Σάββατο 23 Απριλίου 2022

Κάλλιστος Καταφυγιώτης: "Περί της ενώσεως με το Θεό και του θεωρητικού βίου" - μέρος 1ο (κεφ. 34 - 41)

Συνέχεια από: Κυριακή 17 Απριλίου 2022

41. Το Θειο ούτε είναι εντελώς φανερό, ούτε πάλι και εντελώς κρύφιο. Ότι υπάρχει, είναι φανερό και μάλιστα πάρα πολύ καθαρά. Τι όμως είναι, αυτό είναι κρυφό. Διαφέρει πάρα πολύ να γνωρίζομε το τι είναι ο Θεός, από το ότι υπάρχει· γιατί το δεύτερο φανερώνεται από την ενέργεια του Θεού, ενώ το πρώτο αναφέρεται στην ουσία Του, το οποίο και οι Άγγελοι αδυνατούν να ξέρουν. Γιατί ο Θεός υπάρχει άπειρες φορές άπειρα πάνω από κάθε ύπαρξη και πάνω από κάθε νου και κάθε νόηση. Όταν λοιπόν ο νους ασχολείται με εκείνα που φανερώνουν ότι ο Θεός υπάρχει, τότε έχει να λέει πολλά και να φιλοσοφεί άριστα. Και τότε μπορεί να λέγεται φιλόσοφος και θεολόγος. Όταν όμως ο νους ανακύψει και ανεβεί πάνω από το ότι υπάρχει, περικυκλωμένος από τη θεία κρυφιότητα και ενεργούμενος από τη φαντασία του τι είναι ο Θεός, και γίνει με τη χάρη, όπως είναι φυσικό, τελείως χωρίς μορφή και αφή και όραση, τότε κάθε λόγος που μπορεί να λέει κάτι περί Θεού μένει αργός, και ακινητοποιείται ο νους γινόμενος ενιαίος, γιατί εισχώρησε στη χώρα του ακατανόητου. Και τότε ενώνεται ολόκληρος με τον πάνω και πέρα από τα πάντα, όπου δε χωρεί ούτε λόγος, ούτε νόημα, ούτε καμιά σκέψη που να τον ποικίλλει, αλλά μόνο απλότητα και ακαταληψία, σιωπή και έκπληξη, το ασχημάτιστο και άπειρο και απεριόριστο· και βλέπει κατά παράδοξο τρόπο τη θέα του Αοράτου και τη μορφή του Αμόρφου, καθώς έγινε και ο ίδιος απόλυτος και άμορφος αληθινά. Και σύμφωνα με όσα θεώρησε αόρατα και αντίκρισε χωρίς μάτια, για να το πούμε με δύο λόγια, αναχρωματίζει στον εαυτό του το θείο και υπερφυσικό κάλλος και δοξάζει το Θεό που τον έπλασε τέτοιον.

 42. Ο Θεός λέγεται Ένα όχι μόνο γιατί είναι απλός και πάνω από κάθε σύνθεση, αλλά και διότι μόνο Αυτός είναι κυρίως ο Ων, ανάμεσα σε όλα τα λεγόμενα όντα που έχουν την ύπαρξή τους από Αυτόν. Γιατί αυτό που δεν υπάρχει κυρίως και απλώς, ούτε κυρίως και απλώς είναι ένα. Επίσης, γιατί βρίσκεται παντού ο Ιδιος χωρίς να περικλείεται πουθενά και είναι μόνος ανόμοιος από όλα και καθαρά έξω από όλα· και γιατί είναι αιώνιος, που δεν Εχει ούτε αρχή ούτε τέλος· και γιατί ρίχνει τη θεία ακτίνα της πρόνοίας Του σε όλα τα κτίσματα εξίσου, χωρίς βέβαια να μολύνεται, αν και όλα τα όντα δεν τη δέχονται με όμοιο τρόπο· επιπλέον και γιατί γίνεται γνωστός σε όλα χωρίς να κατέχεται από αυτά, για την κάποια όμως ενοειδή και πάνω από νοερή ένωση θέασή Του, απαιτεί νου αποίκιλο, άμορφο, ασχημάτιστο, άχρωμο, ανέγγιχτο από όλα γενικώς τα όντα και ολότελα ελεύθερο, άπειρα απεριόριστο και ανώτερο χρόνου, τόπου, φύσεως και των σχετικών με τη φύση. 

43. Επειδή η μεταξύ Θεού και νου πνευματική συνάφεια γίνεται πάνω από τη νόηση, γι' αυτό λέγεται τότε ότι ο νους είναι πάνω από τη φυση του, φανταζόμενος απόλυτα το υπερφυσικό απόκρυφο Ένα με νοερή αίσθηση. Αυτό όμως που πάσχει τότε ο νους είναι σύμφωνο με τη φύση του, η οποία έχει καθαρθεί με τη χάρη. Γιατί ό,τι είναι για το μάτι να βλέπει, αυτό είναι για το νου το να νοεί. Εκείνος λοιπόν που βλέπει μέσα στο σκοτάδι, δε βλέπει τίποτε, βλέπει όμως σαν ένα όλο εκείνο το σκότος, και βλέπει ότι δε βλέπει. Γιατί αν είχε σκεπασμένα τα μάτια του, ίσως και να νόμιζε ότι υπάρχει φως και κάποια πράγματα γύρω του. Τώρα όμως βλέποντας, βλέπει καθαρά ότι δε βλέπει. Και το να εισδύσει η οπτική του δύναμη μέσα στο σκότος και να δει τα κρυμμένα, αυτό υπερβαίνει τη φύση του ματιού, όχι όμως και το να βλέπει ότι δε βλέπει. Έτσι λοιπόν και όταν πρόκειται για το νου· όταν υψωθεί στη θεία αποκρυφιότητα και φτάσει πέρα από τη νόηση, δε βλέπει τίποτε —από που να δει;— εντούτοις βλέπει ότι δε βλέπει, και ότι εκείνο που δε βλέπει είναι Ένα, κρυμμένο σε κάποιο γνόφο, από το οποίο Ένα προέρχεται οποιοδήποτε ον, ή βλεπόμενο ή νοούμενο, είτε συναριθμείται με την κτίση είτε είναι αιώνιο και άκτιστο. Και αν δεν έβλεπε, δε θα έβλεπε βέβαια τον εαυτό του να υπερεκτείνεται πέρα από τον εαυτό του. Τώρα όμως θεωρώντας, θεωρεί ολοκάθαρα ότι δε θεωρεί, γιατί είναι πάνω από το θεωρείν, και ότι είναι αδύνατο να θεωρείται Εκείνο που θεωρεί. Το να εισδύσει μέσα στη θεία και υπέρλογη ενική απλή αποκρυφιότητα και να θεωρήσει, αυτό υπερβαίνει τη φύση του νου· το να ατενίσει όμως στο θείο γνόφο εκείνης της αποκρυφιότητας και να φαντασιωθεί την άρρητη Μονάδα, η οποία βρίσκεται πάνω απ' όλα μέσα σε ανεκλάλητο μυστήριο, και να θεωρήσει ότι δε θεωρεί τίποτε μέσα στο θείο γνόφο, αυτό είναι οπωσδήποτε ιδίωμα καθαρού νου που θεωρεί με τη χάρη του Πνεύματος. Γιατί δεν έχει σφαλισμένη και αργή τη νοερή όραση ο νους όταν θεωρεί ότι δε θεωρεί τίποτε, παρά το θείο και απλό Ένα στην αποκρυφιότητα· τούτο θα ήταν σημείο αμάθειας. Αλλά όταν θεωρήσει καθαρότερα, τότε υψώνεται στο υπέρ νουν και τότε θεωρεί την αβλεψία του, όταν θεωρεί μέσα στην αποκρυφιότητα του απλούστατου Ενός. Αν και βέβαια, ότι είναι Ένα αυτό από το οποίο προήλθαν τα πάντα και ότι είναι κρυφό, αυτό το θεωρεί πολύ καθαρά· τι όμως είναι, δε θεωρεί. Γι' αυτό λέμε τότε ότι ο νους βρίσκεται πάνω από τη φύση του, όσο ατενίζει στην απλούστατη αποκρυφιότητα του Θεού· αυτό όμως είναι σύμφωνο με τη φύση του νου όταν έχει γίνει καθαρός. Και μπορούμε να πούμε ότι είναι στη φύση του νου να υπερβαίνει τη φύση θεωρώντας χωρίς να βλέπει, δηλαδή χωρίς να νοεί, τη θεία και παναπλούστατη και υπέρ νουν ενική αποκρυφιότητα. Τότε δεν έχει οποιαδήποτε αντίληψη και γνώση παρά μόνο του Ενός, το οποίο δε βγαίνει από τον εαυτό Του. Κι όταν φτάσει εκεί με νοερή κίνηση, καταλήγει στη στάση και την παύση. Δε λέω στάση από το να θεωρεί, γιατί αυτό είναι μανιώδες πάθος, αλλά εννοώ στάση και παύση από το να μεταβαίνει από νόημα σε άλλο νόημα ή θεωρία. Γιατί βέβαια ο νους, όταν υψωθεί εκεί, επειδή πέφτει στο βυθό του απείρου και απεριορίστου, τον ολόφωτο από νοερό φως, συναντώντας την αχώρητη εκείνη και απερίβλεπτη, να πω έτσι, θεία αποκρυφιότητα, χάνεται και σταματά και δεν πάσχει τίποτε άλλο, παρά μια έκσταση μέσα σε νοερή φαιδρότητα. Και αν και δεν μετακινείται, όμως δέχεται την ενέργεια του νοερού φωτισμού ατενίζοντας ασάλευτα μέσα στην υπερούσια αποκρυφιότητα με τρόπο ενικό και μονοειδή και απορεί για την απρόσιτη εσωτερικότητα της ανεκφοίτητης φεγγοβολής και λαμπρύνεται από αυτή. Αν όμως ήταν αργός από το να θεωρεί, πώς θα έπασχε την έκσταση και τη λαμπρότητα; Το ότι στέκεται ο νους όταν φτάσει εκεί, λέγεται με αυτό το νόημα· ότι είναι αμετακίνητος θεωρώντας το Ένα και με τη λάμψη του Ενός αλλοιώνεται και χαίρεται και λαμπρύνεται και στέκεται χωρίς να κινείται. Δε σημαίνει δηλαδή ότι αποκρούει, κλείνοντας τα μάτια, την απόλαυση της θεωρίας Του. Αυτό το πάθος πρέπει να αποφεύγεται και να μην επαινείται και είναι γεμάτο από σκότος άγνοιας, το να μη θεωρεί δηλαδή διόλου. Η στάση του νου που είπαμε, γίνεται με απρόσιτη έλλαμψη του φωτός και είναι θεωρία που δε ζητεί μετάβαση, αλλά παύση και στάση. Γιατί είναι άπειρο εκείνο το υπερφυσικό και κρύφιο και μυστηριώδες υπερούσιο Ένα και ασύλληπτο από κάθε νου. Και δεν επιτρέπει στο νου που το θεωρεί, να θεωρεί πουθενά άλλου, στο βαθμό βέβαια που έγινε μέτοχος της καθάρσεως που του αρμόζει και της θείας βοήθειας. Και ο νους δεν ξεπέφτει αλλιώς από τη θεία αυτή θεωρία και υπέρκαλλη λαμπρότητα και απειρία, παρά αν παρασυρθεί ή από αντίθετη έλξη κάποιου πράγματος ή πάθους, ή εξαιτίας της φυσικής μεταβλητότητας από την οποία πάσχει. 

44. Η φύση του νου είναι να νοεί, και η νόηση εκδηλώνεται με κίνηση και μετάβαση. Επειδή όμως ο νους όταν φτάσει στο Θεό είναι πάνω από νόηση και κίνηση, εύλογα μπορεί να λεχθεί ότι ο νους υπερβαίνει τη φύση του με το να φαντάζεται απόλυτα το Θεό. Γιατί είναι γνωστό ότι κάθε νόημα γίνεται από κάποιο πράγμα. Όπου όμως δε θεωρείται ένα πράγμα, νόημα ούτε γεννιέται, ούτε καν βρίσκεται. Ο Θεός λοιπόν, επειδή με κανένα τρόπο δεν είναι δυνατόν να γίνει ορατός πραγματικά, δημιουργεί στο νου την πρέπουσα φαντασία από τα σχετικά με Αυτόν, από εκείνα δηλαδή που ενεργεί· αυτά έχουν θέση δυνάμεως που προέρχεται από κάποιο δυνατό. Εφόσον λοιπόν ο νους σε όλα τα άλλα συνηθίζει να θεωρεί τις δυνάμεις μαζί με τα δυνατά, το ίδιο επιδιώκει να αισθανθεί κι όταν πρόκειται για το Θεό. Κι επειδή του είναι τελείως αδύνατο, γιατί αυτό υπερβαίνει τη φύση κάθε κτιστού νου, θεωρεί τα σχετικά με το Θεό και φαντάζεται χωρίς όραση, όπως λέγεται, το Θεό με απλή και άμεση ενατένιση. Και αφού ησυχάσει κι επιτύχει θεία ευμένεια κι ενεργήσει μέσα του το θείο και προσκυνητό Πνεύμα, από τη συνεχέστερη νόηση αρπάζεται σε μια κατάσταση άμορφη και χωρίς ποιότητα και απλή, εισδύοντας το ταχύτερο μέσα στην καρδιά με την υπερφυσική δύναμη του Πνεύματος και σταματώντας στη φαντασία του Θεού χωρίς να νοεί τίποτε, αλλά υπερβαίνοντας τη νόηση. Από το να νοεί επομένως τα σχετικά με το Θεό, υψώνεται στη φαντασία του Θείου, όπως είπαμε, αφού αποκατασταθεί η απλότητά του, και λέγεται ότι είναι πάνω από τη φύση του, γιατί ξεπερνά τη νόηση. 

45. Ο,τιδήποτε ονομάζεται κρύφιο, είναι ανάγκη να έχει κάτι φανερό, που να υποδηλώνει την κρυφιότητά του. Αν όχι, είναι όμοιο με το μη ον. Γιατί εκείνο που δε δίνει ολότελα κανένα σημείο της υπάρξεώς του, μπορεί να νομιστεί ίσο με το ολότελα ανύπαρκτο. Και βέβαια, και στην κρυφιότητα του Θεού συνυπάρχουν μερικά σημεία φανερά, που ιχνηλατώντάς τα, θα λέγαμε, ο νους, αισθάνεται τη θεία αποκρυφιότητα, και από το καταληπτό του Θεού ανεβαίνει στο ακατάληπτο. Κι όταν φτάσει σ' αυτό, γνωρίζει με ακρίβεια ότι υπάρχει κάτι, το οποίο διαφεύγει τη φυσική του αντιληπτικότητα και, ως υπέρφωτο, είναι πάνω από κάθε δυνατότητα κατανοήσεως, ακόμη και αγγελικής. Είναι αίτιο και αρχή και πέρας κάθε φύσεως και ουσίας και όντος, ενώ το ίδιο είναι υπερφυσικό και υπερούσιο, άπειρα υψηλότερο από κάθε ύπαρξη, αγέννητο και άναρχο και απεριόριστο και γενικά απερίληπτο στη φύση και στον τόπο και στο χρόνο. Αυτό είναι το απόκρυφο υπέρ νουν Ένα. Και η θεία κατανόηση, που προέρχεται από Αυτό, είναι φυσικά άφθονη και μας ελκύει και πάλι προς Αυτό και κατά κάποιο τρόπο μας ανακυκλώνει με νοερές χειραγωγίες και επιστροφές και ανυψώσεις προς το αρχικό απόκρυφο υπερφυσικό Ένα.. Μας ενώνει μαζί Του, στο βαθμό μόνο που θα νοήσομε ότι υπάρχει και ότι είναι Ένα, κι ακόμη ότι είναι οπωσδήποτε αδιανόητο να μάθομε τι είναι στην ουσία Του αυτό το απόκρυφο Ένα. Εκείνο που είναι πάνω από το νου και ξεφεύγει τη διάνοια, πώς θα μπορούσε ο λόγος να το περιγράψει; Το νοητό όμως που δεν μπόρεσε ο λόγος να περιγράψει, το ατενίζει ο νους άφωνα και ανείπωτα και σιωπηλά με τρόπο ενοειδή και πέρα από έννοια, ως απόκρυφο, και χαίρεται γι' Αυτό που είναι ο Αίτιος και ο Προνοητής και καταλαμβάνεται από έκπληξη γιατί είναι υπέρφωτο και υπεράγαθο, υπέρσοφο και υπερδύναμο, και απολαμβάνει έτσι θεία αγαλλίαση, επειδή είναι άπειροι και απεριόριστοι όλοι εκείνοι από τους οποίους βλέπεται το υπερούσιο απόκρυφο Ένα· αυτό είναι βεβαιότατα κάτι το ακόλουθο στη λογική φύση. Το ανακόλουθο είναι, ενώ βρίσκεται σε αυτά ο νους, να χρησιμοποιεί λόγια και να εκφράζεται μεταβαίνοντας από νόημα σε νόημα. Εκείνος λοιπόν που δεν ασκεί τη σιωπή αλλά χρησιμοποιεί τα λόγια, στερείται από την κορυφαία κατάσταση του νου. Αυτή η κατάσταση, όπως θα ομολογούσαν κι εκείνοι που δε βάζουν στο νου τους διόλου την αλήθεια, είναι ότι ο νους έχει φτάσει στο ακρότατο όριο της ενέργειάς του. Και ακρότατο όριο είναι η ενατένισή του προς το Ακρότατο, η οποία, όπως λένε, γίνεται χωρίς όραση και πολύ περισσότερο χωρίς λόγια.

46. Καθώς ο νους θεωρεί χωρίς όραση τη θειότατη ενική και υπεραρχική και ακρότατη αποκρυφιότητα, έρχεται από εκεί ενέργεια παραδοχής προς το νου, δίχως όραση και αυτή, ενοειδής και μονοειδής, γεμάτη από υπέρκαλλη και υπέρφωτη και ανέκφραστη λάμψη, και προκαλεί τη βύθιση του νου σε σιωπηλό θαυμασμό και έκπληξη, κατέχοντας από πριν την καρδιά με πνευματική ενέργεια και γλυκιά χαρά. Αυτή η παραδοχή γίνεται στο νου νοερός φωτισμός, έλλαμψη και ανάλογος θείος έρωτας και λαμπρή αγαλλίαση, και έχει αφορμή το Θεό, από τον οποίο προέρχεται κάθε ωφέλιμη δωρεά, χάρη στην καθαρότητα του νου, και υλικό της έχει, θα μπορούσε να πει κανείς, το περιεχόμενο των επιμέρους θείων φανερώσεων των Γραφών και των όντων, που θεωρήθηκαν με σύνεση και ευθύτητα, με ησυχία και προσευχή. Γιατί δεν μπορεί να κοιτάξει κανείς όπως τύχει το υπέρ νουν απόκρυφο εσώτατο Ένα της θεότητας, αλλά με ενοειδή λάμψη που προέρχεται από εκεί και πλημμυρίζει τη νοερή ενατένιση και θεωρία. Όποιος δεν το «έπαθε» αυτό, ανεβαίνει εξωτερικά, λογικά δηλαδή και γνωστικά, προς το υπερφυσικό, απόκρυφο, απλό Ένα, και όχι μέσω πνευματικής ενέργειας στην καρδιά, ούτε και νοερής ελλάμψεως.

47. Η διαυγέστατη ενοειδής και μονοειδής θεωρία του Θεού από το νου, η οποία θεωρεί την ενική θεία Αποκρυφιότητα και τη λάμψη που εκπέμπεται από Αυτή και δέχεται τη θεία ακτινοβολία της άναρχης και άπειρης φωτοβολής, απαιτεί σιωπή όχι μόνο του στόματος, αλλά και του νου. Γιατί είναι δυνατό, ενώ τηρεί κανείς σιωπή του στόματος, εσωτερικά ο νους να σχηματίζει διάθεση και να μεταβαίνει σε λογισμούς και νοήματα και να ποικίλλεται, πράγμα που είναι λειτουργία του ενδιάθετου λόγου. Από αυτό απέχει πολύ ο νους εκείνος που ανέβηκε στην υπέραπλη άμορφη κρυφιότητα της θείας Μονάδας. Γιατί άλλο είναι η θεωρητική δύναμη του νου και άλλο να έχει μία διάθεση και να διανοείται, το οποίο είναι του ενδιάθετου λόγου. Γι' αυτό, όταν πλησιάσει ο νους σε κτιστά και σύνθετα ή άλλα ποικίλα πράγματα, πρώτα θεωρεί και κατόπιν διανοείται και ποικίλλεται. Και πολλές φορές βέβαια μπορεί να βρει σε ένα πράγμα πολλά νοήματα. Σ' εκείνη όμως την ενική και μονοειδή και εσώτατη θεία αποκρυφιότητα υψώνει και ανοίγει το θεωρητικό βλέμμα του και καταφωτίζεται από την απλότητα του θείου φωτός, δεν είναι όμως καθόλου σε κατάσταση να διανοείται. Γιατί η ενιαία απλότητα διαφεύγει την οποιαδήποτε νοερή μετάβαση ή ποικίλη διάθεση του νου, και η κρυφιότητα διαφεύγει τη δυνατότητα του νου να διανοηθεί και να εκφράσει κάτι με τη διάθεση και το στόμα. Γι' αυτό ο άνθρωπος που ανέβηκε νοερά στην πανένδοξη ενική θεία Αποκρυφιότητα, τηρεί φυσικώς σιωπή και με το στόμα και με το νου.

48. Όταν η στροφή του νου νεύσει ολοκληρωτικά προς το Θεό και η θεωρητική του δύναμη καταποθεί από τις πάμφωτες και διαυγέστατες ακτίνες του θείου κάλλους και υψωθεί ασχημάτιστος στην απλότητα και την αοριστία του απόκρυφου και άμορφου Ενός και γίνει και αυτός ένα με τον εαυτό του μέσω της ανυψώσεως και της ενατενίσεώς του προς το Ένα με την πνοή του Πνεύματος, ζει τότε φανερά την κατάσταση του νηπίου κατά το φρόνημά του και γεύεται το ανέκφραστο και υπερφυσικό της βασιλείας του Θεού, κατά το λόγο του Κυρίου που λέει: «Αν δε στραφείτε και δε γίνετε όπως τα παιδιά, δε θα εισέλθετε στη βασιλεία των ουρανών». Γιατί τότε ο νους απελευθερώνεται και διακόπτει κάθε σχέση με όλα, έχοντας υπερβεί τους όρους κάθε γνώσεως, οποιασδήποτε νοήσεως και κάθε συνθέσεως και ποικιλίας, και ανατείνεται στο άρρητο και υπέρ νουν Άγνωστο. Γι' αυτό βέβαια και σωπαίνει φυσικώς, γιατί τότε η κατάστασή του είναι όχι μόνο πάνω από λόγο, αλλά και πάνω από τη νοερή ενέργεια και συνδυάζει το κρύφιο και άμορφο με το θαυμαστό και χαριτωμένο και γλυκύ, όσον αφορά στη νοερή απόλαυση.

49. Με άμορφη μορφή και υπερφυσικότατο, άυλο και ασύνθετο κάλλος και απλούστατο πρόσωπο θεωρούν το Θεό οι θεωρητικοί ενιαία ως Ένα, καταστολισμένο με άπειρα αγαθά και καταυγασμένο από αναρίθμητα καλά, σαν να λούζει στο φως κάθε νου με ακτινοβολία φωτοειδών καλλονών πλούτο άρρητο και ανεκδιήγητο, αφθονία αγαθών και καλών σαν από άπειρη και αστείρευτη πηγή, θησαυρό δόξας ανεξάντλητο, απύθμενο, ακένωτο, που γεμίζει τους δίχως μάτια νόες υπεράφθονη χαρά και ιλαρότητα και αθάνατη ευφροσύνη, σαν ποτάμι αείροο που πηγάζει μυστικά από τη θεία εκείνη και υπερφυσική Ενάδα, η οποία βρίσκεται πάνω από τα πάντα, μέσα στην άβατη αποκρυφιότητα. Επιπλέον, το πόσο μεγάλο και πόσο ανεξιχνίαστο χύνεται από Αυτήν πέλαγος απερίληπτο άφατης αγαθότητας και αγάπης ανερμήνευτης και πρόνοιας ανεπινόητης με δύναμη απεριόριστη και σοφία ανέκφραστη, είναι κάτι το ακατανόητο και στους Αγγέλους, και σ' αυτά ακόμη τα Σεραφείμ, γιατί βρίσκεται πάνω από κάθε νου. Το ίδιο κι εκείνα τα οποία από την παρούσα ζωή συλλαμβάνομε, θα λέγαμε, με άρρητο λόγο και πραγματοποιούνται και κατά κάποιο τρόπο γεννιούνται τελικά και ολοκληρώνονται στο μέλλον, τα οποία και χερουβικό νου ακόμη ρίχνουν σε έκσταση, και αμυδρά ακόμη αν ήθελε κάπως να τα διανοηθεί. Ω αγαθότητα και βουλή Θεού και αγάπη και καλωσύνη, δύναμη και σοφία και θεία πρόνοια! Αληθινά, είναι μακάριοι εκείνοι που τους συγχωρήθηκαν οι ανομίες τους και εκείνοι που σκεπάστηκαν οι αμαρτίες τους. Και είναι μακάριος ο άνθρωπος που θα τον παιδαγωγησει ο Κύριος και θα τον διδάξει με το νόμο και το Πνεύμα Του.

50. Με τη δύναμη του Πνεύματος και της αλήθειας αποκαλύπτονται εκείνα που είναι αθέατα για όσους ζούνε στον κόσμο και δεν μπορούν να λάβουν το Πνεύμα το Άγιο, όπως είπε ο Κύριος. Για εκείνους όμως που κρίνουν σημαντικότερη την αναχώρηση και τη διαβίωση μακριά από τον κόσμο και τα πράγματα του κόσμου, και που έλαμψε με τη θεία χάρη νοερό φως στους οφθαλμούς της καρδιάς τους από την εξ ύψους ανατολή του νοητού Ηλίου και τους ήρθε βοήθεια από το Θεό, ώστε να πραγματοποιούν αναβάσεις μέσα στις καρδιές τους και να καταλαμπρύνονται από τις θεοπτικές ελλάμψεις, από αυτούς, όπως είναι φυσικό, βλέπονται και μάλιστα ευκρινέστατα και αλλά πάμπολλα θεία και νοητά και άξια για πνευματική εποψία, αλλά επιπλέον και η μέλλουσα αιώνια και απαρασάλευτη αποκατάσταση όσων έζησαν οσιακά, όπως θα είναι όχι μόνο πάνω από την αίσθηση, αλλά και πάνω από το νου. Γιατί τότε θα αλλοιωθούν ολότελα, περνώντας με όλη την ύπαρξή τους στην πέρα από το νου κατάσταση και στη ζωή και τρυφή που υπερβαίνει κάθε έννοια, και ως θέσει θεοί ενώπιον τού φύσει Θεού θα τρυφούν και θα χαίρονται με τα υπερφυσικά αγαθά που προσφέρει ο άκρος και μόνος φύσει Θεός. Θα στέκονται γύρω από Αυτόν τελώντας πανίερα και όσο γίνεται αγιότερα τη θεία εκείνη και υπέρλογη εορτή και στήνοντας τη μία πανευφρόσυνη χαρά και πανήγυρη της πανένδοξης εκείνης απολαύσεως μαζί με όλες τις νοητές τάξεις των Αγγέλων. Και είναι μεγάλος και ασύλληπτος ο ποταμός εκείνος της αθάνατης αγαλλιάσεως των πανωραίων αγαθών. Αν δηλαδή η αισθητή καλλονή που φτάνει στο νου μέσω των αισθητηρίων, η περιορισμένη και ρευστή και όχι απλή, ούτε άκτιστη, έχει εντούτοις στην ψυχή τόσο ευχάριστη απήχηση, δεν είναι δύσκολο να δουν και να αντιληφθούν οί φρόνιμοι, αναλογιζόμενοι κατ' αναλογίαν, τι γίνεται όταν φτάσομε στα νοητά και σε όσα υπερβαίνουν τη νόηση, τα αόριστα κι όχι ρευστά, που πηγάζουν όπως όλα τα καλά και αγαθά από το Θεό και είναι άκτιστα και άναρχα, προορισμένα για ευφροσύνη και αγαλλίαση και θεία ζωή αντάξια εκείνου του αιώνα κι εκείνης της καταστάσεως.

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: