Τρίτη 14 Ιουνίου 2022

Ο ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΙΤΣΕ - Michael Gillespie (10)

  Συνέχεια από: Δευτέρα 13 Ιουνίου 2022

Nihilism Before Nietzsche

Michael Allen Gillespie

Μετάφραση: Γιώργος Ν. Μερτίκας

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Ο DESCARTES ΚΑΙ Ο ΑΠΑΤΕΩΝΑΣ ΘΕΟΣ

Ο παντοδύναμος Θεός

Η ιδέα της θεϊκής παντοδυναμίας ίσως έπαιξε κάποιο ρόλο στην πρώιμη ιουδαιοχριστιανική παράδοση, αλλά υπάρχουν ελάχιστες ενδείξεις ότι αναγνωριζόταν ευρύτερα ή γινόταν αποδεκτή μέχρι το τέλος του Μεσαίωνα. Η απειρότητα και το ακατανόητο του θεού ήσαν σαφή από μια προγενέστερη περίοδο.

Ο ψεύδο-Διονύσιος και η παράδοση της αποφατικής θεολογίας, για παράδειγμα, υποστήριζαν ότι ο Θεός ήταν εντελώς διαφορετικός από όλα τα πλάσματα, και συνεπώς ήταν δυνατόν να κατανοηθεί μόνο μέσω της via negativa, δηλαδή μέσω αντίφασης. Ο Εβραίος στοχαστής του Μεσαίωνα Μαϊμονίδης ήταν επίσης υπέρμαχος αυτού του «αρνητικού τρόπου».

Το ακατανόητο του Θεού όμως είναι ένα μόνο στοιχείο της παντοδυναμίας του. Ακόμη σημαντικότερο είναι η απόλυτη ελευθερία του. Η ιδέα της θεϊκής ελευθερίας ερχόταν σε αντίθεση με μεγάλο μέρος της πατρολογικής και σχολαστικής σκέψης, που επιχειρούσε να συμφιλιώσει τη χριστιανική θεολογία με την κλασική φιλοσοφία, και ειδικά με την παγανιστική ιδέα ενός ορθολογικού κόσμου. Ο Αυγουστίνος αποτελεί ένα είδος εξαίρεσης σε αυτή τη γενική τάση, και ο αυγουστινιανισμός υπ’ αυτή την έννοια. δημιούργησε το θεμέλιο για να ακμάσει οψιμότερα η ιδέα της απόλυτης παντοδυναμίας. Η ιδέα αυτή πιθανώς πρωτοδιατυπώθηκε ρητά στη μουσουλμανική σαρία, ή νόμο, με την οποία ο αναδυόμενος σχολαστικισμός ήλθε σε επαφή μέσω του Μαϊμονίδη. Η σαρία απέρριπτε οποιαδήποτε αναγκαιότητα στη φύση και την ανέλυε ως αλληλουχία διακριτών ατομικών συμβάντων ανεξάρτητων αναμεταξύ τους.

Αυτή η αντίληψη ερχόταν σε αντίθεση με το κύριο ρεύμα του σχολαστικισμού, το οποίο τόνιζε την προτεραιότητα του Λόγου στο πλαίσιο της θεϊκής παντοδυναμίας. Η μεταφυσική του παραδοσιακού σχολαστικισμού είναι οντολογικά πραγματιστική εφ’ όσον θεωρεί την εξωπνευματική ύπαρξη των γενικών εννοιών -όπως είδος και γένος- μορφές του θεϊκού Λόγου, που γνωρίζουμε είτε με το θεϊκό φωτισμό, όπως υποστήριζε ο Αυγουστίνος, είτε με τη μελέτη της φύσης, της ορθολογικής δημιουργίας του Θεού. Στο πλαίσιο αυτής της οντολογίας φύση και λογική αντανακλούν η μια την άλλη, και μπορεί κανείς να περιγράψει τη φύση μέσω του συλλογισμού που εκφράζει τις σχέσεις ανάμεσα σε όλες τις γενικές έννοιες. Εξ άλλου γνωρίζουμε την ύπαρξη του Θεού και τη φύση του όχι μόνο διαμέσου της αποκάλυψης αλλά και με τη φιλοσοφική ανάλυση της δημιουργίας. Έτσι, παρ’ ότι η θεολογία της αποκάλυψης συνεχίζει να παίζει σημαντικό ρόλο και να μεταδίδει ορισμένες αλήθειες απροσπέλαστες για τον Λόγο, ο σχολαστικισμός εν γένει πιστεύει ότι η λογική και η φυσική θεολογία είναι ανώτεροι και πιο εμπεριστατωμένοι δρόμοι για την αλήθεια γύρω από επίγεια ζητήματα σε σχέση με την Αγία Γραφή. Σε αυτή τη βάση, είναι πιθανόν να συλλάβουμε τη θεμελιώδη αλήθεια για τα ανθρώπινα όντα και για τα εγκόσμια καθήκοντα και τις υποχρεώσεις τους. Τα ανθρώπινα όντα καθορίζονται από ένα φυσικό νόμο ο οποίος γίνεται γνωστός με την παρατήρηση της φύσης και τον παραγωγικό συλλογισμό που περιγράφει τη σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο, στη φύση και, κατ’ αναλογία, στον Θεό. Σε αυτή τη μορφή ο σχολαστικισμός επιτέλεσε την πληρέστερη σύνθεσή του ανάμεσα στον χριστιανισμό και στην αρχαία φιλοσοφία.

Η επήρεια της παγανιστικής φιλοσοφίας στο χριστιανικό δόγμα, ωστόσο, είχε από μακρού ενοχλήσει πολλούς στο εσωτερικό της Εκκλησίας, επειδή οδηγούσε στην απόρριψη των Γραφών και έστρεφε τις σκέψεις των ανθρώπων από την ενατένιση του μέλλοντος κόσμου προς τη συμφιλίωση με τούτο τον κόσμο. Ακόμη πιο σημαντικό ήταν ότι υποβίβαζε τον Θεό, του οποίου η ισχύς και η χάρις υποτάχθηκαν στον κόσμο και στη λογική των παγανιστών. Το ενδιαφέρον για την επήρεια της παγανιστικής φιλοσοφίας επιτάθηκε από τη διαρκώς αυξανόμενη σπουδαιότητα του ρόλου που άρχισε να έχει ο αριστοτελισμός για τον σχολαστικισμό. Ο αριστοτελισμός είχε παίξει μικρό ρόλο στον πρώιμο χριστιανισμό. Πολλά κείμενα του Αριστοτέλη ήσαν άγνωστα και η επιρροή του περιοριζόταν κυρίως στη λογική. Ωστόσο η επανεισαγωγή του Αριστοτέλη στη Δύση είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθεί η επίδρασή του στο εσωτερικό του σχολαστικισμού. Το πρόγραμμα σπουδών στο Πανεπιστήμιο των Παρισίων, για παράδειγμα, αναδιοργανώθηκε το 1255 για να συμπεριλάβει τη μελέτη όλων των έργων του Αριστοτέλη. Αυτό αντανακλούσε στην ανάπτυξη ενός ανεξάρτητου φιλοσοφικού συστήματος δίπλα στη θεολογία και ενός νέου είδους, χριστιανού στοχαστή, ο οποίος επιδίωκε να ανακαλύψει την αλήθεια αρχαίων συγγραφέων δίχως να τη συμφιλιώνει με την ορθόδοξη χριστιανική πίστη. Η νεοφανής σπουδαιότητα του αριστοτελισμού προκάλεσε έντονη σύγχυση από μόνη της, αλλά ίσως ακόμη πιο ανησυχητικό ήταν το γεγονός ότι τα νέα αριστοτελικά έργα εισήχθησαν στον σχολαστικισμό μέσω των Αράβων λογίων Αβικέννα και Αβερρόη. Αυτή η συνάφεια δημιούργησε την υποψία ότι κάποιο αιρετικό ισλαμικό στοιχείο παρεισέφρησε στο χριστιανικό δόγμα. Οι υποψίες κορυφώθηκαν με την καταδίκη του αριστοτελισμού από τον επίσκοπο των Παρισίων Etienne Tempier αρχικά το 1270 και στη συνέχεια, πιο σαρωτικά, το 1277, και με την καταδίκη του Ακινάτη το 1284 από τον John Peckham, τον φραγκισκανό αρχιεπίσκοπο του Καντέρβουρυ. Μολονότι αυτή η καταδίκη άμεσα είχε μικρή επίδραση για τη μελέτη του Αριστοτέλη και του Ακινάτη, παρείχε επίσημα ερείσματα για τις επικρίσεις σε αυτό το ρεύμα του σχολαστικισμού.

Μια μειοψηφούσα αντιπολίτευση είχε προ πολλού δραστηριοποιηθεί στο εσωτερικό του σχολαστικισμού. Αυτή η φατρία ήταν ουσιαστικά αντιρεαλιστική και διάβαζε τον Αριστοτέλη με έναν αντιρεαλιστικό τρόπο. Ο Roscelin και ο σπουδαίος μαθητής του Πέτρος Αβελάρδος αμφισβήτησαν τον ρεαλισμό τον δωδέκατο αιώνα αρνούμενοι την εξωπνευματική ύπαρξη των γενικών ιδεών. Υιοθέτησαν μια θέση που γενικώς χαρακτηρίστηκε ως νομιναλισμός, αφού υποστήριζαν ότι οι γενικές έννοιες ήσαν απλώς ονόματα (nomina).  Ωστόσο ο Roscelin παρέμειναν φωνές βοώντων εν τη ρεαλιστική ερήμω και μάλιστα δέχθηκαν επίθεση από τον Άνσελμο του Καντέρβουρυ σε θεολογική βάση, αφού του φαινόταν ότι η εποψή τους για τις γενικές ιδέες ήταν ρητή απόρριψη της Τριάδος. Η τελική φιλοσοφική απόρριψη του αριστοτελισμού και του ρεαλισμού έχει την αφετηρία της στο έργο των Henry του Ghent και Duns Scotus, και ίσως περισσότερο κατηγορηματικά στον William Ockham. Η επιτυχία τους προήλθε από τον συνδυασμό του αντιρεαλισμού με μια ριζοσπαστικότερη κατανόηση της θεϊκής παντοδυναμίας.

Το ρεύμα του σχολαστικισμού, που έφθασε στο αποκορύφωμά του με τον Ακινάτη, υποστήριζε γενικώς ότι, ενώ ο Θεός ήταν παντοδύναμος, ήταν επίσης ορθολογικός· επομένως ο άνθρωπος θα κατανοούσε τον Θεό και τις προθέσεις του όχι μόνο μέσω των Γραφών αλλά ίσως ακόμη βαθύτερα μέσω μιας αναλογικής έρευνας της φύσης. Μολονότι κανείς δεν αρνιόταν την potentia absoluta του Θεού (απόλυτη εξουσία), οι σχολαστικοί αυτοί πίστευαν γενικώς ότι είχε αυτοδεσμευτεί σε μια potentia ordinata (διευθετημένη εξουσία) με δική του απόφαση. Η πιθανότητα να μην είναι δεσμευμένος ο Θεός κατ’ αυτό τον τρόπο αλλά να είναι τελείως ελεύθερος και παντοδύναμος ήταν μια τρομακτική πιθανότητα, την οποία σχεδόν όλοι οι στοχαστές Μεσαίωνα ήσαν απρόθυμοι να δεχθούν.  Ο Αυγουστίνος, για παράδειγμα, ισχυριζόταν ότι η ιερή τάξη του θεού εξορθολόγιζε την παντοδυναμία του. Ο Albertus Magnus και ο Ακινάτης πίστευαν ότι η θεϊκή potentia ήταν αδιαχώριστη από την iustitia του και τη sapientia του. Ο Bonaventure απέρριπτε την πιθανότητα μιας απεριόριστης potentia absoluta επειδή συνεπαγόταν αταξία στο εσωτερικό του θεϊκού, την οποία θεωρούσε αντιφατική. Ο Πέτρος Αβελάρδος υποστήριζε ότι ο Θεός είναι εξαναγκασμένος να δρα σύμφωνα με τη χαρακτηριστική καλοσύνη, δικαιοσύνη και σοφία του. Ακόμη και ο Duns Scotus (Ντανς Σκώτος), ο οποίος βεβαίωνε ότι de potentia absoluta ο Θεός μπορούσε να κάνει οτιδήποτε δεν ήταν αντιφατικό, συμπέραινε ότι, έστω κι αν ο Θεός δρούσε inordinata, αυτό θα συνεπαγόταν την άμεση δημιουργία νέας τάξης. Ο Θεός είναι, λοιπόν, υπερορθολογικός για τον Duns Scotus και όχι ανορθολογικός. Ο Henry του Ghent (Ερρίκος της Γάνδης) διατύπωσε σαφέστερα ένα δόγμα της θεϊκής ελευθερίας και διαμόρφωσε τη βούληση σε αυτόνομη δύναμη· όμως οι φοβερές και τρομακτικές συνέπειες αυτής της αντίληψης για τη θεϊκή παντοδυναμία έγιναν πλήρως κατανοητές μόνο με τον William Ockham (Γουλιέλμο του Όκαμ) και τη νομιναλιστική επανάσταση.

Συνεχίζεται


4 σχόλια:

  1. Πηγαίνοντας βέβαια πίσω στο χρόνο, και δη στο Βυζάντιο, είναι χαρακτηριστικό πως η διαμάχη ονοματοκρατίας (νομιναλισμού) και πραγματοκρατίας (ρεαλισμού) σε θεολογικό επίπεδο είχε ήδη εξελιχθεί ανάμεσα στην εκκλησία και τον Αρειανισμό του Ευνομίου. Έτσι παρατηρούμε στη σύγκρουση του Μεγάλου Βασιλείου και του Ευνομίου, πως ο Βασίλειος ασπάζεται μία γνωσιολογία κατά την οποία αρνείται τη ρεαλιστική κατοχή γνώσης της τριάδας, όπως αυτή αποδίδεται από την πλευρά του Ευνομίου. Έτσι μέσα από την επιστολή του (PG 29, 524BC) διακρίνεται ένα λαγαρό φιλοσοφικά νομιναλιστικό πνεύμα, με αποτέλεσμα οι Καππαδόκες πατέρες να χαρακτηρίζονται κάλλιστα ως νομιναλιστές[9]. Η σύγκρουση μάλιστα μεταξύ ορθόδοξης ανατολικής και δυτικής ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας στο ζήτημα αυτό, εντάθηκε κατά τις ησυχαστικές έριδες τον 14ο αιώνα, όπου η ορθόδοξη παράδοση διασαφήνισε πως ασπάζεται μία νομιναλιστική θεώρηση της θεογνωσίας και όχι μία πραγματοκρατική, η οποία είχε εισχωρήσει στο σχολαστικισμό[10]. Σκοπός ήταν να αποδειχτεί πως η Ουσία της Τριάδος είναι ανόμοια σε σχέση με τον άνθρωπο και κατ επέκταση πως η ανθρώπινη διάνοια δεν μπορούσε με λογικούς συλλογισμούς να κατανοήσει την ουσία της ή να φτάσει σε αυτή. Ο λόγος (ως ανώτερη λειτουργία του νου) όμως, συμμετέχει στη γνώση του Θεού μέσω των ενεργειών Του, οι οποίες είναι και αυτές άκτιστες-ανόμοιες κατά την ουσία, μεθεκτές όμως από τους ανθρώπους μέσω της χάριτος.

    Πηγή:https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9D%CE%BF%CE%BC%CE%B9%CE%BD%CE%B1%CE%BB%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82

    Τι λέτε για την παραπάνω παράγραφο που αναφέρεται ότι "η ορθόδοξη παράδοση διασαφήνισε πως ασπάζεται μία νομιναλιστική θεώρηση της θεογνωσίας και όχι μία πραγματοκρατική";

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Η Πατερική θεολογία διά τού Μ.Βασιλείου δέν δέχεται ουτε τόν ρεαλισμό ούτε τόν μομιναλισμό. Τά ονόματα σημαίνουν τό ομοούσιο. Τό μόνομα τού θεού-Πατρός μάς τό αποκάλυψε ο Κύριος όπως καί τού Αγίου Πνεύματος. Αποτελούν τήν οικονομική Τριάδα η οποία δωρίζει τήν σωτηρία σέ όποιον θέλει. Εχουμε στοιχεία καί γιά τήν αίδιο Τριάδα από τίς εμπειρίες τών Αγίων.Ο αληθινός Τριαδικός θεός είναι γνωστός άγνωστος Η τριάδα μας είναι Μονάς η εν Τριάδι. Οι Δυτικοί προτίμησαν χωρίς τήν στήριξη τής εμπειρίας τήν ενότητα τής ουσίας στά τρία Πρόσωπα. Η μετοχή στίς άκτιστες ενέργειες στηρίζεται στίς σχέσεις τών Προσώπων.
    «Προσπαθώντας να περιγράψουμε πράγματα άρρητα (De Trinitate 7, 4) και προκειμένου να εκφράσουμε με κάποιο τρόπο αυτό που δεν θα μπορέσουμε ποτέ μας να εκφράσουμε ολοκληρωτικά, οι Έλληνες φίλοι μας μας μίλησαν για μία Φύση και τρεις Ουσίες, ενώ οι Λατίνοι για μία Φύση ή Ουσία και για τρία Πρόσωπα» Αυγουστίνος
    Στο ξεκίνημα του De Trinitate, o Αυγουστίνος αναγγέλλει την ισότητα και την ενότητα της ουσίας (substanzia ή essentia) και μόνον σε μια δεύτερη στιγμή την διάκριση των προσώπων στον Θεό. Στο τέλος δε του ιδίου βιβλίου, το οποίο ξεχειλίζει από θρησκευτικό πάθος, στρέφεται και προσεύχεται στην Αγία Τριάδα σαν σε ένα μοναδικό «υποκείμενο», ένα μοναδικό και ανεπανάληπτο «εσύ»!
    Ο «εννοιολογικός κόπος» θα συγκεντρωθεί γύρω από την εναρμόνιση της ενότητος της ουσίας με την τριάδα των προσώπων. Η ερώτηση γύρω από την οποία γυρίζει ολόκληρο το De Trinitate είναι η εξής: Πώς είναι δυνατόν να ομολογήσουμε τη διάκριση χωρίς να εισάγουμε την πολλαπλότητα στον θεό;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. ο Αυγουστίνος επινοεί την κατηγορία της σχέσης για να εξασφαλίσει την εσωτερική ζωή της Τριάδος. Η Σχέση αντισταθμίζει το απόλυτο της ουσίας με το σχετικό, το οποίο δείχνεται ήδη με τα ίδια τα ονόματα, δηλαδή του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
    κατά τον Αυγουστίνο τα ονόματα της Αγίας Τριάδος που μας αποκαλύφθηκαν είναι σχετικά! Πατήρ και Υιός φανερώνουν αμέσως μια αμοιβαιότητα: δεν υπάρχει Πατήρ χωρίς Υιό και αντίστροφα, παρότι το Πνεύμα δεν φανερώνει την σχέση με τόση καθαρότητα, όσο το άλλο όνομα του τρίτου προσώπου, της Αγίας Τριάδος, αυτού του «δώρου».
    Εάν λοιπόν η «άπειρη διαφορά ποιότητος» του προσώπου, όπως υπάρχει στον θεό και όπως πραγματοποιείται στον άνθρωπο εξαρτάται μόνο από το γεγονός ότι στον θεό είναι μια σχεσιακή πραγματικότης ενώ στον άνθρωπο είναι μια πραγματικότης απόλυτη, ξεχωριστή, μοναχική, τότε ο Αυγουστίνος δεν είναι εντελώς αθώος για την μοναξιά του cogito το οποίο η σύγχρονη σκέψη θα θεωρήσει καταστατικό του ανθρωπίνου προσώπου. Δεν θα μπορούσε όμως το πρόσωπο ακόμη και στον άνθρωπο να είναι ουσιωδώς σχεσιακό ακόμη και αν είναι ποιοτικώς διαφορετικό από τις σχέσεις που υπάρχουν στον θεό;
    Μ’ αυτό το ερώτημα ο Αυγουστίνος διαστέλλει τα όρια του ανθρωπίνου πνεύματος. Όσα χάνει από την «οικονομία» τα κερδίζει στην ανακάλυψη της εσωτερικότητος. Πριν από τον Αυγουστίνο οι αναλογίες που χρησιμοποιούντο για να γίνουν κατανοητά η Γένηση του Υιού και η Εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος αποτελούσαν μέρος της κοσμικής εμπειρίας. Το φως με την λάμψη του και η ακτίνα, η φωτιά με την φλόγα και την θερμότητα, το δένδρο με τις ρίζες και το φρούτο. Αυτό το κοσμολογικό μοντέλο αντικαθιστά ο Αυγουστίνος με το ανθρωπολογικό. Για την κατανόηση της θείας ζωής ο Αυγουστίνος προτιμά την εσωτερική ζωή τού ανθρώπου. Προτιμά να σκύψει και να κοιτάξει μέσα στα βάθη του ανθρωπίνου πνεύματος και εδώ να βρει την εικόνα της τριάδος. Μ’ αυτόν τον τρόπο θεός και άνθρωπος, πρόσωπο και συνείδηση συσφίγγονται από τον Αυγουστίνο όσο δεν είχε ξαναγίνει πριν απ’ αυτόν!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Με τον Αυγουστίνο λοιπόν εμφανίζεται στην Ιστορία μια καινούργια έννοια τού ανθρώπου. Αυτή η ανθρωπολογική στροφή συνδυάζεται με την ανάλυση τής συνειδήσεως στο De Trinitate και με την θεολογική στροφή που αντιπροσωπεύει αυτό το βιβλίο. Όταν μετά από αιώνες, αυτή η έννοια θα ανθίσει στο καρτεσιανό cogito, όταν δηλαδή πρόσωπο θα σημάνει πλέον αυτοσυνειδησία, η κληρονομιά του Αυγουστίνου θάχει προκαλέσει τα πιο εκπληκτικά αποτελέσματα. Ερευνώντας μέσα στην δομή της ψυχής την εικόνα της Αγίας Τριάδος, δεν θεμελίωσε μόνον το θεολογικό δόγμα της σχέσης και εκείνο του Λόγου, δεν πρόσφερε στον Μυστικισμό τους τρόπους έκφρασης με τους οποίους μπορούσε να εκφράσει τις εμπειρίες του, αλλά απεκάλυψε μια εσωτερικότητα η οποία από τον Καρτέσιο στον Πασκάλ, από τον Κίρκεγκαρντ στον Χούσσερλ θα προσπαθεί, ακολουθώντας τον δάσκαλό της, να αποκαλυφθεί με την σειρά της!

    ΑπάντησηΔιαγραφή