Τετάρτη 6 Ιουλίου 2022

PAUL FRIEDLȀNDER, ΠΛΑΤΩΝ (134)

Συνέχεια από Δευτέρα,6 Ιουνίου 2022                           

                                                      PAUL FRIEDLȀNDER
                                                           ΠΛΑΤΩΝ
                                                    ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ
                                             ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –
                                      ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

                             ΤΡΙΤΗ ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΤΟ ΟΨΙΜΟ ΕΡΓΟ
                             ΠΡΩΤΗ ΟΜΑΔΑ ΔΙΑΛΟΓΩΝ : Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
                                            24. ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ ( 5η συνέχεια )

Οκτώ απαγωγές ταξινομούνται ανά τέσσερις σε δυό ομάδες, μια θετική και μια αρνητική, και κάθε τετράδα σε δυό ξανά ζεύγη, όπου στο εκάστοτε πρώτο θεματοποιείται «το Ένα», ενώ στο εκάστοτε δεύτερο η πολλαπλότητα του «Άλλου» (τά άλλακαι το κάθε ζεύγος σχηματίζει μιαν αντινομία, στην οποία φαίνονται να αλληλοαναιρούνται θέση και αντίθεση. Την πρώτη αντινομία ακολουθεί (ωστόσο) και μια σύνθεση, η οποία πρέπει να ισχύη και για τη δεύτερη ασφαλώς αντινομία, επειδή αυτή η τελευταία προσδιορίζεται διασταυρούμενη, συγκρινόμενη με την πρώτη, στο εξής σχήμα: 1η θέση – Το Ένα (είναι) απομονωμένο από τα πάντα· 1η αντίθεση – Το Ένα (είναι) συνδεδεμένο με τα πάντα· σύνθεση των αντιτιθεμένων προτάσεων στον «νου» (οι αντιτιθέμενες προτάσεις συντίθενται στον «νου»). 2η θέση – Τα Πολλά (η Πολλαπλότης) (είναι) συνδεδεμένα με το Ένα· 2η αντίθεση – Τα Πολλά (η Πολλαπλότης) (είναι) χωρισμένα απ’ το Ένα.

Αν έχη φτάσει κανείς (ως) εδώ, τότε πρέπει ίσως να αναζητήση μια τέτοια σύνθεση και στην τρίτη και στην τέταρτη αντινομία. Παραβλέποντας τις διάφορες, σκόπιμες σίγουρα αστοχίες ή «πλάνες», που είναι πλούσια «σπαρμένες» στη δεύτερη κυρίως και πιο διεξοδική απαγωγή, και θεωρώντας μόνο το σχήμα, όπως αυτό παριστάνεται σαφέστατα στις σύντομες, ξεκινώντας απ’ την τρίτη, απαγωγές, θα πρέπη να μάθη (να δέχεται) κι αυτός που δεν είναι εκ των προτέρων προικισμένος για τέτοιες «τέχνες», την έκπληξη κατ’ αρχάς μπροστά στην «αντίστιξη» αυτής τής πολυφωνικής «φούγκας». Μια έκπληξη που δεν μας απαλλάσσει βέβαια απ’ την υποχρέωση να την κατανοήσουμε ως μιαν «αντίστιξη», όπου δεν μπορούμε να παραλείψουμε (να «αποστερηθούμε») καμμιά φωνή.

Ας πούμε εδώ ακόμα, ότι αυτή η «αντινομική φούγκα», όσο μοναδική κι αν φαίνεται ή κι αν είναι ακόμα ως Σύνολο, έχει παρ’ όλ’ αυτά τα προ-στάδιά της στο έργο τού Πλάτωνα. Ας σκεφτούμε το πώς ο ίδιος ο Σωκράτης αναπτύσσει και «αχρηστεύει» πάλι τέσσερις συνεχόμενες φορές μια πρόταση και μιαν αντιπρόταση για τη φιλία στον Λύσι έτσι, ώστε να μπορέσουν να μείνουν «μεταίωρες» μέσα σ’ αυτή τη διαλεκτική «διάσταση» οι πλατωνικές αλήθειες. Μπορούμε μάλιστα να ανατρέξουμε ακόμα και στο πρώιμο πλατωνικό έργο ‘Ιππαρχος, όπου αποδεικνύεται στην πρώτη αντιπαράθεση η πρόταση: «Κανένας άνθρωπος δεν είναι φιλόνικος», ενώ στη δεύτερη η πρόταση: «Όλοι οι άνθρωποι φιλονικούν». Χωρίς να παραβλέψουμε κι εκείνο που είναι σχηματικά παρόμοιο στα αντιθετικά συμπεράσματα του Ευθύδημου, καθώς και το πώς παρουσιάζονται μέσα απ’ αυτά αυθεντικές γνώσεις, χωρίς να το διαισθάνονται ούτε οι ίδιοι οι Εριστικοί. Ενώ μάς δείχνουν αυτά τα προ-στάδια, ότι δικαίως αναμένουμε ένα περιεχόμενο στις φαινομενικά τυπικές απλώς και μόνον ασκήσεις τού δικού μας εδώ διαλόγου, πέρα κι απ’ την ίδια τη σκέψη τού φορέα του.

Πρώτη αντινομία, θέση – Το «Ένα» δεν διαθέτει καμμιά πολλαπλότητα, δεν μερίζεται και δεν επεκτείνεται, δεν έχει χρονικότητα ούτε «χώρο». Σ’ αυτήν την απαγωγή (τη λογική αφαίρεση), το Ένα θεωρείται, ακρότατα αποχωρισμένο και «μοναχικό», μόνον ως «Ένα» και ως τίποτε απολύτως άλλο. Επιτυγχάνεται εδώ μια ριζοσπαστικοποίηση της έννοιας της ενότητας, τόσο εκπληκτική όσο και αναπόφευκτη, αναπόφευκτη για τον ακροώμενο προπαντός Σωκράτη, ο οποίος πρέπει (καλείται) να επαναγνωρίση σ’ αυτόν τον τρόπο ύπαρξης (τον τρόπο τού Είναι) το Είναι τού ίδιου του τού είδους. Για να εμφανισθή όμως ήδη αμέσως το ερώτημα, μήπως αποκλείονται εδώ δυνατότητες, που δεν επιτρέπεται (ωστόσο) να αποκλεισθούν. Αν το Ένα δεν έχη καμμιά μορφή στον χώρο, συνεπάγεται άραγες πράγματι απ’ αυτό, ότι «δεν συμμετέχει καθόλου» (137 D 8) στην ισότητα και τη στρογγυλότητα; Ή μήπως βρίσκει εδώ ακριβώς την αφορμή, καθώς τον έχει επιλέξει ως συνομιλητή ο Παρμενίδης, να παραπέμψη ο Σωκράτης σε κείνο για το οποίο έχει συμφωνήσει προηγουμένως μαζί του ο Παρμενίδης (129 Α κ.ε. 130Β), στη διάκριση δηλ. του είδους απ’ αυτό το οποίο (συμ)μετέχει στο είδος; Ενώ παραμένει σίγουρο σωστό, ότι είναι αναγκαίος, όταν έχη αποκλεισθή η ταυτότητα και η διαφορετικότητα, η τοπικότητα και η χρονικότητα από το Ένα, ένας διαχωρισμός του απ’ όλ’ αυτά· χωρίς να αποκλείεται όμως έτσι και το ερώτημα, αν είναι δυνατή και μια σύνδεση με όλα αυτά.

Χρειάζεται άραγες να συζητηθή καν μια τέτοια σύνδεση; Δεν απέδειξε ο Παρμενίδης στο διδακτικό του ποίημα, ότι μόνο το Ένα υπάρχει (είναι), κι ότι δεν είναι τίποτα άλλο παρά μόνον αυτό ακριβώς το Ένα; Ο πλατωνικός Παρμενίδης κινείται πράγματι στην τροχιά τού παρμενίδειου διδακτικού ποιήματος. Αποκλειομένων εδώ, όπως κι εκεί, (οιουδήποτε) μερισμού, κινήσεως και αλλαγής στο Ένα. Μόνο που ο πλατωνικός Παρμενίδης υπερβαίνει ως προς τη συνέπεια το πρωτότυπό του. Απέδιδε το ποίημα εκείνο την ολότητα (ούλον 8, 4), την αδιατάρακτη ησυχία (ατρεμές 8, 4. ακίνητον 8, 26), την ταυτότητα και την παραμονή (ταυτόν τ’ εν ταυτώ τε μένον 8, 29), καθώς και την οριακότητα (πείρας 8, 31, ουκ ατελεύτητον 8, 32) στο Είναι, αποκλείονται (λοιπόν) τώρα τα ίδια ακριβώς κατηγορούμενα από το Είναι εκ μέρους τού Πλάτωνα: είναι χωρίς αρχή και τέλος, άρα απεριόριστο (137 D)· δεν έχει μορφή και σχήμα, δεν είναι ούτε στρογγυλό ούτε ίσο (137 DE)· δεν υπάρχει (δεν είναι) πουθενά, ούτε σε κάτι άλλο ούτε στον εαυτό του (138 Α)· ησυχάζει τόσο ελάχιστα, όπως και κινείται (138 Β)· δεν ταυτίζεται ούτε με τον εαυτό του ούτε με κάτι άλλο. Δεν πρέπει (όμως) στην πραγματικότητα να παραβλέψουμε (το ερώτημα), γιατί έπρεπε να αποστερήση (άραγες) κανείς από το Ένα, αν δεν είναι τίποτα άλλο παρά αυτό ακριβώς το Ένα, εκείνα τα κατηγορούμενα, αφήνοντας και επιτρέποντας αυτά (εδώ στον Πλάτωνα). (Κι η απάντηση είναι) πως με τον τρόπο αυτόν αυτο-αναιρέθηκε το θεωρούμενο με απόλυτη αυστηρότητα παρμενίδειο Ένα, «ξέφυγε» από κάθε προσηγορία και κατηγορηματικότητα και κατέστη (ένα) Τίποτα. Που δεν μπορεί ούτε να το εκφράση, ούτε να το σκεφτή κανείς. Καθώς όμως εμείς δεν κάνουμε τίποτα άλλο τώρα απ’ το να εξακολουθούμε να το σκεπτόμαστε και να μιλάμε γι’ αυτό, αυτή η παρμενίδεια θέση αναιρέθηκε αφ’ εαυτής. – «Αν επιτρέπεται να εμπιστευτή κανείς μια τέτοιαν απαγωγή», λέει στο τέλος σχεδόν ο Παρμενίδης (141 Ε 12), μεταφέροντας κατόπιν την αμφιβολία γι’ αυτές τις τελευταίες, ριζοσπαστικώτατες συνέπειες στον μαθητή του. Και δεν χρειάζεται σχεδόν να επαναλάβουμε, ότι ο ακροώμενος Σωκράτης θα είχε εδώ απαντήσει εντελώς διαφορετικά απ’ ό,τι ο (απολύτως) «διαθέσιμος» (και μαθητής τού Παρμενίδη) Αριστοτέλης

Το να παρουσιαστή το Ένα μέσα στην (απόλυτη) καθαρότητά του: αυτό αποδείχθηκε ως το όφελος και το αναγκαίο έργο που επιτέλεσε η ανωτέρω θέση. Της οποίας η τελική αυτο-αναίρεση μάς οδηγεί παρ’ όλ’ αυτά να αναρωτηθούμε, αν δεν οφείλεται σε κείνην ακριβώς την «απομόνωση» το τελικό συμπέρασμα: μήπως θα μπορούσε να διαφυλαχθή δηλ. αυτή η αυστηρή απολυτότητα (του Ενός), με παράλληλη απαλλαγή (του) απ’ την «απομόνωση»· μήπως θα μπορούσε και μήπως θα έπρεπε να αναγνωρισθή η απορριφθείσα «μετοχή» (στο Ένα)· και μήπως δεν υπάρχει μάλιστα άλλος αληθινός δρόμος. Λέγεται εδώ (138 Β κ.ε.), πως το Ένα ούτε μπορεί να μένη ακίνητο ούτε να κινείται. Ενώ στον Σοφιστή (254 D) «αναμιγνύεται» το Είναι τόσο με την παύση όσο και με την κίνηση. Το Ένα δεν είναι πουθενά, ακούμε εδώ (138 Α). Ενώ στον Σοφιστή (250 Β) περιλαμβάνονται τόσο η παύση όσο και η κίνηση στο Είναι.

      ( συνεχίζεται ) 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου