Τετάρτη 27 Απριλίου 2022

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΜΑΞΙΜΟ ΤΟΝ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗ (10)

 Συνέχεια από: Παρασκευή 22 Απριλίου 2022

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΚΑΨΙΜΑΛΑΚΟΥ

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΜΑΞΙΜΟ ΤΟΝ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗ

Προς μία Οντολογία του Προσώπου

Διδακτορική Διατριβή που υπεβλήθη στο Τμήμα Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Πατρών

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΤΟ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟΝ ΚΑΙ Η ΘΕΙΑ ΒΟΥΛΗΣΗ

Εισαγωγικά

Εξειδικεύοντες λοιπόν έτι περαιτέρω τα όσα στο πρώτο κεφάλαιο αναπτύξαμε, έχουμε να σημειώσουμε ότι στο έργο του Μαξίμου, τίθεται και το ερώτημα περί της αιωνίας προνοίας του Θεού έναντι των δημιουργημάτων του, η οποία παρουσιάζεται να μην αίρεται επ’ ουδενί και να εκφαίνεται με όρους απολύτου σε διηνεκή χρόνο, έως προφανώς την εσχατολογική περαίωση. Μία ενδεχόμενη τέτοια άρση θα σήμαινε ότι θα διεκόπτετο και η εκδήλωση των θείων ενεργειών και άρα το σύνολο του υπαρκτού θα οδηγείτο στην απώλεια, ή τουλάχιστον σε μία στατικότητα που θα καθιστούσε το φυσικό σύστημα ως άνευ οντολογικού νοήματος και προφανώς τελολογικής σημασίας – προοπτικής. Χαρακτηριστικό της προνοίας είναι ότι αποτελεί, ούτως ειπείν, ένα μέσο το οποίο αναλαμβάνει να ενεργοποιήσει τις διαδικασίες για το υπαρκτικό πλήρωμα κάθε παραγόμενου όντος, ανάλογα σε κάθε περίπτωση με την ιδιαιτερότητα που το διακρίνει, ή του έχει ανατεθεί ή έχει επιλέξει με κριτήρια συνειδητότητας να επιτελέσει. Η τρόπον τινά χαρακτηριζόμενη ως εργαλειακότητα υπό οιαδήποτε οπτική βεβαίως δεν δηλώνει υποβάθμιση. Δεν πρόκειται για μία μηχανιστικά επαναληπτική ταυτότητα θείων παρεμβάσεων, διότι σε μία τέτοια περίπτωση θα κυριαρχούσε ένας απλουστευτικός – και, κατά βάση, στατικός – κοσμολογικός μονισμός, ο οποίος θα καταργούσε εξ ορισμού την ποικιλία που διέπει τα ανθρώπινα πρόσωπα και, ευρύτερα, το σύμπαν. Το χριστιανικό παράδειγμα είναι άνευ όρων πεποικιλμένα εντασιακό και, άρα, συνδέεται στενά και με την αισθητική αποτύπωσή του. Το δεδομένο από το οποίο αρύονται τις αφορμές τους οι εδώ προβληματισμοί είναι η έως ενός βαθμού ανεξάρτητη από ανορθολογικές δυνάμεις – και εν ταυτώ αισθητικά αξιόλογη – ποικιλία που παρατηρείται στο φυσικό σύμπαν, η οποία συνδέεται και με καταστάσεις δυναμοκρατικής εξέλιξης, στην οποία διάχυτο είναι και το απρόβλεπτο. Ειδικότερες εκφάνσεις προνοίας αποτελούν και εδώ: Ι) η δημιουργία του κόσμου και ΙΙ) η ενανθρώπηση του Λόγου, προβολές που αντανακλούν την φυσική και την υπερφυσική Αποκάλυψη αντιστοίχως και εντάσσονται από κοινού σ’ έναν σχεδιασμό που κινείται, παρά τις διαδοχές εμφάνισής του, στην ίδια λογική περί θείας οικονομίας, στην οποία αναδύεται μία ειδικού τύπου αποκατάσταση ως εφαλτήριο της μελλοντικής πληρότητας. Όσον αφορά στον Μάξιμο, γνωρίζουμε ήδη από πλείστα εδάφιά του ότι η διάκριση του Θεού σε Ουσία και σε Ενέργειες οδηγεί σε μία εκ μέρους του τελολογική ερμηνεία της Αποκαλύψεως του Θεού και του σωτηριώδους έργου Του στην ανθρωπότητα, ως εξαλλαγής της τελευταίας σε άφθαρτη και ενσωματώσεώς της στον οριστικό σκοπό της πλήρους, παρά τις αναπόφευκτες εξειδικεύσεις της, κοινωνίας του κτιστού κόσμου στο σύνολό του με τον τριαδικό Θεό. Ο ρεαλισμός της εξαλλαγής αυτής εδράζεται στην άμεση σχέση Θεού και κόσμου, κατά την οποία ο Θεός, αφ’ ενός, καλεί εν ελευθερία τον κόσμο στην ύπαρξη από το μηδέν και, αφ’ ετέρου, αποστέλλει τον Υιό Του, για να προσλάβει, να ανακεφαλαιώσει, και, με την Ανάστασή Του, να λυτρώσει όλη την κτίση από τη φθορά και τον θάνατο. Ο ίδιος ο Θεός καθίσταται το λύτρο για την αφθαρσία μίας άλλης πραγματικότητος, με παρεμβάσεις που διαδικαστικά ακολουθούν ένα συγκεκριμένο σκεπτικό. [ΓΙΝΕΤΑΙ ΦΑΝΕΡΟ ΛΟΙΠΟΝ ΟΤΙ Η ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΔΙΑ ΤΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ, Η ΜΕΙΩΣΗ ΤΟΥ ΔΙΑ ΤΟΥ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΥ, Η ΑΠΟΜΥΘΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΗΤΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΧΑΡΙΝ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, Η ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΜΕΤΕΒΑΛΑΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΤΟΠΙΣΑΝ ΤΗΝ ΚΥΡΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟ ΣΤΙΣ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΟΥΣ, ΙΣΩΣ ΧΑΡΙΝ ΤΗΣ ΕΝΩΣΕΩΣ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΠΙΣΜΟ, ΑΝΤΙΚΑΘΙΣΤΩΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΤΩΝ ΟΝΤΩΝ ΜΕ ΤΙΣ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΘΕΤΟ ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΟΡΙΖΟΝΤΙΑ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑ. ΚΑΤΑΡΓΩΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΠΡΟΦΗΤΕΣ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΤΗΝ ΘΕΟΤΟΚΟ ΚΑΙ ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΑΘΙΣΤΩΝΤΑΣ ΤΑ ΣΥΜΒΟΛΑ ΔΗΛ. ΠΡΟΣΑΡΜΟΣΙΜΑ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ, ΔΗΛ. ΣΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ.]

Στο σημείο αυτό, πρέπει να διευκρινισθεί ότι από τα βασικότερα γνωρίσματα της μαξιμιανής κοσμολογίας αποτελεί η διδασκαλία για την δημιουργία ως προϊόντος της ελεύθερης προσωπικής και παραγωγικής θείας ενέργειας. Η γέννεση δηλαδή του κόσμου δεν ανάγεται σε μία έξωθεν αυτού φυσική αναγκαιότητα, ούτε καν σε μία έσωθεν ορμώμενη, αλλά στην αγαθοεργό πρόνοια και σοφία του Θεού. Μάλιστα ο Μάξιμος εξηγεί πως ο Θεός γνωρίζει τον κόσμο όχι όπως τον εαυτό του αλλά εκ της σοφίας του, η οποία είναι κατ’ αυτόν τον τρόπο μία διαφορετική κατάσταση από την ουσία του, αλλά επ’ ουδενί οντολογικά μειούμενη και βεβαίως ούτε κινούμενη σε κατώτερο ιεραρχικά επίπεδο. Η θεία αυτογνωσία είναι από κάθε άποψη ακαριαία ως απόλυτη αυτοαναφορά, ενώ η γνώση του προϊόντος, όσο και αν προϋποθέτει την αυτογνωσία, είναι αναφορά προς τι. Η διάκριση μεταξύ γνώσης και σοφίας οντολογικά και γνωσιολογικά δεν είναι αμελητέα, αλλά δηλώνει ότι η δεύτερη έχει τρόπον τινά μία αυτοστοχαστική λειτουργία επί του ιδίου του εαυτού, προκειμένου να αναδειχθεί το κοινόν, ως μη προϋπάρχον. Γράφει λοιπόν επί λέξει: «ὁ μὲν Θεὸς γινώσκει ἑαυτὸν ἐκ τῆς μακαρίας οὐσίας αὐτοῦ· τὰ δι’ ὑπ’ αὐτοῦ γεγονότα, ἐκ τῆς σοφίας αὐτοῦ· δι’ ἧς καὶ ἐν ᾗ τὰ πάντα ἐποίησεν»96. Και εδώ θα διατυπωθεί λόγος περί αρχετύπων, τα οποία προσδιορίζουν, ως εδραζόμενα σε μία γνώση απόλυτης σοφίας, με ευέλικτους κανονιστικούς όρους έναν κόσμο πολλαπλών αρμονικών κυμάνσεων, οι οποίες αναδεικνύουν το φυσικό κάλλος, το οποίο ενέχει δομικά χαρακτηριστικά συνοχής και δεν επικυριαρχείται από καταστάσεις χαώδεις, οι οποίες θα μπορούσαν να θεωρηθούν και ως εκφάνσεις μίας αυτονομίας, ή ακόμα και ούτως ειπείν αυθαιρεσίας. Γίνεται λόγος για ένα σύστημα έλλογης τάξης, συνεκτικής διάρθρωσης και ολοτελές, το οποίο εξαιτίας ακριβώς της πηγής του έχει χαρακτηριστικά που το καθιστούν θεοειδές.

Ι. Ο κόσμος

α'. Η δημιουργία των όντων

Όσον αφορά στην κοσμολογία, με την έλευση του Χριστιανισμού, η, τόσο νευραλγική και χαρακτηριστική για τον αρχαιοελληνικό τρόπο σκέψης, ιδέα της ύπαρξης ενός ενιαίου οντολογικού στοιχείου, της προϋπάρχουσας δηλαδή ύλης, που συνδέει, ως υποχρεωτική διαμεσολάβηση, τον κόσμο με τον Θεό και υπάρχει ως υπόστρωμα όπισθεν από τούς εν λόγω συμβαλλόμενους παράγοντες, αντικαταστάθηκε από την διδασκαλία τής εκ του μηδενός δημιουργίας του φυσικού σύμπαντος στο σύνολό του. Εδώ αναδύεται το δεδομένο ότι υπήρξε περίοδος κατά την οποία ό,τι υπόκειται ή δεν υπόκειται στην αισθητηριακή αντιληπτικότητα κτιστό ον δεν είχε αναχθεί στο είναι, οπότε δεν μπορεί να γίνει συζήτηση και περί χρόνου κατά την ούτως ειπείν διάρκειά της.

Εξετάζοντας την σχέση του Θεού και της κτίσης, επισημαίνει ο Μάξιμος ότι η εκ του μηδενός αναγωγή των όντων στο είναι υπερβαίνει τις ανθρώπινες λογικές εξηγήσεις και την εντάσσει σ’ έναν σχετικό αποφατισμό. Η κοσμολογία δεν υπόκειται – έστω προσκαίρως – σε πλήρεις εννοιολογικές τεχνολογήσεις,προφανώς διότι η πηγή της δεν είναι γνωστικά αλωτή. Επί λέξει γράφει: «Δεύτερον δὲ ἐκπλήττεται, πῶς ἐκ τοῦ μηδενὸς τὴν τῶν ὄντων εἰς τὸ εἶναι παρήγαγεν ὕπαρξιν»97. Ὁ Θεός, ως δημιουργός κάθε οντότητας που υπάγεται σε ό,τι ορίζεται ως κτιστότητα, τις μετέφερε από την ανυπαρξία στη ζωή, μετεξέλιξη που συνδέεται αυστηρά με το ότι είναι η αποκλειστική ριζική Αρχή όλων: «τὰ ὄντα ἐκ τοῦ μή ὄντος παρὰ Θεοῦ εἰς τὸ εἶναι παρῆχθαι»98. Ήδη εξαρχής αποκλείεται το ενδεχόμενο των εξωγενών συμπληρωματικών παρεμβάσεων, οι οποίες θα λειτουργούσαν ως οι προσθήκες - επικουρίες σε ελλειμματικές παραγωγές, εκδοχή που θα ανέτρεπε, και ίσως ριζικά, την θεία παντοδυναμία και το απόλυτον της αγαθότητας. Ο ρητός μονισμός τίθεται εξ ορισμού, οι εξειδικεύσεις του οποίου πάντως αναδεικνύονται βαθμιαία, στο πλαίσιο της χαρακτηριζόμενης ως θείας οικονομίας, η οποία σε πλήρη βαθμό θα κατανοηθεί στα έσχατα και υπό προϋποθέσεις, οι οποίες εισέτι είναι υπό ανίχνευση. Ο άνθρωπος, από το σημείο της ανάδυσής του στο είναι και εκείθεν, καλείται να παρακολουθήσει την εξέλιξη και, όπου τού είναι εφικτό, να παρεμβαίνει, στο πλαίσιο της συνέργειας, η οποία είναι θεμελιωμένη ήδη βιβλικά. Διευκρινιστέον και εδώ ότι η παραγωγή της κτίσης από το μηδέν –δηλαδή από την απουσία μίας προϋπάρχουσας κατάστασής της– σημαίνει ωστόσο αυστηρώς ένα αποτέλεσμα που προέρχεται από την θεία βούληση και όχι από την θεία ουσία, της οποίας η άμεση εκδήλωση θα οδηγούσε σε πανθεϊσμό, στωϊκού π.χ. τύπου, ο οποίος κατά βάση συνιστά απορρόφηση του Θεού από την ύλη και την παρουσία του αποκλειστικά μέσω των φαινομένων. Θεός και φαινόμενα τότε θα μπορούσαν να εκληφθούν ότι συνανήκουν σε μία οντολογική αλυσίδα κοινού γένους, με ανάλογους λειτουργισμούς και παρεμβάσεις μη εξαγόμενους όμως από μία εσωτερική εξειδικευμένη ενότητα. Η μετουσίωση θα ήταν ο κυρίαρχος παράγων. Ο εν λόγω υλιστικής, κατά βάση, τάξης πανθεϊσμός μπορεί να οδηγήσει και σε μία ταυτότητα του Θεού με το σύνολο των φυσικών στοιχείων, κατάσταση που, ούτως ή άλλως, θα ανέτρεπε την υπερβατικότητα. Ή, πιο μετριοπαθώς, ο Θεός και ο κόσμος θα ανήκαν στην ίδια ουσιακή πραγματικότητα, ως μια πυραμίδα στην κορυφή της οποίας θα ετοποθετείτο ο Θεός, με σχέσεις που, αν δεν ορίζονταν από την ταυτότητα, θα συγκροτούντο από την ομοιότητα και θα ανεζητείτο, ενδεχομένως στο πλαίσιο μίας αέναης πορείας, τότε υποχρεωτικά ο παράγων που θα εξασφάλιζε τις μεταξύ τους συγκρίσεις. Υπό οιαδήποτε εκδοχή πάντως, ζήτημα οντολογικής ετερότητας δεν θα ετίθετο και θα αναπτυσσόταν ένα σύστημα κοινών κατηγοριών, με εντασιακές προσθαφαιρέσεις στην εφαρμογή τους. Οι συνέπειες για την γνωσιολογία θα ήσαν προφανείς: θα περιοριζόταν ο αποφατισμός και θα επικυριαρχούσε η καταφατική προσέγγιση του υπαρκτού, σε όλα τα επίπεδά του, οπότε η επιστημονική «άλωση» του θείου θα ανήκε στα όρια της δυνατότητας.

Ορθώς λοιπόν παρατηρείται υπό του H.U.von Balthasar ότι «η θεολογία του Μαξίμου, ακολουθώντας την χριστιανική παράδοση, εμμένει στην οντολογική διάκριση μεταξύ του Θεού και του κόσμου. Θεός και κόσμος διακρίνονται ριζικά και έτσι δεν παρατηρείται η –πανθεϊστικού χαρακτήρα– απορρόφηση του κόσμου μέσα στον θεϊκό μηχανισμό. Δεν πρόκειται για μία ουράνια λειτουργία κατά τον Διονύσιο, ούτε για μια κοσμική γνώση σύμφωνα με τον Εριγένη, αλλά για μια κοσμική λειτουργία»99. [ΤΙ ΝΤΡΟΠΗ ΝΑ ΒΑΖΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΤΗΝ ΛΟΓΙΚΗ ΤΩΝ ΔΥΟ ΑΡΧΩΝ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ ΤΟΥ ΔΥΣΤΥΧΟΥ ΜΠΑΛΤΑΣΑΡ, ΘΥΣΙΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΚΟΣΜΟΥ, ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΚΑΙ ΦΥΣΕΩΣ, ΕΝΑΣ ΑΘΛΟΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ, Η ΟΠΟΙΑ ΔΙΔΑΣΚΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΓΕΝΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΕΣΩ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΔΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ, ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΩΝ ΧΕΙΡΩΝ ΤΟΥ, (ΓΕΝΕΣΙΣ 2,7), ΚΑΘΙΣΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΝΑΝΘΡΩΠΙΣΗ ΕΝΑ ΠΑΡΕΡΓΟ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙAΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ. (Αυτοί που δεν έχουν βαδίσει ούτε την αρχή τής κατά Θεόν οδού θέλουν να μιλούν από οίηση για το κατ’ αυτήν τέλος, και λένε αναγκαστικά τα μη καθήκοντα "τα ανάρμοστα" και παρανομούν ψευδόμενοι)].  Είναι λοιπόν προφανές ότι η δημιουργία δεν είναι εφικτό να ενταχθεί στις λεγόμενες ορθολογικές επιστημονικοεμπειρικές αιτιολογήσεις, καθότι είναι απλώς προϊόν ελευθερίας μίας πραγματικότητας που υπεκφεύγει από κάθε συλλογιστική προσέγγιση και κάθε διακλάδωση της τυπικής λογικής. Το ότι ο κόσμος είναι κτιστός, το ότι έλαβε την οντολογική αφορμή του από το μηδέν, σημαίνει ότι θα ήταν δυνατόν και να μην υπήρχε. Η ύπαρξή μας δεν είναι αναγκαστική όπως και βεβαίως ό,τι περιλαμβάνεται συνολικά στην Κοσμολογία. Ανάγεται στην ελευθερία της θείας βούλησης,[Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΔΙΑΚΡΙΝΟΜΕΝΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΚΑΤ' ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΙ ΚΑΘ' ΟΜΟΙΩΣΙΝ  ΚΑΙ ΔΥΣΚΟΛΑ ΕΝΤΑΣΣΕΤΑΙ Η ΠΝΟΗ ΖΩΗΣ, Ο ΝΟΥΣ, ΣΤΗΝ ΒΟΥΛΗΣΗ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΘΟΤΙ ΣΤΗΝ ΠΝΟΗ ΖΩΗΣ ΑΝΗΚΕΙ ΤΟ ΕΙΝΑΙ, Η ΖΩΗ ΚΑΙ Η ΟΥΣΙΑ, Η ΑΥΤΟΚΥΡΙΑΡΧΙΑ.]  οπότε και οι συνέπειες από μία τέτοια εκδοχή για τα ηθικά ζητήματα;;; είναι κεφαλαιώδης. Για παράδειγμα, η ταπεινότητα δεν μπορεί να απουσιάζει από τις ανθρώπινες αυτογνωσιακές θεμελιώσεις τού πράττειν, καθώς δηλώνει ότι ο άνθρωπος έχει σαφή αίσθηση του ετεροπροσδιορισμού του.[ΕΚΕΙ ΟΔΗΓΕΙ Η ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΗΣ ΠΤΩΣΕΩΣ, Η ΤΑΥΤΙΣΗ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΦΥΣΗ. ΣΤΗΝ ΕΜΜΕΝΕΙΑ, ΣΤΟ ΕΝΥΠΟΣΤΑΤΟ ΤΗΣ ΤΑΠΕΙΝΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΣΑΝ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ. ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΖΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ, ΟΠΩΣ ΤΟ ΦΥΛΟ].

Προοδεύοντας την συλλογιστική του ο Μάξιμος, δεν αρνείται την τάξη και την πρόοδο στην δημιουργία και την κίνηση του κόσμου προς το έτι περαιτέρω βέλτιον. Υποτάσσει όμως τα αιώνια παραδείγματα, τις «ἰδέες» του Πλάτωνος και την «απορροή» των Νεοπλατωνικών στον προσωπικώς και άρα ελευθέρως ενεργούντα θείο Νου και στο προϋπάρχον, έναντι της νέας πραγματικότητας, σχέδιο της οικονομίας Του. Έχουμε έτσι τους «προορισμοὺς», τους «λόγους τῶν ὄντων», οι οποίοι εμφανίζουν διά της εμμενείας τους το σχέδιο του Θεού στην ανάπτυξη και στην κίνηση του φυσικού σύμπαντος. Οι λόγοι των όντων είναι το σημείο κοινωνίας των κτιστών όντων και του Θεού [ΛΟΓΟΥ ΜΗΠΩΣ;]100. Σε ουδεμία περίπτωση μάλιστα δεν σημαίνει ότι η διαμεσολάβησή τους τα καθιστά και μικτά, μετέχοντα δηλαδή και στις δύο πραγματικότητες. Προήλθαν από την ελεύθερη δημιουργική ενέργεια του Θεού σε τακτό, [ΥΠΗΡΧΕ ΛΟΙΠΟΝ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ, ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΖΗΖΙΟΥΛΑ, ΔΕΝ ΞΕΚΙΝΗΣΕ ΜΕ ΤΗΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ] αναφορικά με τα όντα και όχι αναφορικά με τον ίδιο ως κοσμολογική κατάσταση, χρόνο – και άρα όχι από απορροή101. Η αναφορά σε χρόνο χρήζει πάντως προσοχής, καθότι ουδείς λόγος υπάγεται στις ανθρώπινες αυτογνωσιακές θεμελιώσεις τού πράττειν, καθώς δηλώνει ότι ο άνθρωπος έχει σαφή αίσθηση του ετεροπροσδιορισμού του.

Προοδεύοντας την συλλογιστική του ο Μάξιμος, δεν αρνείται την τάξη και την πρόοδο στην δημιουργία και την κίνηση του κόσμου προς το έτι περαιτέρω βέλτιον. Υποτάσσει όμως τα αιώνια παραδείγματα, τις «ἰδέες» του Πλάτωνος και την «απορροή» των Νεοπλατωνικών στον προσωπικώς και άρα ελευθέρως ενεργούντα θείο Νου και στο προϋπάρχον, έναντι της νέας πραγματικότητας, σχέδιο της οικονομίας Του. Έχουμε έτσι τους «προορισμοὺς», τους «λόγους τῶν ὄντων», οι οποίοι εμφανίζουν διά της εμμενείας τους το σχέδιο του Θεού στην ανάπτυξη και στην κίνηση του φυσικού σύμπαντος. Οι λόγοι των όντων είναι το σημείο κοινωνίας των κτιστών όντων και του Θεού100. Σε ουδεμία περίπτωση μάλιστα δεν σημαίνει ότι η διαμεσολάβησή τους τα καθιστά και μικτά, μετέχοντα δηλαδή και στις δύο πραγματικότητες. Προήλθαν από την ελεύθερη δημιουργική ενέργεια του Θεού σε τακτό,[ΕΝΕΚΕΝ ΤΗΣ ΠΡΟΓΝΩΣΕΩΣ ΤΗΣ ΕΝΑΝΘΡΩΠΙΣΕΩΣ] αναφορικά με τα όντα και όχι αναφορικά με τον ίδιο ως κοσμολογική κατάσταση, χρόνο – και άρα όχι από απορροή101. Η αναφορά σε χρόνο χρήζει πάντως προσοχής, καθότι ουδείς λόγος υπάγεται στις δεσμεύσεις του. Εννοείται ακριβώς η παρουσία του ως προς ό,τι μέσα στην κοσμική εξέλιξη πρόκειται να παρουσιασθεί. Επιπλέον, ως εκ της υπερφυσικής πηγής τους επ’ ουδενί δεν αποτελούν οι λόγοι εγγύηση περί της εκδοχής για την αιωνιότητα του κόσμου της αισθητής εμπειρίας και για την συναϊδιότητά του με το θείον. Ανθρωπολογικώς, ορίζουν την μετοχή του ανθρώπου στον Θεό κατά την προοπτική της θεώσεως102, η οποία επιτυγχάνεται διά της ενεργείας του κοινού – παρά τις εξειδικεύσεις – τόπου όλων των επιμέρους λόγων, τον οποίο συνιστά ο Λόγος του Θεού103. Με αυτές τις προϋποθέσεις, τα αμετακίνητα οντολογικά θεμέλια του φυσικού σύμπαντος μετατοπίζονται στον απολύτως ανεξάρτητον από τις εξελικτικές λειτουργίες του έναντι της κτίσης ενεργούντα Θεό. Πρόκειται για ένα στοιχείο καθαρά βιβλικό104.

Ως εκ των ανωτέρω, η γένεση του κόσμου δεν ανάγεται σε μία ορισμένη φυσική αναγκαιότητα, αλλά στην αγαθοεργό πρόνοια και σοφία του Θεού. Ο χριστιανός θεολόγος επισημαίνει ότι ο Θεός έχει προσδώσει υπόσταση, προαιωνίως, στους λόγους των όντων με την αγαθή βούλησή του και έτσι συγκρότησε την ορατή και την αόρατη κτίση εκ του μη όντος. Με την λογική και την σοφία Του προσέδωσε σε ό,τι υπάγεται στην κατηγορία των δημιουργημάτων υπόσταση κατά τον χρόνο που κατά περίπτωση προσιδίαζε και συνεχίζει να προσδίδει, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για τα καθόλου ή για τα επιμέρους. Γράφει λοιπόν επί λέξει: «Τοὺς γὰρ λόγους τῶν γεγονότων ἔχων πρὸ τῶν αἰώνων ὑφεστῶτας βουλήσει ἀγαθῇ κατ’ αὐτοὺς τὴν τε ὁρατὴν καὶ ἀόρατον ἐκ τοῦ μή ὄντος ὑπεστήσατο κτίσιν, λόγῳ καὶ σοφίᾳ τὰ πάντα κατὰ τὸν δέοντα χρόνον ποιήσας τε καὶ ποιῶν, τὰ καθόλου τε καὶ τὰ καθ’ ἕκαστον»105. Καθίσταται λοιπόν φανερό από τα ανωτέρω ότι τα κτίσματα στο σύνολό τους έχουν κατασκευασθεί με ό,τι θα οριζόταν ως ορθολογική πληρότητα, καθώς η κτιστή πραγματικότητα στο σύνολό της διαπερνάται από την πρόνοια του Θεού, η οποία κατέχει απολύτως τις εν λόγω ιδιότητες. [Η ΦΥΣΗ ΔΕΝ ΣΥΝΩΔΙΝΕΙ ΠΛΕΟΝ, ΔΕΝ ΤΗΝ ΦΡΕΝΑΡΕ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΒΙΩΣΗ ΟΠΩΣ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΤΗΣ ΠΤΩΣΗΣ] Ευρισκόμενος ο Μάξιμος πλησίον σε ορισμένες θέσεις της νεοπλατωνικής σκέψης, τονίζει την ύπαρξη ενός και μόνον αιτίου για την σύσταση και την κυβέρνηση του παντός, από το οποίο εξαρτάται η φύση όλων των όντων. Το εν λόγω αίτιο έχει τις αρχές και τις αιτίες τού είναι, ενώ, από την άλλη πλευρά, προς το ίδιο όλα τα όντα τείνουν και προσβλέπουν κατακτώντας έτσι την συντήρησή τους στο γεγονός τού υπάρχειν106, με τους όρους μάλιστα εκείνους που συνθέτουν την πληρότητα. Δεν παραβλέπει μάλιστα ο Μάξιμος να τονίσει τον ενεργητικό χαρακτήρα της θείας χάρης, εγχεομένης προς τα δημιουργήματα από τον Θεό, η οποία έχει θετικό «θεοποιητικόν» χαρακτήρα, και βεβαίως, δεν έχει γνωρίσματα ούτε αμοιβαιότητας αλλά ούτε και πολλώ μάλλον ανταποδόσεως. Δεν θα προσιδίαζε στο απόλυτο να διεκδικεί το αντίτιμο για τις χορηγίες του. Λέγει ο Μάξιμος χαρακτηριστικώς: «ἡ γὰρ χάρις τῆς θέσεως ἄσχετός ἐστι παντάπασιν, οὐκ ἔχουσα τὴν οἱανοῦν δεκτικὴν ἑαυτῆς ἐν τῇ φύσει δύναμιν, ἐπεὶ οὐκ ἔτι χάρις ἐστὶν, ἀλλὰ τῆς κατὰ τὴν φυσικὴν δύναμιν ἐνεργείας φανέρωσις107». Επισημαίνεται ότι τα όντα δέχονται την χάρη της θεϊκής αιτίας και ότι η εν λόγω κατάσταση συνιστά την έκφραση της εξαρτήσεώς τους από τις χορηγίες της. Είναι προφανές ότι κατά την αιτιοκρατική σχέση Θεού δημιουργού και δημιουργημάτων παρατηρείται το φαινόμενο της εκ μέρους των όντων υποδοχής ή αποδοχής της θεϊκής δυνάμεως, επί τη βάσει μάλιστα των στοιχείων εκείνων που δεν ευρίσκονται έστω και στην στοιχειώδη οντολογική αντίθεση προς τον θεϊκό τρόπο ύπρξης. Το παράδειγμα που χριστιανικά ισχύει, είναι το μονιστικό, παρά τις όποιες διακρίσεις συναντώνται στον εσωτερικό τρόπο της θείας ζωής. Ωστόσο, είναι αναγκαία η ακόλουθη διευκρίνιση: η διάκριση μεταξύ της μεταφυσικής της υπερβατικότητας («ἄσχετος») και της μεταφυσικής της εμμένειας («φανέρωσις») είναι ρητή.

Σύμφωνα με τα όσα εξετάσαμε, καταλήγουμε στις ακόλουθες διαπιστώσεις, αναφορικά με τους όρους θεμελίωσης της κτίσης : Πρώτον, τα δημιουργήματα στο σύνολό τους κτίστηκαν «ἐκ τοῦ μὴ ὄντος, ἤ ἐκ τοῦ μηδενός». Τα πάντα άρχισαν να πραγματώνονται από μηδενικό χρόνο. Προφανώς η εκ του μη όντος δημιουργία έρχεται σε ευθεία αντίθεση προς την αντίληψη των αρχαίων Ελλήνων περί της προϋπάρξεως της ύλης σε σχέση με τον χρόνο της ποιοτικής διακόσμησής της. Πάντως, αυτή η αναφορά της προελεύσεως του συνόλου του υπαρκτού από τον Θεό, αναγνωρίζεται από τον Μάξιμο ότι εντάσσεται στην θεία πρόνοια και στο σχέδιο που η ίδια βαθμιαίως ως προς τα εμφανιζόμενα προϊόντα εκδιπλώνει. Διαφορετικά, δεν θα μπορούσε να νοηθεί δημιουργία, κίνηση, ζωή, αποκάλυψη, πρόνοια. Το φυσικό σύμπαν θα ήταν ανύπαρκτο ως νέα οντολογική πραγματικότητα, με τους όρους βεβαίως που δηλοποιούν την ιδιαιτερότητά του έναντι της υπερφυσικής παρέμβασης. Σημειωτέον ότι, όταν γίνεται λόγος για πρόνοια, σαφέστατα και δεν αναφερόμεθα σε αναγκαιότητα. Πρόκειται για δύο καταστάσεις διαλεκτικά αντίθετες.

Δεύτερον, σύμπασα η κτίση δεν προέρχεται από την θεία ουσία, αλλά είναι ετερούσια και όχι ομοούσια– σε σχέση προς τον τριαδικό Θεό, διάκριση που, εκτός των άλλων, έχει συνέπειες και στις γνωσιολογικές επιλογές – οριογραμμίσεις, οι οποίες μπορούν έως έναν συγκεκριμένο βαθμό να συσχετισθούν με τις πλατωνικές. Με άλλους λόγους, η δημιουργία από το μηδέν συνυφαίνεται μ’ ένα αποτέλεσμα που προέρχεται από την θεία βούληση και όχι από την θεία ουσία, κρίσιμη διάκριση και όσον αφορά στην ακριβή εφαρμογή της αρχής της αναλογίας και των αμφισημαντοτήτων που την ακολουθούν. Συνεπώς, ο πανθεϊσμός αποκλείεται εκ του ότι κατά τον Μάξιμο –και γενικότερα τον Χριστιανισμό της Ανατολής– ο Θεός δημιουργεί όχι με ό,τι στην καθεαυτότητά του είναι αλλά με τις ενέργειές του, οι οποίες ούτως ειπείν εκφεύγουν από την «μονήν» Του. Έτσι, αναδεικνύεται η ελεύθερη πρωτοβουλία της δημιουργίας μέσα από προσωπικές, τροφοδοτούμενες από την προαίρεση θείες ενέργειες και όχι, για παράδειγμα, ενός ειδικού τύπου νεοπλατωνικές απορροές. Να διευκρινισθεί ότι και οι ενέργειες αντανακλούν την θεία καθεαυτότητα, αλλά εκλαμβάνονται και υπό τον όρο ότι έχουν την αποστολή να την θέσουν σε κίνηση μ’έναν ιδιαίτερο τρόπο, χωρίς παράλληλα να την καταστήσουν ουσιακά μεθέξιμη. Η κίνηση, λοιπόν, δεν έρχεται να απεμπολίσει τα δικαιώματα της στάσης.

Τρίτον, στο σύνολό τους τα κτιστά δημιουργήθηκαν με λογική και σοφία από τον Θεό, όροι που δεν μπορούν να μη συνυφαίνονται και με την δομή. Καμία αναγκαιότητα δεν δεσμεύει την δημιουργική θεία αγαθότητα, διότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα υπέτασσε την Αγία Τριάδα σε μία ανώτερή της πραγματικότητα ή τουλάχιστον θα τοποθετούσε στις λειτουργίες της ως τροφοδοτικό ισοδύναμο ένα επιπλέον αίτιο. Η μεταξύ ακτίστου και κτιστής φύσης σχέση εκφράζεται ως σχέση αγαθότητας, της προερχόμενης βεβαίως από τον πρώτο παράγοντα της σχέσης κατά ένα απολύτως έλλογο, συνεκτικό και ολοτελές δοκούν. Το κτιστό προήλθε εκ του μη όντος, παρά του ακτίστου, του μόνου αγαθού. Και κατά το ότι αιτία της παραγωγής του είναι η άπειρη υπεριδρυμένη αγαθότητα, υπό την αέναη τροφοδότησή της οδηγήθηκε σ’ ένα ούτως ειπείν διαμορφωτικό γίγνεσθαι. Έτσι, όταν εκδήλωσε ο Θεός μ’ένα ειδικό τρόπο την θέλησή του, την εκδίπλωσε ως την προϋπάρχουσα στο πλαίσιό της108. Αυτή ακριβώς «η εκστατική» κίνηση της θείας υπερούσιας ύπαρξης είναι και η συστατική –ιδρυτική του ανθρωπίνου προσώπου προϋπόθεση»109· «ὁ γὰρ ἀγαθοεργός ἔρως ἐκίνησεν τὸ θεῖον εἰς πρόνοιαν, εἰς σύστασιν ἡμῶν»110. Να διευκρινισθεί ότι το συναμφότερον βούλησης και εφηρμοσμένης γνώσης αναδεικνύει μία συνθήκη που απαλλάσσει τον τρόπο εκδήλωσης του Θεού από έναν ακραίο συναισθηματισμό ή μία ακραία νοησιαρχία. Η απολυτοποίηση του ενός παράγοντα έναντι του άλλου θα έθετε ζητήματα ιεραρχίας, όχι άνετα ανατρεπόμενης, ενώ παράλληλα δεν πρέπει να διαλάθει της προσοχής ότι όλοι οι ανωτέρω όροι έχουν μία σαφώς ανθρωπογενή προέλευση, η οποία δεν έχει παρά μία κατ’οικονομίαν εφαρμογή στο θείον.

Σημειώσεις


96. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια περὶ ἀγάπης, P.G. 90, 1024 A. Πρβλ. Σωκρ. Ανδρέου, «Ο αγώνας της εκκλησίας για την ελευθερία του ανθρώπου: άγιος Μάξιμος Ομολογητής και Μονοενεργητισμός -Μονοθελητισμός», Εκκλησιαστικός Κήρυκας, τεύχος 15, 2009, σελ. 30, απ’όπου : «Ο τριαδικός Θεός ως δημιουργός του κόσμου υπερβαινει ασυγκρίτως τα κτιστά όντα, τα οποία υπόκεινται στη φθορά και την κτιστότητα της φύσης τους. Η σχέση του Θεού με τον κόσμο περιγράφεται από τον άγιο αποφατικά, ώστε να γίνει κατανοητή αυτή η υπερβατική διαφορά με τα δημιουργήματά του. Εντούτοις όμως αυτή η αποφατική προσέγγιση δεν καθιστά τον Θεό απρόσιτο και απρόσωπο»,

97. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια περὶ ἀγάπης, P.G. 90, 1048B.

98. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Περὶ διαφόρων ἀποριῶν, Ρ.G. 91, 1077 C. Πρβλ. και Χρ. Τερέζη, «Η διαλεκτική θείου - ανθρωπίνου στον Μάξιμο τον Ομολογητή», Επισκοπή Κιτίου, Λάρνακα 1998, σελ. 860. Στο χριστιανικό παράδειγμα απουσιάζει ρητά η αρχή της συναιτιότητας, η οποία ευδοκιμούσε κατεξοχήν στον Νεοπλατωνισμό, ενώ παράλληλα αποκλείεται οιαδήποτε ανακατασκευή - προσθήκη να παρεμβαίνει διαμεσολαβητικά στο θείο έργο, το οποίο έχει μονοσήμαντη λειτουργία. Ο μονισμός βεβαίως της αιτιότητας δεν καταργεί την ποικιλία των παρεμβάσεων των θείων ενεργειών. Η αρχική ενότητα δεν συνιστά ένα κλειστό σύστημα, αλλά εκπέμπει ανανεώσεις έκρηξης νέων κοσμικών μοντέλων, προβλεπτών ή απρόβλεπτων επιστημονικά. Σε προέκταση των ανωτέρω, θα σημειώναμε ότι το σύστημα των γνωσιολογικών κατηγοριών που διαμορφώνει ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι κλειστό και κεκορεσμένο αλλά ανανεούμενα δυναμοκρατικό και με κύρια στόχευση την ανταπόκρισή του ή και την ταυτότητά του προς τις κατηγορίες διά των οποίων περιγράφεται το άκτιστο και το κτιστό, με τις εξειδικεύσεις που σε κάθε περίπτωση προσιδιάζουν. Εδώ έχει την έδρα της η διαμόρφωση της αποφατικής και της καταφατικής γνωσιολογίας αντιστοίχως.

99. Βλ. Hans Urs von Balthasar, Liturgie Cosmique, σελ. 49. Εδώ χρήζει πάντως επισήμανσης ότι στις αρεοπαγιτικές συγγραφές απουσιάζει ρητά ο πανθεϊσμός και είναι οριοθετημένη η διάκριση μεταξύ αποφατικής και καταφατικής θεολογίας. Κατά την εκτίμησή μας, τόσο ο Διονύσιος όσο και ο Μάξιμος ανήκουν στην ίδια παράδοση, αλλά σε ορισμένα ζητήματα διαφοροποιείται ποσοτικά μεταξύ τους ο βαθμός της αναφοράς τους. Ο καθείς έρχεται να καλύψει ένα κατά την άποψή του θεωρητικό κενό. Το πέμπτο κεφάλαιο της πραγματείας Περὶ θείων ὀνομάτων του Διονυσίου του Αρεοπαγίτη συνιστά σταθμό στην χριστιανική σκέψη για ό,τι θα χαρακτηριζόταν ως κοσμική λειτουργία.

100. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Περὶ διαφόρων ἀποριῶν, P.G. 91, 1081 C: «Μοῖρα οὖν ἐσμεν καὶ λεγόμεθα Θεοῦ διὰ τὸ τοὺς τοῦ εἶναι ἡμῶν λόγους ἐν τῷ Θεῷ προϋφεστάναι». Πρβλ. Νικ. Λουδοβίκου, Η Ευχαριστιακή Οντολογία, σ.σ. 85-120, όπου αναπτύσσονται με ιδιαίτερα συστηματικό τρόπο πτυχές των λόγων στον Μάξιμο, με σαφή καταγραφή των ορίων της καταφατικής θεολογίας. Σημειωτέον ότι ο όρος «μοῖρα» χρησιμοποιείται με αφηγηματικό τρόπο και δεν καταγράφει με τυπική δηλωτικότητα διαμοιρασμούς. Για τη σχέση Θεού και κόσμου, βλ. Μ. Μπέγζου, Ελευθερία ή Θρησκεία, Οι απαρχές της εκοσμίκευσης στη Φιλοσοφία του δυτικού Μεσαίωνα, εκδ. «Γρηγόρη», Αθήνα 1991, απ’ όπου : «Στην αναφορικότητα (σχέσις) Θεού και κόσμου βασίζεται κατά τον Μάξιμο η διαλεκτική της υπερβατικότητας και της ενδοκοσμικότητας».

101. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Περὶ διαφόρων ἀποριῶν P.G. 91, 1081Α: «Κἄν εἰ αὐτὰ τὰ πάντα, τὰ τε ὄντα, καὶ τὰ ἐσόμενα, οὐχ ἅμα τοῖς ἑαυτῶν λόγοις, ἤ τῷ γνωσθῆναι ὑπὸ Θεοῦ, εἰς τὸ εἶναι παρήχθησαν, ἀλλ’ἕκαστα τῷ ἐπιτηδείῳ καιρῷ κατὰ τὴν τοῦ Δημιουργοῦ σοφίαν πρεπόντως κατὰ τοὺς ἑαυτῶν λόγους δημιουργούμενα καὶ καθ’ἑαυτὰ εἶναι τῇ ἐνεργείᾳ λαμβάνῃ». Η έννοια του καιρού δεν συνδέεται μηχανιστικά με τον χρόνο, αλλά δηλώνει την προσήκουσα στιγμή παρέμβασης. Έτσι, ο καιρός δηλώνει τόσο την συνείδηση του ενεργούντος όσο και τον ειδικό τρόπο με τον οποίο πλέον ερμηνεύεται ή αξιολογείται ή νοηματοδοτείται ο χρόνος, ώστε να τελεσθεί μία συγκεκριμένη επιλογή. Και εδώ δεν είναι αμελητέα η διάκριση μεταξύ γνώσης και σοφίας, εκ των οποίων η δεύτερη πρέπει να ανήκει στην κατηγορία των θείων ενεργειών, ως έκφρασης της απόλυτης ελλογότητας.

102. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Περὶ διαφόρων ἀποριῶν, P.G. 91, 1084 ΒC: «Καὶ ἔστι μοῖρα Θεοῦ, ὡς ὤν, διὰ τὸν ἐν τῷ Θεῷ τοῦ εἶναι αὐτοῦ λόγον, καὶ ὡς ἀγαθὸς, διὰ τὸν ἐν τῷ Θεῷ τοῦ εὖ εἶναι αὐτοῦ λόγον, καὶ ὡς Θεὸς, διὰ τὸν ἐν τῷ Θεῷ τοῦ ἀεὶ εἶναι αὐτοῦ λόγον, ὡς τούτους τιμήσας καὶ κατ’ αὐτοὺς ἐνεργήσας, καὶ δι’αὐτῶν ἑαυτὸν μὲν τῷ Θεῷ μόνῳ δι’ὅλου ἐνθέμενος, τὸν δὲ Θεὸν μόνον ἑαυτῶ δι’ὅλου ἐντυπώσας τε και μορφώσας, ὥστε καὶ αὐτὸν εἶναί τε χάριτι καὶ καλεῖσθαι Θεὸν, καὶ τὸν Θεὸν εἶναί τε συγκαταβάσει καὶ καλεῖσθαι δι’αὐτὸν ἄνθρωπον». Εκτός των άλλων θεολογικών και ανθρωπολογικών ζητημάτων, κυρίαρχη στο ανωτέρω παράθεμα είναι η συνέργεια θείου – ανθρωπίνου, η οποία αποτυπώνεται τόσο με φιλοσοφικούς όσο και θεολογικούς όρους, ενώ το αφηγηματικό στοιείο συνιστά έναν προφανή εκφραστικό εταίρο. Δεν πρέπει να εκφεύγει, ωστόσο, ότι, χριστολογικά ερευνώντας το ζήτημα, αναδύεται μία ισχυρή διαλεκτική ανάμεσα στους δύο παράγοντες, η οποία συντελεί και στην αντιμεταχώριση των κατηγορηματικών προσδιoρισμών.

103. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, ὅ.π.,P.G. 91, 1084 CD. Συνεχίζοντας το προηγούμενο απόσπασμα, ο Μάξιμος επεξηγεί: «Βούλεται γὰρ ἀεὶ καὶ ἐν πᾶσιν ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος καὶ Θεὸς τῆς αὐτοῦ ἐνσωματώσεως ἐνεργεῖσθαι τὸ μυστήριον». Το «ἀεί» δηλώνει σαφώς καί την αιωνιότητα της πηγής αλλά και την διηνεκότητα της παρέμβασης, οπότε συνεπαγωγικώς οδηγεί και στο ότι το φυσικό σύμπαν από την δημιουργία του και εκείθεν κατέχει αϊδιότητα. Για συγκριτικές συνεξετάσεις με τον Νεοπλατωνισμό, παραπέμπουμε στον πρώτο τόμο της πραγματείας του Πρόκλου Εις τον Πλάτωνος Τίμαιον , 232. 30-254.11.

104. Βλ. Hans Urs Von Balthasar, Liturgie Cosmique, σ.σ. 110-122.

105. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Περὶ διαφόρων ἀποριῶν, P.G. 91, 1080A. Ο θείος και προαιώνιος Λόγος, ευρισκόμενος σε διηνεκή διαλεκτική σχέση με τα προϊόντα που προέκυψαν και προκύπτουν από την παραγωγική κίνησή του, δημιούργησε αλλά και δημιουργεί τόσο τις καθολικές οντικές καταστάσεις όσο και εξειδικευμένα το κάθε ον ανάλογα με την ιδιαιτερότητά του και την συμπληρωματικότητά του ως προς τα υπόλοιπα, κατάσταση που συντελεί στην ευρυθμία και στην αρμονική ποικιλομορφία του συνολικού φαινομένου της γένεσης, τόσο καθεαυτού όσο και ως προς την εξέλιξή του. Χρήζει προσοχής ότι στα «καθόλου» δεν αποδίδεται αυτόνομη οντολογική και οντογενετική δυνατότητα.

106. Βλ. Ἐνν. VI 8, 10 (252, 6-12). Και ο νεοπλατωνισμός στο πρόσωπο του Πλωτίνου απορρίπτει συλλήβδην το τυχαίο στη δημιουργία του παντός: «ἀφαιρεῖ δὲ τὸ ὡς ἔτυχεν αὕτη ἡ ἀρχὴ τῶν ἄλλων εἶδος καὶ πέρας καὶ μορφήν διδοῦσα, καὶ οὐκ ἔστιν ἐν τοῖς οὓτω κατὰ λόγον γινομένοις τύχῃ ἀναθεῖναι, ἀλλ’ αὐτὸ τοῦτο λόγῳ τὴν αἰτίαν, ἐν δὲ τοῖς μὴ προηγουμένως καὶ μὴ ἀκολούθως, ἀλλὰ συμπτώμασιν, ἡ τύχη· τὴ δὴ ἀρχὴν παντὸς λόγου τε καὶ τάξεως καὶ ὅρου, πῶς ἄν τις τὴν τούτου ὑπόστασιν, ἀναθείη τύχῃ»; Ως προς το θέμα της πρόνοιας, ο αρχηγέτης του νεοπλατωνισμού αφιερώνει δύο πραγματείες. Βλ. Ἐνν. ΙΙΙ, 2 και ΙΙΙ, 3. Πρβλ. Ένν. ΙΙ 3,6 152, 15-20. Και βεβαίως ο Πρόκλος δεν θα απουσίαζε από μία τέτοια ενασχόληση. Σε πλείστα σημεία της πραγματείας του Εἰς τὸν Πλάτωνος πρῶτον Ἀλκιβιάδην, πραγματευόμενος τα περί του σωκρατικού δαιμονίου, αναφέρεται στην θεία πρόνοια. Βλ. ενδεικτικά 149.14-169.10. Πρβλ. J. Trouillard, «Note sur προούσιος et πρόνοια chez Proclus», Revue des Études Grecques, 53 (1960), σ.σ. 80-87.

107. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Περὶ διαφόρων ἀποριῶν, P.G. 91, 1237 Α. Πρβλ. Κων. Γ-Α Νιάρχου, Η ελληνική Φιλοσοφία κατά την Βυζαντινήν της περίοδον, Αθήναι 2004, σελ. 242.

108. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια περὶ ἀγάπης, P.G. 90, 1048 D.

109. Βλ. Χρ. Γιανναρά, Τὸ πρόσωπο καὶ ὁ ἔρως, Θεολογικό δοκίμιο οντολογίας, Αθήνα 1976, σελ. 61.

110. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Σχόλια εἰς τὸ περὶ θείων ὀνομάτων, P.G. 4, 261 B.


Δεν υπάρχουν σχόλια: