Σάββατο 2 Ιουλίου 2022

Η ΤΡΙΑΔΑ ΣΤΑ ΓΡΑΠΤΑ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ(6)

 Συνέχεια από: Παρασκευή 1η Ιουλίου 2022

ΤΟ ΔΟΓΜΑ ΤΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ

Η έννοια της σχέσεως είναι ίσως το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Θεολογίας του Αυγουστίνου. Η αποδοχή της έννοιας αυτής, στους στοχασμούς του, ανακηρύσσοντάς την σαν έναν καθοριστικό παράγοντα της Τριαδικής Θεολογίας, αποτελεί χωρίς αμφιβολία ένα από τα μεγαλύτερα προσόντα του Επισκόπου της Ιππώνος. [Από εδώ προέρχεται και η έννοια του Κυρίου σαν μεσάζοντος. Διότι οι κατηγορίες του Αριστοτέλη, στις οποίες ανήκει η έννοια της σχέσεως, μεσολαβούν για την ενότητα του αισθητού, ώστε να εισαχθεί η ενότης αυτή στο νοητό και να αποκτήσει νόημα].

[Οι Καππαδόκες Πατέρες ασχολήθηκαν περιθωριακά μόνον με την έννοια της σχέσεως, ονομάζοντάς την το «πώς έχειν των υποστάσεων μεταξύ τους, πώς έχει η μία την άλλη» καί δηλώνει τό ομοούσιο]. Οπωσδήποτε πριν από τον Αυγουστίνο είχε χρησιμοποιηθεί από τον Γρηγόριο Νανζιαζηνό (σχέσις) για να δηλώσει την ζωντανή Τριάδα στον Θεό [τό ομοούσιο], αλλά ο Αυγουστίνος την κατέστησε σε κέντρο ενός θεολογικού συστήματος και μ’ αυτό το νέο ένδυμα την εισήγαγε στην Δυτική Θεολογία.]

[ Άγιος Γρηγόριος: «Πώς είναι δυνατόν να συνυπάρχουν στην Αγία Τριάδα Μοναρχία και Πατρότης;!» Και απαντά, “Λόγος ΚΘ, 2, 8”: «Ημείς όμως τιμώμεν την μοναρχίαν, και μάλιστα την μοναρχίαν η οποία δεν περιορίζεται εις ένα πρόσωπον, αλλά μοναρχίαν την οποίαν πραγματοποιεί η ισοτιμία της φύσεως, η σύμπνοια της γνώμης, η ταυτότης της κινήσεως και η συμφωνία με το ένα πρόσωπον, πράγμα που δεν επιτυγχάνεται εις την κτιστήν φύσιν, δια τούτο μονάς απ’ αρχής, εις δυάδα κινηθείσα, μέχρι Τριάδος έστη».
 “Λόγος ΚΘ, 16, 9”: «Η ονομασία Πατήρ δεν είναι χαρακτηρισμός ούτε της ουσίας, ούτε της ενεργείας, αλλά σημαίνει την σχέσιν του Πατρός προς τον Υιόν ή του Υιού προς τον Πατέρα. Όπως δηλ. εις ημάς τους ανθρώπους αι ονομασίαι αύται φανερώνουν την γνησιότητα και την ομοιότητα φύσεως μεταξύ γεννήτορος και γεννηθέντος».
Βλέπουμε ξεκάθαρα και εδώ πως είναι αδύνατο να βρεθούν όροι και καταστάσεις στη ζωή μας που να μπορούν να περιγράψουν την Αγία Τριάδα. Ακόμη και η Σχέση, το πώς έχει, σημαίνει ομοφυίαν, ισοτιμίαν. Δεν σημαίνουν πώς είναι, όπως ψευδώς προσπαθούν να μας πείσουν οι θεολόγοι μας. Το πρόσωπον δεν σημαίνει πώς είναι, αλλά πώς έχει το ένα προς το άλλο!
Στην Αγία Τριάδα είναι τα ίδια και ονόματα και πράγματα! ]

Αντιθέτως η παραδοσιακή έννοια του προσώπου χρησιμοποιήθηκε από τον Αυγουστίνο με μεγάλη προσοχή, με εχεμύθεια, διότι προκληθείς από τους Σαβελλιανούς, έπρεπε να εξηγήσει την Τριάδα στον Θεό. [Δύο διαφορετικά πράγματα. Πρώτα υπάρχει ο Θεός, ο οποίος δεν εξηγείται, είναι άγνωστος, όπως ισχυρίσθηκε αργότερα ο Βαρλαάμ, και στην συνέχεια ο Τριαδικός τρόπος, οι σχέσεις. Υποτίθεται πως οι Ορθόδοξοι αναγκάστηκαν να βγάλουν έξω από το σχεσιακό πλέγμα την υπόσταση του Πατρός, και να την ταυτίσουν με τον Θεό για να μην διαθέτουν δύο θεούς, τον άγνωστο θεό και την Θεότητα των υποστάσεων ή προσώπων, τα οποία κοινωνούν τις σχέσεις τους, τις άκτιστες ενέργειες, στην κτίση. Αναγκάστηκαν όμως να αποδεχθούν ατιμωτικά έναν δεύτερο Θεό, τον Κύριο, και να δικαιολογήσουν την ήττα τους, με την οντολογία. Εδώ κοιμάται ο Ζηζιούλας].
Αυτή η εχεμύθεια ή η αποσιώπηση των προσώπων ωφείλετο επίσης, και ίσως κυρίως, σε γλωσσικές αιτίες. Ο Αυγουστίνος δικαιολογήθηκε παραπέμποντας στην σύγχρονή του χρήση λέξεων όπως υπόσταση, ουσία, πρόσωπο, οι οποίες ήταν πρακτικώς συνώνυμες (περί Τριάδος, VII, 6, 11). Γι’  αυτόν τον λόγο είχε αρνηθεί να μεταφράσει κατά γράμμα την διατύπωση των Καππαδοκών «μία ουσία, τρείς υποστάσεις» σαν «μία essentia (ύπαρξη), τρείς ουσίες» [και πάλι είναι διαφορετικό το νόημα], καθότι essentia και substantia (υπόσταση) ήταν γι’ αυτόν τελείως συνώνυμα. Ο Αυγουστίνος δεν δεχόταν εντελώς ούτε την έκφραση μερικών διακεκριμένων Λατίνων συγγραφέων, οι οποίοι αντιπαρέθεταν στην μοναδική ύπαρξη ή ουσία τα «τρία πρόσωπα» (Περί Τριάδος V, 9, 10). [Τί θα πεί «αντιπαρέθεταν»;]
Και πράγματι, παρότι ο Επίσκοπος της Ιππώνος προσπάθησε μερικές φορές να κατανοήσει το πρόσωπο παραπέμποντας στην έννοια της σχέσεως, στην προσπάθειά του να το ξεχωρίσει από εκείνη της ουσίας, αυτή η τελευταία συνέχιζε να καθορίζει την σημασία. Πραγματικά, εκκινώντας από την Ουσία κατανοεί το πρόσωπο με την σημασία της ενυπάρξεως, του υφίσταμαι (immanenz), και παρατηρεί ταυτοχρόνως πως η έννοια δεν εκφράζει την στιγμή της σχέσεως, η οποία είναι τόσο σημαντική γι’ αυτόν.
Επειδή λοιπόν για τον Αυγουστίνο η σχέση (δίπλα στην Φύση και την Ουσία) είναι η βασική κατηγορία της Τριαδικής Θεολογίας, οι επιφυλάξεις του απέναντι στην έννοια του προσώπου τού φαίνονται απολύτως δικαιολογημένες. Εάν την ανέχεται παρ’ όλα αυτά, οφείλεται μόνον στις γλωσσικές δυσκολίες που του παρουσιάζονται. «Εάν όμως αναρωτηθούμε τί πράγμα είναι αυτές οι τρείς οντότητες, τότε μας γίνεται κατανοητή η μεγάλη φτώχεια που περιορίζει την ανθρώπινη γλώσσα. Έτσι σφυρηλατήθηκε η διατύπωση “τρία πρόσωπα”, όχι τόσο για να εκφράσουμε την πραγματική κατάσταση, αλλά για να μην σιωπήσουμε» (περί Τριάδος, V, 9, 10).
Για να μιλήσουμε λοιπόν για την Τριάδα στον Θεό, ο Αυγουστίνος προτιμά την χρήση της έννοιας της σχέσεως. Σύμφωνα με την κρίση του  Seeberg, πρόκειται για την «πιο λεπτή γραμμή, την πιο τρυφερή που θα μπορούσε να ανακαλυφθεί, για να φανερωθούν, κατά κάποιο τρόπο, οι διαφορές που υπάρχουν στο θείο είναι, χωρίς να καταστραφεί η ενότης, με την χρήση δυσνόητων κατηγοριών».
Η επιχειρηματολογία του είναι η εξής: όταν ομιλούμε για την παντοδυναμία, την αγαθότητα και την τελειότητα του Θεού, εννοούμε την Τριάδα στην ενότητά της. Όταν όμως ομιλούμε για τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, υιοθετούμε μιαν άλλη προοπτική: θέλουμε να πούμε πως τα τρία θεία ονόματα δεν δείχνουν κάτι άλλο (aliud), αλλά κάθε φορά κάποιον άλλοn (alius) (Πολιτεία του Θεού, XI, 9, 10). Πρέπει όμως να παρατηρήσουμε αμέσως, πως ο Αυγουστίνος δεν αναφέρεται σ’ αυτήν την οντολογική προοπτική σε ένα συμβεβηκός (τυχαίο), διότι μ’ αυτό θα υποδηλωνόταν ότι στον Θεό υπάρχει κάτι που αλλάζει. Ο Θεός αντιθέτως είναι από πάντοτε Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα και θα είναι πάντοτε. Σ’ αυτόν δεν υπάρχει τίποτε ασταθές.
Ο Αυγουστίνος επέλεξε την έννοια της σχέσεως για δύο λόγους. Πρώτα απ’ όλα διότι, έτσι όπως κατενοήθη από αυτόν, αυτή η έννοια είναι κάτι αναλλοίωτο, δεν είναι συμβεβηκός (Τριάδα V, 5, 6), και κατά δεύτερον λόγο, ακριβώς διότι σε μια τέτοιαν έννοια παραπέμπουν τα Τριαδικά ονόματα του Πατρός και του Υιού: «Καθότι δεν είναι Πατήρ ή Υιός καθαυτοί, αλλά ο ένας είναι για τον άλλον» (Τριάδα V, 5, 6). [Παρότι ο Γρηγόριος Νανζιαζηνός προειδοποίησε πολύ νωρίς, να μην μεταφέρουμε στην Αγία Τριάδα τις οικογενειακές μας σχέσεις]. Αυτή η διπλή προοπτική, που επιτρέπει να διακρίνουμε στον Θεό τόσο την ουσία όσο και τις σχέσεις, καταλήγει στην διάσημη δήλωση, σύμφωνα με την οποία στον Θεό το παν είναι Ένα, «εκτός από αυτό που μπορεί να λεχθεί για κάθε πρόσωπο σε αναφορά προς τα άλλα» (Πολιτεία Θεού, XI, 9, 10).
Όπως σημειώσαμε ήδη, ο Αυγουστίνος κατόρθωσε να συλλάβει τα πρόσωπα της Τριάδος σαν σχέσεις, βασιζόμενος αποκλειστικώς στις έννοιες σχέσεως που φανερώνουν τα ονόματα Πατήρ και Υιός. [Νάτο το Φιλιόκβε. Επειδή δεν μπορούμε να βρούμε σχέση πίσω από το όνομα, το καταργούμε. Καταλήγει η αγάπη του Πατρός και του Υιού]. Ο Πατήρ είναι τέτοιος μόνον αναφορικώς με τον Υιό και ο Υιός αντίστοιχα μόνον αναφορικώς με τον Πατέρα. Σ’ αυτή την σχέση το Άγιο Πνεύμα έχει σαν χαρακτηριστικό του ότι είναι αμοιβαίο δώρο του Πατρός και του Υιού, ο δεσμός της αγάπης που τους ενώνει (Τριάδα V, 15, 16). [Ούτε η σχέση είναι αρκετή λοιπόν. Χρειάζονται δεσμό ισχυρότερο για να ξεπεραστεί η ετερότης και η αναφορικότης. Δύο Θεοί λοιπόν, ο εξής ένας, η ενότης].
Η καταγωγή της θεολογικής του σκέψεως βρίσκεται χωρίς καμμία αμφιβολία στην διδασκαλία του Γρηγορίου Ναζιανζηνού (Τριάδα XV, 20, 38). [Η πηγή θα μπορούσε να είναι η ομιλία V. 29, του Αγίου Γρηγορίου]. Όσον αφορά όμως την φιλοσοφική πλευρά των σχέσεων, ο Αυγουστίνος, καθότι νεοπλατωνικός στοχαστής, δεν είχε καμμία δυσκολία να εννοήσει αυτές τις λεπτές διακρίσεις σαν αντικειμενικές πραγματικότητες και να τις ταυτίσει με τα πρόσωπα. Είναι απαραίτητο εξ άλλου να υπολογίσουμε τον νεοπλατωνισμό του Αυγουστίνου και όπου διακρίνεται κάποια Αριστοτελική επιρροή, στην διάκριση δηλαδή ανάμεσα στην ουσία και στο συμβεβηκός (τυχαίο). Είναι πολύ πιθανόν να γνώριζε αυτές τις αριστοτελικές κατηγορίες από την ανάγνωση της «Εισαγωγής» του νεοπλατωνικού Πορφύριου, μαθητού του Πλωτίνου (233 – 305 μ. Χ.)
Όμως ο Αυγουστίνος [σώζοντας την πίστη μας] δεν συλλαμβάνει την σχέση σαν ένα συμβεβηκός, ξεχωρίζοντας από τον Αριστοτέλη. Διότι διαλογιζόμενος την ενδοτριαδική ζωή, και για θεολογικούς λόγους , τις θωρεί αιώνιες και αναλλοίωτες. Η θεολογική άποψη βιάζει την λογική δομή της έννοιας και την σχετικοποιεί στην σκιά του μυστηρίου.

Συνεχίζεται
Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου