Συνέχεια από:Τετάρτη 13 Ιουλίου 2022
Του Ernst Lewalter
Στον τόμο: Zeitschrift für Kirchengeschichte 53, 1934
ΙΙ. Civitas (Πολιτεία)
Η ματιά στην σχέση εσχατολογίας και ιστορίας τής σωτηρίας, όσο και η ματιά στην σχέση ιστορίας τής σωτηρίας και γενικής παγκόσμιας ιστορίας, σύμφωνα με τον Αυγουστίνο, παραποιήθηκε από μεταγενέστερα προβλήματα, τα οποία μας έστρεψαν στο να θέσουμε στον Αυγουστίνο ερωτήματα περί «σχέσης Εκκλησίας και κράτους». Η έρευνα διήνυσε ένα μακρύ δρόμο μαρτυρίου, μέχρι να φτάσει στο αποτέλεσμα, που ανέκαθεν ήταν κοινό αγαθό τής έρευνας για τον Αυγουστίνο, στον καθολικό χώρο: «το κράτος» για τον Αυγουστίνο δεν «συμπίπτει» εν γένει και απροϋπόθετα με την civitas diaboli [πολιτεία του διαβόλου]. Αντιθέτως, η έκφραση (την οποία χρησιμοποίησαν παλαιότεροι ερμηνευτές του έργου του Αυγουστίνου, όπως οι v. Eicken και Eucken) πως ο Αυγουστίνος απορρίπτει την τάξη τής κοσμικής ζωής (civitas terrena) ως «έργο του διαβόλου», συναντάται στο de civitate Dei [Πολιτεία του Θεού] με διπλή έννοια: α) συνώνυμο της civitas diaboli, όπου σημαίνει το σύνολο των απορριφθέντων (αγγέλων και ανθρώπων), β) σημαίνει επίσης τον αστικό σύνδεσμο, που στον χρονικό κόσμο είναι απαραίτητος, και μπορεί αναλόγως, να ταξινομηθεί είτε ως «γήινος» και να απορριφθεί, είτε ως χρήσιμος (utilis) για την civitas Dei.
Το ότι διατηρείται με μια κάποια επιμονή, παρά τις προαναφερθείσες διαπιστώσεις, η γνώμη πως για τον Αυγουστίνο το κράτος και η civitas diaboli, η Εκκλησία και η civitas Dei, είναι «παρομοιώσεις», οφείλεται στο γεγονός πως σε ολόκληρο το έργο βρίσκεται μια διδασκαλία περί των δυο civitates [πολιτείες], για την οποία θεώρησαν, πολύ επιφανειακά, πως προκύπτει από μια εξάρτηση του Αυγουστίνου από τον Tyconius.
Νέες έρευνες διεύρυναν το πεδίο στο σημείο αυτό. Έδειξαν πως ο λόγος περί civitas έχει παρθεί από την γλώσσα της Βίβλου, η δε χρήση αυτής τής λέξης προέρχεται από την μέθοδο τής αλληγορικής εξηγητικής. Κάθε ερμηνεία του κειμένου του Αυγουστίνου πρέπει να έχει υπ’ όψιν, πως ο λόγος περί civitas Dei είναι «tropica locutio» [τρόπος του λέγειν]. Δεν πρέπει να προσκολληθεί «στην έννοια civitas Dei», αλλά να διερωτηθεί ποια έννοια εννοείται με τον όρο civitas Dei. Το κύριο ερώτημα είναι: εννοείται η Βασιλεία του Θεού ή η Εκκλησία; Και περαιτέρω: εάν (πράγμα που ισχύει) την μια εννοεί την Εκκλησία και την άλλη την Βασιλεία του Θεού-πως πρέπει να κατανοηθεί αυτή η διπλή χρήση; Στο σημείο αυτό δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία: ο Αυγουστίνος χρησιμοποιεί ένα ταλαντευόμενο τρόπο έκφρασης. Αυτό ισχύει προφανώς όταν δεν βρίσκεται κάποια άλλη εξήγηση για την δίσημη χρήση των όρων από τον Αυγουστίνο. Επίσης: εκεί που ο Αυγουστίνος είναι ένας συστηματικός στοχαστής, πρέπει να μπορεί να υποδειχθεί πως αυτή η διπλή χρήση έχει νόημα μέσα στον στοχασμό του.
Αν προσπαθήσουμε να βρούμε αυτή την υπόδειξη, από την οποία εξαρτώνται όλα, τότε πρέπει να έχουμε υπόψιν μας, πως ο Αυγουστίνος εκθέτει (θεωρεί πως είναι σε θέση να στοχαστούν έτσι) όσους στοχάζονται μαζί με αυτόν, σε μια ιδιαίτερη δυσκολία: πρέπει να είναι σε θέση να σκεφτούν τόσο το είτε-είτε (boni-mali [καλοί-κακοί], electi-reprobi [εκλεκτοί-απορριφθέντες], civitas Dei-civitas diaboli), όσο και την κλιμακωτή τάξη του κόσμου (αναφορά στην utilitas, τα σχετικά αγαθά της γνώσης και της ευσέβειας). Μόνο με την κατάδυση στα βάθη του προβλήματος της θεοδικίας, θα μπορέσει να συλλάβει την ιδέα της ιστορίας της σωτηρίας ως την ιδέα η οποία διαμεσολαβεί και θεμελιώνει το σύστημα. Για τον λόγο αυτό είναι προφανές πως πρέπει να υποθέσουμε, πως οι δυο δέσμες ιδεών, αυτή του είτε-είτε και αυτή της κλιμακωτής τάξεως, συμπλέκονται και προέρχονται από διαφορετικές πηγές. Η πρώτη από τον Μανιχαϊσμό και η δεύτερη από την αρχαία φιλοσοφία. Αν αυτή η κρίση, η καθόλου κολακευτική για τον Αυγουστίνο, δεν μας ικανοποιεί, πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν εκείνα τα σημεία, στα οποία ο Αυγουστίνος μας αναγκάζει να περάσουμε από το είτε-είτε στον κλιμακωτό χαρακτήρα του κόσμου.
Στην τελευταια πρόταση τού πρώτου μέρους τής De civ. Dei 8x,32-I,460, 31 Dombart), ο Αυγουστίνος καταπιάνεται με αυτό που ανακοίνωσε στην αρχή του πρώτου βιβλίου: θέλει να μιλήσει για την αρχή, την πορεία και το κατάλληλο τέλος των δυο civitates. Στην αρχή του δεύτερου μέρους (ΧΙ,1) αναφέρει από την μια πλευρά την civitas Dei και τον Θεό ως ιδρυτή της «sanctae civitatis» και, από την άλλη, αναφέρει τους ειδωλολάτρες ως πολίτες της «terrena civitas». Έτσι παρουσιάζονται οι δυο civitates (terrena-[γήινη] και celestis-[ουράνια]) ως inimici [εχθρικές], με την έννοια του είτε-είτε. Το βιβλίο ΧΙ παρουσιάζει πως οι δυο civitates «προήλθαν από το σχίσμα των αγγέλων» (462,14). Ολόκληρη η διήγηση των βιβλίων XI-XIV προσανατολίζεται σε αυτό το είτε-είτε, που τονίζεται στο τέλος του βιβλίου XIV (c. 28,II, 56,24 Domb.): duae civitates [δυο πολιτείες] - duo amores [δυο έρωτες]- duae gloriae [δυο δόξες] - duae sapientiae [δυο σοφίες].
Όταν όμως στην αρχή του βιβλίου XV ξεκινά με την περιγραφή της κοσμικής ιστορίας, και μιλά περί «duo genera, quas mystice appellamus duas civitates, hoc est, duas societates hominum», προκαλεί εντύπωση πως οι εκφράσεις civ. celestis και terrena δεν αναφέρονται. Οι δυο civitates hominum εξηγούνται ως εξής: una, que praedestinata… subire cum diabolo. Δημιουργείται η εντύπωση πως οι δυο χαρακτηρισμοί που προηγουμένως βρισκόταν στο προσκήνιο, αποφεύγονται με συνέπεια. Όταν αντιπαραθέτει τον Κάιν και τον Άβελ, ως εκείνους στους οποίους προεικονίζονται (praefiguratae) οι δυο civitates, λέει: ο Κάιν είναι: «pertinens ad hominum civitatem» και ο Άβελ: «pertinens ad civitatem Dei». Επίσης, ο Κάιν είναι: «civis huius saeculi», ο δε Άβελ: «isto peregrinans in saeculo» (περιπλανώμενος στον αιώνα αυτόν). Στην πρόταση της Γενέσεως 4, 17 [Καὶ ἔγνω Κάϊν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκε τὸν ᾿Ενώχ. καὶ ἦν οἰκοδομῶν πόλιν καὶ ἐπωνόμασε τὴν πόλιν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, ᾿Ενώχ.]: «Cain condidit civitatem» προσθέτει την αντίθεση: «Abel tamquam peregrinus non condidit»[ο Άβελ όντας περιπλανώμενος δεν έκτισε] (δεν εννοεί: δεν έκτισε μια πόλη, αλλά, δεν έχει κτίσει μια πόλη). Όλοι οι peregrinates (από τον Σεθ) ζουν σε μια πόλη του Κάιν, αλλά δεν την έχουν «κτίσει».
Απαρατήρητα εισχώρησε μια μετατόπιση του τόνου. Δεν γίνεται πια λόγος για την πόλη του Θεού και την πόλη του διαβόλου, αλλά για δυο φυλές της ανθρωπότητας: cives huius saeculi [πολίτες αυτού του αιώνος] και peregrinates in saeculo [περιπλανώμενοι μέσα στον αιώνα]. Οι μεν ανήκουν σε μια πόλη, οι δε όχι. Το επόμενο κεφάλαιο (XV,2) προσθέτει (ως ερμηνεία τής προς Γαλάτας 4,21) στην πόλη αυτή μια διαφοροποίηση. Θα δειχθεί πως τής ανήκουν δυο δυνατότητες ύπαρξης (formae): μπορεί 1) να είναι επαρκής για τον εαυτό της (suam praesentiam demonstrare) αλλά και 2) «να είναι μια εικονα τής εικόνας της civitas caelestis [ουράνιας, θεϊκής πολιτείας]» (caelisti civitati significandae servire). Μέσα σε αυτή την αμφισημία η πόλη τού Κάιν ονομάζεται «terrena civitas». Η έκφραση που προηγουμένως (I-XIV) χρησιμοποιήθηκε ως συνώνυμο της civitas diaboli, και που στο προηγούμενο κεφάλαιο δεν χρησιμοποιήθηκε, εισάγεται πάλι και συσχετίζεται με την ιδέα της μιμήσεως. Το είτε-είτε έγινε κλίμακα.
Προσπάθησαν –όπως το έκανε πρώτος ο Reuter- να εξηγήσουν αυτήν την περίεργη στροφή της πορείας τής σκέψης (που αποτελεί σταυρό για κάθε προσπάθεια ερμηνείας) με μια «εξηγητική ανάγκη». Προφανώς χωρίς λόγο. Γιατί το κείμενο του Παύλου παρουσιάζει ένα είτε-είτε (filii carnis [υιοί της σάρκας]-filii promissionis [υιοι της επαγγελίας], filii ancilae [υιοί της παιδίσκης, δούλας]-filii liberae [της ελευθέρας]). Πέραν αυτού: τι ανάγκασε τον Αυγουστίνο στο σημείο αυτό να μιλήσει περί Άγαρ και Σάρας; Και τι τον ανάγκασε στο επόμενο κεφάλαιο (XV, 4) να ασχοληθεί με την pax terrena [επίγεια ειρήνη], και να προλάβει έτσι το βιβλίο XIX;
Μόνο μια εξήγηση χωράει εδώ. Ο Αυγουστίνος θέλει ήδη από αυτό το σημείο-δηλαδή στην αρχή της έκθεσης περί της γενικής ιστορίας (universalhistorisch)- να παρουσιάσει την ιδέα τής μιμήσεως, η οποία θα είναι κυρίαρχη στα επόμενα βιβλία. Εδώ δεν τον οδηγεί κάποια «ερμηνευτική ανάγκη». Αλλά, διακόπτει την χρονολογική σειρά, και ξεζουμίζει την προς Γαλάτας επιστολή, μέχρι να δώσει μια ιδέα την οποία δεν περιέχει: την ιδέα της μιμήσεως. Αν ίσχυε αυτό που θεωρούν τόσο σημαντικοί ερευνητές όπως οι Reuter, Troeltsch και Holl, ότι δηλαδή κατά την μακρά διάρκεια της συγγραφής, τα πράγματα άλλαξαν σταδιακά για τον Αυγουστίνο, τότε η εμφάνιση «νέων» ιδεών σε χρονολογικά ανοίκεια θέση θα ήταν τελείως ανεξήγητη.
Πέραν αυτών, η ιδέα της διπλής civitas Dei (της αρχετύπου εικόνας και της εικόνας, significanda και significans), είναι για την αρχή τού έργου τόσο λίγο ξένη, ώστε να αποτελεί την έναρξη της όλης παρουσίασης: η Praefatio (πρόλογος) ξεκινά με την δήλωση πως αναφέρεται στην civitas Dei, «είτε πρόκειται για την πορεία αυτού του χρόνου, όπου ζώντας από την πίστη, περιπλανιέται (peregrinatur) ανάμεσα στους αθέους, είτε πρόκειται για την σταθερότητα εκείνη της αιώνιας καθέδρας, την οποία τώρα προσμένει με υπομονή» (I,3,10 Domb.)
Αν προσκολληθούμε στα πράγματα και όχι στις λέξεις, ξεκαθαρίζει και το πρόβλημα των λέξεων. Ο Αυγουστίνος προφανώς δεν προϋποθέτει μια «θεωρία των civitates», η οποία εκλείπει όσο προχωρά η παρουσίαση του θέματος- ώστε στο τέλος η civitas terrena να σημαίνει το κράτος. Ο Αυγουστίνος προτίθεται να κάνει το εξής: θέλει καταρχάς να αντιπαραθέσει την Βασιλεία του Θεού προς την βασιλεία του διαβόλου, και κατόπιν να παρουσιάσει την δομή και την εξέλιξη της ιστορικής ζωής. Και για τα δυο θέματα του προσφέρεται από την εκκλησιαστική παράδοση τής βιβλικής γλώσσας η έκφραση civitas ως υλικό για την «tropica locutio» [τρόπος του λέγειν] του Αυγουστίνου. Αν ο ψαλμός 45 πρόσφερε την «πόλη του Θεού» (civitas Dei), η οποία ανέκαθεν (τελευταίως στον Αμβρόσιο) ερμηνευόταν ως βασιλεία θεού (ελλ.), η Αποκάλυψη του Ιωάννου πρόσφερε την «πόλη του διαβόλου» Βαβυλώνα (που ανέκαθεν εθεωρείτο το αντίθετο της Ιερουσαλήμ), και η Γένεση 4, 17 την «πόλη του Κάιν».
Είναι σχεδόν αχρείαστο να καταφεύγουμε στον Tyconius για να βρούμε αυτόν που ήταν η πηγή της ιδέας του Αυγουστίνου. Η σχεδόν αυτονόητη εισαγωγή του λόγου περί των δυο civitates, η υπόδειξη πως «εμείς ονομάζουμε civitates με τρόπο μεταφορικό» τα δυο γένη της ανθρωπότητας-όλα αυτά δείχνουν, πως για τον Αυγουστίνο, όσο και για τους αναγνώστες του, ο τρόπος αυτός του λέγειν ήταν οικείος. Το σχόλιο του Tyconius στην Αποκάλυψη είχε μάλλον κάποιο μερίδιο στο δεδομένο αυτό.
Όλες οι συνεχιζόμενες προσπάθειες, «να αλωθεί η πολυπόθητη civitas Dei με μια επίθεση του Tyconius από τα πλάγια» έπρεπε να αποτύχουν. Γιατί ο Αυγουστίνος δεν θέλει να πει πως ισχύει ο δυισμός, πόλη του Θεού και πόλη του διαβόλου, βασιλεία των παιδιών του Θεού και βασιλεία των παιδιών του κόσμου, που είναι η βασική ιδέα του Tyconius. Το θέμα του Αυγουστίνου είναι η peregrinatio της civitas Dei «in hoc saeculo». Με αυτόν τον τρόπο του λέγειν-πού εμφανίζεται ήδη στην αρχή του βιβλίου-γίνεται σαφές πως ο Αυγουστίνος δεν θέλει να ασχοληθεί με την ecclesia militans [στρατευόμενη Εκκλησία] και τον εχθρό της, αλλά για την Βασιλεία του Θεού. Τόσο στην περίπτωση που η Βασιλεία έρθει «post finem sine fine» [μετά το τέλος της ιστορίας, χωρίς η ίδια να εχει τέλος], όσο και στην περίπτωση που γίνει in hoc saeculo (στον αιώνα τούτο) (peregrinatur [περιπλανώμενη], aedificatur [κτιστή]). Ο Tyconius (ο οποίος υπολογίζει την Δευτέρα Παρουσία το 380) δεν ασχολείται με αυτό το «γίγνεσθαι προς το είναι». Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου