ΤΡΙΑΔΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
Συνέχεια από : Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου 2013
του FRANZ COURTH
Ας δούμε στην συνέχεια, μετά τον υπολογισμό της συνεπούς χρήσεως της έννοιας της σχέσεως, ένα άλλο χαρακτηριστικό της θεολογικής αυγουστινιανής σκέψεως. Την τριαδική ψυχολογική θεολογία, όπως ορίσθηκε από τον Schmans.
Για να επεξεργαστεί το δόγμα των τριαδικών αιωνίων σχέσεων και με επιχειρήματα που δεν θα ήταν αποκλειστικά φιλοσοφικά, και για να θυμίσει στον αναγνώστη την δημιουργία του ανθρώπου κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του Θεού, ο Αυγουστίνος χρησιμοποίησε μερικές αναλογίες που συνήγαγε από την ανθρώπινη εμπειρία, δηλαδή από όλα όσα του θύμιζαν μια τριαδική δομή στην πνευματική ζωή του ανθρώπου. Ο άνθρωπος, προικισμένος με νόηση και εσωτερικότητα, είναι πράγματι η πιο αυθεντική εικόνα του Θεού σαν μονάδος εν Τριάδι στην δημιουργία. [Η απόλυτη, θεϊκή προχειρότης, που έγινε στην συνέχεια, το θεμέλιο της Δύσεως].
Οι απολογητές είχαν ήδη μιλήσει για τον ενδιάθετο λόγο και για τον προφητικό λόγο, στηριζόμενοι στην ανθρωπολογία των Στωϊκών. Αυτό λοιπόν το ανθρωπολογικό πλησίασμα στην ενδοτριαδική ζωή εμβάθυνε αποτελεσματικά ο Αυγουστίνος στις σκέψεις του για την Τριάδα, οι οποίες μάλιστα στην συνέχεια θα αναπτυχθούν περαιτέρω από την μεσαιωνική Τριαδική Θεολογία. Η χρήση μιας τριαδικής δομής της εσωτερικής ζωής του ανθρώπου σαν αναλογία της Τριάδος συναντάται ήδη στις Εξομολογήσεις (Εξομολ. XIII, 11,12). Πρόκειται για την Τριάδα «είναι – αναγνωρίζειν – θέλειν»: «Εγώ πράγματι είμαι, γνωρίζω και θέλω. Είμαι προικισμένος με γνώση και βούληση, γνωρίζω ότι είμαι και ότι θέλω και επιθυμώ να είμαι και να γνωρίζω».
Ο Αυγουστίνος προσκαλεί τον αναγνώστη να συλλάβει ταυτόχρονα την απόλυτη ενότητα που αναπαρίσταται από αυτές τις λειτουργίες, και την διαφορετικότητα της καθεμιάς στο εσωτερικό της σχέσεως που υφίσταται ανάμεσά τους. Δεν ξεχνά όμως να υπενθυμίζει πόσο περιορισμένο είναι αυτό το μέσον πειθούς. Δεν πρέπει κανείς να έχει την ψευδαίσθηση πως συνέλαβε το αναλλοίωτο, «το οποίο Είναι αναλλοίωτα, αναλλοίωτα γνωρίζει και αναλλοίωτα θέλει», και γι’ αυτό είναι ανώτερο από κάθε ομοιότητα που μπορεί να συλλάβει η ανθρώπινη νόηση.
Στο περί Τριάδος οι αναλογίες διατυπώνονται ακόμη πιο καθαρά, ξεκινώντας από την εσωτερική ζωή του ανθρώπου. Βρίσκονται λοιπόν οι τριάδες: «μνήμη – νόηση – βούληση», και «νους – πληροφορία – αγάπη». Γι’ αυτήν την τελευταία δηλώνει: «Υπάρχει μια εικόνα η οποία κατά κάποιο τρόπο θυμίζει την Τριάδα: η νόηση και η έννοιά της, αυτή έχει γεννηθεί από εκείνη (proles) και είναι ο λόγος της, και τρίτον υπάρχει η αγάπη. Αυτά τα τρία πράγματα είναι ενωμένα και σχηματίζουν μια μοναδική Ουσία» (περί Τριάδος IX, 12, 18). Και σ’ αυτήν την περίπτωση όμως υπάρχει η προειδοποίηση για τα όρια των εικόνων αυτών (Τριάδα, XV, 80, 39). Με αυτά τα πράγματα διαρθρώνεται, όπως στις Εξομολογήσεις, η σκέψη πως η πρόοδος, σύμφωνα με την οποία εκτυλίσσεται η διανοητική μας ζωή, συνίσταται από τρία διαφορετικά στοιχεία τα οποία καθορίζονται αμοιβαίως, και ταυτοχρόνως σχηματίζουν μιαν ενότητα στην μοναδική της Ουσία.
Αυτές οι τριάδες χρειάζονται στον συγγραφέα για να δείξει δύο πλευρές, μια τυπική και μια θεματική ακριβώς, του υποκειμένου που διαπραγματεύεται. Στην πρώτη περίπτωση τού χρησιμεύουν για να δείξει μερικές μορφές οντολογικής ενότητος, οι οποίες συνίστανται από διαφορετικά στοιχεία που δεν εναλλάσσονται μεταξύ τους, και καθορίζονται αλληλοδιαδόχως. Στην βάση αυτών των αναλογιών υπάρχει ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της δυτικής σκέψεως: η ερώτηση πάνω στην δυνατότητα να συλληφθεί και να κατανοηθεί κάτι το οποίο είναι ταυτοχρόνως ένα και τρία.
Οι αναλογίες δεν οφείλονται όμως μόνον σ’ αυτή την τυπική πλευρά, τόσο τυπικά δυτική, αλλά θεματικά γεννήθηκαν από την πίστη στην Τριάδα (του Πλωτίνου). Αυτό προκύπτει καθαρά, ιδιαιτέρως εάν υπολογίσουμε την τριάδα «νους – γνώση – αγάπη» (mens – notitia – amor). Ο Αυγουστίνος προσπάθησε να ορίσει την γνώση (notitia) σαν γεννητό (proles) ή λόγο (verbum), ενώ το τρίτο στοιχείο, amor, συλλαμβάνεται ξεκάθαρα στο βάθος της πίστεως στο Άγιο Πνεύμα. Από αυτά τα παραδείγματα μπορούμε να συμπεράνουμε πως η θεολογική έρευνα του Αυγουστίνου, όσον αφορά στους στοχασμούς του για την Τριάδα, δεν πορεύεται αναγωγικά, αναφορικά, αλλά καταγωγικά: ο Αυγουστίνος ψάχνει στην κτίση, στο φως της τριαδικής του πίστεως, σε ίχνη τα οποία θα μπορούσαν να ζωοποιηθούν στο πλαίσιο της εμπειρίας και της γνώσεως [ανεξαρτήτως τής εν Χριστώ εμπειρίας και γνώσεως της Αγιότητος, παρακάμπτοντας την Αγιότητα, εναλλακτικά, διανοητικά], την ομολογία της πίστεώς του στον Θεό [όχι στον Χριστό, δεν είναι το ίδιο]. Συνοδεύοντας αυτήν του την έρευνα με την προσευχή και με τις συναφείς προσπάθειες συνέπειας στην ηθική ζωή [καλός άνθρωπος], προτίθεται να δει στον καθρέφτη της νοήσεώς του ό,τι πιστεύει ακλόνητα στην πίστη του.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου