Συνέχεια από: Παρασκευή 22 Απριλίου 2022
ΛΟΓΟΣ Ε'
(Άσμα Ασμάτων 2,8-17)
Η ΝΥΦΗ
«Είναι η φωνή του αγαπημένου μου· νάτος, έρχεται πηδώντας πάνω απ’ τα όρη, δρασκελίζοντας τα βουνά.
Είναι όμοιος με ζαρκάδι ο αγαπημένος μου ή με ελαφόπουλο στα βουνά της Βαιθήλ.
Νάτος που στάθηκε πίσω απ’ τον τοίχο μας, σκύβει έξω από τα παράθυρα κι απ’ τα δικτυωτά παρατηρεί.
Μου αποκρίνεται ο αγαπημένος μου και μου λέγει·
Ο ΝΥΜΦΙΟΣ
Σήκω, έλα, αγαπημένη μου, καλή μου, περιστέρα μου,
να, ο χειμώνας πέρασε, η βροχή έφυγε, αποσύρθηκε στα λημέρια της.
Φάνηκαν τα άνθη στη γη, έφτασε ο καιρός να τα κόψουμε,
ακούστηκε στα μέρη μας η φωνή του τρυγονιού.
Η συκιά έβγαλε τα μικρά άγουρα πράσινα σύκα της (τους ολύνθους της),
τα κλήματα άνθισαν και σκορπούν ευωδία.
Σήκω, έλα, αγαπημένη μου, καλή μου, περιστέρα μου, προχώρησε, περιστέρα μου, στη σκέπη της πέτρας, που 'ναι κοντά στον φράχτη σου.
Η ΝΥΦΗ
Δείξε μου το πρόσωπό σου και κάνε ν’ ακούσω τη φωνή σου,
γιατί είναι η φωνή σου γλυκιά και η όψη σου ωραία.
Ο ΝΥΜΦΙΟΣ
Πιάστε για χάρη μας τις μικρές αλεπούδες
που αφανίζουν τους αμπελώνες μας,
γιατί τ’ αμπέλια μας άνθισαν.
Η ΝΥΦΗ
Ο αγαπημένος μου είναι για μένα κι εγώ γι’ αυτόν,
αυτός που ποιμαίνει μέσα στα κρίνα,
ώσπου να ξεπροβάλει η ημέρα και σκορπίσουν οι σκιές.
Γύρισε αγαπημένε μου γίνε όμοιος με το ζαρκάδι ή το ελαφόπουλο στις χαράδρες των βουνών.
Τα είδε αυτά o καθαρμένος και διορατικός οφθαλμός της ψυχής, που συμμετέχει στα θεία εκείνα άλματα που γίνονται στους γεώλοφους του εχθρού και κάνει λόγο ως ήδη παρόντος γι’ αυτό που ήταν να γίνει πολλά χρόνια αργότερα βλέποντας την ελπίδα σαν έργο, επειδή η χάρη που ελπίζουμε είναι βέβαιη κι έξω από αμφιβολία. Λέει δηλαδή ότι αυτός που σκαρφαλώνει επάνω στα όρη, με ταχύτητα κι ευκινησία, και που πηδά από βουνά σε βουνά, μας παρουσιάζεται να στέκεται φτάνοντας στον τοίχο και να μας μιλά από τις θυρίδες και τα δικτυωτά. Η διατύπωση είναι η έξης· «νάτος, που στέκεται πίσω από τον τοίχο μας σκύβοντας απ’ τα παράθυρα και παρατηρώντας από τα δικτυωτά». Το σωματικό που υπεισέρχεται μέσα στο λόγο είναι αυτό· η νύμφη είναι μέσα στο σπίτι κι ο αγαπημένος της μιλάει μαζί της από τα παράθυρα και μολονότι μεσολαβεί ο τοίχος και χωρίζει τον ένα από τον άλλο, δεν εμποδίζει τη συνομιλία τους (ανεμπόδιστα γίνεται η κοινωνία του Λόγου), καθώς προβάλλει το κεφάλι του απ’ τα παράθυρα και τα μάτια παρατηρούν το εσωτερικό από τα δικτυωτά των παραθύρων. Η μεταφορική όμως σημασία συνεχίζει το νόημα που εκθέσαμε πιο πριν· με ακόλουθο τρόπο ο Λόγος συνδέει την ανθρώπινη φύση με τον Θεό. Τη φωτίζει πρώτα με τις προφητείες και τα νομικά παραγγέλματα (έτσι δηλαδή το αντιλαμβανόμαστε· ως παράθυρα τους προφήτες που εισάγουν το φως και ως δικτυωτά τη πλοκή των νομικών παραγγελμάτων, που και με τα δύο εισχωρεί μέσα η λάμψη του αληθινού φωτός). Μετά το φωτισμό αυτόν γίνεται η τέλεια έλλαμψη του φωτός, «όταν λάμψει το αληθινό φώς» «σ’ αυτούς που κάθονται στο σκότος και στη σκιά του θανάτου» με την συνανάκρασή του με τη δική μας φύση. Προηγουμένως λοιπόν οι αυγές των προφητικών και των νομικών εννοιών φωτίζουν την ψυχή δια των νοηθεισών παράθυρων και των δικτυωτών μας προκαλούν την επιθυμία να δούμε τον ήλιο στο ύπαιθρο κι έπειτα ό,τι ποθούμε προχωρεί και γίνεται έργο.
Ας ακούσουμε τί λέει προς την Εκκλησία αυτός πού δεν πέρασε ακόμη τον τοίχο, αλλά απευθύνεται σ’ αυτήν από τους φωταγωγούς. «Αποκρίνεται», λέει, «ο αγαπημένος μου και μού λέγει· Σήκω, αγαπημένη μου· έλα, καλή μου, περιστέρα μου. Ο χειμώνας πέρασε, η βροχή έφυγε, αποσύρθηκε στα λημέρια της, φάνηκαν τα άνθη στη γη, έφτασε ο καιρός για το κλάδεμα, ακούστηκε στα μέρη μας η φωνή του τρυγονιού, έβγαλε η συκιά τα μικρά πράσινα σύκα της, τ’ αμπέλια ανθίζουν κι ευωδιάζουν».
Με πόση γλαφυρότητα μάς περιγράφει τη χάρη της άνοιξης, ο πλάστης της άνοιξης, προς τον όποιο λέει ο Δαβίδ «καλοκαίρι και άνοιξη τα έπλασες εσύ». Διαλύει τη θλίψη του χειμώνα λέγοντας ότι πέρασε η χειμερινή σκυθρωπότητα και η αντιπαθητική βροχή· δείχνει τα λιβάδια να τα διασχίζουν νερά, πανέμορφα από τα λουλούδια, και λέει πως τα άνθη είναι στην ώρα τους κι είναι κατάλληλα να κοπούν, όπως τα κόβουν οι ανθοκόμοι για να πλέξουν στεφάνια ή να φτιάξουν αρώματα. Προσθέτει χάρη στην εποχή ο λόγος και με τα κελαδήματα των πουλιών που αντηχούν στα δάση και χτυπάει ωραία στην ακοή και η γλυκιά φωνή των τρυγονιών. Η συκιά και το κλήμα λέει προμηνύουν με αυτά που δείχνουν την απόλαυση που θα μας προσφέρουν, η μια με τα σύκα που βγάζει και το άλλο με το άνθισμά του, ώστε η όσφρηση να λιγώνεται από την ευωδία. Έτσι ο Λόγος αποχτά αβρότητα με την περιγραφή της ανοιξιάτικης ώρας αποβάλλοντας τη σκυθρωπότητα κι επιμένοντας στις πιο ευχάριστες στιγμές.
Αλλά νομίζω δεν πρέπει να παραμείνει o νους μας στη γλαφυρή αυτή περιγραφή, αλλά από αυτή να προχωρήσει προς τα μυστήρια που θέλουν να δηλώσουν τα λόγια αυτά, ώστε ν’ αποκαλυφθεί ο θησαυρός των νοημάτων που κρύβεται μέσα στα λόγια. Τί εννοούμε; Είχε παγώσει κάποτε από την παγωνιά της ειδωλολατρίας η ανθρωπότητα κι είχε μεταβληθεί η ευμετάβολη φύση των ανθρώπων στη φύση των ακίνητων αντικειμένων του σεβασμού τους. «Όμοιοι», λέει, «μ’ αυτούς θα γίνουν όσοι πράττουν αυτά και όσοι πιστεύουν σ’ αυτούς». Κι έγινε αυτό που ήταν φυσικό. Όπως δηλαδή όσοι ατενίζουν προς την αληθινή θεότητα δέχονται επάνω τους τα ιδιώματα της θείας φύσης, έτσι όποιος πρόσεχε στη ματαιότητα των ειδώλων μεταστοιχειωνόταν προς αυτό που έβλεπε κι από άνθρωπος γινόταν λίθος. Επειδή λοιπόν η φύση μας απολιθωμένη μέσα στη λατρεία των ειδώλων δεν έκανε καμιά κίνηση προς το καλύτερο, παγωμένη μέσα στην παγωνιά της ειδωλολατρίας, γι’ αυτό το λόγο ανατέλλει πάνω σ’ αυτή τη βαριά χειμωνιά ο ήλιος της δικαιοσύνης και φέρνει την άνοιξη, ενώ πνοές από το νότο που διαλύουν αυτή την παγωνιά ζεσταίνουν με την ανατολή των ακτινών σε ό,τι πέσουν επάνω. Έτσι, αφού η πνοή αυτή ζεστάνει τον άνθρωπο, που πέτρωσε από το κρύο, και, αφού τον μαλακώσει η ακτίνα του Λόγου, να γίνει πάλι «νερό που αντλούμε για αιώνια ζωή». «Θα φυσήξει», λέει, «το Πνεύμα αυτού και θα κυλήσουν τα νερά» «και θα μεταστραφεί η πέτρα σε λίμνες νερών κι ο συμπαγής βράχος σε πηγές υδάτων».
Αυτό το φώναξε στους Ιουδαίους καθαρότερα ο Βαπτιστής λέγοντας ότι θα σηκωθούν οι πέτρες αυτές, για να γίνουν παιδιά του πατριάρχη μοιάζοντάς του στην αρετή. Αυτά ακούει η Εκκλησία από το Λόγο, δεχόμενη μέσα από τα παράθυρα των προφητών και τα δικτυωτά του νόμου τη λάμψη της αλήθειας, ενώ στέκεται ακόμα ακέραιος ο τοίχος με τη διδασκαλία της προτύπωσης (του τυπικού), εννοώ το νόμο, που δίνει τη σκιά των μελλοντικών αγαθών, χωρίς να δείχνει την αληθινή εικόνα των πραγμάτων, που πίσω από αυτόν στέκεται η αλήθεια πού κρατάει τον τύπο, δίνοντας πρώτα στην Εκκλησία τη λάμψη τού Λόγου μέσω των προφητών, κι έπειτα με τη φανέρωση του Ευαγγελίου εξαλείφοντας την σκιώδη φαντασία του τύπου. Με αυτήν γκρεμίζεται το μεσότοιχο κι ενώνεται ο αέρας του σπιτιού με το υπαίθριο φώς, ώστε να μην υπάρχει ανάγκη πια να φωτίζονται από τα παράθυρα με το ίδιο το αληθινό φώς που με τις ακτίνες του Ευαγγελίου καταφωτίζει όλα τα ενδότερα. Γι’ αυτό φωνάζει στην Εκκλησία μέσω των φωταγωγών ο Λόγος που ανορθώνει στα πόδια τους τούς καταπεσμένους λέγοντας· «σήκω» (από εκεί δηλαδή που έπεσες) εσύ που γλίστρησες στο ολισθηρό έδαφος της αμαρτίας, που σε περδούκλωσε το φίδι κι έπεσες στο έδαφος και βρέθηκες στην πτώση της παρακοής, σήκω επάνω. Και δε σου φτάνει, λέει, να σηκωθείς μόνο από κάτω, αλλά προχώρησε βαδίζοντας το δρόμο της αρετής δια της προκοπής των αγαθών, πράγμα βέβαια που διδαχτήκαμε κι από τον παραλυτικό. Ο Λόγος δε σηκώνει μόνο εκείνο το βάρος από το κρεβάτι, αλλά προστάζει και να περπατήσει. Και μου φαίνεται ότι το περπάτημα σημαίνει την πρόοδο και την επαύξηση προς το καλό.
«Σήκω λοιπόν», λέει, «κι έλα». Να η δύναμη της προσταγής. Αληθινή φωνή δυνάμεως είναι η φωνή του Θεού, όπως λέει ο ψαλμός· «να, θα βγάλω φωνή, που είναι φωνή δυνάμεως»· και «εκείνος είπε κι έγιναν (εγενήθησαν), εκείνος πρόσταξε και δημιουργήθηκαν (εκτίσθηκαν)». Να είπε και τώρα σ’ αυτήν που ήταν κάτω πεσμένη, «σήκω» και «έλα», κι αμέσως η προσταγή του γίνεται έργο. Αμέσως μόλις δέχτηκε τη δύναμη του Λόγου και σηκώνεται και έρχεται και στέκεται κοντά στο φως, όπως μαρτυρεί ο ίδιος που την κάλεσε με τα λόγια που είπε ο Λόγος· «σήκω, έλα, αγαπημένη μου, καλή μου, περιστέρα μου». Τί σημαίνει αυτή η σειρά του λόγου; Πώς ακολουθεί το ένα έπειτα από το άλλο; Πώς διασώζεται σε μια σειρά όπως σε μια αλυσίδα η ακολουθία των νοημάτων; Ακούει το πρόσταγμα, δυναμώνει με το λόγο, σηκώνεται, προχωρεί, πλησιάζει, γίνεται καλή, ονομάζεται περιστέρα. Πώς είναι δυνατό να σχηματιστεί ένα καλό είδωλο στον καθρέφτη, αν δε δεχτεί το καθρέφτισμα μιας καλής μορφής; Και ο καθρέφτης λοιπόν της ανθρώπινης φύσης δεν έγινε καλός πρότερα, παρά όταν πλησίασε και ενεμορφώθη με την εικόνα του θείου κάλλους. Όπως δηλαδή είχε το σχήμα του φιδιού όσο σερνόταν στη γη και κοίταζε αυτό, κατά τον ίδιο τρόπο όταν σηκώθηκε και στάθηκε απέναντι με το αγαθό, πρόσωπο με πρόσωπο, στρέφοντας τα νώτα στην κακία, παίρνει το σχήμα εκείνου προς το οποίο βλέπει. Και βλέπει προς το αρχέτυπο κάλλος.
Γι’ αυτό όταν πλησίασε στο φως έγινε φως και μέσα στο φως καθρεφτίζεται η καλή όψη του περιστεριού, εννοώ του περιστεριού εκείνου που η όψη του μας έκανε γνωστή την παρουσία του αγίου Πνεύματος. Αφού λοιπόν o Λόγος την προσφώνησε έτσι, ονομάζοντάς την «καλή» επειδή ήταν πλησίον του, και «περιστέρα» για το κάλλος της, και αναφέρει και τα ακόλουθα λέγοντας ότι δεν επικρατεί πια η χειμωνιάτικη κατήφεια των ψυχών γιατί το κρύο δεν αντέχει τον ήλιο. «Να», λέει, «ο χειμώνας πέρασε, η βροχή έφυγε, γύρισε στα λημέρια της». Παρουσιάζει το κακό με πολλά ονόματα, που τα παίρνει ανάλογα με τις διαφορές των εκδηλώσεών του. Το ίδιο είναι και ο χειμώνας και η βροχή και οι σταγόνες, και κάθε όνομα σημαίνει την ιδιαιτερότητα κάποιου πειρασμού. Χειμώνας λέγεται για την πολυποίκιλη σημασία των κακών· το χειμώνα μαραίνονται όσα πρώτα ήταν θαλερά, η ομορφιά των δέντρων, που τη δημιουργούν με φυσικό τρόπο τα φύλλα, φυλλοροεί από τα κλαδιά και πέφτει στη γη, παύει η μελωδία των μουσικών πουλιών, τ’ αηδόνι φεύγει, το χελιδόνι πέφτει σε νάρκη, παρατάει το τρυγόνι τη φωλιά του, όλα παίρνουν τη θλίψη του θανάτου, ο βλαστός νεκρώνει, το χόρτο πεθαίνει. Όπως κόκκαλα χωρίς τις σάρκες, έτσι είναι και τα κλαδιά γυμνά από φύλλα γίνονται θέαμα ειδεχθές αντίθετα με τις λάμψεις που τους έδιναν οι βλαστοί τους.
Και τι ν’ αναφέρει κανένας τις ταλαιπωρίες στη θάλασσα που προκαλεί ο χειμώνας, πως στριφογυρίζοντας από τους βυθούς και φουσκώνοντας μιμείται σκοπέλους και όρη, καθώς σχηματίζει κάθετες κορυφές με το νερό, πώς εφορμά στην ξηρά σα να είναι εχθρική, καβαλλικεύοντας τους βράχους της ακτής και με αλλεπάλληλα χτυπήματα των κυμάτων τη κλονίζει σαν με κάποιες επιθέσεις πολεμικών μηχανών; Συ όμως να εννοείς τα πάθη αυτά του χειμώνος με σημασία μεταφορική, τί είναι αυτό που το χειμώνα ρίχνει τα άνθη του και μαραίνεται, τί είναι αυτά που σωριάζονται στο χώμα από τα κλαδιά, τί η φωνή των ωδικών πουλιών που σωπαίνει, τί η θάλασσα που μουγκρίζει με τα κύματα, τί είναι έκτος από αυτά η βροχή, οι σταγόνες της βροχής, πως η βροχή γυρίζει στα λημέρια της. Με αυτά το αίνιγμα του χειμώνα αυτού σημαίνει την παρουσία ψυχής και προαίρεσης. Κι ακόμα κι αν ο λόγος μας δεν διασαφηνίσει καθένα από αυτά, είναι πρόδηλη γι’ αυτόν που ακούει η σημασία που έχει το καθένα, πως βλάστησε στην αρχή η ανθρώπινη φύση, όσο ήταν μέσα στον παράδεισο και μεγάλωνε και φούντωνε με το νερό εκείνης της πηγής, όταν από τα φύλλα ομόρφαινε την ανθρώπινη φύση ο βλαστός της αθανασίας. Αλλά όταν ο χειμώνας της παρακοής ξέρανε τη ρίζα έπεσε το άνθος στη γη, διαλύθηκε, κι απογυμνώθηκε ο άνθρωπος από το κάλλος της αθανασίας, η χλόη των αρετών καταξηράθηκε, επειδή από την αύξηση της ανομίας πάγωσε η αγάπη προς το θεό, απ’ όπου κορυφώθηκαν μέσα μας τα διάφορα παθήματα από τα εχθρικά πνεύματα που προκαλούν τα πονηρά ναυάγια της ψυχής.
Αλλ’ όταν ήρθε αυτός που έφερε την άνοιξη των ψυχών μας, αυτός που, όταν ο άνεμος της κακίας τρικύμισε κάποτε τη θάλασσα, και τους ανέμους μάλωσε και στη θάλασσα είπε «σιώπα, φιμώσου», όλα άλλαξαν σε γαλήνη κα νηνεμία και η φύση μας άρχισε πάλι να ξαναβλαστάνει και να στολίζεται με τα ίδια της τα άνθη. Κι άνθη της ζωής μας είναι οι αρετές πού τώρα ανθούν και δίνουν τον καρπό τους στην ώρα τους. Γι’ αυτό λέει ό Λόγος· «ο χειμώνας πέρασε, η βροχή έφυγε, γύρισε στα λημέρια της, τα άνθη φάνηκαν στη γη, έφτασε ο καιρός να τα κόψουμε». Βλέπεις, λέει, το λιβάδι ολάνθιστο από τις αρετές, βλέπεις τη σωφροσύνη, δηλαδή το λευκό κι ευωδιαστό κρίνο, βλέπεις την αιδώ, το ρόδο, βλέπεις το ίον (άνθος βιολέτας), την ευωδιά του Χριστού. Πώς δεν πλέκεις γι’ αυτά τα στεφάνια σου; Τώρα είναι ο καιρός να μαζέψεις τα άνθη και να στολιστείς πλέκοντας τέτοια στεφάνια. Ο καιρός να τα κόψεις έφτασε. Αυτό σου μαρτυρά του τρυγονιού η φωνή, «η φωνή εκείνου που φωνάζει μέσα στην έρημο». Γιατί αυτό το τρυγόνι είναι ο Ιωάννης, ο πρόδρομος της χαρούμενης άνοιξης, που δείχνει τα καλά άνθη της αρετής στους ανθρώπους και σ’ αυτούς που θέλουν προτείνει να ανθολογούν, και υπονοούσε μ’ αυτό το άνθος της ρίζας του Ιεσσαί, τον θείο αμνό «που σηκώνει την αμαρτία τού κόσμου» και συμβούλευε τη μετάνοια από τις αμαρτίες και τη ζωή της αρετής. Γιατί λέει, «ακούστηκε η φωνή του τρυγονιού στη γη μας». Γη ίσως ονομάζει τους καταδικασμένους στην κακία, που το Ευαγγέλιο τους λέει τελώνες και πόρνες και που αυτοί άκουσαν το κήρυγμα του Ιωάννη, ενώ οι άλλοι δε δέχτηκαν το λόγο του.
Κι αυτό πού λέει για τη συκιά ότι «έβγαλε τους ολύνθους της», ας το εξηγήσουμε λογικά ως εξής. Η συκιά έχει ιδιαίτερη ικανότητα να τραβάει εξαιτίας της ζέστης την υγρασία από τα βάθη. Κι επειδή μαζεύεται πολύς χυμός στην εντεριώνη (στην καρδιά του άγριου σύκου) κατ’ ανάγκην με την πέψη των υγρών που γίνεται μέσα στο φυτό η φύση αποβάλλει από τα κλαδιά το άχρηστο και γεώδες, κι αυτό το κάνει πολλές φορές, ώσπου να προβάλει στον κατάλληλο καιρό το ειλικρινές και κατάλληλο για τροφή καρπό καθαρμένο από το άχρηστο στοιχείο. Ένα είδος καρπού που βγάζουν οι συκιές πριν από το μελωμένο και τέλειο καρπό τους λέγονται “ολύνθοι” που τους τρώνε κι αυτούς κάποτε όποιοι θέλουν. Δεν είναι όμως αυτά οι καρποί, αλλά τα προοίμια του καρπού. Όποιος λοιπόν τα δει αυτά, περιμένει όπου να ’ναι και τον καρπό. Γιατί οι ολύνθοι που λέει πως έβγαλε η συκιά γίνονται σημάδι για τα σύκα που τρώμε.
Επειδή δηλαδή ο Λόγος περιγράφει στη νύμφη την πνευματική άνοιξη και η εποχή αυτή είναι η ενδιάμεση δυο εποχών, της χειμερινής κατήφειας και της απόλαυσης των θερινών καρπών, γι’ αυτό φέρνει την σαφή καλή αγγελία ότι τα κακά έχουν περάσει, αλλά δείχνει ότι δεν έχουν ακόμη ωριμάσει οι καρποί της αρετής. Αυτούς θα τους σοδιάσει στον καιρό που πρέπει, όταν φτάσει το θέρος (γνωρίζεις ασφαλώς τι δηλώνει το θέρος από το λόγο του Κυρίου που λέει ότι «ο θερισμός είναι η συντέλεια του αιώνος»), τώρα όμως δείχνει τις ελπίδες που ανθούν με τις αρετές και που ο καρπός τους εμφανίζεται όπως λέει ο προφήτης, στον καιρό τους.
Επειδή λοιπόν η ανθρώπινη φύση, όπως με τή συκιά που αναφέραμε εδώ, κατά την περίοδο του νοηθέντος (ψυχικού) χειμώνα μάζεψε τον κακό χυμό, κάνει καλά αυτός που εργάζεται μέσα μας την ψυχική άνοιξη και με τη σωστή γεωπονία περιποιείται τον άνθρωπο, που πρώτα βγάζει από τη φύση μας όσο γεώδες υπάρχει και άχρηστο, αποβάλλοντας τα περιττά μέσω της εξομολόγησης αντί από τα κλαδιά, κι έπειτα με τον τρόπο αυτό σφραγίζοντας με μια σφραγίδα της ελπιζομένης μακαριότητας τον βίο μας μέσω της πνευματικότερης ζωής σαν με κάποιους ολύνθους ευαγγελίζεται τη μελλοντική γλυκύτητα των σύκων. Αυτό σημαίνει το λεγόμενο ότι «η συκιά έβγαλε τους ολύνθους της, τους πρώιμους καρπούς της».
Έτσι νόησε και το ανθισμένο κλήμα, που το κρασί του που ευφραίνει την καρδιά θα γεμίσει κάποτε τον κρατήρα της σοφίας και θα τεθεί μπροστά στους συμπότες ν’ αντλούν από το ουράνιο κήρυγμα όσο θέλουν για μία μέθη αγαθή (ωφέλιμη) και νηφάλια. Εννοώ τη μέθη εκείνη, που προκαλεί στους ανθρώπους την έκστασή τους από τα υλικά προς τα θεία. Τώρα όμως θέλγει το κλήμα με τα άνθη του κι αναδίνεται από αυτό μια πνοή ευωδίας γλυκιά και θελκτική, που διαχύνεται στην ατμόσφαιρα που το περιέχει. Γνωρίζεις οπωσδήποτε το Πνεύμα που χύνει αυτή την ευωδία σε όσους σώζονται· την έχεις μάθει από τον Παύλο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου