Τρίτη 14 Ιουνίου 2022

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (126)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Συνέχεια από Τετάρτη, 8 Ιουνίου 2022                              

                                              Jacob Burckhardt
                                                 ΤΟΜΟΣ 2ος

                          ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ: ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑ

V. ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΒΙΟΥ -1

  

Η πραγματικά κυρίαρχη, όσο και η μέση αντίληψη για την ανθρώπινη ύπαρξη δεν θα ήταν δυνατόν να πιστοποιηθούν χωρίς κάποιους περιορισμούς και επιφυλάξεις, ακόμα και για έναν τόσο πλούσιο σε γραπτά μνημεία λαό. Μοναδικές, απόλυτα αξιόπιστες μαρτυρίες είναι, με τη στενή έννοια του όρου, μόνον αυτές που εκπροσωπούν ένα μεγάλο μέρος, αν όχι το σύνολο του λαού στον οποίον αφορούν, και οι οποίες έχουν κερδίσει ταυτόχρονα την αποδοχή και την κατανόησή του, με κορυφαία τη δημόσια ποιητική γραφή, και επομένως για τους Έλληνες την επική κυρίως υμνωδία τών αοιδών και την αθηναϊκή τραγωδία. Στον βαθμό που το ελληνικό πνεύμα διαδίδεται προς κάθε κατεύθυνση, σε ύψος και σε βάθος, αρχίζει να αναδύεται ένας τεράστιος όγκος απόψεων που απηχούν αυτό το πνεύμα, χωρίς να απηχούν ωστόσο, παρότι αποτελούν μεγαλειώδεις συχνά μαρτυρίες τής πνευματικής ικανότητας αυτού τού έθνους, το σύνολό του, εμφανίζοντας ισχυρότατες μάλιστα αναμεταξύ τους αντιθέσεις. Πρόκειται δηλαδή για εξειδικευμένες και τεκμηριωμένες, διατυπωμένες με σαφήνεια θεωρίες, τη στιγμή που το λαϊκό αίσθημα εκδηλώνεται με τυχαίο, εξ όσων γνωρίζουμε, και αυθόρμητο συνήθως τρόπο. Η «κοσμοθεωρία» είναι μια ευρύτατη ωστόσο, καθεαυτή έννοια, που δεν περιστέλλεται χωρίς συνέπειες. Ο πρώτος περιορισμός που θα ερευνηθεί σχετίζεται με την αντίληψη για το κύρος (δηλαδή την ισχύ και τη βούληση) των θεών, και για το υπερπέραν· θα τεθεί ακολούθως το ζήτημα της αξιολόγησης του ηθικού βίου, όλων δηλαδή τών αγώνων που το άτομο διεξάγει ενάντια στον εγωισμό και τα πάθη, στον βαθμό που (οι αγώνες αυτοί) κρίνονται ορθοί από το έθνος· ενώ θα χρειαστεί να ερευνήσουμε τη φύση επίσης τών επιθυμιών και την ιεράρχηση της δημιουργικής έμπνευσης, αυτό που αποκαλείται δηλαδή «εντοπισμός» τών προτεραιοτήτων τού ανθρωπίνου βίου· το συμπέρασμα θα προκύψει ωστόσο από την αξία που το έθνος αποδίδει συνήθως σε μια τόσο ποικιλοτρόπως προσδιοριζόμενη ύπαρξη. Θα προσθέσουμε δε στις εξαιρετικές μελέτες αυτής τής αλληλουχίας φαινομένων, ανάμεσα στις οποίες η Μετα-Ομηρική Θεολογία τού Nägelsbach εξακολουθεί να κατέχει σημαντική θέση, κάποιες σημαντικές πληροφορίες και μερικές παρενθετικές σημειώσεις, πραγματευόμενοι μόνο το τέλος τού κεφαλαίου κάπως λεπτομερέστερα.

Αναφερθήκαμε ήδη στους θεούς και στη σημασία τους για τους Έλληνες. Παρ’ όλες τις προσπάθειες των φιλοσόφων, ο πολυθεϊσμός επεκράτησε και εδραιώθηκε ως θρησκεία, ίσως επειδή τον λαό κατείχε ο φόβος τής εκδίκησης των θεών αν παραμελούσε τη λατρεία τους· ο ισχυρότατος εξάλλου θεσμός που υπήρξε η πόλη, αποδέχτηκε και επισημοποίησε αυτή την αντίληψη, καθώς η λατρεία συνδέθηκε με τη λαϊκή ψυχαγωγία. Ενώ απαράμιλλου επιπλέον κάλλους έργα τέχνης συνδέθηκαν με τον κόσμο τών θεών και τον μύθο. Από τούς θεούς απουσίαζε ωστόσο η αγιότητα, το στοιχείο που θα τους καθιστούσε πρότυπα ανθρώπινης ηθικής, και το δέος που ενέπνεαν δεν ήταν προϊόν σεβασμού. Η δε θρησκεία δεν διέθετε επιπλέον ούτε δογματικά στοιχεία, ούτε ιερατείο στο σύνολό της. Και ο φόβος για το υπερπέραν βιωνόταν υπογείως, με πολύ βίαιο αλλά και άνισο ενίοτε τρόπο, από τα ανήσυχα περισσότερο πνεύματα παρά από τον ίδιον τον λαό.

Η πόλη λειτούργησε ως ένα είδος αντιστάθμισης στην πραγματικότητα, προσφέροντας την καλύτερη δυνατή ηθική παιδεία στους Έλληνες. Η δε αντίστοιχη ιδιότητα, που εκαλείτο να αναπτύξει ο κάθε πολίτης, ονομαζόταν αρετή. Η εκτέλεση του καθήκοντος παραμέριζε, στα πλαίσια της πόλης, όλα εκείνα τα κίνητρα που χρησιμεύουν σε άλλες περιπτώσεις στο να αναδείξουν, σε καθαρά ανθρώπινο επίπεδο, τις καλές ή τις κακές προθέσεις τών πράξεων. Κατ’ αρχάς δεν ήταν όλοι οι κάτοικοι πολίτες με την έννοια που αναφέρουμε εδώ· οι γυναίκες, τα παιδιά, οι μέτοικοι και κυρίως οι σκλάβοι, δεν είχαν αυτήν την ιδιότητα, υπόκειντο ωστόσο επίσης στους ηθικούς νόμους της πόλης. Από την εποχή που η πολιτεία αναβάθμισε εξάλλου, παράλληλα με την απόλυτη αφοσίωση στο κοινό συμφέρον, τις απαιτήσεις της, δημιούργησε στην πραγματικότητα συνθήκες στις οποίες οι επιθέσεις και η άμυνα προκαλούσαν έντονα πάθη στους πολίτες, προσφέροντάς τους ταυτόχρονα και τη δικαιολόγησή τους. Ανατρέχοντας στην πανάρχαια ιστορική εικόνα τού Κράτους και του δικαίου, όπως πραγματικά υπήρχε εκείνη την εποχή, και όπως περιγράφεται στα Έργα και Ημέρες τού Ησιόδου, γίνεται εμφανές πως πρόκειται για έναν κόσμο γεμάτο ανισότητες, και επίσης ότι ο ποιητής εμφανίζεται ως αξιόπιστος, ακόμη κι όταν οι κρίσεις του είναι προσωπικές. Αναγνωριζόμενος όμως ταυτόχρονα, κάτι που δεν το είχε κατορθώσει κανένα ιερό μέχρι τότε πρόσωπο, ως ο αρχαιότερος και πλέον αξιοσέβαστος διδάσκαλος ηθικής τού έθνους του, το οποίο θα είχε ενδεχομένως επιβιώσει, αν ακολουθούσε πιστότερα τις συμβουλές του.

Η ηθική τών φιλοσόφων, η οποία αποτέλεσε ακολούθως ένα πραγματικά σημαντικό μνημείο τού καθαυτό ελληνικού πνεύματος, συνιστά δομικό επίσης, ως έναν βαθμό, στοιχείο τού πολιτισμού, που ενώ καθώρισε ως και την τρέχουσα ακόμη φρασεολογία, δεν άσκησε όμως παρά περιορισμένη, εμφανώς, επιρροή στον λαό και στη διαμόρφωση της συμπεριφοράς του. Η φιλοσοφική ηθική υπήρξε προϊόν μιας εντελώς ιδιαίτερης εξάλλου εξέλιξης ενός ιδανικού που είχε προηγηθεί, και εξέφραζε το σύνολο του έθνους: της μετριοπάθειας ή σωφροσύνης. Η έννοια αυτή διαμόρφωσε στη συνέχεια το σύνολο της ηθικής, με τη μορφή μιας διαρκούς προτροπής προς το ορθό μέσον μεταξύ δύο άκρων, αποτελώντας το φυσικό καταστάλαγμα συνετών πνευμάτων, καθώς και των στοχασμών τους για τους θεούς, την πορεία τού κόσμου, και την πίστη στο πεπρωμένο. Όλα τα έθνη συσσωρεύουν ένα κεφάλαιο παρόμοιων πεποιθήσεων, που συνιστά το απόθεμα γνώσης τής ιστορικής τους πορείας. Η σωφροσύνη υπήρξε για τους Έλληνες ο αρνητικός πόλος, το φρένο, όπως η καλοκαγαθία υπήρξε ο θετικός πόλος, το κίνητρο· ο βαθμός που αυτό το δίπολο καθόρισε πραγματικά τη ζωή τους είναι δυνατόν να προσδιοριστεί μέσα από συγκεκριμένες περιπτώσεις, συγκρίνοντάς τες με τις αντίστοιχες άλλων λαών· αισθητή και μεγαλειώδης εμφανίζεται η ισχύς του, κυρίως στην τέχνη και την ποίηση των Ελλήνων. Ενώ συγκαταλέγεται και στις πρωταρχικές πλατωνικές αρετές, που αποτελούν μια σαφώς ατελή, όπως γνωρίζουμε, σύνθεση των ηθικών, νοητικών και ψυχικών αρετών. Η μετριοπάθεια σε όλα τα επίπεδα, και όσον αφορά στις αντιξοότητες κυρίως τής μοίρας, προβάλλεται ως μια ελληνική καθαυτό αρετή στον διάλογο του Σόλωνα με τον Κροίσο, όχι όμως ακόμη στα κείμενα του Ηρόδοτου, αλλά μόνο στου Πλούταρχου.

Ο έπαινος ενός συγκεκριμένου έθνους που διαθέτει αυτού τού είδους τις αρετές, περιλαμβάνει δύο όψεις. Αποτελεί κατ’ αρχάς τιμή για έναν λαό, το να ενστερνίζεται ιδανικά αυτού τού είδους· μια προσεκτικότερη όμως ματιά θα μας αποκαλύψει ότι ο λαός αυτός περιορίστηκε μόνο στο τί θα έπρεπε, σε κάποιον βαθμό, να αισθάνεται και στο πώς θα όφειλε να χειρίζεται τις καταστάσεις, επειδή ακριβώς διέθετε περισσότερο την αίσθηση του αγαθού, απ’ ό,τι τη δύναμη να το πραγματώσει. Ενώ η υπερηφάνεια και η επιδίωξη προσωπικής δόξας τών Ελλήνων μάς ωθούν σε μια μεγαλύτερη επιπλέον επαγρύπνηση, και κυρίως στο να μην αποδίδουμε ίση αξία σε όλες εκείνες τις περιπτώσεις όπου οι Έλληνες δοξάστηκαν. Είναι όμως ήδη σημαντικό το γεγονός, ότι οι φωτισμένοι Έλληνες κατέστησαν τη φωνή τής συνείδησης και τον «άγραφο νόμο» κανόνα τών πεπραγμένων τους.

Είναι γεγονός ότι κάθε έννοια ηθικής τής φιλοσοφικής, λογοτεχνικής και ρητορικής εποχής έχει επισκιαστεί στους μεταγενέστερους, στην αντίληψη δηλαδή τών δυτικών λαών που εμφανίστηκαν κατόπιν, σε σύγκριση με την ηθική του ομηρικού κόσμου, την οποία χαρακτηρίζει η διάκριση, και η αληθινή, παρ’ όλα τα πάθη και τις κάθε είδους βιαιότητες, καθαρότητα και αγνότητα. Στον κόσμο αυτόν βασιλεύει μια ευαισθησία, την οποία δεν έχει ακόμη αποδομήσει ο στοχασμός, μια ηθική που δεν έχει διαβρωθεί από την κατάχρηση, μια καλοσύνη και μια λεπτότητα, με την οποία συγκρινόμενη η μορφωμένη Ελλάδα, παρ’ όλη την εκλεπτυσμένη της διάνοια, μοιάζει τραχεία και στομωμένη στο ηθικό επίπεδο. Τα θετικά στοιχεία που διαφύλαξε αυτή η ύστερη εποχή τα οφείλει κατά βάθος, αφ’ ενός στο ότι ο Όμηρος επέζησε, και εφ’ ετέρου στον τρόπο που η εποχή αυτή αξιοποίησε τα μυθικά πρόσωπα. Ο Αισχύλος και ο Σοφοκλής δεν θα είχαν ποτέ κατορθώσει να εξυψώσουν τούς σημαντικότερους χαρακτήρες τού έργου τους χωρίς τον Όμηρο. Δεν ανήκει ωστόσο στο παρόν κεφάλαιο μια συνολική αποτίμηση της σημασίας τής τραγωδίας στην ιστορία τών ηθών. Θα ακολουθήσουν έτσι απλώς κάποιες σκέψεις για ορισμένα κυρίαρχα ελληνικά χαρακτηριστικά, που αναπτύχθηκαν μέσα από μια θρησκεία και υπό την κυριαρχία μιας πόλης, με τη μορφή που προσέλαβαν τόσο η μια όσο και η άλλη.

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου