειδής) και αμετάβλητη και αναλλοίωτη φύση είναι η ίδια πάντοτε και ποτέ δεν βγαίνει από τον εαυτό της, επειδή δε δέχεται την κοινωνία με το κακό, μένει απεριόριστη μέσα στο αγαθό, χωρίς να βλέπει κανένα πέρας του εαυτού της, επειδή δε βλέπει γύρω της κανένα αντίθετο. Όταν λοιπόν έλκει την ανθρώπινη ψυχή για να της μεταδοθεί (προς μετουσίαν εαυτής), με ίσο πάντοτε μέ­τρο υψώνεται σύμφωνα με την υπεροχή προς το καλύτερο της μετεχούσης (πάνω από αυτήν που τη μετέχει). Η ψυχή δηλαδή γίνεται πάντοτε μεγαλύτερη από τον εαυτό της με τη μετουσία εκείνου που την ξεπερνά και δε σταματά ν’ αυξάνει· το αγαθό όμως που μετέχεται μένει πάντοτε ίδια ίσο και βρίσκεται πάντοτε στην ίδια απόσταση υπεροχής από εκείνην που το μετέχει ωστόσο όλο και περισσότερο. Βλέπουμε λοιπόν, όπως στην ανάβαση μιας σκάλας, να χειραγωγείται από το Λόγο στα ύψη περνώντας τα σκαλιά της αρετής η νύμφη, στην οποία απευθύνει την ακτίνα των εντολών ο Λόγος πρώτα από τα προφητικά παράθυρα και τα δικτυωτά του νόμου και την προσκαλεί να πλησιάσει το φως και να γίνει καλή παίρνοντας τη μορφή του περιστεριού μέσα στο φως.

Έπειτα, αφού κοινώνησε των καλών όσο μπορούσε να χωρέσει, από την αρχή πάλι σα να ήταν ακόμη αμέτοχη επί των καλών έλκεται προς τη μετουσία του υπερκείμενου κάλλους, ώστε ανάλογα με την προκοπή της προς εκείνο που φαινόταν πάντοτε μπροστά της (τα αεί προφαινόμενον) ν’ αυξάνει και η επιθυμία της και επειδή είναι υπερβολικά ψηλά τα αγαθά που βρίσκονται πιο πάνω, φαίνεται πάντοτε πως πλησιάζει για πρώτη φορά. Γι’ αυτό λέει πάλι στη νύμφη που έχει ήδη σηκωθεί, «σήκω» και σ’ αυτήν που έχει έρθει, «έλα». Έτσι ούτε σ’ αυτόν που μ’ αυτόν τον τρόπο σηκώνεται θα λείψει ποτέ το να σηκώνεται πάντα, ούτε γι’ αυτόν πού τρέχει προς τον Κύριο θα εξαντληθεί ποτέ η απόσταση για το θείο δρόμο. Πάντοτε πρέπει να σηκωνόμαστε και ποτέ να μη σταματούμε να πλησιάζουμε τρέχοντας. Ώστε όσες φορές λέει το «σήκω» κι «έλα», τόσες φορές δίνει τη δύναμη για την ανάβαση προς το καλύτερο. Έτσι στοχάσου και όσα είναι στη συνέχεια. Αυτός που προστάζει να γίνει καλή εκ καλής που ήταν, έχει υπόψη του το αποστολικό παράγγελμα, προστάζοντας την ίδια εικόνα να μεταμορφώνεται από δόξης εις δόξαν, ώστε να είναι πάντοτε δόξα αυτό που λαμβάνει και που κάθε φορά βρίσκει και να πιστεύεται ότι, όσο μεγάλο κι αν είναι και υψηλό, είναι μικρότερο πάντα από αυτό που ελπίζεται.

Έτσι λοιπόν αν και είναι περιστερά με τα προηγούμενα κατορθώματά της, την προστάζει πάλι να γίνει καθόλου λιγότερο περιστερά με τη μεταμόρφωσή της προς το καλύτερο κι αν γίνει αυτό, πάλι θα υποδείξει ο Λόγος στη συνέχεια με μια λέξη το ψηλότερο από αυτό. Γιατί λέει· «έλα από μόνη σου, περιστέρα μου, στην στη σκέπη της πέτρας, που 'ναι κοντά στον φράχτη σου». Ποιά είναι λοιπόν η άνοδος προς το τέλειο, που φανερώνεται σ’ αυτά που ειπώθηκαν τώρα; Το να μη βλέπεις πια την σπουδή εκείνων που σε τραβούν, αλλά να έχεις οδηγό σου προς το καλύτερο την ίδια σου την επιθυμία. Γιατί λέει «έλα, από μόνη σου», όχι από λύπη ή από ανάγκη, αλλά από μόνη σου, τονώνοντας την επιθυμία σου προς το ωραίο με τους ίδιους σου τους λογισμούς προς το καλό, χωρίς να σε σέρνει κάποια ανάγκη. Γιατί η αρετή είναι αδιαφέντευτη και εκούσια κι ελεύθερη από κάθε ανάγκη. Τέτοιος ήταν ο Δαβίδ πού προσευχόταν να ευδοκήσει ο Θεός μόνο για όσα έπραττε με τη θέλησή του και που υποσχόταν εκούσιες θυσίες. Τέτοιος ήταν καθένας από τους άγιους προσφέροντας τον εαυτό του στο Θεό· δεν τον πίεζε κάποια ανάγκη.

Και συ λοιπόν δείξε την τελειότητά σου επιθυμώντας από μόνη σου την άνοδό σου προς το ανώτερο. Κι όταν γίνεις, λέει, τέτοια, θα φτάσεις στην σκέπη της πέτρας δίπλα στο φράχτη. Αυτό που λέει σημαίνει το έξης (πρέπει να μεταφέρουμε το λόγο από τα αινίγματα στη σαφήνεια). Μία είναι η σκέπη της ανθρώπινης ψυχής, το θείο Ευαγγέλιο, κάτω από το οποίο οποίος βρεθεί, δεν έχει πια ανάγκη από τη σκιώδη διδασκαλία με τους τύπους και τα συμβολικά νοήματα, γιατί πια φανερώνει η αλήθεια τα καλυμμένα αινίγματα των διαταγών. Κι ότι πέτρα ονομάζεται η ευαγγελική χάρη δε θα έχει αντίρρηση κανένας από όσους έχουν έστω και λίγη πίστη. Από πολλά χωρία μπορούμε να το μάθουμε αυτό, ότι πέτρα είναι το Ευαγγέλιο. Αυτό πού λέει σημαίνει το εξής· Αν, ω ψυχή, ασκήθηκες στο νόμο, αν αντίκρισες τις λάμψεις που φωτίζουν το νου μέσα από τα προφητικά παράθυρα, μη μείνεις πια κάτω από τη σκιά του νομικού τοίχου (o τοίχος δείχνει τη σκιά των μελλοντικών αγαθών όχι την ίδια την εικόνα των πραγμάτων), αλλά πήγαινε στην πέτρα που είναι δίπλα στον τοίχο (φράχτη). Η πέτρα είναι συνεχόμενη στο φράχτη και οι διδασκαλίες είναι συνεχόμενες, γειτονεύοντας κατά τη δύναμη. Τί υπάρχει κοντινότερο από το «μη μοιχεύσεις» προς το «μην επιθυμήσεις», και από το «να είσαι καθαρός από φόνο» προς το «ούτε να μολύνεται η καρδιά σου από οργή»;

Επειδή λοιπόν η σκέπη της πέτρας είναι συνέχεια του φράχτη (τοίχου), δεν έχει απόσταση να διανύσεις πηγαίνοντας από την πέτρα στο φράχτη. Υπάρχει περιτομή στον τοίχο και περιτομή στην πέτρα, πρόβατο στο ένα και πρόβατο στο άλλο, αίμα κι εδώ κι εκεί, πάσχα και Πάσχα και όλα σχεδόν είναι τα ίδια και με τα ίδια συνδέονται μεταξύ τους, πλην ως προς αυτό μόνο που η πέτρα είναι πνευματική, ενώ ο τοίχος χοϊκός, στον οποίο είναι μέσα συμπλασμένο το σωματικό και γεώδες. Ενώ η ευαγγελική πέτρα δεν έχει τον σάρκινο πηλό των νοημάτων (σ’ αυτήν και περιτομή δέχεται ο άνθρωπος και μένει υγιής ακέραιος χωρίς ν’ ακρωτηριάζει το πλάσμα της φύσεως καμιά κακοποίηση και τηρεί το Σάββατο με την αποχή από το κακό και δεν ανέχεται να μένει αργός ως προς το καλό, επειδή διδάχτηκε ότι «επιτρέπεται το Σάββατο να πράττεις το καλό», δεν κάνει διάκριση στη λήψη της τροφής, αλλά και το ακάθαρτο δεν το αγγίζει. Γιατί η πέτρα τον διδάσκει ότι «τίποτε από όσα εισάγονται από το στόμα δεν είναι άκάθαρτο»), αλλά, αφού αυτή απομάκρυνε από όλα τις σωματικές απαιτήσεις του νόμου, δίνει στα λόγια νόημα πνευματικό και νοητό, αφού έτσι είπε ο Παύλος «ο νόμος είναι πνευματικός». Όποιος λοιπόν αποδεχτεί έτσι το νόμο μπαίνει κάτω από τη σκέπη της ευαγγελικής πέτρας που είναι συνέχεια του σωματικού φράχτη.

Αυτά της φώναξε από τα παράθυρα ο Λόγος κι αποκρίνεται καλώς η περιστερά που την περιέλαμψε η λάμψη των νοημάτων και που κατανόησε ότι η πέτρα είναι ο Χριστός. Γιατί τού λέει· «δείξε μου το πρόσωπό σου και κάνε ν’ ακούσω τη φωνή σου, γιατί είναι η φωνή σου γλυκιά και η όψη σου ώραία». Αυτό που λέει σημαίνει το έξης. Μη μου απευθύνεις πια το λόγο μέσω των αινιγμάτων των προφητών και του νόμου. Αλλά όπως μπορώ να δω, έτσι δείξε μου φανερά τον εαυτό σου, για να μπω μέσα στην ευαγγελική πέτρα, αφήνοντας το προτείχισμα του νόμου. Και όπως χωρεί η ακοή μου, έτσι κάνε να φτάσει η φωνή σου στ’ αυτιά μου. Γιατί, αν είναι τόσο γλυκιά η φωνή πού μπαίνει από τα παράθυρα, πολύ περισσότερο αξιαγάπητη θα είναι η εμφάνιση του προσώπου σου. Αυτά λέει η νύμφη κατανοώντας το μυστικό της ευαγγελικής πέτρας, στο οποίο τη χειραγώγησε ο Λόγος που μίλησε από τα παράθυρα πολλές φορές και με πολλούς τρόπους και επιθυμεί την ένσαρκη φανέρωση, ώστε ο Λόγος να γίνει σάρκα και o Θεός να φανερωθεί με τη σάρκα και να φωνάζει στις ακοές μας τους θείους λόγους που υπόσχονται στους άξιους την αιώνια μακαριότητα. Πώς συμβιβάζονται με την ευχή της νύμφης οι λόγοι του Συμεών, που λέει «τώρα απόλυσε τον δούλο σου, Δέσποτα, ειρηνικά και σύμφωνα με το λόγο σου, γιατί είδαν τα μάτια μου τη σωτήρια»; Εκείνος είδε, όπως αυτή πόθησε να δει. Τη γλυκιά φωνή του τη γνωρίζουν καλά όσοι δέ­χτηκαν τη χάρη του Ευαγγελίου και είπαν, «έχεις ρήματα ζωής αιωνίου».

Γι’ αυτό δέχεται την ευχή της νύμφης τη δίκαιη ο καθαρός νυμφίος και μέλλοντας να δείξει φανερά τον εαυτό του, παρακινεί πρώτα τους κυνηγούς να συλλάβουν τις αλεπούδες, για να μην εμποδίζεται στο άνθισμά του το αμπέλι εξαιτίας τους, λέγοντας «πιάστε μας τις αλεπούδες»· είναι μικρές, μα είναι η καταστροφή των αμπελώνων. Γιατί τ’ αμπέλια θ’ ανθίσουν, όταν δεν υπάρχουν τα ζώα που τα καταστρέψουν. «Πιάστε μας τις αλεπούδες τις μικρές που αφανίζουν τ’ αμπέλια και τώρα τ’ αμπέλια μας ανθίζουν». Είναι δυνατό άραγε να πλησιάσουμε επάξια τη μεγαλοφυΐα των νοημάτων; Πόσο θαυμασμό για το θείο μεγαλείο περιέχει ο λόγος, πόση υπερβολή της θείας δύναμης φανερώνει το νόημα όσων ειπώθηκαν; Πώς ονομάζεται εκείνος για τον οποίο λέγονται αυτά τα τόσο μεγάλα; Ο ανθρωποκτόνος, που η δύναμή του είναι η κακία, του οποίου η γλώσσα είναι ξυράφι ακονισμένο, για τον οποίο ο προφήτης λέει ότι «τα βέλη του δυνατού είναι ακονισμένα και οπλισμένα με άνθρακες πυρός, τα οποία κατακαίουν και ερημώνουν», και ότι «παραμονεύει όπως το λιοντάρι στη φωλιά του», ο δράκοντας ο μέγας, ο αποστάτης, ο Άδης που ανοίγει  το στόμα του, ο κοσμοκράτορας της εξουσίας του σκότους, αυτός που έχει το κράτος του θανάτου και όσα βάζει στο πρόσωπό του η προφητεία, αυτός που αφαιρει τά όρια των εθνών που έστησε (εννοείται ο Ύψιστος Θεός) ανάλογα με τον αριθμό των αγγέλων, αυτός που κρατά την οικουμένη σαν φωλιά και που τη σκορπίζει σαν παρατημένα αυγά, αυτός που λέει ότι έστησε το θρόνο του επάνω στα σύννεφα και είναι όμοιος με τον Ύψιστο και όσα αναφέρει η Γραφή στον Ιώβ τα φοβερά και φρικώδη, πως είναι χάλκινα τα πλευρά του, οι πλάτες του σίδηρος χυτός, τα σπλάχνα του είναι σιδηρόπετρα και όλα τα παρόμοια, με τα οποία υπογραμμίζει ο λόγος τη φοβερή εκείνη φύση. Αυτός λοιπόν ο τόσο μεγάλος και με τέτοιες ικανότητες, ο στρατηγός των δαιμονικών λεγεώνων, πώς ονομάζεται από την αληθινή και μοναδική δύναμη; «Μικρό αλεπουδάκι». Και οι γύρω του όλοι, η στρατιά που έχει στην εξουσία του, όλοι δέχονται το ίδιο εξευτελιστικό όνομα από εκείνον που παρακινεί τους κυνηγούς να τους κυνηγήσουν.

Κι αυτοί ενδεχομένως είναι οι αγγελικές δυνάμεις, που είναι προπομποί της παρουσίας του Κυρίου μας επάνω στη γη και που φέρνουν τον βασιλιά της δόξας μέσα στη ζωή· αυτές που υποδεικνύουν σε όσους το αγνοούν ποιός είναι αυτός ο βασιλιάς της δόξας, ο δυνατός και νικητής στον πόλεμο, μπορεί να πει κανένας πώς είναι τα λειτουργικά πνεύματα που αποστέλλονται σε υπηρεσία για εκείνους που πρόκειται να κληρονομήσουν τη σωτηρία. Κυνηγοί μπορεί κανένας να πει πώς είναι και οι άγιοι Απόστολοι, που αποστολή τους είναι να κυνηγήσουν αυτά τα θηρία, προς τους οποίους είπε «θα σας κάνω ψαράδες ανθρώπων». Δε θα ασκούσαν την αλιεία των ανθρώπων με το δίχτυ των λόγων σαγηνεύοντας τις ψυχές εκείνων που σώζονται, αν πρώτα δεν έβγαζαν τα θηρία αυτά απ’ τις φωλιές τους, εννοώ εκείνες τις μικρές αλεπούδες, απ’ τις καρδιές όπου φωλιάζουν, ώστε να ετοιμάσουν τόπο στον Υιό του Θεού, για ν’ αναπαύσει σ’ αυτές το κεφάλι του, αφού πια δε θα φωλιάζει στις καρδιές η γενιά των αλεπούδων.

Αλλά όποιοι κι αν υποθέσει ο λόγος πως είναι οι κυνηγοί, διδασκόμαστε με τις διαταγές που δίνονται σ’ αυτούς πόσο μεγαλειώδης κι άφραστη είναι η θεία δύναμη. Δεν είπε κυνηγήστε τον αγριόχοιρο που από το δάσος καταστρέφει το αμπέλι του Θεού ή τον μοναχικό άγριο κάπρο ή το λιοντάρι που βρυχάται ή το πελώριο κήτος ή τον θαλασσινό δράκοντα (έτσι ο λόγος θα έδειχνε με τα θηρία αυτά ότι έχουν κάποια δύναμη οι αντίπαλοι των κυνηγών), αλλά λέει όλες εκείνες οι γύρω από τη γη δυναστείες, για τις οποίες γίνεται η πάλη των ανθρώπων, οι αρχές και εξουσίες και οι κοσμοκράτορες του σκότους και τα πνεύματα της πονηριάς είναι μικρά αλεπουδάκια, ύπουλα και κακομοίρα, όταν συγκριθούν με τη δική σας δύναμη.  Αν νικήσετε εκείνα, τότε θ’ αποκτήσει τη χάρη ο αμπελώνας μας, η ανθρώπινη φύση, και θα δώσει το προμήνυμα της καρποφορίας των σταφυλιών με τα άνθη της ενάρετης πολιτείας. «Πιάστε λοιπόν για χάρη μας, τις μικρές αλεπούδες που αφανίζουν τους αμπελώνες μας, γιατί τ’ αμπέλια μας άνθισαν».

Άκουσε τη θεία προσταγή σαν αμπέλι, η γυναίκα, για την oποία λέει ο Δαβίδ «η γυναίκα σου είναι σαν καρποφόρο αμπέλι», και είδε ότι με τη δύναμη εκείνου που έδωσε τη διαταγή είχε απαλλαγεί από τα βλαβερά αγρίμια, και παραδίδεται αμέσως στο γεωργό που γκρέμισε το μεσότοιχο του φραγμού. Δεν την εμποδίζει πια ο τοίχος να ενωθεί με τον ποθητό της, αλλά λέει «εγώ είμαι του αγαπημένου μου κι αυτός δικός μου, που ποιμαίνει μέσα στα κρίνα, ώσπου να ξεπροβάλει η μέρα και να φύγουν οι σκιές». Αυτό θέλει να πει· Είδα, λέει, πρόσωπο με πρόσωπο αυτόν που είναι πάντοτε αυτό πού είναι και που για χάρη μου ανάτειλε σαν άνθρωπος από την αδελφή μου τη συναγωγή, και σ’ αυτόν βρίσκω ανάπαυση και γίνομαι η κατοικία του. Γιατί αυτός είναι «ο καλός ποιμήν», που δε δίνει χόρτο για τροφή στα πρόβατά του, αλλά τα τρέφει με καθαρά κρίνα. Είναι αληθινά αυτός που δεν τρέφει πια με χόρτο το χόρτο. Γιατί η τροφή της άλογης φύσης είναι το χόρτο, ο άνθρωπος όμως που είναι λογικός τρέφεται με τον αληθινό Λόγο. Γιατί λέει· «κάθε σάρκα είναι χόρτο, όσο είναι σάρκα». Αν όμως κάποιος γεννηθεί από το Πνεύμα και γίνει πνεύμα, δε θα ζήσει πια βόσκοντας χόρτα, αλλά τροφή του θα είναι το Πνεύμα, που συμβολίζει η ευωδία και η καθαρότητα του κρίνου.

Θα είναι λοιπόν κι αυτός καθαρό κι ευωδιαστό κρίνο, που μεταβάλλεται σύμφωνα με τη φύσιν της τροφής. Αυτό σημαίνει η μέρα που απλώνεται με τις ακτίνες, που ανεβαίνει δηλαδή, όπως είπε ο θείος λόγος, ονομάζοντας πνοή το άπλωμα των ακτίνων που γίνεται με το αεράκι, που διώχνει τις σκιές του βίου, σκιές που παρατηρούν μ’ επιθυμία όσοι δε φώτισαν ακόμα με το φως της αλήθειας τα μάτια της ψυχής, αυτοί που βλέπουν σαν αλήθεια τις κούφιες σκιές και βλέπουν λανθασμένα το αληθινό ον ως μη ον. Εκείνοι όμως που τρέφονται με τα κρίνα (αυτοί δηλαδή που δυναμώνουν την ψυχή τους με την καθαρή κι ευωδιαστή τροφή), αφού αποδιώξουν κάθε απατηλή και σκιώδη φαντασία όσων επιδιώκονται με ζήλο στη ζωή αυτή, θα στρέψουν το βλέμμα προς την αληθινή υπόσταση των πραγμάτων και θα γίνουν υιοί φωτός και υιοί ημέρας.

Αυτά βλέπει η νύμφη και καταπιέζει το Λόγο να κάνει γρήγορα έργο την ελπίδα των αγαθών λέγοντας· «γύρισε στο αντίθετο τη φορά των κακών, αγαπημένε, γίνε ίδιος με ζαρκάδι ή μ’ ελαφόπουλο πάνω στις χαράδρες των βουνών», κοίταξε σαν ζαρκάδι εσύ που βλέπεις τις σκέψεις των ανθρώπων, που διαβάζεις τους διαλογισμούς των καρδιών, αφάνισε τη σπορά της κακίας, καθώς το ελαφόπουλο πού αφανίζει το γένος του όφεως. Βλέπεις τα κοίλα όρη της ανθρώπινης ζωής που τα υψώματά τους δεν είναι βουνοκορφές αλλά φαράγγια. Τρέχει λοιπόν όσο πιο γρήγορα γίνεται ο Λόγος επάνω στα κοίλα όρη. Γιατί ό,τι ορθώνεται κατά της αλήθειας είναι βάραθρο και όχι όρος, βαθούλωμα και όχι ύψωμα, Αν λοιπόν λέει, ορμήσεις επάνω σ’ αυτά, κάθε τέτοιο φαράγγι θα γεμίσει και κάθε τέτοιο όρος θα ταπεινωθεί (χαμηλώσει).

Αυτά λέει η ψυχή, που τη βόσκει ο Λόγος όχι μέσα σε τέτοια αγκάθια, αλλά μέσα στη μοσχοβολιά των κρίνων της καθαράς πολιτείας, από τα οποία είθε να δώσει να χορτάσουμε κι εμείς ποιμαινόμενοι από το Λόγο, στον οποίο ανήκει η δόξα και το κράτος στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Τέλος Ε' Λόγου

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!