Συνέχεια από: Δευτέρα 6 Ιουνίου 2022
Nihilism Before Nietzsche
Michael Allen Gillespie
Μετάφραση: Γιώργος Ν. Μερτίκας
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ο DESCARTES ΚΑΙ Ο ΑΠΑΤΕΩΝΑΣ ΘΕΟΣ
Εισαγωγή: Η επιστήμη και η τροχιά της αμφιβολίας (συνέχεια)
Ο Descartes (Καρτέσιος) εξετάζει δύο ενδεχόμενους τρόπους για να διασωθεί η γνώση από τη ριζική αμφιβολία που η θεϊκή εξαπάτηση φαίνεται να επιβάλλει: τον δρόμο της ευσέβειας και τον δρόμο του αθεϊσμού. Κανένας από τους δύο, ωστόσο, δεν είναι ικανοποιητικός. Εάν ο Θεός είναι απόλυτα καλός, αποφαίνεται ο Descartes, «ίσως δεν θα μου επέτρεπε να εξαπατηθώ με αυτό τον τρόπο». Ωστόσο ο Descartes γνωρίζει ότι ενίοτε εξαπατάται και, εάν αυτό δεν είναι αντίθετο στην καλοσύνη του θεού, τότε δεν μπορεί να είναι αντίθετο στην καλοσύνη του Θεού το ότι πάντοτε εξαπατάται. Επομένως ο δρόμος της ευσέβειας αποτυγχάνει.
Επιφανειακά ο δρόμος του αθεϊσμού φαίνεται περισσότερο ελπιδοφόρος, όμως και αυτός τελικά αποδεικνύεται αβάσιμος. Ακόμη κι αν γνωρίζαμε ότι ο Θεός δεν υπάρχει (που δεν το γνωρίζουμε), θα έπρεπε να παραδεχθούμε ότι κάνουμε λάθη, και άρα είμαστε ατελή όντα. Υπό μίαν έννοια, διαπιστώνουμε ότι στην πραγματικότητα είναι χειρότερα εάν οι ικανότητές μας να αισθανόμαστε και να γνωρίζουμε είναι το αποτέλεσμα της τύχης ή της συνεχούς διαδοχής γενεών, παρά εάν είχαμε δημιουργηθεί από τον Θεό. Η αμφιβολία του ριζοσπάστη υλιστή υπ’ αυτή την έννοια φαίνεται βαθύτερη από εκείνη που γεννά ο θεϊκός απατεώνας. Αυτή η θεώρηση του Descartes δεν απέχει από εκείνη των Bacon και Hobbes. Ο ίδιος ο Descartes όμως δεν παίρνει στα σοβαρά αυτή την εναλλακτική λύση, κυρίως επειδή θα καθιστούσε το ίδιο το πνεύμα αδύνατο. Ενώ, λοιπόν, είναι δυνατή για τον διαλογιζόμενο, το ενδεχόμενο αυτής της λύσης αποκλείεται από την αναγνώριση του res cogitans στον Δεύτερο Στοχασμό. Επιπλέον, το επιχείρημα ότι η αθεϊστική αμφιβολία είναι βαθύτερη αληθεύει μόνο εάν οι ενδεχόμενες πηγές αμφιβολίας περιορίζονται με έναν τρόπο που σε τελική ανάλυση είναι απαράδεκτος για τον Descartes. Η τύχη ή το πεπρωμένο δεν είναι ποτέ δυνατόν να εξισωθούν με την τελειότητα ενός πανάγαθου Θεού. Το αντίστροφο, ωστόσο, θα φαινόταν πιθανότερο, δηλαδή ένας μοχθηρός Θεός θα μπορούσε ευχερέστερα να μας εξαπατήσει. Επιπλέον, ένας τέτοιου είδους Θεός δεν θα είχε μόνο τη δύναμη να μας δημιουργήσει με ατέλειες, αλλά θα μπορούσε επίσης να μεταβάλει τους νόμους του Λόγου και της φύσης ώστε να καταστήσει ψευδείς όσες αληθινές κρίσεις έχουμε κάνει ίσαμε τώρα. Οι πλάνες από μια άβουλη φύση, αντιθέτως, μπορεί να εξαλειφθούν με τη συνεπή εφαρμογή της καρτεσιανής μεθόδου.
Ο Descartes συμπεραίνει ότι δεν θα πρέπει να εμπιστευόμαστε τη γνώμη, και γι’ αυτό τον Λόγο αποφασίζει να στηριχθεί στην υπόθεση ότι δεν υπάρχει Θεός ο οποίος είναι πανάγαθος και η πηγή της αλήθειας, αλλά μάλλον κάποια κακόβουλη μεγαλοφυΐα ή ένας μοχθηρός δαίμων (genius malignus), που είναι πανίσχυρος και ευφυέστατος και «o οποίος χρησιμοποιεί όλες τις δυνάμεις του προκειμένου να μας εξαπατήσει». Επιπλέον, αποφασίζει να αντιμετωπίζει όλα τα εξωτερικά πράγματα ως παγίδες που τοποθετεί αυτή η κακόβουλη μεγαλοφυΐα για να δελεάσει την ευπιστία του. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, εάν δεν μπορεί να φθάσει στην αλήθεια, δύναται τουλάχιστον να αποφύγει την πλάνη με το να μην πιστεύει τίποτα. Εάν η δύναμή του δεν τον καθιστά ικανό να διεισδύσει στη θεϊκή εξαπάτηση, τον καθιστά ικανό να αποφεύγει να δεχθεί την ψευδαίσθηση ως πραγματικότητα. Το θετικό αποτέλεσμα του Πρώτου Στοχασμού είναι επομένως ότι αναγνωρίζεται η αμφιβολία ως η ανθρώπινη ικανότητα να αποφεύγονται σφάλματα στις κρίσεις, έστω κι αν αυτά τα σφάλματα προέρχονται, από έναν παντοδύναμο Θεό. Μέσω της αμφιβολίας ο άνθρωπος μπορεί να αποφύγει την πλάνη, αλλά δεν μπορεί να αποκτήσει βεβαιότητα και να γίνει κύριος και κάτοχος της φύσης. Αυτός ο στόχος απαιτεί μια επιπλέον ικανότητα.
Ο Descartes αρχίζει τον Δεύτερο Στοχασμό υποστηρίζοντας ότι είναι αναγκαίο να ανακαλύψουμε ένα αρχιμήδειο σημείο στο οποίο να στηριχθούμε για να αναζητήσουμε βεβαιότητα και ισχύ. Ανακαλύπτει αυτό το σημείο στον ίδιο τον άνθρωπο. Ο Descartes ισχυρίζεται ότι, ακόμη κι αν ο άνθρωπος εξαπατάται από κάποια κακόβουλη μεγαλοφυΐα, αναμφίβολα υπάρχει. «Αφήστε τον να με εξαπατά όσο μπορεί, ποτέ δεν θα καταφέρει να είμαι τίποτα ενόσω σκέπτομαι ότι είμαι κάτι. [...] Αυτή η απόφανση είμαι, υπάρχω είναι κατ’ ανάγκην αληθής οποτεδήποτε τίθεται από εμένα ή συλλαμβάνεται στον νου μου» . Το αρχιμήδειο σημείο του Descartes είναι επομένως η βεβαιότητα της δικής του ύπαρξης.
Ορισμένοι μελετητές υποστήριξαν ότι αυτό το αποκαλούμενο επιχείρημα του sum στους Στοχασμούς διαφέρει σημαντικά από το επιχείρημα του cogito στον Λόγο. Αυτή η ερμηνεία, ωστόσο, διαψεύδεται από τα σχόλια του ίδιου του Descartes σε δύο αποσπάσματα των «Αντιρρήσεων και Απαντήσεων» που δημοσιεύθηκαν ως παράρτημα στους Στοχασμούς. Στην απάντησή του στο δεύτερο σύνολο αντιρρήσεων ο Descartes ερμηνεύει το αμφισβητούμενο απόσπασμα ως «Νοώ, άρα είμαι, ή υπάρχω» και ως «υπάρχω εφ’ όσον νοώ». Με βάση αυτά τα αποσπάσματα και την απουσία κάποιας προφανούς αναφοράς του Καρτέσιου που να διαχωρίζει τις δύο εκδοχές της θεμελιώδους αρχής του, φαίνεται πιθανόv να τις θεωρούσε ισοδύναμες.
Η περιγραφή της τροχιάς της αμφιβολίας και η κατάληξή της στις Αρχές είναι παρόμοια με εκείνη των Στοχασμών παρ’ ότι υιοθετεί επίσης στοιχεία από την επιχειρηματολογία του Λόγου. Ο Descartes παραθέτει την πλάνη των αισθήσεων και την ονειροπόληση ως αιτίες για να αμφιβάλλουμε γύρω από τα αισθητά πράγματα, καθώς και το ανθρώπινο σφάλμα ή την ανθρώπινη ατέλεια και την παντοδυναμία του Θεού ως αίτιες για να αμφιβάλλουμε γύρω από μαθηματικές αποδείξεις.
Επιπλέον τονίζει την ανθρώπινη ικανότητα να αποφεύγονται πλάνες, την οποία καταγράφει στο τέλος του Πρώτου Στοχασμού, αν και εδώ περιγράφεται ως ένα είδος ελευθερίας. Αυτή η συλλογιστική τον οδηγεί να αναγνωρίσει ότι «αυτό το είδος γνώσης -νοώ, άρα είμαι-, είναι το πρώτο και περισσότερο βέβαιο απ’ όσα έρχονται στον νου όποιου φιλοσοφεί με μεθοδικό τρόπο».
Η περιγραφή στο αχρονολόγητο και αδημοσίευτο σύγγραμμα Έρευνα για την αλήθεια είναι σχεδόν ίδια. Εδώ ο Descartes υιοθετεί όμως μια άλλη μορφή, παρουσιάζοντας τις ιδέες του στο πλαίσιο ενός διαλόγου ανάμεσα σε τρεις εξιδανικευμένους χαρακτήρες, τον Επιστήμονα, τον Εύδοξο και τον Πολύανδρο. Η πλάνη των αισθήσεων, η ονειροπόληση και η θεϊκή παντοδυναμία παρατίθενται ως πηγές αμφιβολίας. Ο Επιστήμων, ο οποίος αντιπροσωπεύει το σχολαστικό πνεύμα, διστάζει να ακολουθήσει την τροχιά της αμφιβολίας επειδή είναι πολύ επικίνδυνη και οδηγεί «κατευθείαν στην άγνοια του Σωκράτη ή στην αβεβαιότητα των πυρρωνιστών». Ο Εύδοξος, ο οποίος αντιπροσωπεύει το επιστημονικό πνεύμα, παραδέχεται τους μεγάλους κινδύνους αυτής της κατεύθυνσης, αλλά αποδεικνύει ότι η έλλειψη θάρρους να αντιμετωπιστούν αυτές οι αμφιβολίες εμπόδισε την επιστήμη να συγκροτήσει στέρεα θεμέλια.
Η λύση του Descartes για μια τέτοια αμφιβολία σε αυτό το σύγγραμμα δίνεται με μια διαφορετική διατύπωση. Ο Εύδοξος εξηγεί στον Πολύανδρο, ο οποίος αντιπροσωπεύει τον συνηθισμένο, καθημερινό άνθρωπο, ότι «δεν μπορείς να αρνηθείς πως έχεις τέτοιες αμφιβολίες· μάλλον είναι βέβαιο ότι τις έχεις, τόσο βέβαιο ώστε στην πραγματικότητα να μην αμφιβάλλεις για την αμφιβολία σου. Επομένως αληθεύει επίσης ότι εσύ ο οποίος αμφιβάλλεις υπάρχεις· αυτό είναι τόσο αληθές, ώστε δεν μπορείς πλέον να έχεις αμφιβολίες ως προς αυτό».
Η βασική αρχή που εγγυάται τη βεβαιότητα προκύπτει, λοιπόν, από την αμφιβολία. Ο Εύδοξος υποστηρίζει ότι «πράγματι εκκινώντας από αυτή την καθολική αμφιβολία, που μοιάζει με σταθερό και αμετάβλητο σημείο, αποφάσισα να αντλήσω τη γνώση περί του Θεού, περί του εαυτού σου και περί όσων εμπεριέχει ο κόσμος». Η θεμελιώδης αρχή στην πρώτη περίπτωση δεν εμφανίζεται ως ego cogito ergo sum αλλά ως ego dubito ergo sum. Ωστόσο, αφού «αμφιβάλλω, [σημαίνει ότι] νοώ με βέβαιο τρόπο [...], υπάρχω, και γνωρίζω ότι εγώ είμαι, και γνωρίζω αυτά τα γεγονότα επειδή αμφιβάλλω, δηλαδή επειδή νοώ».
To ego cogito ergo sum είναι η απάντηση στη ριζική αμφιβολία που εμφανίζεται ενώπιον του παντοδύναμου Θεού. Αυτό το συμπέρασμα καταδεικνύει ένα θεμελιώδες ζήτημα που συγκαλύφθηκε με την ίδια την απαρχή της νεοτερικότητας. Ο καρτεσιανός ορθολογισμός και ο μοντέρνος κόσμος παρουσιάζονται ως μια νέα αρχή, ως διαφωτισμός, αλλά πίσω από αυτή τη λαμπρή αυγή του Λόγου υπάρχουν το σκοτάδι και η μυστηριώδης μορφή του παντοδύναμου Θεού. Προκειμένου να συμβιβαστούμε με τη νεοτερικότητα, πρέπει, λοιπόν, να εξετάσουμε αυτό το ερώτημα εκτενέστερα.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου