Συνέχεια από: Τρίτη 26 Ιουλίου 2022
Nihilism Before Nietzsche
Michael Allen Gillespie
Μετάφραση: Γιώργος Ν. Μερτίκας
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟΟ FICHTE ΚΑΙ Η ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΝΟΟΥΜΕΝΟΥ ΕΓΩ
Το ιστορικό και πνευματικό υπόβαθρο του φιχτιανού ιδεαλισμού
Ο Johann Gottlieb Fichte γεννήθηκε το 1762 σε αγροτική οικογένεια της Σαξονίας. Η ευφυΐα του αναγνωρίστηκε αρκετά νωρίς από έναν ντόπιο αριστοκράτη, ο οποίος χρηματοδότησε την εκπαίδευσή του στο πασίγνωστο γυμνάσιο του Πφόρτα. Αργότερα ο Fichte σπούδασε θεολογία και δίκαιο στην Ιένα, στο Βίττενμπεργκ και στη Λειψία, αλλά, όταν απεβίωσε ο πάτρονάς του, δεν ήταν σε θέση να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Ο Fichte ποθούσε διακαώς μια σταδιοδρομία ως λόγιος και μέλος της καλλιεργημένης τάξης, αλλά, όπως πολλοί άλλοι μορφωμένοι άνδρες με ισχνά μέσα, αναγκάστηκε να επιβιώσει εργαζόμενος, συχνά υπό εξευτελιστικές συνθήκες, ως παιδαγωγός για ευγενείς και αριστοκρατικές οικογένειες.
Η Γαλλική Επανάσταση και η επανάσταση στη σκέψη που εγκαινιάστηκε από την καντιανή φιλοσοφία έδωσαν νέα προοπτική στη ζωή του. Έγινε γιακωβίνος και άρχισε να ονειρεύεται πως ήταν κατάλληλος για φιλόσοφος. Εγκατέλειψε τη δουλειά του και ταξίδεψε στο Κένιγκσμπεργκ το 1790 για να συναντήσει τον Kant και να ζητήσει τη γνώμη και τη συνδρομή του. Για να τραβήξει την προσοχή του Kant, έγραψε ένα δοκίμιο με τίτλο «Κριτική πάσης αποκαλύψεως», το οποίο έστειλε στον φιλόσοφο. Ο Kant εξεπλάγη από το σύγγραμμα και έπεισε τον εκδότη του να το δημοσιεύσει, αλλά ο εκδότης αποσιώπησε το όνομα του συγγραφέα στην πρώτη έκδοση. Το αποτέλεσμα ήταν ότι το σύγγραμμα εξελήφθη ως πιθανό έργο του Kant για την αποκεκαλυμμένη θρησκεία και έτυχε θερμής υποδοχής. Όταν έγινε σαφές ότι ο Fichte ήταν ο πραγματικός συγγραφέας, έγινε διασημότητα της φιλοσοφίας.
Ο Fichte είχε διαπρεπή αλλά ταραχώδη ακαδημαϊκή σταδιοδρομία, που σε μεγάλο βαθμό οφειλόταν στην αδιάλλακτη προσωπικότητά του. Τα έτη 1793 και 1794 δημοσίευσε ανώνυμα δύο γιακωβίνικα φυλλάδια· το πρώτο υπερασπιζόταν την ελευθερία της σκέψης ενάντια στους περιοριστικούς νόμους των Γερμανών πριγκίπων και το δεύτερο υποστήριζε τη Γαλλική Επανάσταση ενάντια στους Γερμανούς αστούς. Το 1794 αποδέχθηκε μία θέση στην Ιένα και δημοσίευσε την πρώτη έκδοση του μείζονος έργου του «Θεμελίωση σύμπασας της θεωρίας της επιστήμης» και την «Κλίση του λογίου». Το σύγγραμμά του «Θεμελίωση του φυσικού δικαίου» δημοσιεύθηκε το 1796 και το «Σύστημα της ηθικής» το 1798. Το 1799 κατηγορήθηκε ότι προπαγανδίζει τον αθεϊσμό και υποχρεώθηκε να παραιτηθεί από τη θέση του. Το 1800 μετακόμισε στο Βερολίνο και δημοσίευσε το σύγγραμμα «Η κλίση του ανθρώπου» και το «Κλειστό εμπορικό κράτος». Κατά τη διάρκεια της ναπολεόντειας περιόδου έγινε φλογερός εθνικιστής και προέτρεπε τον γερμανικό λαό να υψώσει το ανάστημα ενάντια στην ξένη δεσποτεία στο πασίγνωστο «Αγορεύσεις προς το γερμανικό έθνος». Τέθηκε επικεφαλής του φιλοσοφικού τομέα του Πανεπιστημίου του Βερολίνου το 1810 και υπηρέτησε ως πρύτανης του Πανεπιστημίου από το 1811 έως το 1812, προτού πεθάνει λόγω κακοήθους πυρετού το 1814.
Ο Fichte ήταν εξαιρετικά σημαντική και ισχυρή προσωπικότητα στη Γερμανία τη δεκαετία του 1790. Ο Friedrich Schlegel, επί παραδείγματι, υποστήριζε στο Athenaeum ότι η Γαλλική Επανάσταση, ο Βίλχελμ Μάιστερ του Goethe και η «Επιστήμη της γνώσης» του Fichte ήσαν τα σπουδαιότερα συμβάντα της εποχής του. Υπήρξε εξαίρετος δάσκαλος. Σε επιστολή που έγραψε όταν σπούδαζε με τον Fichte o Hölderlin δηλώνει ότι «ο Fichte είναι τώρα η ψυχή της Ιένας, και ευχαριστώ τον Θεό που υπάρχει. Δεν ξέρω κανέναν άλλο άνθρωπο με τέτοιο βάθος και πνευματική ενέργεια». Είχε μεγάλη επιρροή στους φοιτητές του, και πολλοί από αυτούς έμελλε να παίξουν σημαντικό ρόλο στη διανοητική ζωή της Γερμανίας. Ήταν ο δάσκαλος σχεδόν όλων των πρώτων Γερμανών ρομαντικών, των αποκαλούμενων ρομαντικών της Ιένας, συμπεριλαμβανομένων των Tieck, Wackenröder, Novalis, Friedrich Schlegel, August Wilhelm Schlegel και της συζύγου του Caroline, καθώς και των Hölderlin, Schelling και Schopenhauer. Η φήμη του, ωστόσο, ήταν τόσο σύντομη όσο και λαμπρή. Μετά το 1800 εκτοπίστηκε στο φιλοσοφικό στερέωμα αρχικώς από τον Schelling και στη συνέχεια από τον Hegel. Το πρώιμο έργο του ήταν αποφασιστικής σημασίας για τον Schelling και τον Hegel, καθώς και, μέσω της σκέψης τους, για πολλούς από τους ηγετικούς στοχαστές του δέκατου ένατου αιώνα, ενώ η πολιτική φιλοσοφία του επηρέασε ευθέως τόσο διαφορετικούς στοχαστές όπως τους Carlyle, Lassalle και Bakunin.
Το ουσιαστικό διανοητικό κέντρισμα της σκέψης του Fichte ήταν η καντιανή-κοπερνίκεια επανάσταση στη σκέψη. Ο Fichte κατανοεί τον Kant μέσα στον ορίζοντα της σύγχρονης σκέψης που διανοίχτηκε από τον Descartes και αντιπροσωπευόταν κυρίως από τον Rousseau και τους Γάλλους γιακωβίνους. Η σκέψη του Kant είναι αναμφίβολα προϊόν αυτής της παράδοσης, αλλά επίσης αποτελεί απάντηση στην άλλη σπουδαία παράδοση της πρώιμης σύγχρονης σκέψης, στον εμπειρισμό.
Ο Hobbes είχε κατά νου σχεδόν το σύνολο των εμπειριστών όταν διατεινόταν ότι ο Descartes καθίδρυσε το σύστημά του σε ελαττωματικά θεμέλια, εφ’ όσον έθεσε το εγώ ως θεμέλιο (Απαντήσεις, ΑΤ, 7171-196· CSM, 2:121-137). Το εγώ και η υποκειμενική σφαίρα εν γένει, σε αυτή την προοπτική, είναι απλώς συνδυασμοί της ύλης. Κατά συνέπεια δεν υπάρχει ελεύθερη βούληση. Τα ανθρώπινα όντα, όπως όλα τα υπόλοιπα πλάσματα, καθορίζονται από τους νόμους της ύλης. Η δήθεν ελεύθερη βούληση στην πραγματικότητα είναι μόνο η τελευταία ώθηση πριν από την κίνηση. Εξ άλλου δίχως τη βεβαιότητα τού εγώ η καρτεσιανή απόδειξη για την ύπαρξη και την καλοσύνη του Θεού δεν είναι δυνατόν να υποστηριχθεί. Ο Θεός του Descartes από την προοπτική του εμπειρισμού είναι επομένως το τίποτα. Ακόμη σημαντικότερο είναι ότι χωρίς τη βεβαιότητα του εγώ και του Θεού η αποδεικτική επιστήμη του Descartes δεν έχει θεμέλιο. Οι εμπειριστές όπως ο Hume μπορούσαν επομένως να υποστηρίζουν πως ό,τι φαινόταν στον Descartes ως αιτιώδης σχέση δεν ήταν παρά μια κανονικότητα της εμπειρίας. Για τον εμπειρισμό η επιστήμη περιγράφει μόνο τέτοιες κανονικότητες. Τα αποτελέσματά της επομένως δεν είναι βέβαια ή a priori, αλλά πιθανά και a posteriori.
Ο Kant επιχείρησε να διασώσει τόσο την επιστήμη όσο και την ελευθερία (και άρα την ηθικότητα και τη θρησκεία) από την επίθεση του εμπειρισμού, εμβαθύνοντας και συνάμα περιορίζοντας το υποκειμενιστικό θεμέλιο που καθίδρυσε ο Descartes. Ο Descartes και ο ορθολογισμός εν γένει ήσαν ανυπόληπτοι, σύμφωνα με τον Kant, επειδή έθεσαν αξιώσεις στη γνώση που υπερέβαιναν τα όρια της ανθρώπινης κατανόησης. Προκειμένου να καθιδρυθεί κάποιο πραγματικό θεμέλιο για την επιστήμη και να υπάρξει χώρος για ελευθερία, ηθικότητα και θρησκεία εν όψει του σκεπτικισμού, ο Kant πίστευε ότι ήταν απαραίτητη η συνολική κριτική του Λόγου.
Ο σκεπτικισμός του Hume ήταν μία κατά μέτωπον επίθεση στον ορθολογισμό. Αποδεικνύοντας ότι η αιτιότητα λογικά δεν αναγόταν στην εμπειρία ή δεν απέρρεε από αυτή, κατάφερε ένα καίριο πλήγμα στην ορθολογιστική επιστήμη. Ο Kant κατανοούσε την ισχύ αυτού του επιχειρήματος και αναγνώριζε επίσης ότι μπορούσε να επεκταθεί σε άλλες έννοιες. Αυτή η κριτική φαινόταν σε αυτόν να υπονομεύει τα θεμέλια της γνώσης γενικώς. Όμως ο Kant δεν πίστευε ότι το επιχείρημα του Hume αποδείκνυε πως η βέβαιη γνώση ήταν αδύνατη. Καταδείκνυε μάλλον την αποτυχία του ορθολογισμού να περιορίσει τον Λόγο σε μια σφαίρα ανάλογη των ικανοτήτων του. Αυτή η αποτυχία κατ' ανάγκην έφερε τον Λόγο σε αντίθεση με τον εαυτό του, σε ό,τι ο Kant αποκάλεσε αντινομίες.
Η ανακάλυψη των αντινομιών ήταν η αρχική ώθηση για την κριτική φιλοσοφία του Kant. Ιδιαίτερης σημασίας ήταν η αντινομία της αιτιότητας (KrV, Α445/B473-Α453/Β481). Περιγράφοντας αυτή την αντινομία, ο Kant επιχείρησε να δείξει ότι η έννοια της αιτιότητας δεν ήταν δυνατόν να επεκτείνεται επ' άπειρον χωρίς να παραβιάζει την αρχή του αποχρώντος λόγου, και επομένως προϋπέθετε μια πρώτη και ως εκ τούτου αυθόρμητη ή αναιτιολόγητη αιτία. Ωστόσο αυτή η αιτιότητα μέσω της ελευθερίας ερχόταν σε αντίθεση με την ουσιώδη αρχή της αιτιότητας ότι κάθε συμβάν έχει κάποια αιτία. Ο Kant υποστήριζε ότι αυτή η αντίφαση σήμαινε πως η φυσική επιστήμη δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς κάποιο βαθμό είτε θεϊκής είτε ανθρώπινης ελευθερίας, αν και αυτού του είδους η ελευθερία είναι ασυμβίβαστη με την αιτιώδη εξήγηση της φύσης που δίνει η φυσική επιστήμη.
Σύμφωνα με τον Kant, η αντινομία είναι το αποτέλεσμα της εγγενούς επιθυμίας του Λόγου να επεκταθεί πέραν των ορίων του στην προσπάθειά του να κατανοήσει το άπειρο. Αυτή η ενόραση οδήγησε τον Kant στον υπερβατολογικό ιδεαλισμό στο δόγμα ότι δεν γνωρίζουμε τα πράγματα αυτά καθ' εαυτά αλλά μόνο τις εμφάνειες ή τις αναπαραστάσεις τους εντός της συνείδησης. Αρκετά νωρίς στη σταδιοδρομία του στη φιλοσοφία έγινε φανερό στον Kant ότι η εμπειρία μας ουσιαστικά διαμορφώνεται από τις μορφές της συνείδησης βάσει των οποίων αντιλαμβανόμαστε και κατανοούμε. Χώρος και χρόνος, υποστήριζε, δεν είναι καθαυτό πράγματα αλλά απλώς μορφές της ενόρασής μας. Επομένως συλλαμβάνουμε τα πράγματα μόνο όπως εμφανίζονται στον χώρο και στον χρόνο, δηλαδή ως φαινόμενα. Έτσι, αυτές οι αντιλήψεις δεν οργανώνονται σύμφωνα με τις ουσιαστικές φύσεις τους αλλά σύμφωνα με τις κατηγορίες της κατανόησής μας. Ενδέχεται να δεχθούμε κάποια αρχική ώθηση από τον κόσμο που μας οδηγεί να σκεφτούμε, αλλά την κατανοούμε στο πλαίσιο των δομών της συνείδησης. Μολονότι δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τα πράγματα αυτά καθ' εαυτά επειδή τα γνωρίζουμε μέσω του γνωσιακού εξοπλισμού μας, γνωρίζουμε τις εμφάνειες ή τις αναπαραστάσεις των πραγμάτων αυτών καθ' εαυτά. Η γνώση αυτών των εμφανειών συγκροτεί επιστήμη, ή ό,τι ο Kant αποκαλεί κατανόηση.
Η αφετηρία του Kant είναι, λοιπόν, κατά βάση υποκειμενική. Ό,τι υπάρχει στο πιο θεμελιώδες επίπεδο είναι συνείδηση (Bewusstsein) ή εμπειρία. Για τον Kant και τον ιδεαλισμό εν γένει η Bewusstsein είναι πολύ ευρύτερη έννοια από την αντίληψή μας περί συνείδησης. Με την έννοια «συνείδηση» συνήθως εννοούμε κάποια ικανότητά μας για επίγνωση. Αυτό είναι μόνο ένα μικρό μέρος της ιδεαλιστικής έννοιας της Bewusstsein. Ο Kant υιοθετεί τον όρο από τον Wolff, ο οποίος τον χρησιμοποίησε για να μεταφράσει την καρτεσιανή conscientia. Είναι σύνθετη λέξη από το επίθετο «bewusst» («γνωστό», «γνώστης»), το ρήμα «wissen» («γνωρίζω») και το ρήμα «sein» («είμαι»), ή το ουσιαστικό «Sein» («το είναι»). Είναι, λοιπόν, η συναδέλφωση ή η ενότητα είναι και γνώσης, το είναι που γνωρίζει και το γνωρίζον είναι. Επομένως δεν μπορεί απλώς να συνταυτιστεί με το εμπειρικό υποκείμενο. Αυτό το εμπειρικό εγώ, το οποίο γίνεται ορατό σε εμάς με την αυτοπαρατήρηση, είναι στην πραγματικότητα απλό αντικείμενο της συνείδησης και όχι η καθαυτό συνείδηση. Συνείδηση είναι μάλλον το διττό υποκείμενο και αντικείμενο όπου άνθρωπος και φύση συνδέονται. Η ενότητα αυτής της πολυσχιδίας εκπηγάζει από έναν ανώτερο υποκειμενισμό, από την αποκαλούμενη υπερβατολογική ενότητα της κατάληψης, από το «εγώ» το οποίο συνοδεύει το σύνολο των αναπαραστάσεών μας και είναι η αναγκαία συνθήκη της δυνατότητάς τους. Άρα ο υποκειμενισμός του Kant συμπεριλαμβάνει το σύνολο των ανθρώπινων και φυσικών πραγμάτων όπως τα συναντάμε, και αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο να υπάρχουν υπό ορισμένη έννοια άπειρα πράγματα, όπως ο Θεός, τα οποία υπερβαίνουν τη συνείδησή μας, αν και αρνείται ότι μπορούμε να τα γνωρίσουμε με τον ίδιο τρόπο που γνωρίζουμε τα φαινόμενα.
Σύμφωνα με τον Kant, αυτός ο διαχωρισμός του φυσικού και του υπερφυσικού είναι ο μοναδικός τρόπος για να δημιουργήσουμε κάποια βάση για μια a priori επιστήμη της φύσης. Η επιστήμη για τον Kant και τους συγχρόνους του αποτελείται από ένα σύστημα συνθετικών αληθειών. Όλοι, συμπεριλαμβανομένου του Hume, αναγνώριζαν την ύπαρξη ορισμένων αναλυτικών αληθειών, δηλαδή αληθειών στις οποίες το κατηγόρημα απορρέει από ανάλυση του υποκειμένου. Τέτοιες αλήθειες είναι a priori, επειδή δεν χρειάζεται να ανατρέξουμε στην εμπειρία. Όλοι επίσης αναγνώριζαν την ύπαρξη εμπειρικών αληθειών, ή αληθειών στις οποίες το κατηγόρημα γίνεται γνωστό μέσω της κατ' αίσθηση αντίληψης. Αυτές είναι a posteriori αλήθειες. Η επιστήμη, ωστόσο, εδράζεται στη δυνατότητα συνθετικών αληθειών a priori, δηλαδή αληθειών στις οποίες το κατηγόρημα δεν απορρέει λογικά από το υποκείμενο αλλά επίσης δεν εξαρτάται από τη μαρτυρία των αισθήσεων. Ο Hume πίστευε ότι δεν υπάρχουν τέτοιες αλήθειες. Ο Kant προσπάθησε να αποδείξει ότι έκανε λάθος.
Η βάση για την απόδειξη a priori συνθετικών αληθειών είναι ο υπερβατολογικός ιδεαλισμός. Ο Hume αρχίζει και τελειώνει με την εμπειρία, αλλά δεν ερευνά τις δομές της εμπειρίας εν γένει. Ο Kant αναλαμβάνει αυτή την έρευνα προκειμένου να δείξει ότι κάθε εμπειρία λαμβάνει χώρα εντός της συνείδησης και καθορίζεται από τους νόμους της. Εάν ο Hume είχε δίκιο, υποστηρίζει ο Kant, δεν θα υπήρχε εμπειρία. Διότι για να υπάρχει εμπειρία πρέπει να είναι ενιαία ως δική μου εμπειρία. Κάθε εμπειρία, λοιπόν, συνδέεται με το εγώ και λαμβάνει χώρα μέσω της συνείδησης. Άρα η δομή της συνείδησης καθιδρύει τα όρια και τους νόμους της κατανόησης.
Ο Kant υποστήριζε ότι η κατανόηση είναι το αποτέλεσμα κρίσης και ότι η κρίση έχει δεδομένη και αμετάβλητη δομή, που φανερώνεται στις κατηγορίες. Αυτές οι κατηγορίες συγκροτούν τη βάση για μια a priori φυσική επιστήμη. Τέτοιου είδους επιστήμη, ασφαλώς, δεν εξηγεί a priori ποια είναι η αιτία κάθε ιδιαίτερου συμβάντος, μας λέει όμως ότι κάθε συμβάν έχει την αιτία του. Είναι επομένως εφικτή μια a priori φυσική επιστήμη των φαινομένων, αλλά πρέπει να παραδεχθούμε ότι πρόκειται για μια επιστήμη των εμφανειών και όχι των πραγμάτων αυτών καθ' εαυτά.
Αυτός ο περιορισμός δεν καθιδρύει μόνο κάποιο θεμέλιο για την επιστήμη, αλλά δημιουργεί επίσης χώρο για ελευθερία και ηθικότητα. Εάν οι νόμοι της φύσης εφαρμοστούν στα πράγματα αυτά καθ’ εαυτά, η ανθρώπινη ελευθερία θα γίνει ανέφικτη, και εάν δεν υπάρχει ανθρώπινη ελευθερία, δεν υπάρχει και ηθικός νόμος, αφού τα άτομα δεν θα ευθύνονται για τις πράξεις τους. Η ύπαρξη του ηθικού νόμου αποτελεί ένδειξη ότι τα ανθρώπινα όντα είναι ελεύθερα, και άρα διαφέρουν από όλα τα υπόλοιπα φυσικά όντα, δεν είναι απλώς μέσα ή κρίκοι στην αλυσίδα της φυσικής αιτιότητας αλλά σκοποί αφ’ εαυτού τους, όντα τα οποία πράττουν. Η φαινομενική αντίφαση φύσης και ελευθερίας που εμφανίστηκε στην αντινομία της αιτιότητας επιλύεται επομένως από τον υπερβατολογικό ιδεαλισμό. Ενώ οι νόμοι της φύσης καθορίζουν τα φαινόμενα, οι άνθρωποι δεν είναι απλώς φαινομενικά όντα. Έχουν επομένως την ικανότητα για ελευθερία και ηθικότητα. Στην «Κριτική του καθαρού Λόγου» ο Kant προτίθεται να αποδείξει τη δυνατότητα μιας αιτιότητας μέσω της ελευθερίας που προστίθεται στην αιτιότητα μέσω της φύσης. Στην «Κριτική του πρακτικού Λόγου» ο Kant μετατοπίζεται στην κατεύθυνση του Rousseau και θεωρεί την ελεύθερη αιτιότητα θεμέλιο για τον ηθικό νόμο.
Σε αντίθεση με την «Κριτική του καθαρού Λόγου», η «Κριτική του πρακτικού Λόγου» δεν εξετάζει ό,τι υπάρχει αλλά ό,τι πρέπει να υπάρχει. Στοχαστές όπως ο Bacon και ο Descartes, o οποίος διατύπωσε για πρώτη φορά την ιδέα μιας καθολικής επιστήμης, κατανοούσαν το ερώτημα «τι δέον γενέσθαι» στο πλαίσιο του αγώνα τους για να επιβληθεί ό,τι ήταν εκ φύσεως καλό ενάντια στη δεσπόζουσα θεολογική ορθοδοξία. Σε πρακτικό επίπεδο, ενδιαφέρονταν πρωτίστως για την αυτοσυντήρηση και την ευημερία του ανθρώπου. Μολονότι ο Descartes κατανοούσε την ανθρώπινη ουσία ως ελευθερία ή βούληση, δεν ισχυριζόταν ότι η ελευθερία ήταν ο σκοπός της ανθρώπινης δραστηριότητας ή το βασικό κριτήριο της ηθικής. Με τον Rousseau αυτή η ριζοσπαστική αντίληψη της ελευθερίας έγινε σαφής, και ήταν αυτή η αντίληψη του Rousseau περί ελευθερίας που επηρέασε αποφασιστικά τον Kant.
Για τον Kant ο άνθρωπος είναι συγχρόνως φύση και ανώτερος από φύση. Ως φαινομενικό ον, καθορίζεται απολύτως από τη φυσική αναγκαιότητα μέσω των παθών και των επιθυμιών του. Η βούλησή του, ωστόσο, είναι ελεύθερη, διότι αναγνωρίζει το δέον γενέσθαι και τον εξυψώνει υπεράνω των φυσικών ενορμήσεων, στο ιδεώδες. Κατά πόσο, όμως, πραγματώνει αυτό το ιδεώδες είναι συζητήσιμο. Ελευθερία σημαίνει να ενεργεί κανείς ορθολογικά, δηλαδή να ενεργεί σύμφωνα με κάποια οικουμενική αρχή που είναι αδιάφορη για την ιδιαιτερότητά μας. Η κατηγορική επιταγή ότι πρέπει κανείς να πράττει πάντοτε έτσι ώστε το αξίωμα της πράξης του να μπορεί να είναι οικουμενικός νόμος είναι επομένως η προϋπόθεση της ελευθερίας. Ελευθερία δεν είναι η ιδιοτροπία των παθών αλλά η καθυπόταξή τους στον ηθικό νόμο. Η δυνατότητα της ελεύθερης βούλησης, ωστόσο, δεν εγγυάται την αποτελεσματικότητά της. Στην πραγματικότητα, ο Kant είχε σοβαρές αμφιβολίες για το κατά πόσο η ελεύθερη βούληση θα μπορούσε να ασκήσει κάποια επίδραση στον φαινομενικό κόσμο, διότι δεν είμαστε απλώς ελεύθεροι, αλλά, επίσης, καθοριζόμαστε από τη φυσική αιτιότητα. Ο άνθρωπος είναι ανάμεσα στη φύση και στο θεϊκό και άγεται από πανίσχυρες δυνάμεις σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Η υπέρβαση της φύσης μέσω του ηθικού νόμου, εν τούτοις, είναι ο μοναδικός νόμιμος σκοπός της ανθρώπινης ζωής. Ο άνθρωπος, με άλλα λόγια, πρέπει να πασχίσει να εκδηλώσει τη θεϊκή ουσία που εδρεύει εντός του, έστω κι αν αυτός ο στόχος δεν μπορεί ποτέ να επιτευχθεί.
Πολλοί στοχαστές οι οποίοι διέκειντο ευμενώς απέναντι στο καντιανό εγχείρημα δεν είχαν πειστεί ότι ο Kant το είχε περατώσει με ικανοποιητικό τρόπο. Δυσκολεύονταν να αποδεχθούν τα αποτελέσματα της επανάστασής του στον τρόπο της σκέψης, κυρίως επειδή φαινόταν να αφήνει ελάχιστο χώρο για τις κατασκευές της φαντασίας και του θεωρησιακού Λόγου, που τα θεωρούσαν τόσο θελκτικά και ουσιαστικά για την ανθρώπινη ζωή. Ο κόσμος του Kant, αντιθέτως, έδειχνε άγονος και άχρωμος.
Ο Kant είχε πλήρη επίγνωση ότι η κριτική φιλοσοφία του ήταν απίθανο να ικανοποιεί τους συγχρόνους του. Ωστόσο πίστευε ότι η απογοήτευσή τους οφειλόταν στο γεγονός ότι επιθυμούσαν περισσότερα απ' όσα μπορούσε να προσφέρει η ύπαρξη. Ο άνθρωπος γνωρίζει μόνο «μια νησίδα, που περικλείεται από την ίδια τη φύση της μέσα σε αμετάβλητα όρια. Είναι η χώρα της αλήθειας -σαγηνευτικό όνομα!-, που περιβάλλεται από έναν πλατύ και τρικυμισμένο ωκεανό, το καθαυτό βασίλειο της απατηλής φαινομενικότητας, όπου πυκνές ομίχλες και πολλά παγόβουνα που αρχίζουν να λιώνουν παρουσιάζουν στον θαλασσοπόρο που ονειρεύεται στα ταξίδια του ανακαλύψεις την ψεύτικη εικόνα καινούριων χωρών, και ξεγελώντας τον με φρούδες ελπίδες τον εμπλέκουν σε περιπέτειες που δεν μπορεί ποτέ να εγκαταλείψει και τις οποίες ποτέ, ωστόσο, δεν μπορεί να φέρει εις πέρας» (KrV, A235/B294-A236/B295).
Παρά τις προειδοποιήσεις του Kant, οι επικριτές του είχαν την τάση να ερμηνεύουν την απογοήτευσή τους με βάση την ανεπάρκεια της καντιανής σκέψης. Ήσαν ιδιαίτερα απογοητευμένοι με την υποτιθέμενη καντιανή επίλυση της αντίφασης ανάμεσα στην ελευθερία και στη φύση. Ο Hegel, για παράδειγμα, υποστήριζε ότι ο Kant είχε επιλύσει την αντινομία φύσης και ελευθερίας μετατοπίζοντας απλώς την αντίφαση μέσα στη συνείδηση. Σύμφωνα με τη γνώμη του, ο Kant κατέστησε την ίδια τη συνείδηση -το ανώτερο πράγμα- αντιφατική. Από αυτή την προοπτική, η πρώτη και η δεύτερη Κριτική έμοιαζαν να είναι ασυμβίβαστες. Ο υπερβατολογικός ιδεαλισμός φαινόταν να είναι όχι απλώς δυϊσμός αλλά αντιφατικός δυϊσμός. Αυτή η φαινομενική αντίφαση έδωσε το έναυσμα για τις σκεπτικιστικές επιθέσεις του Schulze και άλλων ενάντια στον καντιανισμό. Οι θαυμαστές του Kant ήλπιζαν ότι η τρίτη Κριτική του θα απαντούσε σε αυτά τα ζητήματα και θα παρείχε κάποιο θεμέλιο για τη συμφιλίωση φύσης και ελευθερίας, αλλά το αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό. Χρειαζόταν κάτι περισσότερο. Ο Reinhold διατεινόταν ότι η απλή κριτική του Λόγου ήταν ανεπαρκής, χρειαζόταν κάποιο σύστημα του Λόγου το οποίο θα παράγει τη θεωρία και την πράξη από μια ενιαία πηγή. Αυτό το σύστημα του Λόγου προσπάθησαν να κατασκευάσουν οι διάδοχοι του Kant. [Η έρευνα για τη συστηματική επίλυση των προβλημάτων του καντιανισμού δεν ήταν η μόνη εξέλιξη της καντιανής σκέψης. Ο Schiller και άλλοι ακολούθησαν μια αισθητική κατεύθυνση που είχε επίσης μεγάλη σημασία για τη μεταγενέστερη σκέψη. Για μια πληρέστερη πραγμάτευση αυτής της κατεύθυνσης βλ. Yack, The Longing for Total Revolution, 133-184].
Ο Descartes άνοιξε την πόρτα στη νεοτερικότητα όταν δημιούργησε έναν προμαχώνα του Λόγου όπου τα ανθρώπινα όντα θα ήσαν ελεύθερα από τις τρομακτικές ιδιοτροπίες του παντοδύναμου Θεού. Αυτός ο προμαχώνας ήταν το πεδίο της βεβαιότητας που αναχαίτισε την καταιγίδα του χάους και του σκεπτικισμού την οποία εξαπέλυσε αυτός ο Θεός. Ο Descartes, επίσης, έδωσε στα ανθρώπινα όντα τα επιστημονικά όπλα για να δαμάσουν τον κόσμο και να τον αναπλάσουν σύμφωνα με ανθρώπινα μέτρα για ανθρώπινους σκοπούς. Ωστόσο η επίθεση του Hume άνοιξε ένα ρήγμα στα καρτεσιανά τείχη και απείλησε το όλο εγχείρημα. Ο Kant ήταν σε θέση να αναστηλώσει αυτά τα τείχη, υπό την προϋπόθεση ότι θα περιόριζε τα όριά τους. Μόνο εάν οι εν γένει θεωρησιακές κρίσεις περί Θεού, ηθικότητας και ελευθερίας αποκλείονταν θα ήταν δυνατόν να διασφαλιστεί η συνοχή της κατανόησης. Ο Θεός του Descartes εκτοπίστηκε, λοιπόν, έξω από τη σφαίρα των φαινομένων. Έτσι, όμως, απελευθερωνόταν επίσης απ' όσους περιορισμούς τού είχε επιβάλει ο Descartes.
Η λαμπρή μέρα για τα φαινόμενα την οποία ανήγγειλε η σκέψη του Kant περιβαλλόταν, λοιπόν, από αδιαπέραστο σκοτάδι. Το πράγμα αυτό καθ' εαυτό το οποίο συγκροτεί τη γνήσια πραγματικότητα παραμένει απλώς ο άγνωστος Χ. Ο Kant μάς προειδοποιεί να μη διεισδύσουμε σε αυτό το σκοτάδι, αλλά συγχρόνως το καθιστά εξαιρετικά ελκυστικό. Υπαινίσσεται ότι η νοητή νύχτα ίσως τελικά να είναι ο πραγματικός κόσμος και ότι η μέρα στην οποία ενδιατρίβουμε είναι απλή αναπαράσταση αυτής της νυχτερινής πραγματικότητας (πρβλ. KrV, A249-A253 και Α253/B308-A260/Β315). Επιπλέον, υποστηρίζει ότι πρέπει να καθοδηγούμαστε από την ηθική επιταγή που προβάλλεται πάνω μας εξ αιτίας αυτής της νύχτας. Τελευταίο και σημαντικότερο, με την ιδέα του πρακτικού Λόγου φαίνεται επίσης να δημιουργεί ρήγμα στο τείχος του Λόγoυ που ο Descartes είχε οικοδομήσει με τόση φροντίδα.
Αυτό το ρήγμα άσκησε ακαταμάχητη έλξη στους διαδόχους του Kant, και ο ένας μετά τον άλλο το διάβηκαν αναζητώντας τη μυστική πηγή του διαφωτισμού τους. Ο Kant ήταν συμφιλιωμένος με τη νησίδα της αλήθειας του. Ό,τι ήταν δυνατόν να γνωρίσει κανείς μπορούσε να το μάθει στο Κένιγκσμπεργκ. Οι διάδοχοί του, ωστόσο, άντλησαν ένα διαφορετικό μάθημα από τη σκέψη του. Διδάχθηκαν ότι αυτός ο περιορισμένος κόσμος είναι απολύτως ανεπαρκής ως ενδιαίτημα του ανθρώπου, γιατί είναι ένας κόσμος πεπερασμένων ψευδαισθήσεων, σε αντίθεση με την άπειρη ουσία του ανθρώπου. Δεν τους ικανοποιούσε η εύτακτη νησίδα αλήθειας του Kant και άνοιξαν πανιά για τις φουρτουνιασμένες καντιανές θάλασσες, αναζητώντας το αληθινό είναι τους. Ένας από τους πρώτους που άνοιξαν πανιά γι' αυτές τις σκοτεινές θάλασσες και εξερεύνησαν αυτή τη νυχτερινή επικράτεια ήταν o Fichte. [Ο Charles Taylor έχει περιγράψει το ευρύτερο πλαίσιο αυτού του εγχειρήματος για συμβιβασμό με το «αυτοεκπτυσσόμενο υποκείμενο» στο έργο του Hegel (Κέμπριτζ: Cambridge University Press, 1975), σ. 51]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου