Συνέχεια από: Δευτέρα 30 Μαίου 2022
Michael Allen Gillespie
The University of Chicago Press, 2008
Περί Βουλήσεως γ
Αποσπάσματα από το Κεφάλαιο 8: Οι αντιφάσεις του Διαφωτισμού και η κρίση της Νεωτερικότητας
Εκκοσμίκευση ή απόκρυψη;
Θέλω να εξετάσω μια διαφορετική δυνατότητα, παρά να μπω σε αυτή την άγονη συζήτηση. Το επιχείρημα που παρουσιάστηκε στο πρώτο μισό του παρόντος κεφαλαίου, προτείνει πως η προφανής απόρριψη ή εξαφάνιση της θρησκείας και της θεολογίας, στην πραγματικότητα αποκρύπτει τη συνεχιζόμενη σημασία των θεολογικών θεμάτων και της εμπλοκής της θεολογίας στη σύγχρονη εποχή. Από αυτή την οπτική γωνία, η διαδικασία της εκκοσμίκευσης ή απομάγευσης, που θεωρήθηκε ταυτόσημη με την νεωτερικότητα, ήταν κάτι διαφορετικό από αυτό που φαινόταν πως είναι. Δεν ήταν η συντριπτική νίκη της λογικής επί της αχρειότητας, για να χρησιμοποιήσουμε τη διάσημη έννοια του Βολτέρου, ούτε ο πολύ καθυστερημένος θάνατος του Θεού που διακήρυξε ο Nietzsche, ούτε η όλο και πιο απόμακρη απόσυρση του deus absconditus που υπέδειξε ο Heidegger, αλλά η βαθμιαία μεταφορά των θεϊκών ιδιοτήτων στα ανθρώπινα όντα (μια άπειρη ανθρώπινη βούληση), στον φυσικό κόσμο (γενική-παγκόσμια μηχανική αιτιότητα), στις κοινωνικές δυνάμεις (η γενική βούληση, το κρυμμένο χέρι), και στην ιστορία (η ιδέα της προόδου, διαλεκτική ανάπτυξη, η εξυπνάδα της διάνοιας).
Αυτό το βλέπουμε ήδη στον Descartes και τον Hobbes. Ο Θεός για τον Descartes δεν είναι πια ο άγριος και απρόβλεπτος Θεός του
νομιναλισμού. Στην πραγματικότητα, αυτός είναι ο Θεός τον οποίο ο Descartes παραγκωνίζει χάριν ενός
πιο λογικού θεού, ή τουλάχιστον ενός Θεού τον οποίο μπορεί να κατανοήσει η
ανθρώπινη διάνοια. Την ίδια στιγμή που φέρνει τον Θεό κάτω, στον άνθρωπο, ο Descartes ανεβάζει τον άνθρωπο προς τον Θεό, με τον ισχυρισμό του,
πως ο άνθρωπος έχει την ίδια άπειρη βούληση με τον Θεό. Ο Hobbes αντιθέτως αποδέχεται μια πιο ορθόδοξη καλβινιστική θέση,
η οποία επιβεβαιώνει την απόλυτη δύναμη του Θεού και την ασημαντότητα του
ανθρώπου. Σύμφωνα με την διδασκαλία περί προορισμού, κάθε άτομο είναι είτε σωσμένο,
είτε όχι, μόνο δια της βούλησης του Θεού. Και επειδή ο Θεός δεν χρωστά σε
κανένα άνθρωπο, ο άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει κάτι για να επηρεάσει τον Θεό. Με
ένα ειρωνικό τρόπο, ο Θεός καθίσταται άνευ σημασίας για τη διαγωγή και τη ζωή
του ανθρώπου, που σημαίνει πως καθίσταται μια διαρκής πρώτη αρχή, ή κίνηση της
ύλης που καθορίζεται από μια σειρά μηχανικών αιτίων. Επειδή με τον τρόπο αυτό ο
Θεός μπορεί παραμεριστεί με την στενή έννοια, θα ήταν εσφαλμένο να πιστέψουμε,
πως οποιαδήποτε εξήγηση του όλου είναι δυνατή χωρίς αυτές τις δυνάμεις και
ικανότητες που Του αποδίδονται. Και πράγματι, δεν είναι τυχαίο, που όσο ο
καλβινιστικός Θεός καθίσταται λιγότερο σημαντικός για την ανθρώπινη ζωή στον
στοχασμό του Hobbes, τόσο
ο «θνητός θεός», δηλαδή ο κυρίαρχος γίνεται όλο και πιο σημαντικός. Και ενώ
αυτή η μεταφορά (ισχύος) εξυπηρετεί τον μετριασμό, και εν τέλει την εξάλειψη
της θεολογικής συζήτησης, που ήταν τόσο έντονη και βίαιη, κρύβει ταυτόχρονα την
θεολογική φύση των ισχυρισμών που προβάλλουν τα αντιμαχόμενα μέρη. Αποτυγχάνουν
με τον τρόπο αυτό να γίνουν συζητήσιμες θεολογικές διαβεβαιώσεις, και
καθίστανται αδιαμφησβήτητα επιστημονικά ή ηθικά δεδομένα.
Το ότι η μείωση της
σημασίας, η εξαφάνιση και ο θάνατος του Θεού, πρέπει να επιφέρουν μια αλλαγή
στην αντίληψη μας για τον άνθρωπο και τη φύση, δεν προκαλεί έκπληξη. Η
νεωτερικότητα, όπως έχουμε δει, προέρχεται από μια σειρά προσπαθειών να
κατασκευαστεί μια συναφής metaphysica specialis πάνω σε νομιναλιστική βάση, να επανιδρυθεί δηλαδή κάτι
σαν συμπεριληπτική αναφορά του σχολαστικιστικού ρεαλισμού. Η επιτυχής
ολοκλήρωση αυτού του προγράμματος κατέστη προβληματική λόγω πραγματικών
οντολογικών διαφορών μεταξύ του άπειρου (και ριζικά παντοδύναμου) Θεού και του
πεπερασμένου δημιουργήματος του (ανθρώπου και φύσεως). Όπως είδαμε στα
προηγούμενα κεφάλαια, οι διάφορες προσπάθειες να βρεθεί λύση στο πρόβλημα αυτό
βασίζονται σε αντικρουόμενες εννοιολογήσεις της οντικής κατάστασης και
ιεραρχίας των διαφόρων περιοχών του Είναι. Οι οντικές αυτές διαφορές οδήγησαν
σε διαφορετικές αντιλήψεις περί του σχετικού βάρους που έπρεπε να αποδοθεί σε
συγκεκριμένα όντα μέσα στη μεταφυσική θεώρηση του όλου. Για να δώσουμε ένα
παράδειγμα: οι Ockham και Λούθηρος έδωσαν μεγαλύτερο βάρος στη θεϊκή δύναμη, από ότι οι
Πετράρχης και Descartes.
Για όλη αυτή την περίοδο,
όπως έχουμε δει, το κεντρικό ερώτημα ήταν η σχέση θείας και ανθρώπινης
βούλησης, που έπαιξε σημαντικό ρόλο στους πολέμους των θρησκειών. Ο σκοπός της
στροφής στην νατουραλαστική επιστήμη, ήταν να εξαλείψει ή τουλάχιστον να
μετριάσει τη διαμάχη αυτή. Η επιστημονική αυτή στροφή βέβαια, δεν μπορεί απλά
να απορρίψει ή να εγκαταλείψει καθετί που περιλαμβανόταν μέχρι εκείνη την
στιγμή στη θεολογία. Τα καθαρά υπερφυσικά πράγματα μπορούν να παραμεριστούν ή
να μετατεθούν στην περιφέρεια της θεολογίας που καταπιάνεται μόνο με την Γραφή
και είναι ξεχωριστή από την επιστήμη. Η προηγούμενη όμως θεολογία δεν είχε ως
μοναδικό αντικείμενο την πνευματική μοίρα του ανθρώπου στον άλλο κόσμο, αλλά εξηγούσε
επίσης αυτά που συμβαίνουν σε αυτό τον κόσμο. Οι νομιναλιστές για παράδειγμα,
αντιλαμβάνονταν τον Θεό ως εξής: δρα ελεύθερα, είναι άπειρος, και ριζικά
παντοδύναμος δημιουργός του ουρανού και της γης, η πρώτη αιτία και πηγή κάθε
κίνησης, η ενότητα όλων των πραγμάτων, και η πηγή όλων των κριτηρίων περί καλού
και κακού, για να αναφέρουμε μόνο τα πιο προφανή χαρακτηριστικά. Όλα ή
τουλαχιστο τα περισσότερα από τα χαρακτηριστικά αυτά πρέπει να συμπεριληφθούν σε
κάθε συναφή και περιεκτική εξήγηση του παρόντος. Η απάλειψη του Θεού και όλων
των ιδιοτήτων του από το μίγμα, θα άφηνε χάσματα σε μια εκ προθέσεως περιεκτική
θεώρηση του όλου.
Αυτό που στην
πραγματικότητα συμβαίνει κατά την πορεία προς την νεωτερικότητα, δεν είναι
απλώς το σβήσιμο ή η εξαφάνιση του Θεού, αλλά η μεταφορά των ιδιοτήτων Του, των
δυνάμεων Του και των ικανοτήτων Του, σε άλλες οντότητες ή περιοχές της ύπαρξης.
Η λεγόμενη διαδικασία της απομάγευσης, είναι επίσης και μια διαδικασία
επαναμάγευσης, δια της οποίας τόσο ο άνθρωπος όσο και η φύση διαποτίζονται με
μια σειρά ιδιοτήτων και δυνάμεων, που προηγουμένως αποδίδονταν στο Θεό. Για να
θέσουμε το πράγμα πιο ωμά, η επιστήμη μπορεί να προσφέρει μια συνεκτική θεώρηση
του όλου, μόνο εάν καταστήσει τον άνθρωπο ή τη φύση ή και τα δυο, κατά κάποια έννοια
θεϊκά.
Ενώ ο Διαφωτισμός είναι στην επιφάνεια του γενικά εχθρικός προς τη θρησκεία, η έχθρα αυτή δεν απέτρεψε (και σε πολλές περιπτώσεις διευκόλυνε) αυτή την μεταφορά. Και πράγματι, οι στοχαστές του Διαφωτισμού «ανακάλυψαν» επανειλημμένα δυνάμεις και ικανότητες στον άνθρωπο και τη φύση, που προηγουμένως αποδίδονταν στο Θεό. Ο Πάπας είχε μιλήσει για το Διαφωτισμό ως ολότητα, όταν δήλωσε: «Η κατάλληλη μελέτη της ανθρωπότητας είναι ο άνθρωπος». Ο »άνθρωπος» τον οποίο ανακάλυψε ο Διαφωτισμός ήταν ένα πλάσμα πολύ πιο υψωμένο από εκείνο τον αμαρτωλό viator (ταξιδιώτης) του Χριστιανισμού ή το λογικό ζώο της αρχαιότητας. Συνεχίζοντας την πρώιμη εργασία του Descartes (ο ίδιος είχε προσεγγίσει την ανθρωπιστική παράδοση), ο Melabranche ισχυρίστηκε πως στοχαζόμενη ιδέες και αιώνιες αλήθειες, η ανθρώπινη διάνοια (mind) συμμετέχει στο Θεό. Ο Leibniz προέβη στον ίδιο ισχυρισμό στην μοναδολογία του, φανταζόμενος με νεοπλατωνικό τρόπο, πως ο άνθρωπος συμμετέχει ή είναι μια απόρροια του θεϊκού Είναι. Πολλοί στοχαστές του Διαφωτισμού όμως, ήταν πεπεισμένοι, πως τέτοιες απόψεις δεν πάνε πολύ μακριά. Πίστευαν πως το ανθρώπινο ον μπορούσε να το καταλάβει κανείς αληθινά, μόνο εάν ήταν πλήρως απελευθερωμένο από τη τυραννία του Θεού και της εκκλησίας. Η θρησκεία γέμιζε τον κόσμο με τόσες πολλές φανταστικές οντότητες και δυνάμεις, ώστε κάτω από το πέπλο της, τα ανθρώπινα όντα δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι τους διαφοροποιούσε και καθιστούσε πολύτιμους. Ο Lamettrie ισχυρίστηκε, πως οι άνθρωποι δεν μπορούν να βρουν τον εαυτό τους ή να είναι ευτυχισμένοι, εφόσον πιστεύουν στο Θεό. Κατά την άποψη του ο άνθρωπος είναι ένα φυσικό ον, και πρέπει να αντιλαμβάνεται έτσι τον εαυτό του. Για όσους εμπνεύστηκαν από τον Descartes, αυτό σήμαινε πως ο άνθρωπος αντικαθιστούσε τον Θεό. Προσπαθώντας να προσδιορίσει ποια ήταν η ιδιαιτερότητα της ανθρώπινης βούλησης, ο Rousseau κοίταξε κάτω από την πεπερασμένη βούληση για αυτό-διαιώνιση και βρήκε τη γενική βούληση που δεν μπορούσε να σφάλλει, μια βούληση που ο Patrick Riley έδειξε πως κατάγεται άμεσα από την βούληση του Θεού να σωθούν όλοι οι άνθρωποι. Άλλοι είδαν το θεϊκό αυτό στοιχείο όχι τόσο μέσα στον άνθρωπο και την βούληση του, αλλά στη λογική του φυσικού κόσμου. Ακολουθώντας την ταύτιση της μηχανικής αιτιότητας και θείας βούλησης, την οποία πρότεινε ο Hobbs, ο Spinoza ανέπτυξε μια πανθεϊστική θεώρηση που ταύτιζε το Θεό με την ουσία. Ο Locke πίστευε, πως μέσα στον θεϊκά πλασμένο φυσικό κόσμο μπορούσαν να βρεθούν ηθικά προτάγματα επαρκή να καθοδηγήσουν την ανθρώπινη ζωή. Ο Newton θεωρούσε το χρόνο και τον χώρο ως μορφές της θείας ύπαρξης. Αφότου αυτές οι θεϊκές ικανότητες είχαν μεταφερθεί στον άνθρωπο ή τη φύση, ήταν εύκολο για τους εγκυκλοπαιδιστές Diderot, D´Alembert και Holbach, να επιδείξουν, πως η αποκεκαλυμμένη θρησκεία δεν ήταν μόνο εσφαλμένη, αλλά και περιττή. Προς το τέλος του Διαφωτισμού, πολλοί στοχαστές θεωρούσαν τα ανθρώπινα ως περίπου θεϊκά. Αυτό είναι ιδιαίτερα σαφές σε κάποιον όπως ο Kant, ο οποίος διαβεβαιώνει, πως τα ανθρώπινα όντα είναι απείρως πολύτιμοι σκοποί (τέλη) μέσα στον εαυτό τους. Η άποψη αυτή είναι δυνατή λόγω της μεταφοράς στα ανθρώπινα όντα, αυτού που μέχρι πρότινος θεωρούνταν θεϊκές ιδιότητες. Η ανύψωση της ανθρώπινης ατομικότητας από τον Διαφωτισμό (και τον μετά-Διαφωτισμό) είναι στην πραγματικότητα μια μορφή ριζοσπαστικού (αν και κρυμμένου) Πελαγιανισμού. Οι θεϊκές ή σχεδόν θεϊκές δυνάμεις επανεμφανίζονται, αν και είναι πάντοτε μεταμφιεσμένες. Η φύση είναι μια σωματοποιημένη λογική βούληση. Ο κόσμος της κοινωνίας κυβερνάται από ένα «αόρατο χέρι», το οποίο σχεδόν θαυματουργικά παράγει μια λογική διανομή των αγαθών και υπηρεσιών. Και η ιστορία είναι μια προοδευτική ανάπτυξη της ανθρωπότητας προς την τελειότητα.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου