Δευτέρα 13 Ιουνίου 2022

ΠΑΥΛΟΣ ΤΟΜΕΣ ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ - ΠΕΤΡΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ (14)

 Συνέχεια από: Τετάρτη 8 Ιουνίου 2022

ΠΕΤΡΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ

ΠΑΥΛΟΣ (ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ)

ΤΟΜΕΣ ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ

Μέρος Πρώτο

ΤΟΜΕΣ ΣΤΗΝ ΠΑΥΛΕΙΑ ΣΩΤΗΡΙΟΛΟΓΙΑ

Κεφάλαιο 3


ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΑΥΛΕΙΑΣ ΣΩΤΗΡΙΟΛΟΓΙΑΣ

3.2. ΠΡΟΠΑΥΛΕΙΕΣ ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ TOΥ ΣΤΑΥΡΙΚΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ TOΥ ΙΗΣΟΥ

3.2.5. Η «σωτηριολογική» ερμηνεία του σταυρικού θανάτου του Ιησού


(α) Α´ Κορ 11,25 παρ

Σε αντίθεση με όλες τις προηγούμενες προσπάθειες ερμηνείας του σταυρικού θανάτου του Ιησού, η σωτηριολογική ερμηνεία εντοπίζει την αιτία του θανάτου του Κυρίου στη συγχώρεση των αμαρτιών των ανθρώπων και την εξάλειψη της ενοχής τους απέναντι στον Θεό. Σύμφωνα με την ερμηνεία αυτη, η σωτηρία του ανθρώπινου γένους επενεργείται αποκλειστικά με το σταυρικό θάνατο του Ιησού. Σ' αυτήν ακριβώς την ερμηνεία βασίζεται και η χαρακτηριστική δυτική αντίληψη της extra nos (αποκλειστικά δηλαδή από τον Θεό μέσω του θανάτου του υιού του) pro nobis (για χάρη των ανθρώπων) σωτηρίας.89

Η σωτηριολογική ερμηνεία του θανάτου του Ιησού στα κείμενα της Κ.Δ. δηλώνεται με τη χρήση της πρόθεσης ὑπέρ + γενική, η οποία χαρακτηρίζει την εξιλαστήρια και αντιπροσωπευτική σημασία του θανάτου του Ιησού. Οι σπάνιες παραλλαγές της πιο πάνω έκφρασης: διά + αιτιατική (Ρωμ 4,25· 3,25· Α´Κορ 8,11· πρβλ. ακόμη Β´ Κορ 8,9), περί + γενική (Ματθ 26,28· πρβλ. ακόμη την αντιγραφική παραλλαγή στο Α´Θεσ 5,9 και στο Α´Πετρ 3,18) και ἀντί + γενική (Μαρκ 10,45=Ματθ 20,28) εκφράζουν ακριβώς την ίδια έννοια· έτσι μπορούν κάλλιστα να θεωρηθούν διαφορετικές αποδόσεις του εβραϊκού min ή του αραμαϊκού be.90

Η συχνή χρήση της χαρακτηριστικής αυτής σωτηριολογικής έκφρασης, που τη βρίσκουμε ακόμη και σε σχετικά μεταγενέστερα κείμενα της Κ.Δ., μαζί με μεταγενέστερους παραπλήσιους εξιλαστήριους όρους όπως «αἷμα», «καθαρισμός», «ἱλασμός», «ἁγιασμός», και τα παράγωγά τους,91 δίνει την εντύπωση ότι η σωτηριολογική ερμηνεία του θανάτου του Ιησού δεσπόζει στην Κ.Δ. Πράγματι, τη βρίσκουμε στην παύλεια, πέτρεια, ιωάννεια γραμματεία και στην προς Εβραίους Επιστολή, δηλαδή στα κυριώτερα θεολογικά κείμενα της Κ.Δ. Ακόμη τη συναντούμε στις Πράξεις (20,28) και σε μεταγενέστερες ερμηνευτικές νύξεις των συνοπτικών. Η ύπαρξή της όμως στα αρχαιότερα στρώματα της καινοδιαθηκικής γραμματείας είναι πενιχρή και μπορούμε να πούμε πως περιορίζεται στην προ-παύλεια μόνο παράδοση.

Μορφολογικά, η σωτηριολογική ερμηνεία του θανάτου του Ιησού εκφράζεται στην αρχέγονη προ-παύλεια παράδοση με τρεις χαρακτηριστικούς τρόπους: α) με αναφορά στην παράδοση (ή γενικότερα τον «ομολογιακό τύπο» (Formel) (παρα)διδόναι»)· β) με αναφορά στο θάνατο (ομολογιακός τύπος «ἀπέθανεν»)· και γ) με αναφορά στον εξιλασμό (ομολογιακός τύπος «ἱλαστήριον»).

(α) Ο ομολογιακός τύπος «παραδιδόναι»

Μια από τις αρχαιότερες εκφράσεις που ερμηνεύουν σωτηριολογικά το θάνατο του Ιησού με τον ομολογιακό τύπο «παραδιδόναι», και που σαφώς ανάγεται στην προπαύλεια παράδοση, είναι το Ρωμ 4,25:

«ὅς (Ἰησοῦς) παρεδόθη διά τά παραπτώματα ἡμῶν...».92


Το κλειδί για τη σωστή κατανόηση του χωρίου αυτού βρίσκεται στη σημασία του ρήματος «παρεδόθη». Ο ρηματικός αυτός τύπος δηλώνει ότι δεν πρόκειται για πράξη που οφείλεται στους ανθρώπους, αλλά στον ίδιο το Θεό (passivum divinum). Άσχετα από το πόσο υπαίτιοι ήταν οι Ιουδαίοι ως εκπρόσωποι του ανθρώπινου γένους για το θάνατο του Ιησού, το υπονοούμενο ποιητικό αίτιο είναι ο Θεός. Η τυποποιημένη ερμηνευτική αναφορά στο θάνατο του Ιησού, είτε με την απλή μορφή («διδόναι»), είτε με τη σύνθετη («παραδιδόναι»), μαρτυρείται σε σειρά από χωρία τόσο των χρονικά προγενέστερων, όσο και των χρονικά μεταγενέστερων επιστολών του corpus paulinum, σε δύο τύπους: η χρήση του πρώτου τύπου περιορίζεται στην προς Ρωμαίους και έχει υποκείμενο ενεργείας τον Θεό. Εκτός από το Ρωμ 4,25 έχουμε και το Ρωμ 8,32:

«ὅς γε τόν ἴδιον υἱόν οὐκ ἐφείσατο, ἀλλ' ὑπέρ ἡμῶν πάντων παρέδωκεν αὐτόν».

Αντίθετα, ο δεύτερος τύπος έχει υποκείμενο ενεργείας τον ίδιο τον Ιησού (αυτο-παράδοση). Τόν συναντούμε τόσο σε παραδοσιακά τμήματα της προς Γαλάτας:

«Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ δόντος ἑαυτόν ὑπέρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν» (1,4),

«υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καί παραδόντος ἑαυτόν ὑπέρ ἐμοῦ» (2,20)·

όσο και σε μεταγενέστερες επιστολές του corpus paulinum:

«παρέδωκεν ἑαυτόν ὑπέρ ἡμῶν» (Εφ 5,2)

«ἑαυτόν παρέδωκεν ὑπέρ αὐτῆς (Ἐκκλησίας)» (Εφ 5,25)

«Χριστός Ἰησοῦς, ὁ δούς ἑαυτόν ἀντίλυτρον ὑπέρ πάντων» (Α´ Τιμ 2,6)

«ὅς (Ἰησοῦς) ἔδωκεν ἑαυτόν ὑπέρ ἡμῶν» (Τιτ 2,14).

Σ’ αυτόν τον ερμηνευτικό τύπο πρέπει να κατατάξουμε και το συνοπτικό χωρίο του λύτρου («δoῦναι τήν ψυχήν αὐτοῦ λύτρον ἀντί πολλῶν» Μαρκ 10,45β παρ). Αναμφίβολα, ο πρώτος τύπος είναι ο αρχαιότερος και ίσως από τις πιο παλιές χριστιανικές ομολογίες.93 Ο δεύτερος φανερώνει κάποια εξέλιξη στη χριστολογία στην προσπάθεια της Πρώτης Εκκλησίας να μεταφέρει την ίδια αναλλοίωτη θεολογία της σε διαφορετικές καταστάσεις. Στην πρώτη και γνησιότερη μορφή του ομολογιακού τύπου παραδιδόναι η παράδοση του Ιησού από τον Πατέρα δεν έχει απλώς την έννοια της αποστολής ή της δωρεάς, όπως υπαινίσσεται η ιωάννεια γραμματεία (Ιωάν 3,16εξ), αλλ' αναφέρεται στον ατιμωτικό θάνατο του Ιησού με όλες τις θεολογικές του συνέπειες.

(β) Ο ομολογιακός τύπος «ἀπέθανεν»

Το πιο αντιπροσωπευτικό χωρίο της αρχέγονης πρωτοχριστιανικής παράδοσης, το οποίο ερμηνεύει σωτηριολογικά το σταυρικό θάνατο του Ιησού με τον ομολογιακό τύπο ἀπέθανεν είναι το Α´Κορ 15,3:

«Χριστός ἀπέθανεν ὑπέρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν».94

Σήμερα έχει γίνει σχεδόν απόλυτα αποδεκτό ότι ο Παύλος χρησιμοποιεί στο 15ο κεφ της Α´ Κορ μια αρχαία, πιθανότατα αντιοχειανή, ομολογία όχι μόνο ως προς το περιεχόμενο, αλλά και ως προς τη μορφή.95 Η σωτηριολογική ερμηνεία του θανάτου του Ιησού με το μοτίβο του θανάτου μαρτυρείται και σε άλλα χωρία του corpus paulinum, μερικά από τα οποία αντανακλούν προ-παύλεια παράδοση. Έτσι π.χ. η αναφορά στην «περιποίησιν σωτηρίας διά τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» στο Α´Θεσ 5,9 αναγκάζει τον απόστολο να παραθέσει τον παραδοσιακό ομολογιακό τύπο «τοῦ ἀποθανόντος ὑπέρ ἡμῶν» (Α´Θεσ 5,10). Το ίδιο και στη διαπραγμάτευση της διά της πίστεως δικαίωσης στο 5 κεφ της προς Ρωμαίους. Είναι πολύ πιθανό ο Παύλος να κάνει midrash στην πρωτοχριστιανική ομολογία «Χριστός ὑπέρ ἡμῶν (ἀσεβῶν) ἀπέθανεν» (5,6-8) για να αναπτύξει τη διδασκαλία του περί καταλλαγής, που αποτελεί και το επιστέγασμα της όλης ενότητας: «κατηλλάγημεν τῷ Θεῷ διά τοῦ θανάτου τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ» (5,10).96

(γ) «ἱλαστήριον»

Μια εξίσου άμεση σωτηριολογική αναφορά στο θάνατο του Ιησού παρουσιάζει και η μοναδική χρήση από τον Παύλο της λέξης «ἱλαστήριον». Στο Ρωμ 3,24-26, locus classicus της προτεσταντικής διδασκαλίας για την εκ πίστεως δικαίωση του ανθρώπου,97 αναφέρεται:

«ὅν (Ἰησοῦν) προέθετο ὁ Θεός ἱλαστήριον

διά τῆς πίστεως ὅν τῷ αὐτοῦ αἵματι

εἰς ἔνδειξιν τῆς δικαιοσύνης αὐτοῦ διά τήν

πάρεσιν τῶν προγεγονότων ἁμαρτημάτων» (3,25).

Ολόκληρη η συνάφεια έχει σχεδόν ομόφωνα αποδοθεί σε προπαύλεια παράδοση.98 Ακόμη και εκείνοι από τους κριτικούς, όπως π.χ. ο Delling, που αρνούνται την προπαύλεια προέλευση του Ρωμ 3,24-26, δεν αμφισβητούν ότι η φράση («ὅτι προέθετο ὁ Θεός ἱλαστήριον διά τῆς πίστεως ἐν τῷ αὐτοῦ αἵματι» είναι αρχαιότερη του Παύλου.99

Η λέξη-κλειδί για την κατανόηση του στίχου είναι το «ἱλαστήριον». Ο όρος στην αρχαία ελληνική και τη μεταγενέστερη ελληνιστική γραμματεία και επιγραφική (προέρχεται από το ρήμα «ἱλάσκομαι») έχει τις ακόλουθες δύο σημασίες: (i) εξευμενίζω Θεό ή άνθρωπο, (ii) εξαγνίζω ή καθαρίζω από την αμαρτία.100 Η πρώτη σημασία είναι η πιο συνηθισμένη, ενώ στους Ο´ υπερισχύει η δεύτερη. Στήν προκειμένη περίπτωση ο όρος «ἱλαστήριον» μπορεί να είναι είτε ουσιαστικοποιημένο επίθετο είτε απλό επίθετο, οπότε φυσικά υπονοείται το ουσιαστικό «θύμα». Στην πρώτη περίπτωση το σημασιολογικό υπόβαθρο του όρου βρίσκεται στο Λευϊτικό, και κυρίως στο 16ο κεφ, όπου λεπτομερειακά περιγράφεται η Μεγάλη Ημέρα του Εξιλασμού. Μ' αυτή τη σημασία απαντάται ο όρος στην προς Εβραίους, και αποτελεί απόδοση του εβραϊκού Kapporeth, του χρυσού δηλαδή επιθέματος της Κιβωτού της Διαθήκης, που περιγράφεται στο Εξ 25,17-22. Στη δεύτερη περίπτωση το σημασιολογικό υπόβαθρο του όρου βρίσκεται στην ιδέα της αντιπροσωπευτικής θυσίας του ελληνιστικού ιουδαϊσμού και κυρίως της μακκαβαιικής περιόδου. Τόσο από μορφολογική, όσο και από γραμματική και συντακτική άποψη το χωρίο επιτρέπει και τις δυο ερμηνείες. Στην πρώτη περίπτωση το βάρος πέφτει στον εξαγνιστικό χαρακτήρα, ενώ στη δεύτερη στον αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα του θανάτου του Ιησού, με σκοπό τον εξευμενισμό του Θεού.101

Είναι γεγονός ότι στην Π.Δ. η ιδέα ενός οργισμένου Θεού που επιζητάει την τιμωρία και εξευμενίζεται από τις θυσίες είναι άγνωστη. Βέβαια η έννοια της αμαρτίας ως διατάραξης της κοινωνίας ανάμεσα στους ανθρώπους και τον Θεό προϋποθέτει και εξωτερικές πράξεις, με τις οποίες επανέρχεται η ισορροπία.102 Οι εξιλαστήριες αυτές τελετές βασίζονται στην αντίληψη ότι υποκείμενο της ιδέας του εξιλασμού είναι ο ίδιος ο Γιαχβέ και δέκτης ο Ισραήλ, όχι ο Θεός.103 Πολύ σωστά, λοιπόν, ο G. von Rad υποστηρίζει ότι στην Π.Δ. «ο εξιλασμός δεν ήταν πράξη τιμωρίας, αλλά σωτηριώδες γεγονός».104

Πρέπει βέβαια να σημειώσουμε ότι στο κέντρο της ιουδαϊκής λατρευτικής θεολογίας βρίσκεται θεμελιωμένη η πανάρχαια αντίληψη, σύμφωνα με την οποία το αίμα αποκαθιστά τις σχέσεις Θεού και ανθρώπων. Το σύστημα των ιουδαϊκών θυσιών περιλάμβανε όχι μόνο προστατευτικές, αλλά και αντιπροσωπευτικές θυσίες, που όμως περιορίζονταν στην προσφορά ζώων. Την ιδέα του αντιπροσωπευτικού θανάτου ανθρώπινης ύπαρξης υπαινίσσεται κάπως η Πεντάτευχος, όπως και μερικά μεταγενέστερα ιστορικά βιβλία της Π.Δ.105 Ο θάνατος εντούτοις δικαίων και πιστών στο Μωσαϊκό Νόμο Ισραηλιτών προσλαμβάνει εξιλαστήρια και αντιπροσωπευτική σημασία μόνο κατά το τελευταίο στάδιο του ελληνιστικού ιουδαϊσμού. Είναι η περίοδος, που ακολουθεί τη μακκαβαιϊκή εξέγερση, κατά την οποία αναπτύσσεται κάτω από την επίδραση της ελληνικής σκέψης η μαρτυρική θεολογία.106 Και είναι τα μακκαβαιϊκά κείμενα, στα οποία κατά πάσα πιθανότητα πρέπει να αναζητήσουμε το θεολογικό υπόβαθρο της παύλειας χρήσης του όρου «ἱλαστήριον»107. Στο παλαιοδιαθηκικό απόκρυφο Δ´ Μακ ο θάνατος των εφτά αδελφών περιγράφεται ως

«ἀντίψυχον...τῆς τοῦ ἔθνους ἁμαρτίας.

καί διά τοῦ αἵματος τῶν εὐσεβῶν ἐκείνων

καί τοῦ ἱλαστηρίου (του)108 θανάτου αὐτῶν

ἡ θεία πρόνοια τόν Ἰσραήλ προκακωθέντα

διέσωσεν» (17,21-22).

Το ίδιο ακριβώς συμβάν περιγράφει και το αναγινωσκόμενο Β´ Μακ με εκφράσεις, που σαφέστατα υποδηλώνουν την αντιπροσωπευτική σημασία του θανάτου των εφτά παίδων:

«ἐγώ δέ, καθάπερ οἱ ἀδελφοί, καί τό σῶμα

καί τήν ψυχήν παραδίδωμι περί τῶν πατρίων

νόμων ἐπικαλούμενος τόν Θεόν ἵλεως ταχύ τῷ

ἔθνει γενέσθαι...ἐν ἐμοί δέ καί τοῖς ἀδελφοῖς

μου στῆσαι τήν τοῦ παντοκράτορας ὀργήν

τήν ἐπί τό σύμπαν ἡμῶν γένος δικαίως

ἐπηγμένην» (7,37-38).Την εικόνα συμπληρώνει και η προσευχή του Ελεάζαρ από τo Δ´ Μακ.:

«Σύ οἶσθα, θεέ,...ἀποθνῄσκω δια τόν νόμον
ἵλεως γενοῦ τῷ ἔθνει σου ἀρκεσθεῖς τῇ ἡμετέρᾳ
ὑπέρ αὐτῶν δίκῃ» (6, 27-28).

Πρέπει να σημειώσουμε ότι το Δ´ Μακ γράφτηκε τον α´ μ.Χ. αιώνα,109 γεγονός που δικαιολογεί ταυτότητα ιδεολογικού υπόβαθρου μεταξύ μακκαβαιϊκής και πρωτο-χριστιανικής γραμματείας.

Το Sitz im Leben της σωτηριολογικής ερμηνείας του σταυρικού θανάτου του Ιησού, μετά από όσα συνοπτικά αναφέραμε, θα πρέπει να αναζητηθεί στην ελληνόφωνη χριστιανική κοινότητα, που διαλεγόταν με το μεταγενέστερο ελληνιστικό Ιουδαϊσμό. Αποτελούσε τη σοβαρότερη ίσως προσπάθεια να ερμηνευτεί ο ατιμωτικός θάνατος του ιδρυτή και κυρίου της με βάση τις εξιλαστήριες και αντιπροσωπευτικές θυσίες της Π.Δ. Η χριστιανική ερμηνεία του εξιλαστήριου και αντιπροσωπευτικού θανάτου αποτελεί εξέλιξη της ύστερης ιουδαϊκής θεολογίας, μια και προσδίδει και παγκόσμιο χαρακτήρα στο θάνατο του Ιησού, κάτι που λείπει από τη μακκαβαιϊκή μαρτυρική θεολογία.110 Αν μάλιστα δεχτούμε ότι η ιδέα αυτή προσλαμβάνεται από το Δευτερο-ησαΐα, τότε με βάση τα όσα είπαμε στην προηγούμενη ενότητα, μπορούμε να θεωρήσουμε τη σωτηριολογική ερμηνεία του σταυρικού θανάτου του Ιησού παραπέρα εξέλιξη της ευχαριστιακής ερμηνείας.

Ο ΑΚΡΙΒΗΣ ΑΝΤΙΠΟΔΑΣ  ΤΗΣ ΚΑΤΗΧΗΣΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΥΡΙΛΛΟΥ. ΤΙ ΣΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ ΤΩΡΑ ΠΛΕΟΝ;
Σημειώσεις


89. Βλ. πιο πάνω σελ. 27εξ.

90. Πρβλ. C. D. F. Moule, The Origins of Christology, London 1977, σελ. 117εξ.

91. Βλ. τα αντίστοιχα λήμματα στο TDNT.

92. Κατά τον W. Popkes, Christus Traditus, σελ. 203, το χωρίο αυτό είναι μια απ' τις αρχαιότερες χριστιανικές ομολογίες. Βλ. ακόμη J. Jeremias, «παῖς Θεοῦ», TDNT V 677-717, σελ. 705· και Κ. Romaniuk, L'amour du Père et du Fils dans la soteriologie de St. Paul, Rome 1961.

93. Φραστικά ο ομολογιακός τύπος «παρεδόθη διά τά πραπτώματα ἡμών» αντανακλάει τα δευτερο-ησαϊανικά άσματα («διά τάς ἁμαρτίας αὐτῶν παρεδόθη» Ησ 53,12 κ.ά.). Ίσως η λύση του προβλήματος της γένεσης της σωτηριολογικής ερμηνείας βρίσκεται στη σχέση της με το Ησ 53. Πρβλ. Η. W. Wolff, Jesaja 53 im Urchristentum, Bethel 1942· J. H. Ropes, “The Influence of Second Isaiah on the Epistles,” JBL 48 (1929) 37-39. και W.Zimmerli, «παῖς Θεοῦ», TDNT V 654-77, σύμφωνα με την τεκμηριωμένη ανάλυση του οποίου δεν έχει ξεκαθαριστεί ο συλλογικός ή ατομικός χαρακτήρας του ebed Jahwe.

94. G.Delling, Der Kreuzestod Jesu, σελ. 11.

95. Εκτενέστατη διαπραγμάτευση στα ελληνικά από τους Β. Στογιάννο, Πέτρος παρά Παύλῳ, Θεσσαλονίκη 1968, σελ. 29 εξ. του ίδιου, Ἡ Ἀνάστασις τῶν νεκρῶν. Εἰσαγωγικά προβλήματα καί ἐρμηνεία τού Α´Κορ 16, Θεσσαλονίκη 1977, σελ. 109 εξ. και Ι. Καραβιδόπουλου, Ἡ ἁμαρτία κατά τόν ἀπόστολον Παῦλον, Θεσσαλονίκη 1968, σελ. 46 εξ. του ίδιου, Το πάθος του Χριστού, 12 εξ.

96. O L. Ε. Keck (“The Post-Pauline Interpretation of Jesus' Death in Rom 5,6-7,” C. Andresen-G. Klein [εκδ.] Theologia Crucis-Signum Crucis. Festschrift für E. Dinkler, Tübingen 1979, 17-38) υποστήριξε ότι το παραπάνω χωρίο (Ρωμ 5, 6-7) απoτελεί μεταγενέστερη γλώσσα, που αργότερα μεταφέρθηκε στο κείμενο της προς Ρωμαίους.

97. Βλ. Ε. Kasemann, “Zum Verständnis von Rom 3,24-26,” ZNW 43 (1950) 150-54.

98. Εκτός του E. Käsemann βλ. E. Lohse, Märtyrer und Gottesknecht, σελ. 150· Κ.Wengst, Christologische Formeln, σελ. 87· Η. Conzelmann, “Zur Analyse der Bekenntnisformel 1. Kor 15, 3-5,” EvT 25 (1969) 881-88· H. Kessler, Die theologische Bedeutung, σελ. 265εξ· W. Schrage, “Römer 3,21-26 und die Bedeutung des Todes Jesu Christi bei Paulus,” Das Kreuz Jesu , Göttingen 1969, σελ. 65-88.

99. G. Delling, Der Kreuzestod Jesu, σελ. 13· πρβλ. του ίδιου, “Der Tod Jesu in der Verkündigung des Paulus,” Apophoreta. Festschrift für E. Haenchen, Berlin 1964, 85-96. Ακόμη και o G. Fitzer (“Der Ort der Versöhnung nach Paulus. Zu der Frage des ‛Sühnopfers Jesu',” ThZ 22 [1966] 166-83), που υποστηρίζει την παύλεια προέλευση ολόκληρης της συνάφειας, αρνείται ότι ο απόστολος ερμήνευσε το θάνατο του Ιησού ως εξιλαστήρια θυσία.

100. Βλ. F. Büchsel-J. Herrmann, «ἵλεως, ἱλάσκομαι, ἱλασμός, ἱλαστήριον», TDNT III 300-23. Πρβλ. Α. Deissmann, «ἱλαστήριος, ἱλαστήριον», ZNW 4 (1903) 193-211· και Β. Βέλλα, «Η kapporeth και η εορτή των Kippurim», Θεολογία 7 (1929) 312-27· 8 (1930) 17-34· 125-42· 198-212· 302-17.

101. Για λεπτομερέστερη ανάλυση των επιχειρημάτων και των δύo ερμηνειών βλ. D. Hill, Greek Words and Hebrew Meanings, σελ. 38εξ.

102. Περισσότερα στο Δ. Δόικου, Ἡ θυσία κατά τάς παραδόσεις τῆς Πεντατεύχου, Θεσσαλονίκη 1965.

103. Βλ. Η. Kessler, Die theologische Bedeutung, σελ. 254.

104. G. von Rad, Theologie des Alten Testaments I, München 1958, σελ. 270.

105. Πρβλ. Γέν 18,23εξ· Εξ 32,32· Α´Βασ 14,45.

106. Ε. Lohmeyer, “Die Idee des Martyriums im Judentum und Urchristentum,” ZST 5 (1927) 232-49. Πρβλ. ακόμη, M.-L. Gubler, Die frühesten Deutungen, σελ. 317. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα κλασικά ιδεώδη τού «ὑπεραποθνήσκειν ὑπέρ πατρίδος, φιλίας, ἰδέας» κλπ. (πρβλ. Θουκυδίδη, Ιστορία 2,43· Επίκτητου, Διατριβαί II 7,3) απορρίπτονται από την προαιχμαλωσιακή παλαιοδιαθηκική σκέψη (Δευτ 24,16· Δ´ Βασ 14,6· Β´ Παρ 25,4· Ιερ 31,29εξ. Εσδ 3,18εξ κ.ά.).

107. D. Hill, Greek Worlds and Hebrew Meanings, σελ. 48.

108. O D. Hill (όπ. παρ., σελ. 41) πιστεύει ότι, παρά τη μαρτυρία της χειρόγραφης παράδοσης, από το αρχικό κείμενο έλειπε το άρθρο.

109. Δ. Δόικου, Συνοπτική Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη, Θεσσαλονίκη 1981, σελ. 103.

110. M.-L. Gubler, Die frühesten Deutungen, σελ. 319.

Δεν υπάρχουν σχόλια: