Δευτέρα 6 Ιουνίου 2022

PAUL FRIEDLȀNDER, ΠΛΑΤΩΝ (133)

Συνέχεια από Πέμπτη, 26 Μαΐου 2022 

                                         PAUL FRIEDLȀNDER

                                                  ΠΛΑΤΩΝ

                                            ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

                                   ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –

                              ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

                         ΤΡΙΤΗ ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΤΟ ΟΨΙΜΟ ΕΡΓΟ

                         ΠΡΩΤΗ ΟΜΑΔΑ ΔΙΑΛΟΓΩΝ : Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ

                                    24. ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ  ( 4η συνέχεια )

 Για να έρθη η τελευταία και πιο σοβαρή τελικά απορία (μέγιστον 133 Β 4). Οι Ιδέες δεν υπάρχουν «σε μας» (εν ημίν), αλλά «καθεαυτές». Σχετίζονται άρα με το Είναι τους αναμεταξύ τους (προς αυτάς), όχι όμως και με τις απεικονίσεις τους, που υπάρχουν σε μας και δεν σχετίζονται πάλι με τα αρχέτυπά τους, αλλά αναμεταξύ τους. Αρχέτυπα και απεικονίσεις ανήκουν σε διαφορετικές «σφαίρες» τού Είναι. Αντίστοιχα υπάρχει και μια «καθεαυτή γνώση», που διευθύνεται προς το Είναι, εντελώς άλλης τάξεως από μια «γνώση (που υπάρχει) σε μας», εμπειρική, που «διευθύνεται» σ’ αυτά που υπάρχουν σε μας, σε πράγματα δηλ. της εμπειρίας. Τα αρχέτυπα και οι απεικονίσεις ανήκουν σε διαφορετικές «σφαίρες» γνώσης. Τρίτον δε, συγκρίνοντας κύριο και δούλο στον δικό μας εμπειρικό κόσμο με την καθεαυτή «κυριότητα» και την καθεαυτή «δουλικότητα», αναγνωρίζουμε πως τα αρχέτυπα και οι απεικονίσεις ανήκουν και σε διαφορετικές «σφαίρες» τού ενεργείν ή τής ενεργητικής δύναμης (δύναμις). Από εδώ προκύπτει και το συμπέρασμα, ότι το καθεαυτό Ωραίο και το καθεαυτό Καλό (κι Αγαθό) είναι άγνωστα για εμάς. Η παραδοξότητα αυτής τής σκέψης καθίσταται (μάλιστα) σαφέστερη, συνεχίζοντας τη «σκέψη». Όποιος διαθέτει την καθεαυτή γνώση, κι αυτός μπορεί να είναι μόνον ο Θεός, έχει ως αντικείμενα γνώσεως τα αρχέτυπα· τα «δικά μας» πράγματα τού είναι όμως άγνωστα. Ο κόσμος διαχωρίζεται ωστόσο έτσι σε δύο εντελώς «άσχετες» αναμεταξύ τους «περιοχές» τού Είναι: της γνώσης και των ενεργουμένων δυνάμεων. Αν είναι αυτό (πράγματι) το συμπέρασμα, τότε πρέπει οπωσδήποτε να αναρωτηθούμε, αν υπάρχουν (καν) «Ιδέες και μορφές», ή αν είναι παντελώς, τουλάχιστον, άγνωστες για εμάς. Δεν φαίνεται ότι καταστρέφουν («σχίζουν»), με την ύπαρξή τους, τόσο τη συνοχή τού κόσμου όσο και τη συνοχή τής γνώσης; Ο Παρμενίδης είναι όμως απ’ την άλλη τόσο «πεπληρωμένος» απ’ τη διδασκαλία τού Σωκράτη, ώστε να βεβαιώνη εντελώς σωκρατικά, ότι όποιος δεν δέχεται την ύπαρξη (πρωτ)αρχικών μορφών τών όντων, αυτός καταστρέφει κάθε δυνατότητα να υπάρξη πραγματικός λόγος για οτιδήποτε (τήν τού διαλέγεσθαι δύναμιν παντάπασι διαφθείρει  135 C).

      Ας σκεφτούμε τώρα και την πιο ριζοσπαστική συνέπεια της τελευταίας απορίας τού Παρμενίδη: οι θεοί ούτε είναι κύριοί μας, ούτε γνωρίζουν τα ανθρώπινα πράγματα· εμείς δε οι άνθρωποι δεν γνωρίζουμε πάλι τίποτα απ’ το θεϊκό Είναι με την ανθρώπινή μας σκέψη, και δεν είμαστε καν σε θέση – κάτι που δεν εκφράζεται μεν, αλλά συν-εννοείται εκεί που γίνεται λόγος περί κυριότητας και υπηρεσίας – να τους υπηρετούμε. Δεν «πλησιάζει» έτσι σε πολύ μεγάλο βαθμό ο Παρμενίδης τού Πλάτωνα την κατηγορία που απευθύνθηκε (κάποτε) ενάντια στον ιστορικό Σωκράτη; Και δεν πρέπει να αναλογιστούμε, πέρα απ’ την οποιαδήποτε «απόστασή» τους απ’ τον Παρμενίδη, την Απολογία – όσο παράξενο κι αν μπορή να ακούγεται κάτι τέτοιο στους περισσοτέρους – και τον Ευθύφρονα έτσι, ώστε και η «άμυνα» του νεαρού Σωκράτη απέναντι στον Παρμενίδη με τη φράση: «Θα αποτελούσε ωστόσο μιαν εκπληκτική πρόταση το να θέλη να στερήση κάποιος τη γνώση απ’ τον Θεό» να λαμβάνη και μια βαθύτερη, προσωπική και ιστορική, συμπληρωματική σημασία; Δεν πρόκειται άρα μόνον περί οντολογίας, ούτε καν μόνον περί θεολογίας εδώ, αλλά για μια «στιγμή» ζωής και θανάτου, για την ίδια τη σωκρατική ύπαρξη. 

       Ο Παρμενίδης διδάσκει σ’ αυτό το κρίσιμο σημείο τού διαλόγου τον Σωκράτη για εκείνο που του λείπει: την άσκηση. Ο νεαρός Σωκράτης «εφορμά» υπερβολικά «ευθύγραμμα» («απευθείας») στην έρευνα των Ιδεών, χωρίς να έχη συμπληρώση προηγουμένως εκείνη την περιφρονούμενη ως πολυλογία απ’ τους περισσοτέρους εκπαίδευση των εννοιών. Μιαν «εκπαίδευση», την οποίαν αποφασίζει ο ίδιος ο Παρμενίδης, να επιχειρήση να προσφέρη τώρα, πιεζόμενος απ’ όλους τούς παρισταμένους, με τη μορφή τής ζηνώνειας διαλεκτικής.

     Oλόκληρο το δεύτερο ήμισυ του Διαλόγου διεξάγεται ανάμεσα στον  Παρμενίδη και τον νεαρό Αριστοτέλη, ο οποίος δεν επιτρέπεται να απαντά παρά μόνο με ένα Ναι ή ένα Όχι. Εφ’ όσον τού ζητείται σαφώς, να μην προβάλη την παραμικρήν αντίσταση. Μια ιδιαίτερη, καινούργια λοιπόν μορφή Διαλόγου για τον Πλάτωνα, που θα μπορούσε να αποτελή εξίσου καλώς – έτσι φαίνεται την πρώτη στιγμή – έναν συναφή διδακτικό λόγο. Μήπως φανερώνεται όμως κι εδώ η χαρακτηριστική, «διαμορφωτική» ειρωνεία τού Πλάτωνα; Και μήπως δεν πρέπει να «εφησυχάζη» καθόλου ο αναγνώστης, αλλά να συλλογίζεται μάλλον με οξύνοια, «απαντώντας» συχνά πολύ διαφορετικά απ’ ό,τι ο νεαρός Αριστοτέλης; Και μήπως οφείλει να προσπαθή να μετατίθεται, ακόμα περισσότερο, στον ρόλο τού σιωπηλά παρισταμένου Σωκράτη, ο οποίος όχι μόνο θα απαντούσε συχνά διαφορετικά στα επιμέρους σημεία, θέτοντας και τα ανάλογα ερωτήματα, αλλά και ολόκληρη η διαλεκτική τού δευτέρου διαλογικού μέρους θα έπαιρνε ένα καινούργιο νόημα μπροστά στη δική του «πνευματική θεώρηση»;

      Υπάρχει ωστόσο και κάτι ακόμα που τις περισσότερες φορές παραγνωρίζεται. Συνηθίζουμε να διαβάζουμε αυτό το δεύτερο μέρος, σαν ο νέος που απαντά να είναι ένας οποιοσδήποτε νέος, που ονομάζεται απλώς «κατά τύχην» Αριστοτέλης. Επισημάναμε όμως ήδη νωρίτερα, πως αυτό δεν ισχύει.  Ο Πλάτων διαλέγει εδώ σκόπιμα έναν νέον άνθρωπο, για τον οποίον και αναφέρει σαφώς, ότι έγινε αργότερα ένας απ’ τους Τριάκοντα (Τυράννους). Καθοδηγεί άρα τη ματιά μας στο ιστορικό εκείνο συμβάν, που συντελείται κάποιες δεκαετίες αργότερα, κι εμείς καλούμαστε να κατανοήσουμε τη συμβολική σημασία τής διαφοράς ανάμεσα στους δυό εδώ νέους, τον Σωκράτη και τον Αριστοτέλη. Ο δεύτερος απαντά μόνο μ’ ένα Ναι ή ένα Όχι, όπως το επιθυμεί ο δάσκαλος Παρμενίδης. Και θα συγκαταλεχθή ο ίδιος αργότερα σε κείνη την αυταρχική ομάδα εξουσίας, που επιβάλλει το δικό της Ναι ή Όχι στους άλλους. Ο Σωκράτης αναζητά αντίθετα τον δικό του ιδιαίτερο δρόμο απέναντι στον Παρμενίδη και τον Ζήνωνα, και το ίδιο θα πράξη και αργότερα, με κίνδυνο της ζωής του, απέναντι στους Τριάκοντα.

      Υπάρχει μια παλιά αντιπαράθεση μεταξύ τών ερμηνευτών όσον αφορά στο δεύτερο αυτό ήμισυ του Διαλόγου Πρωταγόρας. Κάποιοι απ’ αυτούς θεωρούν ότι ο Πλάτων δεν εκφέρει μόνο τη σαφή, αλλά και την «πλήρη» του άποψη  χαρακτηρίζοντας αυτό το μέρος ως «άσκηση». Ενώ κάποιοι άλλοι αναζητούν, «εκπαιδευμένοι» να είναι «δύσπιστοι» μέσα απ’ τις συγγραφικές ειρωνείες τού Πλάτωνα, ένα γνήσια αντικειμενικό περιεχόμενο δίπλα στον τυπικό σκοπό. Σκεπτόμενοι ότι  θα έπρεπε να εκλαμβάνουμε, αν θέλουμε να εμπιστευόμαστε (απολύτως) τα λόγια του Πλάτωνα, και τους τρεις π.χ. ερωτικούς λόγους τού Φαίδρου ως ρητορικά και μόνον υποδείγματα. Στην περίπτωση των πρώτων ερμηνευτών, το «αντικειμενικά» και μόνο σημαντικό πρώτο ήμισυ του Διαλόγου μένει με άλυτες απορίες, παρ’ όλες τις κάποιες επισημάνσεις. Ενώ στη δεύτερη περίπτωση, αναζητείται η λύση, στη διαλεκτική τού τελικού μέρους, εκείνων τών αποριών. Το ίδιο μπορούμε δε να πούμε, κρίνοντας το έργο κι απ’ τη δραματική του πλευρά: Η παρουσία τού Σωκράτη είναι αδιάφορη στην πρώτη περίπτωση, ακόμα και «λησμονημένη» από τη μέση και μετά τού Διαλόγου. Ενώ είναι αναγκαία και απαραίτητη στη δεύτερη περίπτωση, καθ’ όσον ο πλατωνικός Σωκράτης σκέφτεται περαιτέρω, με την έννοια της δικής του ανακάλυψης, τη διαλεκτική τού πλατωνικού Παρμενίδη. Υπάρχει όμως και η πιθανότητα να ισχύη εκ των προτέρων γι’ αυτήν τη βαθμίδα τών πλατωνικών κειμένων, ότι ο Πλάτων δεν θα επέστρεφε πλέον, απ’ τη στιγμή που μετέτρεψε ουσιαστικά τη μορφή αυτή τής πρώιμης εποχής του με το «προσαρτημένο» στον Θεαίτητο «επεισόδιο του φιλοσόφου», στη μορφή ενός καθαρά απορητικού Διαλόγου.  Και δεν υπάρχει φυσικά καμιά πιθανότητα να τελειώνη στη μέση, σε οποιαδήποτε βαθμίδα τού πλατωνικού έργου, ο πραγματικός διάλογος. Ο Πλάτων παρέμενε, ακόμα και την εποχή που έγραφε τον Παρμενίδη, ένας καλός «σχεδιαστής» (κειμένων), κι ένας εξαιρετικός «είρωνας», και επαρκής ακόμα ως άνθρωπος, ώστε να μην αφήνη να παρίσταται σιωπηλός (απλώς) ο Σωκράτης του, χωρίς αυτή ακριβώς η «παρουσία», να υποχρεώνη τον αναγνώστη να αναζητά το σωκρατικό περιεχόμενο σε τέτοιες μη-σωκρατικές συζητήσεις. 

      ( συνεχίζεται )


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου