Συνέχεια από Τετάρτη,6 Ιουλίου 2022
PAUL FRIEDLȀNDER
ΠΛΑΤΩΝ
ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ
ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –
ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
ΤΡΙΤΗ ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΤΟ ΟΨΙΜΟ ΕΡΓΟ
ΠΡΩΤΗ ΟΜΑΔΑ ΔΙΑΛΟΓΩΝ : Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
24. ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ ( 6η συνέχεια )
Πρώτη αντινομία, αντίθεση. Το ίδιο όμως πράγμα μπορεί να ειδωθή και διαφορετικά (αλλοίον). Η προϋπόθεση της φράσεως «αν το Ένα είναι» συνδέει ήδη το Ένα με ένα Άλλο, με το Είναι. Το «Ένα όν (το Ένα που υπάρχει)» είναι ένα Ολόκληρο, όπως στον ιστορικό Παρμενίδη, έχει όμως, σε αντίθεση προς τον Παρμενίδη, «μέρη» (μόρια) – χωρίς να χρειάζεται να καταλάβουμε λανθασμένα, ως προς τη σπουδαιότητα ή την πραγματικότητα, αυτήν την αντίθεση του Ολόκληρου προς τα μέρη. Εφ΄ όσον το Ένα είναι πάντοτε ένα Όν, και το ‘Ον πάντοτε ένα Ένα, εφαρμόζεται και το ατελεύτητο στο «Ένα Όν». Με ακόμα μεγαλύτερη ίσως σαφήνεια συνάγεται με κάποιον άλλον (ωστόσο) τρόπο η πολλαπλότητα απ’ το «Ένα Όν». Στο Ένα Όν υπάρχει (και) το Δύο και, καθώς το Ένα είναι ένα «Άλλο» απ’ το Όν, υπάρχει και το Τρία, και ολόκληρο κατά συνέπεια το σύστημα των αριθμών. Στο Ένα Όν υπάρχει, εν συντομία, η «ορμή» για την πολλαπλότητα, και πρέπει να διακρίνουμε αυτή την αναγκαία «διαπλοκή», για να αντιμετωπίσουμε τις μονόπλευρες συνέπειες της θέσης που διατυπώθηκε. Ο αναγνώστης καλείται ωστόσο να αναρωτηθή μαζί με τον ακροώμενο τον διάλογο νεαρό Σωκράτη, μήπως εφαρμόζονται και τα δυό εδώ: η αναγκαία πολλαπλότητα και «διαπλοκή» τών Ιδεών, αλλά και η εξίσου αναγκαία αλληλεξάρτηση ανάμεσα στην κάθε μια Ιδέα και τις πολλές εμφανίσεις της.
Είναι πολύ πιθανό όμως, κι εδώ ακόμα να «μπερδευτούμε». Εφ’ όσον δεν «μετέχει» μόνο το Ολόκληρο, αλλά και κάθε μέρος, δεν μετέχει μόνο το Ένα, αλλά και τα Πολλά «στο Είναι» (ουσίας μετέχει 144 Α), το οποίο είναι έτσι κατακερματισμένο (κατακερμάτισται, μεμέρισται 144 Β) σε ελάχιστα (μικρότατα) μέρη, και εφ’ όσον είναι ένα μέρος το κάθε μέρος, έτσι είναι (υπάρχει) παρομοίως και «το Ένα», που είναι, εξίσου όπως το Είναι, κατακερματισμένο. Δεν είναι άρα μόνο το υπάρχον Ένα, αλλά και το Ένα μόνο του Πολλά. Το «Ένα» και το «Είναι» είναι βέβαια χονδροειδώς υλοποιημένα εδώ, και οι λεπτότερες δυνατότητες που ενυπάρχουν στην έννοια της μετοχής έχουν αποσιωπηθή. Οπότε και το συμπέρασμα ακούγεται άκρως παράξενο και αμφίβολο: το ‘Ένα είναι Πολλά! Δεν συνάγεται ασφαλώς, ότι το Ένα συνδέεται αναγκαίως με τα Πολλά, ούτε συνάγεται ότι «κατά τούς συλλογισμούς (κατά το πλήρωμα των συλλογισμών)» (υπό λόγων) το ίδιο είναι (ταυτόχρονα) Ένα και Πολλά – όπως λέγεται με ιδιαίτερα πανηγυρική έμφαση στον Φίληβο (15 D) -, αλλά ότι το Ένα είναι αυτόχρημα (πράγματι) Πολλά. Και εφ’ όσον φτάσαμε τόσο «μακριά», συσσωρεύεται ένα ολόκληρο πλήθος αντιτασσομένων μεταξύ τους κατηγορουμένων στο Ένα: δεν είναι μόνο (όπως το εξέφρασε το παρμενίδειο διδακτικό ποίημα) οριοθετημένο (8, 42), στον εαυτό του (8, 29), ησυχάζον (8, 4), ταυτόσημο με τον εαυτό του (8, 29), αλλά είναι ταυτόχρονα απεριόριστο, (υπάρχει) σε ένα Άλλο, κινείται και είναι διαφορετικό απ’ τον εαυτό του. Και είναι έτσι όμοιο και ανόμοιο ως προς τον εαυτό του και ως προς το Άλλο, ταυτόχρονα νεώτερο και παλαιότερο απ’ αυτό το ίδιο και απ’ το Άλλο. Συγκεντρώνει όλα τα αντίθετα μεταξύ τους κατηγορούμενα στον εαυτό του, χωρίς να γίνεται π.χ. αισθητό ότι αυτοί οι προσδιορισμοί πρέπει να κατανοούνται από διαφορετικήν άποψη, χωρίς να «ψιθυρίζεται» έστω κάτι οτιδήποτε για τη δυνατότητα να υφίσταται (καν) αυτή η «σύμπτωση των αντιθέτων» (coincidentia oppositorum).
Η αντι-παρμενίδεια θέση αυξήθηκε τα μέγιστα – ξεκινώντας απ’ την «ασυνέπεια» του ιστορικού Παρμενίδη – σ’ αυτήν την αντίθεση. Το Ένα καθίσταται εδώ κάτι σαν το Άπειρον του Αναξίμανδρου, περιέχοντας πολλά ταυτόχρονα απ’ τον Λόγο τού Ηράκλειτου, που συνενώνει στον εαυτό του τις αντιθέσεις. Απ’ αυτήν την αυτο-ανύψωση όμως τού Ενός σ’ ένα απροσδιόριστο και περιεκτικό «Τα πάντα» προκύπτει το ερώτημα, μήπως είναι αυτή η ταχύτατη και άμεση σύνδεση που ευθύνεται για το αποτέλεσμα. (Ενώ μπορούμε να θυμηθούμε ίσως εδώ κι εκείνο το χωρίο τού Φίληβου – 16 C έως 17 Α - , όπου το «πήδημα» απ’ το Ένα στο Άπειρο χωρίς βαθμίδες και ενδιάμεσα μέλη κατακρίνεται ως μια εριστική διαδικασία.) Μήπως μπορεί να διαφυλαχθή ο αναγκαίος σύνδεσμος, χωρίς να είναι υποχρεωτική εκείνη η συσσώρευση αλληλοαποκλειομένων αντιθέσεων στο Ένα; Μήπως οδηγεί σ’ αυτό ακριβώς ο δρόμος (για να ξεφύγουμε) από τη σύγχυση, τον οποίον αποκλείει, με τον ίδιον ακριβώς τρόπο όπως και η θέση, η αντίθεση – ενώ ταυτόχρονα τον δείχνει;
Πρώτη αντινομία και σύνθεση. Η αντίθεση δείχνει το Ένα να συμμετέχη στο Είναι, ενώ η θέση αποκλείει κάθε τέτοια μετοχή. Θέση και αντίθεση μπορούν μόνον τότε να συνυπάρξουν, αν η καθεμιά καλείται να ισχύη σε «διαφορετική χρονική στιγμή». Η «μεσολάβηση» (επικοινωνία) όμως «από εδώ μέχρις εκεί», το σημείο στο οποίο γίγνεσθαι και παρέρχεσθαι, χωρισμός και συνένωση, ανάπτυξη και εξαφάνιση συμπίπτουν, δεν μπορεί να υπάρχη σε καμμιά χρονική στιγμή. Καθώς αυτό ανήκει στον νού (στό εξαίφνης), στη δύναμη ή τη στιγμή τής (αιφνίδιας) μεταβολής απ’ τον έναν τρόπο τού Είναι στον αντίθετο. Όπου και συνδυάζονται, όχι μόνον οι αντιθετικές προτάσεις τής πρώτης αντινομίας, αλλά και τα αντιθετικά κατηγορούμενα του Ενός μέσα στην πρώτη αντίθεση, όπως είναι η κίνηση και η ησυχία, η ομοιότητα και η ανομοιότητα.
Ποια σημασία έχει λοιπόν για το Όλον αυτή η «μεσολάβηση» των δυό αντιθέσεων, αυτή η απαγωγή (η λογική αφαίρεση) του νου, στον οποίον οι αντιθέσεις αίρονται αλλά και τίθενται; Φανερώνεται εδώ ότι θέση και αντίθεση δεν αντιπαρατίθενται, ώστε να αλληλοκαταστραφούν εριστικά, αλλά για να θεωρηθούν συγκλίνουσες. Στη θέση γνωρίζουμε την απολυτότητα – χωρίς να της επιτρέπεται όμως να αναβιβασθή μέχρι το σημείο ενός αδιαφοροποίητου Τίποτα. Στην αντίθεση μπορεί να διεκπεραιωθή ένας συνδυασμός – χωρίς να διεκπεραιώνεται όμως τόσο «αδιαμεσολάβητα», ώστε να φτάνη στην ατελεύτητη, δίχως ενδιάμεσες βαθμίδες, διαφορετικότητα. Η σύνθεση μάς διδάσκει λοιπόν την αναζήτηση μιας απολυτότητας, η οποία όχι μόνον επιτρέπει τον συνδυασμό, και έναν συνδυασμό, που όχι μόνον επιτρέπει την απολυτότητα, αλλά και τα απαιτεί! Αυτό που δεν μπορεί δε να πραγματοποιήση ούτε η παρμενίδεια ούτε η εχθρική ή εριστική διατύπωση, το πραγματοποιεί, όπως το φανερώνει στον διάλογο με τους Ελεάτες και με τη συμφωνία τους ο Σωκράτης, το Είδος. Γιατί η απολυτότητα είναι συνδεδεμένη, και μάλιστα αναγκαίως συνδεδεμένη, με μια πληρότητα σχέσης (είναι πλήρης σχέσεως!) μόνο (και αποκλειστικά) στο Είδος! Η θέση χρησιμεύει στο να αντιληφθούμε αυστηρά ως «έτσι και όχι αλλιώς» το Είδος. Και η αντίθεση οδηγεί στην αναγκαίως συνδεδεμένη με το Είδος πληρότητα σχέσης: εδώ βρίσκεται και η «αρχή» τόσο για την πολλαπλότητα και συνδυαστικότητα των μορφών όσο και για την αναγκαία αλληλεξάρτηση ανάμεσα στο ένα κάθε φορά Είδος και στα πολλά, μετέχοντα σ’ αυτό πράγματα. Η θέση μάς διδάσκει να αποκλείουμε κάθε πιθανό διαμερισμό, σε χώρο και χρόνο, του Είδους. Ενώ η αντίθεση – το πιο διεξοδικό και πιο «πλούσιο» σε σκόπιμα λανθασμένα συμπεράσματα μέρος τού διαλόγου – μας διδάσκει με τον πιο ισχυρό ταυτόχρονα τρόπο να λύνουμε τις απορίες, που δεν μπόρεσαν να «εφησυχάσουν» στον διάλογο μεταξύ Σωκράτους και Παρμενίδου.
( συνεχίζεται )
ΜΑΣ ΔΙΝΕΤΑΙ ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΝΑ ΓΕΥΘΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ, ΤΙΣ ΑΠΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΛΥΣΕΙΣ ΤΗΣ, ΣΕ ΑΜΕΣΗ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ ΜΕ ΤΙΣ ΑΝΙΣΕΣ ΝΟΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΤΩΝ ΥΠΗΚΟΩΝ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΥ ΗΛΙΟΥ ΤΟΥ ΑΛΑΘΗΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΠΑΠΙΣΜΟΥ, ΝΑ ΖΕΣΤΑΝΟΥΝ ΤΟ ΚΟΚΚΑΛΑΚΙ ΤΟΥΣ. ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΕΥΡΕΣΗ ΤΗΣ ΑΙΤΙΩΔΟΥΣ ΑΡΧΗΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου