(Συνεχεία από 5. Ιουνίου 2022)
Michael Allen Gillespie
The University of
Chicago Press, 2008
Περί Βουλήσεως δ
Αυτό που στην πραγματικότητα συμβαίνει κατά την πορεία προς την νεωτερικότητα, δεν είναι απλώς το σβήσιμο ή η εξαφάνιση του Θεού, αλλά η μεταφορά των ιδιοτήτων Του, των δυνάμεων Του και των ικανοτήτων Του, σε άλλες οντότητες ή περιοχές της ύπαρξης. Η λεγόμενη διαδικασία της απομάγευσης, είναι επίσης και μια διαδικασία επαναμάγευσης, δια της οποίας τόσο ο άνθρωπος όσο και η φύση διαποτίζονται με μια σειρά ιδιοτήτων και δυνάμεων, που προηγουμένως αποδίδονταν στο Θεό. Για να θέσουμε το πράγμα πιο ωμά, η επιστήμη μπορεί να προσφέρει μια συνεκτική θεώρηση του όλου, μόνο εάν καταστήσει τον άνθρωπο ή τη φύση ή και τα δυο, κατά κάποια έννοια θεϊκά.Ο Πάπας είχε μιλήσει για το Διαφωτισμό ως ολότητα, όταν δήλωσε: «Η κατάλληλη μελέτη της ανθρωπότητας είναι ο άνθρωπος». Ο »άνθρωπος» τον οποίο ανακάλυψε ο Διαφωτισμός ήταν ένα πλάσμα πολύ πιο υψωμένο από εκείνο τον αμαρτωλό viator (ταξιδιώτης) του Χριστιανισμού ή το λογικό ζώο της αρχαιότηταςΟ Newton θεωρούσε το χρόνο και τον χώρο ως μορφές της θείας ύπαρξης. Αφότου αυτές οι θεϊκές ικανότητες είχαν μεταφερθεί στον άνθρωπο ή τη φύση, ήταν εύκολο για τους εγκυκλοπαιδιστές Diderot, D´Alembert και Holbach, να επιδείξουν, πως η αποκεκαλυμμένη θρησκεία δεν ήταν μόνο εσφαλμένη, αλλά και περιττή. Προς το τέλος του Διαφωτισμού, πολλοί στοχαστές θεωρούσαν τα ανθρώπινα ως περίπου θεϊκά. Αυτό είναι ιδιαίτερα σαφές σε κάποιον όπως ο Kant, ο οποίος διαβεβαιώνει, πως τα ανθρώπινα όντα είναι απείρως πολύτιμοι σκοποί (τέλη) μέσα στον εαυτό τους. Η άποψη αυτή είναι δυνατή λόγω της μεταφοράς στα ανθρώπινα όντα, αυτού που μέχρι πρότινος θεωρούνταν θεϊκές ιδιότητες. Η ανύψωση της ανθρώπινης ατομικότητας από τον Διαφωτισμό (και τον μετά-Διαφωτισμό) είναι στην πραγματικότητα μια μορφή ριζοσπαστικού (αν και κρυμμένου) Πελαγιανισμού. Οι θεϊκές ή σχεδόν θεϊκές δυνάμεις επανεμφανίζονται, αν και είναι πάντοτε μεταμφιεσμένες. Η φύση είναι μια σωματοποιημένη λογική βούληση. Ο κόσμος της κοινωνίας κυβερνάται από ένα «αόρατο χέρι», το οποίο σχεδόν θαυματουργικά παράγει μια λογική διανομή των αγαθών και υπηρεσιών. Και η ιστορία είναι μια προοδευτική ανάπτυξη της ανθρωπότητας προς την τελειότητα.
Η απόδοση αυτή των θείων ιδιοτήτων
σε άλλες περιοχές του υπαρκτού δεν ήταν χωρίς κινδύνους. Στο ένα άκρο οδηγούσε
στην άποψη πως άνθρωπος ήταν υπεράνθρωπος, ένα ον όμοιο με τον Θεό, το οποίο με
την απλή άσκηση της βουλήσεως του θα μπορούσε να φέρει στην ύπαρξη τον ιδανικό
κόσμο. Θεωρώντας τον κόσμο από αυτή την προμηθεϊκή οπτική γωνία, οι στοχαστές
του Διαφωτισμού έβλεπαν κάθε αντίσταση στο τιτάνιο πρόγραμμα τους είτε ως
παράλογη, είτε ως κακόβουλη. Ενώπιον μιας τέτοιας αντίστασης, οι στοχαστές
αυτοί ήταν διατεθειμένοι, όπως φάνηκε, να χρησιμοποιήσουν διαρκώς αυξανόμενα
ποσά δύναμης για να επιτύχουν αυτά που θεωρούσαν ως λογικούς σκοπούς. Στο άλλο
άκρο, η κατανόηση της φύσεως ως μιας περίπου παντοδύναμης δύναμης κατέληξε συχνά
σε μια μοιρολατρική θεώρηση, που δεν έβλεπε στον άνθρωπο τίποτα πέραν μιας
μαριονέτας (Holbach) ή
μιας μηχανής (Lametrie).
Ενώ το ένα ρεύμα του Διαφωτισμού σκεφτόταν έτσι, και έφτασε να πιστεύει πως οι
άνθρωποι είναι θεοί, το άλλο ρεύμα τους έβλεπε ως κτήνη ή απλώς ύλη σε κίνηση,
που κινείται από την επιθυμία και το συμφέρον. Ενώ και οι δυο εναλλακτικές
είχαν προβλήματα, το πιο δυσάρεστο ήταν το γεγονός πως οι δυο μεγαλύτεροι
στοχαστές του Διαφωτισμού, Diderot και Kant, διαπίστωσαν, πως ήταν αδύνατο να γίνει αποδεκτή η μια
θέση, χωρίς να γίνει αποδεκτή ή άλλη, και πως οι δυο αυτές θέσεις ήταν αμοιβαία
αποκλειόμενες. Οι ελπίδες του Διαφωτισμού είχαν διαταραχθεί βαθιά από την
διαπίστωση της αντίφασης των ουσιαστικών στόχων της.
Το ότι ο Διαφωτισμός
κατέληξε σε ένα τέτοιο αδιέξοδο δεν προκαλεί έκπληξη. Από την αρχή αναζητούσε να
παρακάμψει το αποφασιστικό και επίμονο ερώτημα περί της ελευθερίας ή της δέσμευσης
της ανθρώπινης βούλησης σε ένα κόσμο που καθορίζεται από την προκαθοριστική
βούληση ενός παντοδύναμου Θεού. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν απλά η μετατόπιση του
ερωτήματος, και η ανάδυση του ως το ερώτημα περί του ρόλου της ανθρώπινης
βούλησης σε ένα κόσμο που καθορίζεται από την αδιάσπαστη αναγκαιότητα μιας άπειρης
αλυσίδας φυσικών αιτίων. Και όπως είδαμε, η αντίφαση που εμφανίστηκε με
τόση σαφή λογική μορφή στην τρίτη αντινομία του Kant, ήταν ουσιαστικά μια επανάληψη των αντιθέσεων που είδαμε
στις διαμάχες μεταξύ Έρασμου και Λούθηρου, Descartes και Hobbes. Υπήρχε βέβαια μια κρίσιμη διαφορά. Στις δυο
προηγούμενες διαμάχες, το κεντρικό ερώτημα ήταν η έκταση της θείας δυνάμεως, που
ήταν πάντα κατανοητή ως θέμα πίστεως. Στην καντιανή αντινομία, η αμφισβητούμενος
προορίζουσα βούληση του Θεού μεταμορφώθηκε σε αδιαμφισβήτητη αναγκαιότητα της
φύσεως. Η αλήθεια της φυσικής αιτιότητας σε αυτή τη συνάφεια, δεν κατανοείται
πια ως θέμα πίστεως, κάτι που πρέπει κανείς να πιστέψει ή όχι, αλλά ως
αυτονόητη αλήθεια της λογικής. Με αυτό τον τρόπο αποκρύπτονται οι θεολογικές
βάσεις των δυο πλευρών σε μια διαμάχη, και αποτυγχάνουν να ανοίξουν μια
συζήτηση. Με τον τρόπο αυτό στερεοποιείται η αντίφαση στην καρδιά της
αντινομίας και καθίσταται άλυτη δια της λήθης της θεολογικής της καταγωγής.
Όπως είδαμε, ο Kant, εξαναγκάστηκε νά φτάσει στην
κριτική της λογικής από την διαπίστωση του πως οι αντινομίες αποτελούσαν
ένα συνταρακτικό πρόβλημα για το Διαφωτισμό. Ο ίδιος βέβαια πίστευε, πως ο υπερβατικός
του ιδεαλισμός προσέφερε μια λύση στο πρόβλημα, που θα έκανε δυνατή την
επίτευξη των σκοπών του Διαφωτισμού με τη διάκριση της περιοχής των φαινομένων
της φύσεως και της αναγκαιότητας από την
περιοχή των νοητών, διά τών συστατικών της ελευθερίας και της ηθικής. Η διάκριση αυτή
βέβαια δεν μπόρεσε να σταθεί, όπως ισχυρίζονται οι περισσότεροι από τους
συνεχιστές του, καθώς η ανθρωπότητα είχε πιαστεί σε ένα πλέγμα αντιφάσεων. Η
ελευθερία για παράδειγμα, θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με την χρήση της
επιστήμης, που στον πυρήνα της απέρριπτε ακόμα και τη δυνατότητα της
ελευθερίας. Παρομοίως, αν οι άνθρωποι ήταν φυσικά όντα, δεν μπορούσαν να είναι
ελεύθεροι, καθώς υπόκεινται στους νόμους που διέπουν την κίνηση της ύλης, και
αν ήταν ελεύθεροι δε θα μπορούσαν να είναι φυσικά όντα. Οι άνθρωποι επομένως δεν
ήταν ούτε απλώς ύλη εν κινήσει, ούτε θεοί. Ή για να το πούμε ξεκάθαρα, ζούσαν
διαρκώς την αντίφαση να είναι ταυτόχρονα σκέτη ύλη σε κίνηση και θεοί.
Οι αντιφάσεις αυτές αποκαλύφθηκαν με όλη τους τη δύναμη κατά την περίοδο της Τρομοκρατίας (γαλλική επανάσταση). Από την αρχή κιόλας της Επανάστασης, οι Γάλλοι επαναστάτες είχαν τη βαθιά ανησυχία πως η νέα κυβέρνηση θα έπεφτε από μια συνομωσία. Το ιστορικό παράδειγμα που τους προκάλεσε τον φόβο (και κυριαρχούσε σε όλα σχεδόν όσα έγραφαν για το θέμα) ήταν η συνομωσία του Καταλίνα στη Ρώμη. Όπως περιέγραψαν οι Σαλλούστιος, Τάκιτος και Κικέρων, η συνομωσία αυτή ήταν αποτέλεσμα ηθικής διαφθοράς. Οι Γάλλοι επαναστάτες μοιραζόντουσαν τον φόβο αυτό των Ρωμαίων για τη διαφθορά, αλλά δεν τον αντιλαμβάνονταν με τον τρόπο του Κικέρωνα αλλά του Ρουσσώ. Ο Ρουσσώ είχε ισχυριστεί πως κάθε πράξη που ήταν ηθική ήταν σε αρμονία με την γενική βούληση. Η πράξη για τους επαναστάτες μπορούσε να είναι ηθική μόνο εάν συμφωνούσε με την καθολικότητα της λογικής και πραγματοποιούσε την ανθρώπινη ελευθερία. Για να τοποθετήσουμε το πράγμα με τούς όρους του Kant, η ελευθερία και η λογική μπορεί να είναι συμβατά εάν το κάθε άτομο βούλεται μόνο βάσει κατηγοριών, δηλαδή σύμφωνα με τη γενική βούληση. Αυτή η κατηγορική βούληση είναι δυνατή μόνο στο αφηρημένο. Από τη στιγμή που η βούληση εγκαθίσταται σε ένα πεπερασμένο αντικείμενο παύει να είναι γενική και καθίσταται ειδική και ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτό της. Ενώ η Τρομοκρατία αναμφίβολα πήρε πολλή από την ενέργεια και βιαιότητα της από το αμοιβαίο μίσος των τάξεων, τις πολιτικές αντιπαραθέσεις και την καιροσκοπία, την συνεχιζόμενη δικαίωση της έβρισκε στην επαναλαμβανομένη ανάγκη εξάλειψης της διαφθοράς, που σημαίνει την εξάλειψη της συγκεκριμένης βούλησης. Ο στόχος αυτός δεν μπορεί βέβαια ποτέ να ολοκληρωθεί, καθώς οι άνθρωποι ως πεπερασμένα όντα ριζώνουν αναγκαστικά στο συγκεκριμένο. Έτσι και ο πιο ενάρετος πολίτης, ο αδιάφθορος Ροβεσπιέρος, δεν μπορούσε να εκπληρώσει αυτά τα standard και έπρεπε να εξοντωθεί. Η Τρομοκρατία ήταν με τον τρόπο αυτό το πρώτο μοντέρνο παράδειγμα του κινδύνου που ενείχε η απόδοση θείων ιδιοτήτων στα ανθρώπινα όντα. Ένας υπερβατικός Θεός θα μπορούσε ίσως να βούλεται πάντα με τρόπο αληθινά γενικό ή καθολικό, όπως ισχυρίστηκαν ο Arnauld και αργότερα ο Melabranche, αλλά τα πεπερασμένα ανθρώπινα όντα δεν μπορούσαν, και η απαίτηση να το κάνουν κατέληξε αναπόφευκτα σε μια τραγωδία.
Τέλος κεφαλαίου
"το ερώτημα στο οποίο η θεολογία δεν απαντά ακόμη είναι αυτό που αναφέρεται στην δυνατότητα μιας πραγματικής σχέσης της φύσης αυτής με τον άκτιστο Θεό. Αν ο Θεός διαθέτει άκτιστες ενέργειες δρων ως πρόσωπο και αν ο άνθρωπος επίσης ως πρόσωπο μπορεί με τις δικές του ενέργειες να δεξιωθεί τον Θεό, τότε η φύση μεταμορφώνεται, χωρίς να χάνεται, εξαφανιζόμενης κάθε αναγκαστικής φυσικής νομοτέλειας."
πρ. Λουδοβίκος. Γιά νά συλλάβουμε τό πλαίσιο μέσα στό οποίο κάνει τήν δουλειά του.
https://www.jpost.com/christianworld/article-709642
ΑπάντησηΔιαγραφή