Δευτέρα 6 Ιουνίου 2022

Η λογική δομή του "Παρμενίδη" του Πλάτωνος (3)

 Συνέχεια από Πέμπτη 26 Μαίου 2022

 Enrico Berti
Το νόημα του δευτέρου μέρους!


Το δεύτερο μέρος συνίσταται, όπως είδαμε, από την εξέταση των συνεπειών που προέρχονται πρώτον από την κατάφαση και κατόπιν από την άρνηση των ιδεών, που είναι η συνθήκη για να δεχθούμε την πολλαπλότητα. Πρώτα απ' όλα ο Παρμενίδης καθορίζει ποια διατύπωση της θεωρίας των ιδεών εξετάζεται: πρόκειται για μια διατύπωση που δέχεται ξεκάθαρα τον χωρισμό ανάμεσα στις ιδέες και στα πράγματα (χωρὶς μὲν εἴδη αὐτὰ ἄττα, χωρὶς δὲ τὰ τούτων αὖ μετέχοντα) και δέχεται επίσης αντίστοιχες ιδέες σε κάθε γένος πραγμάτων, δηλαδή όχι μόνο τυχαίους καθορισμούς, όπως όμοια και ανόμοιο, σωστό, ωραίο και καλό, αλλά επίσης και τις ουσίες, όπως άνθρωπος, η φωτιά, το νερό, μέχρι και ουσίες βρώμικες, όπως η λάσπη και ο ιδρώτας (Παρμ. 130 b-e). Αυτή η έκταση, θέλει να φανερώσει ακόμη περισσότερο την σχέση χωρισμού που έχει εγκατασταθεί ανάμεσα στις ιδέες και στα πράγματα. Διότι οι ιδέες των ουσιών καταλήγουν να είναι άλλες τόσες ουσίες δίπλα σε εκείνες των οποίων είναι ιδέες.
Στην συνέχεια αποδεικνύει πως από αυτή την διατύπωση προέρχονται παράλογες συνέπειες, προερχόμενες όλες από τον χωρισμό ανάμεσα στις ιδέες και στα πράγματα, που αντιστοιχούν σε αυτές. Η πρώτη ομάδα παράλογων συνεπειών προέρχεται από την κατανόηση του χωρισμού με όρους μετοχής. Η μετοχή είναι μια έννοια υλικής φύσεως, ποσοτική, δείχνει δηλαδή ένα περιέχειν, ένα περικλείειν, που μπορεί να αναφερθεί είτε στην ιδέα στο σύνολό της ή σε ένα μέρος της [οι Ελληνικοί όροι είναι μεταλαμβάνειν και μετέχειν].
Αλλά, εάν η μετοχή αναφέρεται στην ιδέα στο σύνολό της, αυτή, καθότι περιέχεται στο πράγμα που από αυτή είναι χωρισμένο, βρίσκεται να είναι χωρισμένη από τον εαυτό της και εάν η μετοχή αναφέρεται σε ένα μέρος της ιδέας, αυτό που περιέχεται στο πράγμα δεν είναι πλέον η ιδέα, αλλά κάτι διαφορετικό από αυτή, όπως το μέρος είναι διαφορετικό από το όλον: πράγματα παράλογα και τα δύο (Παρμ. 131 α-e). [Με αυτές τις αντιρρήσεις ο Πλάτων καταρρίπτει κάθε θεωρία που απαιτεί να εξηγήσει την σχέση ανάμεσα στην πολλαπλότητα του πραγματικού και μιας ενωτικής αρχής μέσω της έννοιας της μετοχής, δηλαδή κάθε μορφής νεοπλατωνισμού].
Η δεύτερη παράλογη συνέπεια είναι έμφυτη στον χωρισμό καθ' εαυτό, και συνίσταται στην πρόοδο επ' άπειρον στην οποία είμαστε υποχρεωμένοι εάν δεχθούμε μια ιδέα ξεχωριστή κάθε φορά που πρέπει να εξηγήσουμε την κοινή κατοχή ενός ίδιου χαρακτήρος εκ μέρους ενός πλήθους πραγμάτων. Επειδή δηλαδή και η ιδέα και τα πράγματα που αντιστοιχούν σε αυτή έχουν κοινό τον ίδιο χαρακτήρα, αναγκαζόμαστε να εξηγήσουμε αυτή την καινούρια κοινή κατοχή δεχόμενοι μια καινούρια ξεχωριστή ιδέα, και ούτω καθεξής επ' άπειρον (Παρμ. 132 α-b). Δεν υπάρχει ανάγκη καμία να προσθέσουμε πως να πορευθούμε επ' άπειρον στην έρευνα μιας εξηγήσεως, σημαίνει να μην δίνουμε καμιά εξήγηση! Αυτό είναι το διάσημο επιχείρημα που θα δείξει ο Αριστοτέλης σαν «ο τρίτος άνθρωπος» (Μεταφ. Ι9, 990b 17). Αυτό το επιχείρημα προϋποθέτει μια σχέση χωρισμού ανάμεσα στις ιδέες και στα πράγματα, και είναι λειτουργικό μόνον απέναντι σε αυτή την σχέση, αλλά είναι τόσο επαρκές που οδηγεί μόνο του στην άρνηση των ξεχωριστών ιδεών.
Η τρίτη παράλογη συνέπεια προέρχεται από την σύλληψη του χωρισμού ανάμεσα στις ιδέες και στα πράγματα με τέτοιο τρόπο ώστε οι ιδέες να είναι μόνον σκέψεις και συνίσταται στην φανέρωση του γεγονότος ότι ή όλα τα πράγματα επειδή μετέχουν αυτών των σκέψεων είναι σκέψεις, οπότε δεν μένει τίποτε να παριστάνει το αντικείμενο στις σκέψεις, οπότε οι ίδιες οι σκέψεις δεν είναι πλέον δυνατές, ή ότι δεν υπάρχει καμία σκέψη που να είναι διαφορετική από ιδέες και τότε οι ιδέες είναι σκέψεις που δεν είναι δυνατόν να γίνουν σκέψεις από κανένα σκεπτικό, οπότε ούτε σε αυτή την περίπτωση είναι δυνατές σαν σκέψεις (Παρμ. 132 b-c). [Με αυτό το επιχείρημα ο Πλάτων καταρρίπτει απ' την αρχή κάθε μορφή ιδεαλισμού, δηλαδή κάθε φιλοσοφία που μειώνει την πραγματικότητα στην σκέψη. Και αυτή η προσπάθεια έγινε στην αρχαία φιλοσοφία, από τον νεοπλατωνισμό. Όπως μπορούμε να δούμε καθαρά την ερμηνεία που δίνει ο Πλωτίνος (Ενν. V,1,8) του αποσπάσματος n.3 του Παρμενίδη].
Η τέταρτη παράλογη συνέπεια προέρχεται από την σύλληψη του διαχωρισμού με όρους μιμήσεως. Πραγματικά η μίμησις, εκτός του ότι είναι μια μεταφορά αισθητής καταγωγής και υλιστικής σημασίας, τόσο όσο και η μετοχή, φέρνει εξίσου την πρόοδο προς το άπειρο, διότι όποιος εξηγεί την ομοιότητα ανάμεσα σε πολλά πράγματα δεχόμενος πως αυτά ομοιάζουν όλα σε μια ίδια ιδέα, πρέπει στην συνέχεια να εξηγήσει την ομοιότητα ανάμεσα σε εκείνα τα πράγματα και αυτή την ιδέα, βεβαιώνοντας πως όλες μαζί ομοιάζουν σε μια καινούργια ιδέα, και ούτω καθεξής επ' άπειρον, χωρίς να κατορθώνει ποτέ του να βρει μια ικανοποιητική εξήγηση (Παρμ. 132d-133α). [Με αυτό το επιχείρημα ο Πλάτων προφθάνει να καταρρίψει κάθε μορφή εικονισμού, δηλαδή κάθε φιλοσοφία που δέχεται ανάμεσα στο πλήθος του πραγματικού και την ενοποιό αρχή μια σχέση μιμήσεως. Για ακόμη μια φορά ο νεοπλατωνισμός δέχεται ένα βαρύ πλήγμα].
Η πέμπτη παράλογη συνέπεια του διαχωρισμού είναι τέλος η αδυναμία μιας σχέσεως ανάμεσα σε ιδέες και πράγματα και επομένως η αδυναμία όποιου υπάρχει στο επίπεδο των πραγμάτων, δηλαδή ο άνθρωπος, να γνωρίζει τις ιδέες ή όποιος υπάρχει στο επίπεδο των ιδεών, δηλαδή ο Θεός, να γνωρίζει τα πράγματα (Παρμ. 133b-134c). Ας σημειώσουμε πως η πρώτη αδυναμία αντιφάσκει τον ίδιο τον σκοπό, για τον οποίο έγιναν δεκτές οι ιδέες, εκείνον δηλαδή να κάνουν κατανοητά, μέσω της γνώσεως των ιδεών, τα πράγματα, ενώ η δεύτερη αντιφάσκει την σύλληψη του Θεού όπως προσφέρεται από όλες τις θετικές θρησκείες. [Το επιχείρημα αποδεικνύει την αδυνατότητα της θεωρίας των χωριστών ιδεών με τις έννοιες τις πιο παραδοσιακές της θρησκείας και ιδιαιτέρως την αδυνατότητα να θεωρηθούν οι ξεχωριστές ιδέες σαν αντικείμενα της σκέψης ενός προσωπικού θεού, σύμφωνα με την θεωρία που διακήρυξαν αργότερα οι Νεοπλατωνικοί].
Η αξία αυτών των επιχειρημάτων είναι πολύ αμφισβητούμενη, αλλά εάν διευκρινίσουμε πως αναφέρονται, όχι εναντίον της υπάρξεως των ιδεών γενικώς, αλλά εναντίον μιας συγκεκριμένης εκτυπώσεως, εκφράσεως, της θεωρίας των ιδεών, εκείνης η οποία τις συλλαμβάνει σαν ξεχωριστές από τα πράγματα, δηλαδή σαν ουσίες, σαν πραγματικότητες που υπάρχουν καθ' εαυτές, αυτές, με τον ίδιο τρόπο των πραγμάτων, τότε αυτή η αξία δεν μπορεί να διαψευσθεί. Με αυτά τα επιχειρήματα ο Παρμενίδης καταρρίπτει τελειωτικά τον διαχωρισμό ανάμεσα στις ιδέες και στα πράγματα, και κάνει υποχρεωτική μια ξαναδιατύπωση της θεωρίας των ιδεών, η οποία να ξεπερνά έναν τέτοιο διαχωρισμό. Ούτε η μετοχή, ούτε η μίμησις, ούτε η εννοιολόγηση των ιδεών, ούτε τέλος η μεταμόρφωσή τους σε σκέψεις του Θεού, είναι ικανές να διασώσουν από τις παράλογες συνέπειες του διαχωρισμού, και μάλιστα τελειώνουν με το να τις χειροτερεύουν. Γι' αυτό τον λόγο στους διαλόγους που ακολούθησαν τον Παρμενίδη, ο Πλάτων, δεν δίνει καμία απάντηση σε αυτές τις αντιρρήσεις. Και ξαναεμφανίζονται στα χέρια του Αριστοτέλη, σαν να έχουν αναλλοίωτη αξία, με όλο τους το δυναμικό.
Αυτό δεν σημαίνει πως ο Πλάτων απαρνείται την θεωρία των ιδεών, η αληθινή σημασία της οποίας συνίσταται στο ότι έφερε στο φως την διαφορά ανάμεσα σε υποκείμενο και κατηγορούμενο, δηλαδή στην υπέρβαση της συγχύσεως στην οποία είχαν παγιδευθεί ο Παρμενίδης και ο Ζήνων, αλλά απλώς ότι του γίνεται κατανοητό πως πρέπει να ξαναδιατυπώσει αυτή την θεωρία, έτσι ώστε να μην εννοείται πλέον η διαφορά ανάμεσα σε υποκείμενο και κατηγορούμενο, δηλαδή η κατηγορική σχέση, σαν διαχωρισμός δύο ουσιών. Αυτό συμπεραίνεται επίσης καθαρά στην άλλη μεγάλη επιχειρηματολογία που περιέχεται στο δεύτερο μέρος του διαλόγου, η οποία αναπτύσσεται με συντομία, αλλά είναι μεγαλύτερης αξίας από τις άλλες που είναι περισσότερο ανεπτυγμένες.
Αυτή η επιχειρηματολογία βρίσκεται σε σύνθεση στην βεβαίωση, πως εάν λάβουμε σαν υπόθεση την αντίθετη θέση την οποία εξετάσαμε μέχρι τώρα, δηλαδή ότι οι ιδέες δεν υπάρχουν, δεν θα έχουμε που να κατευθύνουμε την σκέψη, δηλαδή δεν θα μπορούμε πλέον να σκεφτούμε, ούτε δε να συζητήσουμε. Όποιος αρνείται τις ιδέες, αρνείται πως σε κάθε ον υπάρχουν καθολικοί προσδιορισμοί (μὴ ἐῶν ἰδέαν τῶν ὄντων ἑκάστου τὴν αὐτὴν ἀεὶ εἶναι, Παρμ. 135c), ενώ τόσο η σκέψη όσο και η γλώσσα, η επικοινωνία, η συζήτηση, αναφέρονται πάντοτε μόνον στους προσδιορισμούς αυτού του είδους. Όπως φαίνεται λοιπόν είναι πιο επικίνδυνη η συνέπεια που προέρχεται από την άρνηση των ιδεών, δηλαδή τον ριζικό αποκλεισμό κάθε δυνατότητος σκέψεως και συζητήσεως, από εκείνη που προέρχεται από την βεβαίωσή τους, δηλαδή την ανάγκη αναθεωρήσεως αυτής της βεβαιώσεως αποκλείοντας τον διαχωρισμό ανάμεσα στις ιδέες και στα πράγματα.
Το συμπέρασμα ολοκλήρου του δευτέρου μέρους λοιπόν, είναι πως οι ιδέες, συνθήκη της πολλαπλότητας των όντων, πρέπει να επιβεβαιωθούν, αλλά μια τέτοια επιβεβαίωση πρέπει να γίνει αποδεκτή σχηματίζοντας με νέο τρόπο την σχέση ανάμεσα στις ιδέες και στα πράγματα. Αυτόν τον ανασχηματισμό υπονοεί ο Παρμενίδης στο τέλος του δευτέρου μέρους, όταν δηλώνει πως η πειθώ για την ύπαρξη των ιδεών, αυτών που είδαν τις παράλογες συνέπειες που προέρχονατι από τον διαχωρισμό, είναι μια προσπάθεια θαυμαστώς δύσκολη, και πως ανήκει σε έναν άνθρωπο προικισμένο με φυσική ευφυΐα (ποιότητα) η κατανόηση της αναγκαιότητα των ιδεών και είναι προνόμια ενός ανθρώπου ακόμη πιο ευφυούς (θαυμαστότερου) να βρεί έναν τρόπο να την διδάσκει στους άλλους, αφού προηγουμένως την έχει εμβαθύνει αρκετά (διευκρινησάμενος) (Παρμ. 135α-b). Η χρήση όρων που δεν δείχνουν αδυναμία αλλά θαυμασμό, ακριβώς όπως στην συζήτηση του Σωκράτη στο τέλος του πρώτου μέρους, δείχνει την δυσκολία της προσπάθειας, παρότι τελικώς θεωρείται πραγματοποιήσιμη, και τελικώς ο Παρμενίδης και ο Σωκράτης πριν, αναφέρονται στην επιχειρηματολογία του τρίτου μέρους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου