Τετάρτη 6 Ιουλίου 2022

Η λογική δομή του "Παρμενίδη" του Πλάτωνος (4)

 Συνέχεια από  Δευτέρα 6 Ιουνίου 2022

Enrico Berti
4. Το σχήμα της διαλεκτικής προόδου
Πριν εισέλθουμε στην ανάλυση της σημασίας του τρίτου μέρους, είναι αναγκαίο να εξετάσουμε τους υπολογισμούς του Παρμενίδη σε εκείνο το είδος μεσοδιαστήματος ανάμεσα στο δεύτερο και στο τρίτο μέρος που είναι η έκθεση της διαλεκτικής προόδου, μια πρόοδος η οποία λειτούργησε ήδη στα δύο πρώτα μέρη, αλλά η οποία θα ξεδιπλωθεί με ευρύτερο τρόπο και πιο ολοκληρωμένο μόνον στο τρίτο μέρος. Πραγματικά το σχήμα που φανερώνεται σε αυτό το μεσοδιάστημα ξαναπαράγεται με ακρίβεια στον διάλογο ο οποίος αποτελεί το τρίτο μέρος, και γι’ αυτό είναι αναγκαίο να τον έχουμε μπροστά μας για να κατανοήσουμε ολοκληρωτικώς τις δύσκολες διακλαδώσεις αυτού του τελευταίου μέρους.

Για να γίνει κατορθωτή η διατύπωση, με κριτικό τρόπο, της θεωρίας των Ιδεών, δηλώνει ο Παρμενίδης, δεν φτάνει το πάθος για τα επιχειρήματα (ορμή επί τους λόγους) που είναι γνώρισμα του Σωκράτη και το οποίο είναι όμορφο (καλό) και μάλιστα θείο, αλλά είναι απαραίτητη μια εξάσκηση (γυμνασία) η οποία στους πολλούς φαίνεται σαν ένα γεγονός χαζολογημάτων, ενώ είναι το μοναδικό που επιτρέπει το πλησίασμα της αλήθειας. Αυτή η εξάσκηση συνεχίζει ο Παρμενίδης, είναι αυτή που ήδη ασκεί ο Ζήνων, δηλαδή όπως είδαμε είναι η διαλεκτική, η οποία όμως πρέπει να εφαρμοστεί πέρα από τα αισθητά πράγματα, όπως περιοριζόταν να κάνει ο Ζήνων, στις νοητές πραγματικότητες, που είναι το αντικείμενο της σκέψης, δηλαδή στις Ιδέες, δηλωμένες από τον Σωκράτη (Παρμ. 135 d-e). Πρόκειται λοιπόν για μια διαλεκτική που δεν βασίζεται πλέον στην σύγχυση ανάμεσα στο υποκείμενο και στο κατηγορούμενο, όπως συνέβαινε στον Ζήνωνα, αλλά στην διάκρισή τους, η οποία συστήνεται από την θεωρία των Ιδεών.

Αυτή η διαλεκτική συνίσταται, δηλώνει ο Παρμενίδης, όχι μόνον στην τοποθέτηση σαν υπόθεση της υπάρξεως ενός πράγματος και στην ανάπτυξη των συνεπειών, αλλά και στην τοποθέτηση σαν μία υπόθεση την μη-ύπαρξη του ιδίου πράγματος και στην ανάπτυξη των συνεπειών. Πρόκειται, όπως βλέπουμε, για την ανάπτυξη των συνεπειών αντίθετων υποθέσεων, δηλαδή της διχοτομικής αναπτύξεως η οποία φθάνει στην αλήθεια μιας υποθέσεως μέσω της ανασκευής, δηλαδή μέσω της μειώσεως σε εσωτερική αντίφαση, της αντίθετης σε αυτή υποθέσεως. Συμβουλεύοντας αυτόν τον τρόπο, ο Παρμενίδης θέλει να πει πως, για να συλληφθεί η αλήθεια μιας υποθέσεως, δεν φτάνει αυτή να οδηγεί σε αποδεκτές καθ’ εαυτές συνέπειες, δηλαδή δυνατές, χωρίς αντίφαση, αλλά είναι αναγκαίο και η αντίθετη υπόθεση να οδηγεί σε απαράδεκτες συνέπειες, αδύνατες και αντιφατικές, δηλαδή η αντίθετη υπόθεση να μην είναι δυνατή και έτσι η πρώτη, της οποίας αυτή είναι η άρνηση, να είναι αναντίρρητη.

Αυτό σημαίνει πως η αλήθεια δεν είναι απλή δυνατότης, εσωτερική συνέπεια, πιθανότης, αλλά είναι το αδύνατον του αντιθέτου, δηλαδή αναγκαιότης, κάτι αναντίρρητο. Είναι ξεκάθαρο πώς όταν μία υπόθεση αποτελεί μια αναγκαιότητα με έναν τέτοιο τρόπο, παύει να είναι μια υπόθεση, δηλαδή μια αδικαιολόγητη ανάληψη, και γίνεται ακριβώς μια αλήθεια. Μόνον εάν αποδεχθούμε πως μία από τις δύο αντίθετες υποθέσεις προορίζεται να επιβληθεί στην άλλη, καταστρέφοντάς την και αποδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο την αλήθεια της, γίνεται κατανοητή η ανάγκη, βεβαιωμένη από τον Παρμενίδη, να μην περιοριστούμε να αναπτύξουμε και τις συνέπειες της αντίθετης υποθέσεως. Εάν όλες οι υποθέσεις, εξισούντο, θα ήταν ανώφελο να αναπτύξουμε τις συνέπειες όλων.

Για να ξεκαθαρίσουν όμως ολοκληρωτικώς οι λειτουργίες της διαλεκτικής, ο τρόπος αναπτύξεώς της, δεν φτάνει να δηλώσουμε γενικώς πως πρέπει να αναπτυχθούν οι συνέπειες των αντιθέτων υποθέσεων, αλλά είναι απαραίτητο επίσης να διακρίνουμε τις συνέπειες που αφορούν το αντικείμενο μιας υποθέσεως (για παράδειγμα το ΕΝΑ) από τις συνέπειες που αφορούν το αντικείμενο της αντίθετης σε αυτή (για παράδειγμα τα ΠΟΛΛΑ), δηλαδή το αντικείμενο που αποκτάται μέσω της αρνήσεως του πρώτου. Ή χρειάζεται να διακρίνουμε με ποια σημασία εκλαμβάνεται καθένα από τα δύο αντικείμενα, εάν δηλαδή σε σχέση με τον εαυτό του ή σε σχέση με το άλλο. Αυτό δηλώνει ο Παρμενίδης, κατ’ αρχάς παίρνοντας για παράδειγμα την υπόθεση που συζήτησε ο Ζήνων, δηλαδή «εάν τα όντα είναι πολλά» και κατόπιν θεωρώντας από μια πιο γενική οπτική γωνία τις διάφορες διακρίσεις που ενεργούν σε ένα τέτοιο παράδειγμα.

Δηλώνει πράγματι πως εάν τα όντα είναι πολλά, πρέπει να δούμε τι πράγμα συνεπάγεται για τα πολλά εκλαμβανόμενα σε σχέση με τον εαυτό τους (προς αυτά) και εκλαμβανόμενα σε σχέση με το αντίθετό τους, δηλαδή ως προς το Ένα (προς το Εν), και τι πράγμα συνεπάγεται για το Ένα εκλαμβανόμενο εξίσου σε σχέση με τον εαυτό του (προς αυτό) και σε σχέση με τα πολλά (προς τα πολλά). Επιπλέον, τοποθετούμενη η αντίθετη υπόθεση, εάν δηλαδή τα όντα δεν είναι πολλά, πρέπει να δούμε εκ νέου τι πράγμα συνεπάγεται στο Ένα και στα πολλά υπολογιζόμενα σε σχέση με τον εαυτό τους (προς αυτά) και προς άλληλα. Το ίδιο πράγμα, βεβαιώνει ο Παρμενίδης, πρέπει να γίνει σχετικώς με κάθε αντικείμενο. Μας παρουσιάζεται έτσι λοιπόν ένα σχήμα με οκτώ μέρη, τα οποία λαμβάνονται εφαρμόζοντας τρεις φορές την διαλεκτική διχοτομία, πρώτον στο επίπεδο των υποθέσεων (δηλωτική ή αρνητική), κατόπιν στο επίπεδο των όρων που συστήνουν το αντικείμενο των υποθέσεων (το Ένα και τα πολλά) και τέλος στο επίπεδο των σχέσεων στο οποίο πρέπει να ληφθούν αυτοί οι όροι (καθ’ εαυτά, δηλαδή απολύτως, ή σε σχέση με το άλλο, δηλαδή σχετικώς).

Οι ερμηνευτές συνήθως δεν δίνουν πολύ μεγάλη σημασία σε αυτό το σχήμα, θεωρώντας το κάπως μηχανικό. Αλλά δεν θα μπορούσε να γίνει κατανοητή η επιμονή με την οποία ο Πλάτων το περιγράφει και η ακρίβεια με την οποία το εφαρμόζει στο τρίτο μέρος, εάν αυτό δεν διέθετε ένα πολύ συγκεκριμένο νόημα. Αυτό το νόημα συνίσταται, στην δυνατότητα μιας και της αυτής υποθέσεως να οδηγήσει σε συνέπειες διαφορετικής αξίας, σύμφωνα με τον στόχο, τον σκοπό, στον οποίο αυτές οι συνέπειες αναφέρονται. Και επιπλέον σύμφωνα με την σημασία, απόλυτη ή σχετική, στην οποία ο στόχος αυτός κατανοείται. Εάν όλες οι διακλαδώσεις των δύο αρχικών υποθέσεων, δηλαδή εάν όλες οι οκτώ υποθέσεις που προέρχονται από τον διαχωρισμό τους, είχαν την ίδια αξία, θα ήταν εντελώς επιφανειακό και περιττό να μακρολογούμε σε τόσες διακρίσεις. Δηλαδή δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να εξηγήσουμε την χρήση αυτού του σχήματος, παρά μόνον δεχόμενοι πως αυτό χρειάζεται να δείξει πως όχι μόνον οι δύο αρχικές υποθέσεις δεν μπορούν να είναι ισάξιες, όπως το είδαμε ήδη, αλλά κάθε μια από αυτές, μπορεί να έχει διαφορετική αξία, δηλαδή μπορεί να οδηγήσει σε συνέπειες αποδεκτές ή απαράδεκτες, δυνατές ή αδύνατες, συνεπέστατες ή αντιφατικές, σύμφωνα με τον σκοπό με τον οποίον λαμβάνονται και την σημασία, την μία ή την άλλη. Γι’ αυτό μπορεί να συμβεί η πρώτη των δύο πρωταρχικών υποθέσεων κατανοημένη με έναν κάποιο τρόπο να είναι αποδεκτή και κατανοημένη με έναν άλλο τρόπο να μην είναι και το ίδιο ισχύει και για την δεύτερη. Έτσι δεν μπορούμε να αποκλείσουμε πως από κάθε μια από τις δύο μπορούν να εξαχθούν δυνατές συνέπειες και συνέπειες αδύνατες, σύμφωνα με την σημασία με την οποία κατανοούνται οι όροι.

Σε αυτό συνίσταται η άσκηση την οποία συμβουλεύει ο Παρμενίδης τον Σωκράτη, η οποία καλείται «δρόμος που περνά δια μέσου κάθε πράγματος» (δια πάντων διέξοδος), διότι λογαριάζει όλες τις δυνατές διακρίσεις και λέγεται «σοβαρό παιχνίδι» ή «εργώδες» (πραγματειώδης παιδιά) (Παρμ. 136e - 137b), διότι η επεξεργασμένη διάκριση όλων των δυνατών περιπτώσεων προς εξέταση, δεν είναι περιττή, ή άχρηστη, αλλά απαραίτητη για να φθάσουμε στην αλήθεια.

Το θέμα στο οποίο ο Παρμενίδης, για να δώσει ένα παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο πρέπει να διεξαχθεί η διαλεκτική εξάσκηση, εφαρμόζει το σχήμα στο οποίο αναφερόμαστε, είναι το Ένα, δηλαδή το περιεχόμενο εκείνης που, τουλάχιστον στην ερμηνεία του Πλάτωνος, υπήρξε ιστορικά η θεωρία του. Αλλά πρόκειται για κάτι παραπάνω από ένα απλό παράδειγμα: διότι το Ένα, το οποίο υπερασπίστηκε διαλεκτικά ο Ζήνων μέσω της κατακρίσεως των πολλών, υπήρξε ήδη το θέμα του πρώτου μέρους του διαλόγου, όπου όμως είχε διαπραγματευτεί με ανάρμοστο τρόπο, λόγω της ελλείψεως της διακρίσεως ανάμεσα στο υποκείμενο και το κατηγορούμενο. Και το αντίθετο του Ενός, δηλαδή τα πολλά, λαμβανόμενα όμως σε σχέση με τις ιδέες, δηλαδή στη βάση της διακρίσεως ανάμεσα στο υποκείμενο και το κατηγορούμενο, υπήρξαν το θέμα του δευτέρου μέρους, όπου όμως είχαν περιοριστεί σε μια πρόχειρη νύξη για την ανάγκη υπερασπίσεως των ιδεών από τις αντιρρήσεις εναντίον τους από τον ίδιο τον Παρμενίδη, μέσω μιας βαθύτερης εξακριβώσεως της σημασίας της διακρίσεως ανάμεσα σε υποκείμενο και κατηγορούμενο, και να μην εκληφθεί ταυτοχρόνως και σαν ένας διαχωρισμός.

Γι’ αυτό και η επεξεργασία του Ενός στο τρίτο μέρος είναι κάτι σαν διόρθωση των ανακριβειών των δύο πρώτων, δηλαδή η ολοκλήρωση της προσπάθειας, το τέλος καθεμιάς από αυτές, είχε καθοριστεί σαν «θαυμαστόν».


(Συνεχίζεται)

Το κατηγορούμενο τόσο στην αρχαία ελληνική γλώσσα όσο και στην Νεοελληνική, είναι επίθετο ή ουσιαστικό που αποδίδει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στο υποκείμενο με τη χρήση συνδετικού ρήματος[1]. Μπορεί επίσης να είναι ολόκληρη πρόταση, όταν λειτουργεί ως όνομα.

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου