του Κ. Παπαγιώργη, από το Άρδην τ. 14-15, Ιούνιος-Σεπτέμβριος 1998
Ένας εξ απολύτου πεποιθήσεως πιστός, που γράφει στη γλώσσα την οποία τίμησαν και δόξασαν Πατέρες, ασκητές και Άγιοι, έστω και αν δεν είναι ιεροκήρυκας αλλά διακονεί τη λογοτεχνία, τι πιο φυσικό από το να αφιερώσει ένα του διήγημα σε μια μεγάλη μορφή της Ιεράς Παραδόσεως; Εντούτοις, πουθενά ο Παπαδιαμάντης δεν ανασυνθέτει τη ζωή ενός Αγίου, ούτε συναξαρίζει κάποιον Κόλλυβα από τα πατρογονικά του. Η αναφορά στα εκκλησιαστικά κείμενα είναι μόνιμη και επανέρχεται σαν ψαλμωδικός συνειρμός στη γραφίδα του ψάλτη, όπως αμετακίνητη είναι και η θέση του αφηγητή: μιλάει για λαϊκούς, κοσμικούς, ανθρώπους καθημερινούς, που πάσχουν συχνά απλώς και μόνο επειδή ζουν, ποτέ όμως για μια καθαγιασμένη μορφή. Άτυχες κόρες, πολυπαθή γραΐδια, αναξιοπαθούντες νεαροί, νεκροβαπτισμένα βρέφη, απαρηγόρητοι ερωτευμένοι φαίνεται πως ταιριάζουν καλύτερα στην υψηλή παθολογία της γραφής.
Άραγε έχουμε να κάνουμε με μια ειλημμένη θέση που προβάλλει τη λαϊκότητα ως αυθεντική μορφή αγιότητας, ασκώντας έτσι, έμμεσα αλλά αποτελεσματικά, μια κριτική εις βάρος των κατεστημένων εκκλησιαστικών και μοναστικών θεσμών; Για όποιον θέλει να υποστηρίξει μια παρόμοια άποψη, το υλικό αφθονεί. Υπάρχει δαψίλεια χλευασμών για τον ανώτερο κλήρο: «Είχεν έλθει τότε, προ ολίγου καιρού, δια πρώτην φοράν εις τον τόπον, περιοδεύων, ο νεοχειροτόνητος Δεσπότης, όστις, καθώς εκακογλωσούσαν πολλοί, είχε καταρτίσει τιμολόγιον, πρί φίξ, δια τας χειροτονίας των κληρικών» (1). Δαψίλεια μομφών για την κοιλιοδουλεία του («δια τα γαλοπούλα, τους αστακούς και τ’ αυγοτάραχα, κανείς δεν του εζήτησε λογαριασμόν πόσα είχεν εξοδεύσει» (2)). Όπως και για το ήθος των Ριζαρειτών, τους οποίους αντιπαθούσε ο Παπαδιαμάντης: «Και το κάτω-κάτω, κύριε, επέφερεν οιονεί αποστρέφων τον λόγο προς τον Ριζαρείτην, αφού δεν σ’ αρέσει, κύριε, η Θρησκεία και το ιερατικόν στάδιον, διατί φορείς ράσα, και διατί οι φιλόστοργοι γονείς σου σε στέλνουν να φοιτάς εις την Ριζάρειον; Έως πότε θα είμεθα αχαρακτήριστοι Γραικύλοι;» (3)
Μια ασήμαντη αφορμή, η αιφνίδια επίθεση ενός σκύλου, κάνει το συγγραφέα να θυμηθεί ειρωνικά τον ανώτερο κλήρο: «Το “ξαφνικό”, και ευτύχημα αν είναι, καλόν δεν κάμνει. Διαβάστε εις την ιστορίαν δι’ ένα Μητροπολίτην, Δωρόθεον, αν καλώς ενθυμούμαι, όστις έπεσεν απόπληκτος και απέθανεν άμα έμαθε το ανέλπιστον ευτύχημα, ότι εξελέχθη Οικουμενικός Πατριάρχης!» (4). Αλλά και τους Αθωνίτες συχνά δεν τους εξαιρεί: «Ο παπα-Καισάριος, […], είχε χρηματίσει επί μακρά έτη Προηγούμενος εις την Μεγάλην Λαύραν την εν Άθω. Ούτος, αν και ως προεστώς ιδιορρύθμου μοναστηρίου είχεν ιδίαν περιουσίαν, ηρνείτο να δίδη χρήματα εις τους συγγενείς του, λέγων ότι “τα καλογηρικά γρόσια γίνονται φίδια και σας τρώνε…”» (5). Τι άλλο χρειάζεται για να συμπεράνουμε μια ριζική αντιπάθεια του συγγραφέα για τον κλήρο; Πριν απαντήσουμε, οφείλουμε να διευκρινίσουμε ότι αυτή η αντιπάθεια δεν περιοριζόταν στους αξιωματούχους ρασοφόρους, αλλά αγκάλιαζε κάθε λογής ιεραρχία.
Το Πάσχα του 1887, ο Παπαδιαμάντης πηγαίνει στα μεσόγεια της Αττικής, με σκοπό να εορτάσει μέσα σ’ ένα ταπεινό εκκλησίασμα. Ιδού τι διαπίστωσε: «…ευρέθησαν επτά ή οκτώ αυτοσχέδιοι ψάλται.[…] ήσαν εύρωστοι χωρικοί νεανίαι, και δεν τα έλεγον μεν απταίστως, αλλά δεν τα εδολοφόνουν ασυνειδήτως. Μόνον είς παραφώνως και ατάκτως έψαλλε, και ούτος ήτο διδάκτωρ της νομικής» (6). Όποιος έχει πάει στην Εσπερία για να αγοράσει μυαλό, όποιος είναι δόκτωρ, μεγαλόσχημος, τιτλούχος, Παναγιώτατος, μεγαλειότατος, δεν έχει καμία τύχη μέσα στον κόσμο των διηγημάτων. Έτσι άλλωστε εξηγείται και η ιδιότυπη σιωπή τους. Παρότι η κοινότητα έχει πολλούς μορφωμένους: «Και ήσαν τόσοι και τόσοι στο χωρίον, σχολάρχαι, καθηγηταί, μισθοφόροι επιστήμονες με διπλώματα, μορφωμένοι ευπρόσωποι, καλλωπισμένοι» (7), πουθενά δεν γίνεται λόγος γι’ αυτούς.
Αν τα λιμάνια είναι εστίες μολύνσεως γιατί εκτίθενται σε ξενόφερτα ήθη, μέσα στις κοινωνίες οι μορφωμένοι, ως λιμένες ξένων ιδεών, κρατούν κι αυτοί μολυσματικό ρόλο. «Τόσοι σοφοί άνδρες, φωστήρες εκ της Εσπερίας ανατείλαντες, με τόσον παχείς μισθούς, και να μην μεταγγίσουν ολίγον αθεϊστικόν πνεύμα εις την Ελλάδα!» (8). Η απόφαση έχει παρθεί: το αυθεντικό ήθος, η γνήσια θρησκευτικότητα, η αγνότητα της καρδιάς αναζητείται με κατιούσα κατεύθυνση. Όχι στα υψηλά διαζώματα της κοινωνίας, παρά στις τάξεις των ταπεινών. Η άγνοια προτιμάται από τη δοκησισοφία. Μια παρόμοια στάση, που κρύβει ένα στοιχείο κοινωνικής εκδίκησης εκ μέρους ενός ανθρώπου που δεν ανήκε ποτέ σε μια μορφή εξουσίας, είναι κανονική έμμονη ιδέα, πετριά, έτσι άλλωστε διατυπώνεται στην περίπτωση του Πατσοστάθη: «…ο αληθής λόγος δι’ όν δεν ήθελε να συνάντηση τον Δήμαρχον, ήτο η πτόησις εκείνη και το σκιάξιμον από το οποίον έπασχεν. Ήτο ‘σκιασμένος’. Δεν επεθύμει ν’ αντικρύζη αρχάς, εξουσίας, και ανθρώπους με αξιώματα. Τοιαύτη τις ήτο η ‘πετριά’ την οποίαν έπασχε» (9). Τα μόνα πρόσωπα που περιβάλλονται με αγάπη και συμπάθεια είναι ο άσημος λαός. Αυτόχρημα, η φανατική προσήλωση στους ταπεινούς συνεπάγεται και μια γνησίως θρησκευτική άποψη για τον άνθρωπο, που θα αποτελέσει και τον ορίζοντα αυτής της λογοτεχνίας. Όταν ένας συγγραφέας υποτάσσει τα πρόσωπά του στο κοινό ήθος, ουσιαστικά δεν δέχεται καμιά ριζική αποσκίρτηση· κάθε μοίρα ενοφθαλμίζεται στη συλλογική μοίρα. Υπ’ αυτή την έννοια, η άποψη ότι «οι τύποι του δεν παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία: τρεις τέσσερις άνδρες, άλλες τόσες γυναίκες και μόνο τα ονόματα αλλάζουν» (10) δεν είναι άστοχη. Μόνο που η ευστοχία της υπονοεί τα μυθιστορηματικά πρόσωπα του 19ου αιώνα, τα οποία, αποκλίνοντας από το κοινό ήθος, προκαλούν επανάσταση που γίνεται άξια καταγραφής ως μυθιστόρημα. Για τον Παπαδιαμάντη (11), αυτή η δημιουργία είναι «ξένη». Αντί να ανιχνεύσει τα μυστικά της ατομικότητας, που δεν χωρούσε στον κόσμο του, αποσκοπούσε στη διαγραφή της ενοποιού φυσιογνωμίας - η οποία μεταφραζόταν σε θρησκευτική αλήθεια (…)
Όπως γνωρίζουμε, ο Παπαδιαμάντης ήταν σαφής πάνω στο ζήτημα της θρησκευτικής πίστης: «Το επ’ εμοί, ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε, ιδίως δε κατά τα πανεκλάμπρους ταύτας ημέρας, να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου…» (12). Άλλωστε η σαφήνεια αυτής ακριβώς της διακήρυξης απέβη σπαζοκεφαλιά για τους κριτικούς της λογοτεχνίας του. Οι καταδίκες αλλά και τα εγκώμια έθυσαν σε αυτόν τον γρίφο του πιστού και λογοτέχνη Παπαδιαμάντη. Άραγε ο πιστός ανάγεται στον συγγραφέα; Ο συγγραφέας ανάγεται στον πιστό; Τι θα ήταν ο ένας χωρίς τον άλλο;
«Ο λογοτεχνικός κόσμος της Αθήνας μπορεί να ρωτάει τι θα ήταν ο Παπαδιαμάντης χωρίς τα διηγήματα ή το λογοτεχνικό έργο. Δε βλέπω να ρωτάει τι θα ήταν τα διηγήματα χωρίς τον Παπαδιαμάντη. Ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα (η διηγηματογραφία) δίχως την αιτία του (ο Παπαδιαμάντης). Αυτή θα ήταν, ωστόσο, η κανονική σειρά. Γιατί έχομε στην ελληνική γλώσσα -και σε ξένες- και άλλα λογοτεχνικά έργα, αισθητικά ‘ωραία’ ή πληρέστερα σε κατεργασία, αλλά δεν είναι Παπαδιαμάντης. Λείπει η προέχταοη που μας μεταφέρει -κάθε λαό- στο ανεξήγητο εκείνο καθεστώς των πατέρων ή στο επίκεντρο της πνευματικότητας μας, στη μεταφυσική ρίζα της ζωής. Και για να το έχει κανένας αυτό δε φτάνει η οποιαδήποτε ποιητική φλέβα ή αισθητική πληρότητα. Αυτή μονάχη της μπορεί να γεννάει έργα (γεννάει πολλά), δε γεννάει τα έργα της παράδοσης. Από την άλλη μεριά, το να ανήκεις απλά και μόνο στην παράδοση, δίχως να έχεις τη χρειαζούμενη δεξιοσύνη στα χέρια, πάλι δε φτάνει να δώσει σε οποιοδήποτε έργο την προέχταση που αναφέραμε. Παράδειγμα ο Μωραϊτίδης. Είχε το ένα, δεν είχε το άλλο. Πρέπει να υπάρχουν και τα δύο (παράδοση και δεξιοσύνη) για να μεταφερόμαστε στη ρίζα της ζωής. Και αυτά τα δυο πρέπει να έχουν γίνει ένα. Παράδειγμα ο Παπαδιαμάντης» (13).
Το επιχείρημα του Λορεντζάτου συνοψίζει επιτυχώς όλη την περί τον Σκιαθίτη ψυχοπαθολογία. Αν αρνηθούμε τη θρησκεία και κρατήσουμε τον λογοτέχνη, μετατρέποντας έτσι το έργο σε «αισθητική», τι απομένει; Είναι σαν να θαυμάζουμε μια εκκλησία που μετετράπη σε μουσείο. Αν πάλι αδιαφορήσουμε για τον λογοτέχνη και στραφούμε στον πιστό, αυτόματα μας απειλεί η μέτρια έως κακή λογοτεχνία των πιστών – παράδειγμα ο Μωραϊτίδης. Συνεπώς; Αντί η πίστη να συμπληρώνει τη λογοτεχνία ή η λογοτεχνία την πίστη, χωρίζουμε το έργο σε δυο ασυμφιλίωτους πόλους- και ό,τι κερδίζουμε με το ένα χέρι, το χάνουμε με το άλλο. Πράγματι, όσο ακολουθούμε τη λογική αίτιο-αιτιατό, ο κύκλος είναι φαύλος και η λύση ανέφικτη. Μόνο αν σκεφτούμε ότι τα διηγήματα αίρουν τη διφυία αίτιο-αιτιατό, και παραδίδουν συγγραφέα και θρησκευόμενο εν ταυτώ, εξερχόμαστε από την αντίφαση και θεραπευόμαστε από τη νεύρωση, Άλλωστε και οι αντίποδες του Λορεντζάτου το ίδιο ακριβώς επιχείρημα αναπτύσσουν: τι να μας πει ένας καλός συγγραφέας που είναι «αντιδραστικός», «θρησκόληπτος», «σκοταδιστής», «πολέμιος της δημοκρατίας»; Αν υπάρχουν δυο Παπαδιαμάντηδες, πάντα ο ένας θα θυσιάζεται εν ονόματι του άλλου (…)
Οι έξι μοναχοί Κολλυβάδες ήταν νεοφερμένοι. Είχαν έρθει από ένα νησί των Κυκλάδων, όπου είχαν παραμείνει επί χρόνια ασκητεύοντες. «Η κοινή φήμη έλεγεν ότι ησπάζοντο εν μέρει τας δοξασίας θρησκευτικού τίνος δασκάλου, τας οποίας είχεν αποκηρύξει η Ιερά Σύνοδος. Το αληθές ήτο ότι ο εν λόγω διδάσκαλος, αυτός μάλλον είχεν ακολουθήσει τινά των παλαιών εθίμων μοναστικής τίνος κοινότητος, λίαν αρχαιοπρεπούς, εις την οποίαν ανήκον οι ασκηταί ούτοι».
Την υπέρογκη γοητεία που ασκεί αυτή η παράδοση στην καρδιά του αφηγητή τη βλέπουμε στη συμπεριφορά του Αγάλλου: αφού ευχαρίστησε την περιέργειά του, ήταν αποφασισμένος να απέλθει, με τη σκέψη στην οικογένεια του’ αλλά είπε μέσα του: «Ας καθίσω ακόμα λίγο», και πάλιν «ακόμα λίγο». Ο σαββατογεννημένος, αλαφροΐσκιωτος, ξεμυαλισμένος και έκδοτος σε παραισθήσεις Αγάλλος θα κάνει το λίγο πολύ και θα τον πάρουν τα μεσάνυχτα, «διότι το τρυφερόν και σεμνόν της ψαλμωδίας τον έτερπε».
Εδώ η θρησκευτικότητα του Παπαδιαμάντη βρίσκει την πιο μεστή της έκφραση. Η σχέση με τον Χριστό μέσα στο θάλπος της λειτουργίας είναι ένα βίωμα εκστατικό, που δεν έχει να κάνει με καμιά νοητική προετοιμασία. Ο νους είναι εμπόδιο. Μόνο η καρδιά θρησκεύεται. Γι’ αυτό βλέπουμε τον Αγάλλο να νιώθει ότι «επήγε ζωντανός εις τον Παράδεισον». Το γεγονός ότι αυτή τη σπάνια στιγμή ο συγγραφέας τη συνδέει με τους Κολλυβάδες, ίσως είναι και ο ύστατος φόρος τιμής προς τα προγονικά του.
Όντως, σε αυτό το διήγημα ο αφηγητής αναφέρεται ευθέως στην πατρογονική παράδοση των Κολλυβάδων. Αυτήν που ξεκίνησε το 1754 στον Άθω εξαιτίας των μνημοσύνων, και κατόπιν με επικεφαλής τον Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη τον εξ Εβραίων, πήρε χαρακτήρα αίρεσης. Ο Καυσοκαλυβίτης αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον Άθω και να εγκατασταθεί στη Βλαχία, όπου και απεβίωσε το 1780. Συνεχιστής του ήταν ο Αθανάσιος ο Πάριος, διδάσκαλος στην Αθωνιάδα Ακαδημία και ένας από τους πιο σφοδρούς πολέμιους του Κοραή και του δυτικισμού. Συνοδοιπόροι του αναδείχτηκαν ο Μακάριος Νοταράς και ο μοναχός Νικόδημος ο Αγιορείτης. Αυτή η παράδοση ίδρυσε το μοναστήρι του Ευαγγελισμού στη Σκιάθο (1794), κι από κει κρατούσε ο Διονύσιος ο Γέροντας, ο τελευταίος των Κολλυβάδων στο νησί, τον οποίο πρόλαβε εν ζωή ο Παπαδιαμάντης. Για τη μόρφωση του δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία (διήλθε άπασαν την ελληνικήν παίδευσιν αναγνούς πάντας τους έλληνας συγγραφείς), ούτε βέβαια και για τις πολιτικές του τοποθετήσεις: «Ανάμεσα στους 150 περίπου κληρικούς που συνελήφθησαν στα 1852 για τη συμμετοχή τους στο χριστιανικό αντιοθωνικό κίνημα του Παπουλάκη και της Φιλορθόδοξης Εταιρίας, είταν και ο Διονύσιος ο Γέροντας, πρόγονος και διδάχος του Παπαδιαμάντη. Έτσι μόνο μπορεί να εξηγηθή πως απεσταλμένοι αξιωματικοί του πολεμικού ναυτικού τον πήραν απ’ τη Σκιάθο και τον έστειλαν στη Θήρα με την κατηγορία πως συνεργάζονταν με τον Παπουλάκη για να ρίξη τον Όθωνα» (14).
Μιλώντας για τον ιερομόναχο Διονύσιο Επιφανειάδη, ο Βαλέτας γράφει: «Τι σχέση μπορεί να έχει ο αγωνιστής αυτός με τη φωτοσβεστική αγυρτεία των Κολλυβάδων, που έβγαιναν απ’ την κόλαση του μεσαίωνα κι ήθελαν, από παντού αποκηρυγμένοι και κυνηγημένοι, κι απ’ την Ελλάδα πίσω στο μεσαίωνα, έχοντας αρχηγό τους το σκοταδιστή Αθανάσιο Πάριο, που, αφού κυνήγησε κάθε φωτισμό στην προεπαναστατική Ελλάδα, έφτασε στο επαίσχυντο σημείο να γράψει πως η τυραννία των Τούρκων είναι εκ Θεού στην Πατρική διδασκαλία;» (15). Και δυο αράδες παρακάτω συμπληρώνει: «Αυτοί ήταν οι Κολλυβάδες που τους καταδικάζει με τον τρόπο του ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης».
Ασφαλώς ζήτημα παρόμοιας καταδίκης δεν υφίσταται (16). Ο Βαλέτας διογκώνει σκοπίμως τις υποψίες του, για να σώσει τον συγγραφέα από το υποτιθέμενο στίγμα του ανθελληνισμού. Όπως φαίνεται καθαρά στη νεκρολογία του πατρός Διονυσίου (17), πουθενά ο Παπαδιαμάντης δεν καταφέρεται ενάντια στα πατρογονικά του.
Αντίθετα, θα μπορούσε κανείς να καλλιεργήσει τον σκεπτικισμό του διαβάζοντας το Χατζόπουλο και τα Μαύρα κούτσουρα, ή απλώς εμβαθύνοντας στη φράση: «ήτο μοναστής, δηλ.,[…] ζων αναχρονισμός εν ΙΘ’ αιώνι φθίνοντι…» (18). Όταν το παπαδοπαίδι κλήθηκε, με τα χρόνια, να διαλέξει ανάμεσα στην παράδοση των Κολλυβάδων και την πίστη του λαού, πήρε τη θέση του απλού πιστού. Αλλωστε το τονίζει στη νεκρολογία του: «Διότι δεν εδόθη εις κοσμικούς ανθρώπους να μιμώνται τα έθιμα των ασκητικών εκείνων ανδρών, των εν αμέμπτω πολιτεία διαγαγόντων…» (19).
Η γνώμη του Παπαδιαμάντη για τον ανώτερο και τον κατώτερο κλήρο, η στάση του ως πιστού και ως λογοτέχνη, συναρτάται άμεσα με τα μικρά δράματα που αφηγήθηκε στα διηγήματά του. Η θέση του συνοψίζεται στη λαϊκή αγιότητα.
Αντί για τα αυστηρά ασκητικά ήθη τα οποία ποτέ δεν δραματοποίησε, ο συγγραφέας προτίμησε την άμεση επαφή του άσημου λαού με τα θεία. Ο πλασματικός του κόσμος αθέτησε την ιερή ιστορία συγκεκριμένων προσώπων, για να αφηγηθεί ιστορίες, εικόνων και θαλασσομαρτύρων. Όταν η γρια-Σκεύω η Γιαλινίτσα προσεύχεται μπροστά στην Παναγίτσα της -που «της είχε φέρει ο μακαρίτης ο άνδρας της από την Ρωσίαν, τον καιρόν εκείνον όταν οι ναύται έκαμναν ταξίδια εις την Ρωσίαν και έφερναν καλούδια απ’ εκεί» (20)- η ιστορία της εικόνας απαντάει σε όλα. Τρεις φορές είχε ναυαγήσει ο καπετάν Γιαλής -που κουβαλούσε πάντα μαζί του την εικόνα-, τρεις φορές η εικόνα βρέθηκε πάνω του. Τη μια φορά βρέθηκε στον κόρφο του, σαν να του έλεγε: «Σε σώζω ως Άγιος, σώσε με ως κειμήλιον». Την άλλη φορά πρόλαβε να τη βάλει στον κόρφο του προτού παρασυρθεί από τα κύματα, ενώ την τρίτη φορά, παρότι το λησμόνησε, το εικόνισμα βρέθηκε και πάλι στον κόρφο του, σαν να του έλεγε: «Που με αφήνεις;».
Για τα παπαδιαμαντικά πρόσωπα, η σχέση με τον Άγιο αποτελεί την πιο μύχια σχέση με τον εαυτό τους. Την εικονολατρία τους εύκολα μπορούμε να την παρεξηγήσουμε ή να την καταδικάσουμε εν ονόματι του νέου πνεύματος. Ποιος το αρνείται; Άλλωστε και ο ίδιος ο συγγραφέας είχε πλήρη επίγνωση. Όπως αμφιβάλλει για την επιβίωση του ελληνικού έθνους, άλλο τόσο σκεπτικιστής είναι σχετικά με το μέλλον της θρησκείας. Δεν διστάζει λοιπόν, στις πιο κατανυκτικές στιγμές της λειτουργίας, να λύνει λογαριασμούς με τους αντιπάλους του. Καθώς ο παπα-Διανέλος εισέρχεται στον ναό και προσκυνά τις βαθμίδες του ιερού Βήματος, η όφις του Τιμίου Προδρόμου «εσελαγίζετο εκ μυστικής ευφροσύνης»· και δίπλα, η εικόνα του «ηγαπημένου μαθητού» συνοψίζει όλες τις παπαδιαμαντικές σκέψεις για το μέλλον:
«Και ο ηγαπημένος μαθητής ήτο ακόμη εκεί, και συνέχαιρεν επί τη Αναστάοει, αν και πτυχή τις μερίμνης συνέστελλε το υψηλόν μετωπόν του, προβλέποντος ότι θρασύς ιερόσυλος έμελλε μετ’ ου πολύ να τον αρπάση εκ της κόγχης του και να τον μεταφέρη εις Αθήνας και το, καθιδρύση όχι εις ναόν και ολοκαύτωμα και θυσιαστήριον, όχι εις τοπον του καρπώσαι, αλλ’ εις Μουσείον, Ύψιστε Θεέ! εις Μουσείον. Ως να είχε παύσει ν’ ασκήται εις τον τόπον τούτον η χριστιανική λατρεία, και τα σκεύη αυτής ν’ ανήκον εις θαμμένον παρελθόν, και να ήσαν αντικείμενον περιεργείας! (21) Όπερ και εγένετο…
Σημειώσεις
1. Τ’ Αστεράκι, Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Άπαντα, Δόμος, Αθήνα 1989. τ. 4. σ. 3082. Η Επίσκεψις του αγίου Δεσπότη, τ.4 σ. 133
3. Η Κάλτσα της Νώενας, τ. 4, σ. 194 4. Το Ζωντανό κιβούρι μου, τ.4, σ. 620
5. Οι Λίρες του Ζάχου, τ.4, ο. 291. 6. Ο Επιτάφιος και η Ανάστααις εις τα χωριά, τ.5, σ. 121.
7. Το γράμμα στην Αμερική, τ. 4. σ. 357 8. Μεγαλείον οψώνια, τ. 4, σ. 427
9. Τα Ρόδιν’ ακρογιάλια, τ. 4. σ. 265
11. Βλ. Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίο, του Κ. Παπαγιώργη: «Η Φόνισσα ή η σχέση με το κακό».
12. Λαμπριάτικος ψάλτης, τ.2, σ. 517
13. Ζήσιμος Λορεντζάχος, «Πενήντα χρόνια από τον θάνατο του», στον τόμο: Αλ. Παπαδιαμάντης, Εκδόσεις των Φίλων, σσ. 225-226.
14. Μ.Μ. Παπαϊωάννου, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Αθήνα, 1948, σ. 64.
15. Γ. Βαλέτας (επιμ.) Διδασκαλία Πατρική, σ. 39, εκδ. Πηγή.
16. Βλ. την αποκατάσταση της αλήθειες στο κείμενο του Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου, «Φωνή αβελτίωτη», στο Δαιμόνιο μεσημβρινό, σσ. 94-103.
17. Ο πατήρ Διονύσιος, τ.5, σσ. 327-331 18. Στο ίδιο, σ. 327
19. Στο ίδιο, σ. 330 20. Βαρδιάνος στα σπόρκα, τ.2, σ. 544
21. Λαμπριάτικος ψάλτης, τ.2, σ. 524.
2 σχόλια:
Xristos anesti kai Xronia polla se oles kai olous AM
ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΑΔΕΛΦΕ. ΚΑΛΟ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ.
Δημοσίευση σχολίου