Συνέχεια από: Δευτέρα 6 Ιουνίου 2022
ΤΟ "ΚΑΚΟ ΣΤΟΝ ΘΕΟ"
Του Antonio Stevanazzi.
Το κακό ανάμεσα στην φιλοσοφία και την Θεολογία (συνέχεια).
Αυτή η προσφυγή στον μύθο όμως δέν σημαίνει και μία ταυτόχρονη παραίτηση απο την φιλοσοφία, αλλά μόνον από τήν αποδεικτική και αντικειμενοποιούσα, όπως είναι η μεταφυσική σκέψη! Πρόκειται λοιπόν για την πρόταση ενός νέου τύπου φιλοσοφίας, η οποία δέν βασίζεται στην αποδεικτική νόηση, αλλά στην ερμηνευτική σκέψη. Αλλά τί εννοούμε σαν ερμηνευτική σκέψη; Μία ερμηνεύουσα σκέψη η οποία εφαρμόζεται σε μία γνώση η οποία υπάρχει ήδη, μία αναμιμνήσκουσα σκέψη η οποία γνωρίζει αυτό που ήδη γνωρίζει, το αντικείμενό της δέν μπορεί να είναι το Είναι, αλλά η σχέση του ανθρώπου με το Είναι, η οντολογική πρόθεση, ουσιώδης στον άνθρωπο και στην οποία συνίσταται ο άνθρωπος. Ο Λόγος για την αλήθεια είναι έμμεσος, διότι αντλεί την αλήθεια στην πρωτογενή αλληλεγγύη με το ανθρώπινο πρόσωπο, και αυτός δέν μιλά για το απόλυτο, αλλά για την ανθρώπινη συνείδηση τού απολύτου, συνείδηση την οποία δέν έχει μάλλον ο άνθρωπος αλλά μάλλον είναι.
Ο μύθος είναι για τον λόγο ταυτοχρόνως πηγή, βάση, ερέθισμα, ξεκίνημα, συνοδεία. Η έρευνα του Pareyson λοιπόν είναι μία έρευνα του θρησκευτικού μύθου. Σαν ερμηνευτική δέν είναι οντική αντικειμενική μεταφυσική αλλά υπαρξιακή οντολογία. Σαν επανάσταση στον θρησκευτικό μύθο, δέν είναι ούτε Θεολογία, ούτε φιλοσοφία της θρησκείας, ούτε θρησκευτική φιλοσοφία, αλλά φιλοσοφική ερμηνεία τής θρησκευτικής εμπειρίας ή της θρησκευτικής συνειδήσεως. Τελικώς παρουσιάζεται σαν ένας φιλοσοφικός αναστοχασμός του Χριστιανισμού, κατανοημένος σαν εμπειρία τής πίστεως στον απαραίτητο υπαρξιακό του χαρακτήρα και ταυτοχρόνως σαν πρωτογενής και πρωτότυπη ερμηνεία τής αλήθειας. Σ’αυτή την ανώτερη σημασία ο Χριστιανισμός είναι μύθος.
Είναι λοιπόν εν'ολίγοις μία βασική φιλοσοφική συζήτηση, μία προσπάθεια επεξεργασίας τού επιστημονικού καταστατικού τής γνώσεως η οποία αναρωτάται στο δεδομένο τής πίστης, χωρίς να συστήνει έναν Θεολογικό στοχασμό. Η ευκαιρία για να επαληθευθεί μία τέτοια πρόοδος δικαιώσεως προσφέρεται απο το πρόβλημα τού κακού λόγω τού οποίου η νόηση, σαν συζήτηση περί τού νοήματος, βρίσκεται σε προβληματική θέση. Κατ'ουσίαν, λοιπόν, η θέση τού Labbe είναι η εξής : η λογική συζήτηση περί τού νοήματος, η οποία, για τον συγγραφέα, συμπίπτει με τον φιλοσοφικό λόγο, μπορεί να σταθεί μόνον εάν είναι εις θέσιν να ξεπεράσει την αντίφαση η οποία προέρχεται απο την εμπειρία τού κακού, χωρίς να μειώσει το θετικό (στην απόρριψη όμως τού μεταφυσικού δυαλισμού) και αναγνωρίζοντας τήν ενυπάρχουσα ενότητα, ξεπερνώντας ακόμη, ενα διπλό ρίσκο, την μείωση τού κακού σε ηθικό κακό και την αντιπαράθεση τού ηθικού κακού και τού φυσικού κακού. O Labbe λοιπόν προτίθεται να διατηρήσει μαζί τήν Θετικότητα τού κακού και την δυνατότητα μιάς λογικής συζητήσεως περί τού κακού. Εάν κατά την πρώτη τοποθέτηση διαχωρίζεται απο τον μονισμό τού Σπινόζα και απο τον προοπτισμό τού Νίτσε, οι οποίοι για διαφορετικούς λόγους αρνούνται την διαφορά του καλού και του κακού, με την δεύτερη παίρνει τις αποστάσεις του απο τον συμβολισμό τού Ρικέρ και τον Φιντεϊσμό τού Μπάρτ και της Θεολογίας τής μεταρρυθμίσεως, οι οποίες μειώνουν ή αρνούνται την δυνατότητα τής λογικής στην αιτιολόγηση του κακού.
Μία τέτοια αντίφαση υπερβαίνεται λογικώς μόνον εάν η λογική καταφύγει προκαταβολικώς σε ένα συμβάν στο οποίο ο ίδιος ο Θεός εξασφαλίζει το νόημα ενάντια στην διάψευσή του! Μία τέτοια διερεύνηση τών συνθηκών τής εκλογικεύσεως τού κακού οδηγεί στην υπόθεση τού πάσχοντος Θεού, σαν ιδέα με την οποία η λογική δέν μπορεί να επιβεβαιώσει την πραγματικότητα, αλλά της οποίας πρέπει να σκεφθεί την αναγκαιότητα εάν θέλει να διατηρήσει το νόημα πέραν τής αρνήσεώς του. Αυτή η πρόοδος τής αιτιολόγησης ολοκληρώνεται σ'εκείνη την φιγούρα τής σκέψης την οποία ο Labbe ονομάζει σκέψη τής "υποσχέσεως", όπου η λογική στοχάζεται στην προϋπόθεση μιάς υπερβάσεως τού κακού, την οποία όμως αυτή δέν μπορεί να συμπεράνει.
Η υπέρβαση του κακού και επομένως η πληρότης τού νοήματος, ισορροπεί σε ένα γεγονός το οποίο δέν μπορεί να παραχθεί απο την νόηση, αλλά της οποίας η προϋπαρξη στην ιδέα ανήκει στο πλαίσιο τής λογικής.
Αυτή τήν ιδέα ο Labbe την ονομάζει ιδέα τής αναγεννήσεως και έχει τον χαρακτήρα μιάς κανονιστικής ιδέας η οποία κατευθύνει πρός έναν δυαλισμό στόν Θεό: ο Θεός πρέπει να αναλάβει και να νικήσει εις εαυτόν τον δυαλισμό τού καλού και τού κακού, εάν η ενότης τού νοήματος και τού Είναι πρέπει να επανασυσταθεί. Καθότι ο Θεός είναι η απόλυτη σημασία, το νόημα (η αγάπη) και το κακό, ο απόλυτος εξορκισμός τού νοήματος, η αγάπη και το κακό πρέπει να συναντώνται στον Θεό. Αυτή η υπέρ-νόηση πρέπει να περιλαμβάνει την ολότητα τού κακού στις πιό ακραίες του μορφές, τον πόνο και τον θάνατο, καί συμπεραίνεται εύκολα ότι ο πόνος και ο θάνατος ανήκουν στον Θεό. "Ο Θάνατος ο ίδιος πλησίασε στον Θεό: μόνον ένας νεκρός Θεός θα μπορούσε να ενωθεί στην απιστία τής αγάπης, σύμβολο τής οποίας είναι ο θάνατος, τόσο που μας οδηγεί να σκεφθούμε μιά εγκατάλειψη τού Θεού, εκ μέρους τού Θεού. Ο Θάνατος τού Θεού εγγράφει την απιστία στο εσωτερικό τού Θείου διπλασιασμού.
Έτσι λοιπόν χωρίς να θεσπίσουμε την πραγματική Θεία υπέρβαση τού κακού, καθότι η νόηση δέν μπορεί να προκαταβάλλει λογικά την πίστη τού Θεού, αλλά προϋποθέτοντάς την υποθετικά, τίθεται αξιωματικά ποιά πρέπει να είναι η σχέση τού Θεού με το κακό έτσι ώστε να είναι εφικτή η υπέρβαση! "Για την νόηση πρόκειται για το δυνατό, αλλά όχι για το τυχαίο. Αυτή (η αναγέννηση) σημαίνει ότι τον Θεό πρέπει να τον αναμένουμε εκεί όπου εκρηγνυται το πάθος του, μέχρι την εγκατάλειψη τού θανάτου. Δέν μπορούμε να συμπεράνουμε απο τον θάνατο την αγάπη, αλλά δέν μπορούμε να ελπίσουμε την πίστη τού Θεού η οποία δέν θα'πρεπε να γνωρίζει την απιστία. Αυτή η ιδέα, η οποία παραμένει στην αποτελεσματικότητά της πανανθρωπίνως αδιάθετη, τίθεται σαν η μοναδική συνθήκη κατανοήσεως τής υπερβάσεως του κακού.
Αυτή είναι η θέση τού Labbe, φιλοσοφική αλλά όχι οντοθεολογική (η αναφορά γίνεται στην οντο-χριστολογία τού Σέλλινγκ, το πρόβλημα τής οποίας συνίσταται στην μεταμόρφωση τής δυνατότητος σε αναγκαιότητα), η οποία ενέχει την θέση μιάς λογικής Θεοδικίας, χωρίς να γίνεται Θεολογία ομολογιακή, η οποία αναγνωρίζει την καθοριστική δικαίωση τού κακού στο γεγονός τού αναστημένου Εσταυρωμένου, στην οποία όμως έχουμε πρόσβαση μόνον μέσω τής πίστης. "Η φιλοσοφία τού Μεγάλου Σαββάτου, τοποθετημένη στην απόσταση η οποία χωρίζει την πραγματικότητα τού κακού απο την επαναβεβαίωη τής αγάπης, την λογική απο την πίστη και η οποία εναντιώνεται στην κοίμηση τής Μ. Παρασκευής, χωρίς να κάνουμε λόγο στην αποτελεσματικότητα τού Πάσχα!
Συνεχίζεται
Το κακό, αυτή η πολύμορφη πραγματικότητα η οποία συχνά κρύβεται μέσα στον άνθρωπο και μερικές φορές τον υποδουλώνει, δέν μειώνεται ούτε γίνεται μπανάλ. Οι ρίζες τού κακού εισέρχονται στο πιό βαθύ μέρος τής ανθρώπινης φύσεως και ρίχνουν την σκιά τους στο πιό μυστικό άδυτο των σχέσεων ανάμεσα στον άνθρωπο και το υπερβατικό. Έτσι η ριζικότης τού κακού στην μή-σημασία του δέν μπορεί παρά να παραπέμψει στην καταγωγή τής σημασίας και του νοήματος, δηλαδή στον Θεό. Το θέμα του Θεού λοιπόν και το θέμα του κακού σχηματίζουν μία αχώριστη δυάδα. Αλλά πώς να την σκεφτούμε; Αυτό είναι το αληθινό πρόβλημα. Διότι η σκέψη μπορεί κάθε στιγμή να αποτύχει!
Ακριβώς απο την προσπάθεια να σκεφτούμε "μαζί" αυτό το διώνυμο γεννήθηκε ο ανήσυχος στοχασμός τού Pareyson. Ένας στοχασμός που αποκορυφώνεται στο "κακό στον Θεό", όπου προσπαθεί να δείξει πώς ακριβώς διακρίνοντας στον Θεό την δυνατότητα τού κακού και αποκλείοντάς την απο πάντα και για πάντα, είναι δυνατόν να κατανοηθεί η αμετάκλητη, αιώνια, πρωτογενής θετικότης που είναι ο Χριστιανικός Θεός, καθότι επιλογή, δηλαδή αρχική απόφαση, απόλυτη, να είναι αγαθός, η ήττα του κακού, η νίκη στο μηδέν, και η επιβεβαίωση του Είναι.
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου