Οι θεολογικές καταβολές της Νεωτερικότητας
Εισαγωγή: Η έννοια της
Νεωτερικότητας γ
Η καταγωγή της
νεωτερικότητας
Συνέχεια από 21. Ιουλίου 2022
Η συμβατική ιστορία που
εκτείνεται τουλάχιστον μέχρι τον Hegel, θεωρεί την μοντέρνα εποχή ένα προϊόν εξαιρετικών
ανθρώπινων όντων, λαμπρών επιστημόνων, φιλοσόφων, συγγραφέων και εξερευνητών,
που υπερέβησαν τις θρησκευτικές δεισιδαιμονίες και εγκαθίδρυσαν ένα νέο κόσμο
βασισμένο στον ορθολογισμό. Με τον τρόπο αυτό απεικονίζεται η νεωτερικότητα ως
μια ακραία ρήξη με το παρελθόν. Η θεώρηση αυτή περί της καταγωγής της
νεωτερικότητας αμφισβητήθηκε ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα, από ερευνητές,
όπως ο Etienne Gilson, ο οποίος έδειξε πως οι υποτιθέμενοι ιδρυτές της νέας
εποχής δανείστηκαν πολλές από τις ιδέες τους από του μεσαιωνικούς τους
προγόνους. Ούτε αυτοί, ούτε η εποχή την οποία ίδρυσαν ήταν αυθεντική, όπως
ισχυρίζονταν. Χτίζοντας σε αυτή τη βάση, οι ιστορικοί του που ακολούθησαν,
εστιάζοντας συχνά στην κοινωνική ιστορία και την ιστορία της επιστήμης, προσπάθησαν να
δείξουν, πως η μετάβαση από τον μεσαιωνικό προς τον μοντέρνο κόσμο, ήταν πολύ
πιο βαθμιαία, απ’ ότι πίστευαν μέχρι τότε. Στην πραγματικότητα, εξετάζοντας πιο
διεξοδικά, οι ιστορικοί αυτοί ισχυρίζονται, ότι βλέπουμε πως υπάρχουν πολλές
περισσότερες ομοιότητες και συνέχειες μεταξύ των δυο εποχών, σε σύγκριση με
αυτές που εισηγείται η παραδοσιακή άποψη.
Στοχαζόμενος πάνω σε αυτές
τις ομοιότητες και διαφορές, ο Karl Löwith εισηγήθηκε στο έργο
του «Το νόημα της ιστορίας» (1949), πως η νεωτερικότητα ήταν αποτέλεσμα της
εκκοσμίκευσης των χριστιανικών ιδανικών, και πως για τον λόγο αυτό δεν μπορούσε
να διακριθεί εν τέλει από τον Μεσαίωνα. Από αυτή την οπτική γωνία για
παράδειγμα, η έννοια της προόδου, που είναι ουσιαστικής σημασίας για την
μοντέρνα αυτό-αντίληψη (self-understanding), φαίνεται πως είναι η εκκοσμίκευση του χριστιανικού
χιλιασμού (millennarianism). Παρατηρώντας από αυτή την οπτική γωνία, η παραδοσιακή
αντίληψη περί της ανάδυσης της νεωτερικότητας ως θριάμβου του ορθολογισμού επί
της δεισιδαιμονίας, φαίνεται πως είναι ιδιαίτερα ελαττωματική.
Η θέση αυτή περί
εκκοσμίκευσης, η οποία είχε κερδίσει πολλούς οπαδούς κατά τις δεκαετίες 1950
και 1960, αμφισβητήθηκε από τον Hans Blumenberg, ο οποίος εξέφρασε την θέση, πως η μοντέρνα εποχή δεν
είναι ένας εκκοσμικευμένος μεσαιωνικός κόσμος, αλλά κάτι νέο και μοναδικό. Επιφανειακά
η θέση του Blumenberg φαίνεται να είναι μια
αναβίωση της συμβατικής άποψης, που εξισώνει την νεωτερικότητα με τον θρίαμβο
του ορθολογισμού, αλλά στην πραγματικότητα υιοθετεί μια πιο νιτσεϊκή άποψη,
ταυτίζοντας την νεωτερικότητα όχι με τον ορθολογισμό, αλλά με την αυτοσυνειδησία
(self-assertion). Σύμφωνα με την άποψη του, η αυτό-βεβαίωση που
χαρακτηρίζει τον μοντέρνο κόσμο δεν είναι απλώς μια βούληση για δύναμη. Μάλλον
κατευθύνεται προς την λύση του προβλήματος ή του ερωτήματος το οποίο έμεινε
μετά την κατάρρευση του μεσαιωνικού κόσμου. Ο Blumenberg λοιπόν βλέπει την
νεωτερικότητα ως τη δεύτερη υπέρβαση του προβλήματος, από το οποίο κατάγεται ο
Χριστιανισμός όπως τον ξέρουμε, το πρόβλημα του Γνωστικισμού. Αυτή η δεύτερη
υπέρβαση ήταν σύμφωνα με τον Blumenberg απαραίτητη, καθώς η
χριστιανική προσπάθεια να τον υπερβεί ήταν ελαττωματική από την αρχή της. Σύμφωνα
με την άποψη του, ο Γνωστικισμός εμφανίστηκε προς το τέλος του Μεσαίωνα με την
μορφή του νομιναλισμού, ο οποίος κατέστρεψε τον σχολαστικισμό και γέννησε την άποψη
περί ενός Θεού που θέλει (voluntaristic) και όχι ενός λογικού Θεού (rational). Ως αντίθεση προς αυτόν τον νέο Γνωστικισμό, η
νεωτερικότητα προσπάθησε να εγκαθιδρύσει ένα θεμέλιο (ground) για την ανθρώπινη ευημερία στην έννοια της
αυτό-βεβαίωσης (αυτοσυνειδησίας). Με τον τρόπο αυτό, η νεωτερικότητα δεν ήταν απλά
μια εκκοσμίκευση του Χριστιανισμού, αλλά κάτι νέο και δικαιολογημένο. Φαινόμενα
που έμοιαζαν με εκκοσμικευμένα στοιχεία της χριστιανικής άποψης περί του κόσμου
είναι επομένως μόνο «επανακτήσεις» των κενών πια χριστιανικών θέσεων, που σημαίνει προσπάθειες να απαντηθούν οι εκτός μόδας χριστιανικές
ερωτήσεις με μοντέρνους τρόπους. Η ιδέα της προόδου από αυτή την άποψη, δεν
είναι εκκοσμικευμένη μορφή του χριστιανικού χιλιασμού, αλλά μάλλον η
«επανάκτηση» της μεσαιωνικής ανάγκης να δειχθεί το κρυμμένο χέρι του Θεού σε
όλα τα γεγονότα. Σύμφωνα με τον Blumenberg, η εσφαλμένη αντίληψη περί της ανάγκης να απαντηθούν τέτοιες,
τώρα πια άνευ νοήματος ερωτήσεις, θόλωσε την κατανόηση μας για την
νεωτερικότητα, και μας οδήγησε, εσφαλμένως, στο να αμφισβητήσουμε την
νομιμότητα του μοντέρνου εγχειρήματος.
Η θέση του Blumenberg μας δείχνει τη σωστή
κατεύθυνση, ο ίδιος όμως δεν κατανοεί την μεταφυσική σημασία του επιχειρήματος
του, και για τον λόγο αυτό δεν εκτιμά τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνεται η
νεωτερικότητα, εντός των μεταφυσικών και θεολογικών δομών της παράδοσης. Η
νεωτερικότητα, όπως σωστά επισημαίνει, δεν αναδύθηκε από την αντίθεση ή ως
συνέχεια του μεσαιωνικού κόσμου, αλλά μέσα από τα συντρίμμια του. Ανώτερες ή
ισχυρότερες μοντέρνες ιδέες, ούτε προέρχονται από ούτε υπερβαίνουν μεσαιωνικές
ιδέες. Μάλλον γκρέμισαν τα απομεινάρια του μεσαιωνικού κόσμου, αφού ο
καταστροφικός πόλεμος μεταξύ σχολαστικισμού και νομιναλισμού τον μείωσε σε
ερείπια. Ο μοντέρνος «ορθολογισμός» μπόρεσε να υπερβεί την μεσαιωνική
«δεισιδαιμονία» ή το «δόγμα», επειδή αυτό τό «δόγμα» ήταν τρομακτικά αδυνατισμένο από
την μεγάλη μεταφυσική/θεολογική κρίση, η οποία είχε φέρει σε ένα τέλος εκείνο
τον κόσμο, μέσα στον οποίο είχε κάποιο νόημα. Ο Blumenberg είναι επίσης σωστός
στη διαβεβαίωση του, πως η καταστροφή του μεσαιωνικού κόσμου δεν άνοιξε απλώς
τόπο για νέες ιδέες και νέους τρόπους ζωής, αλλά παρουσίασε στην ανθρωπότητα
μια νέα «σημαδιακή για την εποχή» ερώτηση, η οποία από τότε καθοδηγούσε την
ανθρώπινη σκέψη σε σημαντικούς δρόμους. Αυτό που λείπει από την θεώρηση του
είναι η αναγνώριση, πως τα σχήματα που η μοντέρνα σκέψη βαθμιαία προσέλαβε, δεν
ήταν τυχαίες επανακτήσεις των μεσαιωνικών θέσεων, αλλά η πραγματοποίηση των
μεταφυσικών και θεολογικών δυνατοτήτων που άφησε η προηγούμενη παράδοση. Για να
κατανοήσουμε το σχήμα της νεωτερικότητας, έτσι όπως έχει φτάσει σε μας, πρέπει να εξετάσουμε
προσεκτικά τις πηγές της νεωτερικότητας, να κοιτάξουμε πίσω από το πέπλο που η
νεωτερικότητα τράβηξε για να κρύψει τις πηγές/απαρχές της. Οι πηγές της
νεωτερικότητας δεν βρίσκονται λοιπόν στην ανθρώπινη αυτοσυνειδησία ή στην
διάνοια (reason),
αλλά στη μεγάλη μεταφυσική και θεολογική διαμάχη, η οποία σημάδεψε το τέλος του
μεσαιωνικού κόσμου και μεταμόρφωσε την Ευρώπη στα τριακόσια χρόνια που χωρίζουν
τον μεσαιωνικό και τον μοντέρνο κόσμο. Το βιβλίο αυτό είναι μια αναφορά σε
αυτές τις κρυμμένες πηγές της νεωτερικότητας κατά τους ξεχασμένους αυτούς
αιώνες.
Στην εναρκτήρια διάλεξη
του στο Πανεπιστήμιο του Freiburg, το 1929, ο Martin Heidegger εξέφρασε την θέση,
πως η ανθρώπινη σκέψη και πράξη ωθείται και καθοδηγείται από την εμπειρία των
θεμελιωδών ερωτημάτων, δηλαδή από την εμπειρία της βαθιάς απορίας, που θέτει
υπό ερώτηση το νόημα και τη φύση των πάντων, ακόμα του ίδιου του ερωτώντος. Οι
ερωτήσεις αυτές αναδύονται σε στιγμές κατά τις οποίες το νόημα και η νομιμότητα
(legitimacy) όλων
των υπαρχόντων τρόπων σκέψης και ύπαρξης διαλύονται και ο κόσμος φαίνεται να
μεταμορφώνεται σε χάος και το τίποτα. Η εμπειρία αυτής της αβύσσου δημιουργεί
ένα βαθύ φόβο, που ωθεί τα ανθρώπινα όντα να αναζητήσουν απαντήσεις, να
διατυπώνουν νέους τρόπους σκέψεις και ύπαρξης, και να αναμορφώσουν έτσι ριζικά
τον κόσμο μέσα στον οποίο ζουν. Μια πραγματική ιστορική αλλαγή συμβαίνει
σύμφωνα με τον Heidegger σε αυτές τις στιγμές, ως αποτέλεσμα συνάντησης με αυτές
τις σημαδιακές για την εποχή ερωτήσεις. Όλα τα άλλα είναι επακόλουθα τους. Οι
ερωτήσεις αυτές δεν μας ελευθερώνουν απλά από το παρελθόν, αλλά μας κατευθύνουν
προς ένα νέο μέλλον. Ο Heidegger πιστεύει πως οι
προ-Σωκρατικοί Έλληνες αντιμετώπισαν μια τέτοια θεμελιώδη ερώτηση, και πως η
ιστορία της Δύσεως από την εποχή εκείνη, δεν ήταν τίποτε άλλο από μια σειρά
προσπαθειών απάντησης της. Σύμφωνα με την άποψη του, ο μηδενισμός ήταν η
παραδοχή πως όλες οι απαντήσεις στην ερώτηση αυτή ήταν ανεπαρκείς. Ήταν
ταυτόχρονα η εμπειρία της ίδιας της ερώτησης. Η ανθρωπότητα, σύμφωνα με την
άποψη του, ήρθε για μια ακόμη φορά αντιμέτωπη με μια τέτοια ερώτηση, η οποία
διέσπασε την υπάρχουσα οντολογία, και άνοιξε συνεπώς τη δυνατότητα μιας νέας
αρχής, μιας νέας παγκόσμιας τάξης, και μιας νέας ιστορίας.
Αναπτύσσοντας το
επιχείρημα του, ο Heidegger παραπέμπει πολύ
έντονα στον Nietzsche, ο
οποίος επίσης είδε την απαρχή του μηδενισμού ως την στιγμή μιας σημαδιακής
ανοικτοσύνης. Ο Nietzsche πίστευε, πως ο θάνατος του Θεού και η επακόλουθη
κατάπτωση των ευρωπαϊκών αξιών θα έριχναν την ανθρωπότητα στην άβυσσο του
πολέμου και της καταστροφής, από την μία, από την άλλη όμως, το γεγονός αυτό θα
άνοιγε στον κόσμο ένα δρόμο άγνωστο από την τραγική εποχή των Ελλήνων. Ενώ
αναγνώριζε πως ο θάνατος του Θεού θα δημιουργούσε μια «κτηνώδη λογική του τρόμου»,
πίστευε ωστόσο, πως «μακροπρόθεσμα, ο ορίζοντας θα φανεί πάλι ελεύθερος για
μας». Συμπέρανε, πως αν ο Θεός είναι νεκρός και τίποτα δεν είναι αλήθεια, τότε
«όλα επιτρέπονται». Η άβυσσος του μηδενισμού είναι με τον τρόπο αυτό στενά
συνδεδεμένη με μια ριζική, σημαδιακή ανοικτοσύνη. Ενώ ο Nietzsche και ο Heidegger έβλεπαν ορθά την
αποφασιστικής σημασίας φύση των ερωτήσεων αυτών, υπερέβαλαν ως προς την
ανοικτοσύνη που αυτά δημιουργούσαν. Η εμπειρία των ερωτήσεων αυτών μπορεί
πράγματι να ωθήσει την ανθρωπότητα σε νέες κατευθύνσεις και προς νέες
απαντήσεις, αλλά τα ανθρώπινα όντα πάντα διατυπώνουν αυτές τις απαντήσεις εντός
των κυρίαρχων εννοιολογικών δομών, που με τον τρόπο αυτό συνεχίζουν με πολλούς
τρόπους να διαμορφώνουν τους τρόπους με τους οποίους σκεφτόμαστε τα πράγματα. Αυτό
το βλέπουμε ξεκάθαρα στην ανάπτυξη της μοντέρνας σκέψης.
Η νεωτερικότητα έρχεται
στην ύπαρξη ως αποτέλεσμα αντιμετώπισης μιας σημαδιακής για την εποχή ερώτησης (epochal question). Τα πραγματικά «μεσάνυχτα του κόσμου», έννοια που
διαμόρφωσε την σκέψη μας, δεν βρίσκεται βέβαια στο τέλος, αλλά στην αρχή της
νεωτερικότητας. Στην πραγματικότητα, το «μηδενιστικό» τέλος της νεωτερικότητας
είναι απλώς η χλωμή εικόνα αυτής της αρχής, και εάν θέλουμε να καταλάβουμε τους
εαυτούς μας, από που προήλθαμε, τι μας ώθησε και τι συνεχίζει να μας ωθεί,
πρέπει να δούμε αυτή την αρχή. Αυτό είναι ένα βιβλίο για την αρχή αυτή, για την
«μηδενιστική» κρίση στην ύστερη μεσαιωνική σκέψη, που γέννησε την σημαδιακή
ερώτηση, η οποία βρίσκεται πίσω και καθοδηγεί την νεωτερικότητα. Στα όσα
ακολουθούν θα διατυπώσω τη θέση, πως η νεωτερικότητα, όπως την καταλαβαίνουμε, γεννήθηκε
μέσω μιας σειράς απαντήσεων στην ερώτηση αυτή, η οποία δημιούργησε νέους
τρόπους σκέψης, ύπαρξης και πράξης για ένα κόσμο που φαινόταν να γλιστρά προς
την άβυσσο. Θα προσπαθήσω επίσης να δείξω, πως ενώ οι «απαντήσεις» αυτές
μοιράζονται όλες τους μια συγκεκριμένη οντολογική υπόθεση, παραθέτουν ριζικά
διαφορετικά και πολλές φορές αντικρουόμενα οράματα περί φύσεως και της σχέσης
του ανθρώπου, Θεού, φύσεως και διάνοιας. Η κατανόηση της ερώτησης της
νεωτερικότητας ανοίγει με την έννοια αυτή τη θέα προς την συγκρουσιακή ουσία
της νεωτερικότητας.
Η σημαδιακή για την εποχή
ερώτηση που γέννησε την μοντέρνα εποχή, αναδύθηκε από την μεταφυσική/θεολογική
κρίση εντός του Χριστιανισμού, περί της φύσεως του Θεού και επομένως της φύσεως
του Είναι. Αυτή η κρίση ήταν προφανής στην νομιναλιστική επανάσταση κατά του
σχολαστικισμού. Η επανάσταση αυτή στην σκέψη, όμως, ήταν από μόνη της μια
αντανάκλαση μιας βαθύτερης μεταμόρφωσης της εμπειρίας της ύπαρξης ως τέτοιας. Οι
σχολαστικοί στο αποκορύφωμα του Μεσαίωνα ήταν οντολογικά ρεαλιστές, που
σημαίνει, πως πίστευαν στην πραγματική ύπαρξη των καθόλου, ή για να το θέσουμε
αλλιώς, είχαν την εμπειρία του κόσμου ως πραγμάτωση των κατηγοριών της θεϊκής διάνοιας.
Βίωναν, πίστευαν, και διαβεβαίωναν την τελική πραγματικότητα, όχι των συγκεκριμένων
πραγμάτων, αλλά των καθόλου, και διατύπωναν την εμπειρία αυτή με μια
συλλογιστική λογική, η οποία θεωρούνταν πως αντιστοιχεί ή αντανακλά την θεϊκή
διάνοια. Η δημιουργία ήταν η σωματοποίηση αυτής της διάνοιας (reason), και ο άνθρωπος ως λογικό ζώο και imago dei, βρισκόταν
στην κορυφή αυτής της δημιουργίας, καθοδηγούμενος από ένα φυσικό τέλος και ένα
θεϊκά αποκεκαλυμμένο υπερφυσικό σκοπό.
Ο νομιναλισμός γύρισε
ανάποδα αυτόν τον κόσμο. Για τους νομιναλιστές το πραγματικό ον ήταν το ατομικό
ή το συγκεκριμένο, και τα καθόλου ήταν απλή φαντασία. Οι λέξεις δεν καταδείκνυαν
πραγματικές καθολικές οντότητες, αλλά ήταν απλά σημάδια, χρήσιμα για την
ανθρώπινη κατανόηση. Η δημιουργία ήταν ριζικά συγκεκριμένη και για τον λόγο
αυτό όχι τελεολογική. Ως αποτέλεσμα, ο Θεός δεν μπορούσε να γίνει κατανοητός
από την ανθρώπινη διάνοια, αλλά μόνο με την βιβλική αποκάλυψη ή την
μυστικιστική εμπειρία. Τα ανθρώπινα όντα λοιπόν δεν έχουν φυσικό ή υπερφυσικό
τέλος. Με τον τρόπο αυτό, η νομιναλιστική επανάσταση κατά του σχολαστικισμού διέλυσε
κάθε πτυχή του μεσαιωνικού κόσμου. Έφερε σε ένα τέλος την μεγάλη προσπάθεια, η
οποία είχε αρχίσει με τους πατέρες της Εκκλησίας, να συνδυαστεί η διάνοια και η
αποκάλυψη, ενώνοντας τις φυσικές και ηθικές διδασκαλίες των Ελλήνων με την
χριστιανική έννοια του παντοδύναμου δημιουργού (ή αλλιώς, η ένωση Αθήνας και
Ιερουσαλήμ).
Μέχρι πρόσφατα δεν είχε
αναγνωριστεί η σημασία της διαμάχης αυτής, όπως και η νομιναλιστική επανάσταση,
την οποία είχε προκαλέσει. Αυτό οφείλεται εν μέρει στην απόφαση της Καθολικής
Εκκλησίας κατά τον 19ο αιώνα να ενώσει τη διδασκαλία της Εκκλησίας
περί Θωμισμού, πράγμα που οδήγησε στην απάλειψη και μείωση των κριτικών κατά
του Ακινάτη από τον 14ο και 15ο αιώνα. Η έμφαση αυτή που
δόθηκε στον Ακινάτη οφειλόταν στην δικαιολογημένη επιθυμία να ξεκαθαρίσει η
διδασκαλία της Καθολικής Εκκλησίας, βασιζόταν όμως και στην παραδοχή, πως η
νομιναλιστική αυτή κριτική είχε παίξει σπουδαίο ρόλο στην διανοητική θεμελίωση
της Μεταρρύθμισης. Ένας δεύτερος, και ίσως σπουδαιότερος λόγος, της αποτυχίας να αναγνωριστεί η σημασία της
σημαδιακής αυτής επανάστασης, είναι το γεγονός, πως ο Θεός του νομιναλισμού
είναι τόσο ανησυχητικός. Ο Θεός που περιέγραψαν ο Ακινάτης και ο Δάντης ήταν
άπειρος, αλλά η δόξα των έργων Του και η βεβαιότητα της αγαθότητας Του εκδηλώνονταν
παντού. Ο νομιναλιστικός Θεός αντιθέτως, ήταν τρομακτικά παντοδύναμος, εντελώς
εκτός του ανθρώπινου ορίζοντα, και μια διαρκής απειλή για την ανθρώπινη
ευημερία. Επιπλέον, ο Θεός αυτός δεν θα μπορούσε ποτέ να συμπεριληφθεί σε
λέξεις, και επομένως μπορούσε να βιωθεί μόνο ως μια τιτάνια ερώτηση που προκαλούσε
φόβο και δέος. Αυτό που θέλω να εισηγηθώ, είναι πως αυτή η ερώτηση βρίσκεται στην
αρχή της νεωτερικότητας.
Η νέα αυτή περί Θεού θεώρηση, που έγινε διάσημη τον 14ο αιώνα, έδινε έμφαση στη θεία δύναμη και τον απρόβλεπτο χαρακτήρα, παρά στη θεία αγάπη και σοφία. Όμως αυτός ο νέος Θεός είχε νόημα λόγω των τεράστιων αλλαγών μέσα στον κόσμο. Το μεγάλο Σχίσμα, ο Εκατονταετής Πόλεμος, η πανώλη, η επινόηση της πυρίτιδας, η τρομακτική οικονομική κατάσταση σε ολόκληρη την Ευρώπη, η οποία προκλήθηκε από την μικρή εποχή των παγετώνων, και οι μετατοπίσεις που επέφερε η αστική ανάπτυξη, η κοινωνική κινητικότητα, οι Σταυροφορίες, ήταν όλα αποφασιστικής σημασίας για τη διαμόρφωση της κατάστασης φόβου και ανασφάλειας, πράγμα που έκανε πιστευτή την νομιναλιστική θεώρηση περί κόσμου.
Συνεχίζεται με το
τελευταίο υποκεφάλαιο της εισαγωγής:
Η μεταφυσική πορεία προς
την νεωτερικότητα
Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ, Η ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ, ΔΕΝ ΑΠΕΤΥΧΕ ΚΑΙ ΔΕΝ ΣΥΝΤΡΙΦΘΗΚΕ ΠΟΤΕ. ΔΙΟΤΙ ΔΕΝ ΠΙΣΤΕΥΕΙ ΣΤΟΝ ΘΕΟ ΑΛΛΑ ΣΤΟΝ ΕΝΣΑΡΚΩΘΕΝΤΑ ΚΑΙ ΠΑΝΤΟΤΕ ΠΑΡΟΝΤΑ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟ. Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΚΟΙΝΕΣ ΠΡΟΟΔΟΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ. Ο ΚΥΡΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ. ΔΥΣΤΥΧΩΣ Η ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ Η ΟΠΟΙΑ ΣΠΟΥΔΑΖΕΙ ΣΤΗΝ ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΝ ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ ΜΑΣ ΕΣΠΡΩΞΕ ΣΕ ΕΝΑΝ ΓΚΡΕΜΟ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΑΝΥΠΑΡΚΤΟΣ. ΑΥΤΟ ΠΡΟΣΠΑΘΟΥΜΕ ΝΑ ΦΑΝΕΡΩΣΟΥΜΕ ΜΕ ΚΑΘΕ ΤΡΟΠΟ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου