Κυριακή 24 Ιουλίου 2022

Ο ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΙΤΣΕ - Michael Gillespie (20)

 Συνέχεια από: Παρασκευή 22 Ιουλίου 2022

Nihilism Before Nietzsche

Michael Allen Gillespie

Μετάφραση: Γιώργος Ν. Μερτίκας

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ο ΚΑΡΤΕΣΙΟΣ (DESCARTES) ΚΑΙ Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟΛΥΤΟΥ ΕΓΩ

Ο αγώνας για κυριάρχηση του κόσμου

Σε ένα ριζικά νομιναλιστικό κόσμο τα ανθρώπινα όντα εξαναγκάζονται από την περατότητά τους να χρησιμοποιούν καθολικές έννοιες για να συλλάβουν απολύτως ατομικά όντα. Τέτοιες έννοιες όμως διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα. Αυτές οι διαστρεβλώσεις, ωστόσο, είναι μόνο ένα μέρος του προβλήματος. Αφού ο Θεός δημιουργεί όλα τα όντα είτε απ' ευθείας είτε μέσω δευτερευουσών αιτιών, μπορεί ανά πάσα στιγμή να αφήσει κατά μέρος τις δευτερεύουσες αιτίες και να δράσει άμεσα στον νου ή στις αισθήσεις μας. Επομένως γίνεται αμφίβολο κατά πόσο υπάρχουν πραγματικά αντικείμενα. Ο κόσμος δεν είναι ορθολογικός. Μάλιστα, δεν είναι καν ένα σχετικά ευάγωγο χάος ατομικών όντων τα οποία δυνάμεθα να συλλάβουμε με επινοημένες έννοιες· είναι μια επίδειξη ή αναπαράσταση της θεϊκής βούλησης, που ίσως αντιστοιχεί στη φυσική πραγματικότητα, ίσως και όχι. Μπροστά σε έναν παντοδύναμο Θεό ο «πραγματικός» κόσμος εξαφανίζεται.

Υπό αυτές τις συνθήκες τόσο η φιλοσοφική ενατένιση του κόσμου όσο και η θεολογική παραγωγή της θεϊκής βούλησης γίνονται άχρηστες και παράλογες. Το καθήκον της σκέψης, σύμφωνα με τον Descartes, είναι μάλλον η αναπαράσταση του κόσμου. [Ο Descartes αναλαμβάνει αυτή τη φαντασιακή ανασυγκρότηση και ιδιοποίηση του κόσμου. Βλ. Λόγος, ΑΤ, 6:42-46· CSM, 1:131-134]. Αυτή η αναπαράσταση, ωστόσο, συνεπάγεται έναν αγώνα με τον Θεό για την κυριάρχηση των εμφανειών, αγώνα για να προσδιοριστεί ποιος θα αναπαριστά και άρα θα κατέχει τον κόσμο. [Ο Funkenstein υποστηρίζει ότι ο Descartes και ο δέκατος έβδομος αιώνας εν γένει ανέπτυξαν ένα εργασιακό ιδεώδες που αντικατέστησε το ενατενιστικό ιδεώδες της αρχαιότητας: Ο Θεός κατασκεύασε τη φύση και ο Descartes προσπαθεί να την ανασυγκροτήσει προκειμένου να την κατανοήσει. Theology and the Scientific Imagination, 191, 297. Ο Funkenstein έχει ουσιαστικά δίκιο, αλλά υποτιμά τον πρακτικό στόχο της επιστήμης του Descartes και τον παρεπόμενο αγώνα με τον Θεό για την κυριάρχηση του κόσμου]. 
Πάντοτε βρισκόμαστε μεταξύ αναπαραστάσεων, μέσα σε έναν κόσμο αντικειμένων που φαίνεται να συνδέονται αιτιωδώς μεταξύ τους με κάποιον ιδιαίτερο τρόπο. Ως βουλητικά όντα, έχουμε την ικανότητα να φανταζόμαστε όλες τις ενδεχόμενες αιτιώδεις συνάφειες ανάμέσα σε πράγματα και στη συνέχεια μέσω πειραμάτων να προσδιορίζουμε ποιες είναι πραγματικά ουσιώδεις. Μπορούμε τότε να μετασχηματίσουμε αυτές τις αιτιώδεις σχέσεις, σύμφωνα με την εικόνα που η βούληση διαμορφώνει στη φαντασία για κάποια καλύτερη ή χρησιμότερη τάξη. Αυτός ο μετασχηματισμός μάς δίνει τη δυνατότητα να κατακτήσουμε και να ελέγξουμε τη φύση. Η αναδιοργάνωση της αιτιότητας είναι η τεχνολογική στιγμή της ποιητικής mathesis universalis του Descartes, ο μοχλός ο οποίος εδράζεται στο αρχιμήδειο σημείο της βασικής του αρχής, του cogito ergo sum. Είναι συνεπώς και το μέσο με το οποίο μπορούμε να ανακτήσουμε τον κόσμο από έναν ιδιότροπο Θεό.

Εκ πρώτης όψεως αυτού του είδους το πρόταγμα φαίνεται παράλογο: Πώς είναι δυνατόν ο άνθρωπος να ανταγωνιστεί κάποιον παντοδύναμο Θεό; Η απάντηση του Descartes σε αυτό το ερώτημα είναι παράτολμη: Ο ίδιος ο άνθρωπος υπό μίαν έννοια είναι ήδη παντοδύναμος, υπό μίαν έννοια είναι ήδη Θεός, ειδάλλως η ιδέα ενός τέτοιου είδους αγώνα θα ήταν παράλογη. Ο άνθρωπος μοιάζει με τον Θεό, σύμφωνα με τον Descartes, ένεκα της ικανότητάς του να αναπαριστά και άρα να αναπλάθει τον κόσμο, να τον κάνει δικό του. Αυτή η ικανότητα, όπως είδαμε, εδράζεται στην αναστοχαστικότητα της σκέψης, και αυτή η αναστοχαστικότητα στην αυτοβουλία της βούλησης. Η βούληση είναι η πρωταρχική πηγή του ανθρώπου και η επιταγή της βούλησης είναι να βούλεται, δηλαδή να βούλεται ως υποκείμενο, και άρα να καθιδρύεται ως το αρχιμήδειο σημείο που καθιστά εφικτή την κυριάρχηση της φύσης. Η ουσιαστική φύση της βούλησης είναι, λοιπόν, αυτοεπιβεβαίωση και κυριαρχία. Ωστόσο η κατ' ουσίαν θεϊκή βούληση για κυριαρχία οδηγεί τον άνθρωπο σε πόλεμο με τον Θεό.

Η βούληση, σύμφωνα με τον Descartes, είναι το ουσιώδες χαρακτηριστικό τόσο του Θεού όσο και του ανθρώπου (AT 7:56-57· CSM, 2:40). Ο Θεός, όπως τον εξεικονίζει ο Descartes είναι παντοδύναμος: Η βούλησή του είναι απείρως ισχυρή και είναι απολύτως ελεύθερος. Το αποτέλεσμα είναι ότι σκέψη, βούληση και δημιουργία είναι ένα και το αυτό για τον Θεό. Επιπλέον, η βούλησή του είναι τελείως αδιάφορη, και άρα δεν δεσμεύεται από καμία υπερβατική αναγκαιότητα νόμο ή Λόγο. Κατά συνέπεια έχει το προβάδισμα και είναι η πηγή όλων των ιδεών περί αγαθού και αλήθειας (Απαντήσεις, ΑΤ, 7:435-444· CSM, 2:293-299). Ο Θεός δημιουργεί τις αιώνιες ιδέες, και θα μπορούσε να τις κάνει με διαφορετικό τρόπο, δηλαδή θα μπορούσε να παραβεί το νόμο της αντίφασης ή να καταστήσει ψευδές το 2 + 3=5. [Ο Ferdinand Alquié ισχυρίζεται ότι η δημιουργία αιώνιων αληθειών και η θεϊκή παντοδυναμία είναι «το θεμέλιο της καρτεσιανής μεταφυσικής».Ο Descartes φαίνεται να υπαινίσσεται ενίοτε ότι ο Θεός μπορεί να μεταβάλλει και τις «αιώνιες αλήθειες». Η γαλλική εκδοχή των Στοχασμών χαρακτηρίζει τον Θεό ως αμετάβλητο, αλλά η πιο ακριβής λατινική εκδοχή παραλείπει αυτό τον χαρακτηρισμό. Αυτό θέτει υπό αμφισβή τηση τον ισχυρισμό του Descartes στην επιστολή προς τον Mersenne στις 15 Απριλίου 1630 ότι οι αιώνιες αλήθειες είναι αμετάβλητες. ΑΤ, 1:135-136]. Πράγματι η παντοδύναμη βούλησή του υπερβαίνει ακόμη και την ίδια την επιλογή, διότι δημιουργεί τις καθαυτό πιθανότητες στο πλαίσιο των οποίων λαμβάνει χώρα η επιλογή. Βλ. Harry Frankfurt, «Descartes on the Creation of Eternal Truths», Philosophical Review 86, αρ. 1 (Ιανουάριος 1977): 38.

Ο Descartes αναγνωρίζει ότι η εικασία για μια τέτοια παντοδύναμη βούληση σημαίνει την απόλυτη εξάρτηση ανθρώπου, φύσης και αλήθειας από τον Θεό. Το είναι, όπως το κατανοεί ο Descartes, είναι δημιουργημένο είναι, εκδήλωση του ίδιου του Θεού με τη δημιουργική και κανονιστική δύναμη του. Ο Θεός, λοιπόν, μπορεί και δίνει σχήμα σε όλα τα πραγματα τα οποία εξαρτώνται ολοκληρωτικά από τη θεμελιωδώς ιδιότροπη βούλησή του. Αυτή η ιδέα της θεϊκής βούλησης εἰναι καθοριστική για την καρτεσιανή έννοια της φύσης.

Ο σχολαστικισμός κατανοούσε τη φύση με αριστοτελικό τρόπο, δηλαδή ως καθοριζόμενη από φυσικές, τυπικές, ενεργούς και τελικές αιτίες. Για τον Αριστοτέλη οι τυπικές και τελικές αιτίες ήσαν αναμφίβολα θεμελιώδεις.[Για την αντίληψη του Αριστοτέλη περί αιτιότητας βλ. Η. Weiss, Kausalität und Zufall in der Philosophie des Aristotles (Βασιλεία: Falken, 1942)]. Μολονότι ο σχολαστικισμός έδινε στην ενεργό αιτία μεγαλύτερο εύρος, έδινε επίσης προτεραιότητα στις τυπικές και τελικές αιτίες. Ο σχολαστικισμός θεωρούσε τον Θεό δημιουργό και πρώτο κινούν, αλλά τον ερμήνευε σύμφωνα με το αριστοτελικό υπόδειγμα του χειροτέχνη. Ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο σύμφωνα με τις αιώνιες μορφές του Λόγου που εμπεριέχουν το είναι του. Αυτή την ιδέα προασπίστηκε κατηγορηματικά ο Αβερρόης, υπήρχε όμως υπαινικτικά στον Ακινάτη. Η νομιναλιστική έμφαση στη θεϊκή παντοδυναμία ανέτρεψε αυτή την έννοια της φυσικής αιτιότητας και θεώρησε υπέρτερες τη θεϊκή βούληση και την ενεργό αιτία. Ο Θεός δεν ήταν πλέον ο χειροτέχνης ο οποίος σχεδιάζει τον κόσμο με βάση κάποιο ορθολογικό σχέδιο, αλλά ο παντοδύναμος ποιητής του οποίου η μυστηριώδης δημιουργική ελευθερία εκβάλλει μια ατέλειωτη ποικιλία απολύτως ατομικών όντων.

Ο Descartes είναι ο κληρονόμος αυτής της αντίληψης για τη φύση ως το δημιούργημα κάποιας απολύτως παντοδύναμης βούλησης. Από την αριστοτελική προοπτική, η φύση που κατανοείται με αυτό τον τρόπο είναι χάος. Πράγματι, εάν θέσουμε το παραδοσιακό μεταφυσικό ερώτημα «Τι είναι φύση;», το μόνο πιθανό συμπέρασμα είναι: «Τίποτα». Αυτός ο «κόσμος» δεν έχει μορφή και σκοπό, και τα υλικά αντικείμενα που φαίνεται να υπάρχουν είναι στην πραγματικότητα απλώς ψευδαισθήσεις. Σε έναν τέτοιο «μη κόσμο» η γνώση του Θεού δεν προσφέρει πολλά -εάν προσφέρει κάτι- στη γνώση μας για τον κόσμο. [Ο Blumenberg ισχυρίζεται ότι ο νομιναλισμός δημιουργεί έναν deus absconditus, ο οποίος είναι άσχετος για τη μοντέρνα επιστήμη. Legitimacy, 184. Μολονότι έχει δίκιο υπό την ευρεία έννοια, ο Blumenberg δεν αναγνωρίζει τη σπουδαιότητα αυτού του Θεού για την κατασκευή του μοντέρνου εαυτού, κυρίως επειδή η ανάλυσή του καθορίζεται από την πίστη του σε έναν υπερβατολογικό εαυτό. Η ιστορία, σύμφωνα με την άποψή του, είναι μια σειρά εποχών στην οποία ο αμετάβλητος εαυτός αντιμετωπίζει τα αιώνια προβλήματα σε διαφορετικά πλαίσια. Η επιχειρηματολογία που παρουσιάζεται εδώ υποβάλλει την ιδέα ότι η απαρχή της μοντέρνας αντίληψης του εαυτού είναι μια μοναδική αντίδραση σε μια συγκεκριμένη μεταφυσική κατανόηση του Θεού και του κόσμου]. Είτε ο Θεός υπάρχει είτε όχι, η φύση λειτουργεί λίγο πολύ με τον ίδιο τρόπο και πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τα ίδια μέσα για να την κατανοήσουμε. Ο Descartes εισηγείται την ίδια άποψη στον «Λόγο». Εάν ο Θεός δημιουργούσε ένα νέο κόσμο σε κάποιο φανταστικό χώρο και τον έθετε σε κίνηση με διαφορετικούς τρόπους, χωρίς καμία τάξη, έτσι ώστε το αποτέλεσμα να ήταν χάος, και τον άφηνε να ενεργεί σύμφωνα με όσους νόμους είχε καθιδρύσει, θα ήταν ταυτόσημος με τον δικό μας κόσμο (ΑΤ, 6:43-44· CSM, 1:132-133). Επομένως δεν υπάρχει διαφορά είτε υφίσταται κάποιος παντοδύναμος Θεός είτε υφίστανται μόνο οι νόμοι της φύσης, διότι οι λειτουργίες της φύσης εν γένει εξηγούνται με την ανάλυση της ενεργού αιτίας. Ο κόσμος υπ' αυτή την έννοια είναι καθαρός μηχανισμός, όχι κάποιο «τι» αλλά κάποιο «πώς». [Ο Θεός υπ' αυτή την έννοια ερμηνεύεται με βάση την αιτιότητα ως causa sui. Ο Jean-Luc Marion απέδειξε ότι αυτή η ερμηνεία του Θεού ήταν άγνωστη πριν από τον Descartes. Ακόμη και για τον Ockham ο Θεός δεν είναι ενεργός αιτία αλλά ελεύθερη αιτία. Εάν πούμε ότι ο Θεός δεν έχει άλλη αιτία παρά τη δική του ουσία, σύμφωνα με τον Marion, τότε τον ερμηνεύουμε ως άπειρη δύναμη, αλλά συγχρόνως τον υποτάσσουμε στην επιταγή του Λόγου ότι καθετί έχει κάποια αιτία. Ο Marion θεωρεί, λοιπόν, αυτή την απόδειξη του Θεού ως ασυμβίβαστη με τον χαρακτηρισμό του από τον Descartes ως άπειρο και ακατανόητο. Όπως θα δούμε όμως στη συνέχεια, είναι ακριβώς η απειρότητα του Θεού, κατανοημένη σύμφωνα με τον Descartes, που τον καθιστά ταυτόσημο με το όλον. Εάν ισχυριστούμε ότι είναι causa sui, υποστηρίζουμε ότι η αιτιότητα καθ' εαυτήν είναι αυτογενής αιτιότητα, ότι είναι καθαρή βούληση. 
Ο Leibniz αναγνώρισε απερίφραστα αυτό το συμπέρασμα, και ήταν κάτι που τον ανησυχούσε. Γράφει: «Ο Θεός ή το τέλειο ον του Descartes δεν είναι ο Θεός που φαντάζεται κανείς και επιθυμεί, δηλαδή δίκαιος και σοφός, έχοντας δημιουργήσει όλα τα πράγματα για το καλό των πλασμάτων στο μέτρο του δυνατού, αλλά μάλλον κάτι που πλησιάζει στον Θεό του Spinoza, δηλαδή η αρχή των πραγμάτων και μια συγκεκριμένη κυρίαρχη εξουσία που αποκαλείται πρωτόγονη, η οποία θέτει σε κίνηση τα πάντα και πραγματοποιεί ό,τι μπορεί να πραγματοποιηθεί· που δεν έχει βούληση ή κατανόηση, αφού, σύμφωνα με τον Descartes, δεν έχει το καλό ως αντικείμενο της βούλησής του, ούτε το αληθές ως αντικείμενο της κατανόησής του». Επιστολή προς Malebranche, Ιούνιος 1679].
Η κυριαρχία σε έναν τέτοιο κόσμο (που είναι καθαρός μηχανισμός) δεν απαιτεί την αποδοχή των πραγμάτων ως έχουν αλλά την αναπαραστατική ανακατασκευή του κόσμου στη φαντασία ως το res extensa, γιατί μόνο με αυτό τον τρόπο μπορεί να αναλυθεί μαθηματικά και να ελεγχθεί.

Ο άνθρωπος είναι σε θέση να μεταρρυθμίσει τον κόσμο χάρη στη βούλησή του. Η βούληση υπ' αυτή την έννοια, όπως επιχειρηματολογεί ο Descartes στα Πάθη, είναι η ανθρώπινη τελειότητα και η αποκλειστική βάση για τον ανθρώπινο αυτοσεβασμό (ΑΤ, 11:445· CSM, 1:384). Ουσιαστικά, τίποτα δεν επηρεάζει τον άνθρωπο πραγματικά εκτός από την ελεύθερη διάθεση της βούλησής του ή της επιθυμίας του, η οποία είναι τόσο ελεύθερη εκ φύσεως, ώστε δεν μπορεί ποτέ να περιοριστεί (Πάθη, ΑΤ, 11:359, 445· CSM, 1:343, 384). Αυτή η βούληση είναι η πηγή της ανθρώπινης ελευθερίας και, επίσης, το θεμέλιο της ανθρώπινης ισχύος. Είναι άρα η πηγή της ανθρώπινης ελευθερίας από τον παντοδύναμο Θεό και τις απάτες του, καθώς και η βάση για την κατάκτηση της φύσης από τον άνθρωπο.

Παρά τον μεγάλο αντίκτυπο που είχε η καρτεσιανή έννοια της βούλησης στη νεοτερικότητα, οι απαρχές της παραμένουν συγκεχυμένες. Μολονότι είναι φανερή η οφειλή σε ορισμένες από τις υπαινισσόμενες σχολαστικές πηγές, υπάρχει ένα πραγματικό πρόβλημα, αφού ο Descartes τις γνώριζε ήδη στο σύνολό τους όταν έγραφε τους Κανόνες, αλλά δεν υπάρχει ένδειξη αυτού του δόγματος στο συγκεκριμένο έργο. Πράγματι, μόνο κατά την περίοδο μετά το 1639 τό θέμα της βούλησης άρχισε να παίζει σημαντικό ρόλο στη σκέψη η έννοια του Descartes, και μόνο στα όψιμα έργα Αρχές και Πάθη έγινε καθοριστική. Φαίνεται, λοιπόν, πιθανό ότι ο Descartes ανέπτυξε αυτή την έννοια της βούλησης ως συστατικό μέρος της βασικής αναθεώρησης των θεμελίων της σκέψης του· αυτή η αναθεώρηση ήταν αποτέλεσμα της σκεπτικιστικής κρίσης που δημιουργήθηκε από την αναγνώριση όσων προβλημάτων έθετε η θεϊκή παντοδυναμία. Ο Descartes διάβασε το «De libertate Dei et creatura» του Guillaume Gibieuf, αλλά αφού είχε ήδη διατυπώσει το δόγμα του για τη θεϊκή δημιουργία των αιώνιων αληθειών. Επομένως δεν μπορεί αυτό να ήταν η πηγή της ιδέας του για τη θεϊκή παντοδυναμία, αν και ενδέχεται να έπαιξε σημαντικό ρόλο για να διαμορφωθεί η όψιμη ιδέα του για τη βούληση. Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, αυτή η σχέση θα βοηθούσε να εξηγηθεί η σύγκλιση των εννοιών της θεϊκής και της ανθρώπινης ελευθερίας στη σκέψη του Descartes. [Ο βασικός όρος που χρησιμοποιεί ο Gibieuf για να περιγράψει τον άνθρωπο και τον Θεό είναι το «εύρος», που συμπεριλαμβάνει καθετί το οποίο εμπίπτει στην «ελευθερία» και στη «βούληση». Francis Ferrier, «L'Amplitude chez Gibieuf», Revue Internationale de Philosophie 114 (1975): 475-495. Η ελευθερία, σύμφωνα με τον Gibieuf, «τοποθετείται σε ό,τι δεν περικλείεται από κάποιο όριο, αλλά εδράζεται σε ένα άπειρο εύρος». De libertate Dei et creatura, 370. Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος συμμετέχει στό άπειρο. «Το να είναι κανείς πλήρης ελευθερίας σημαίνει ότι έχει θεοποιηθεί και αντιστρόφως, το να έχει κανείς θεοποιηθεί σημαίνει ότι είναι πλήρης ελευθερίας». Όπ.π., 480-481. Για τον Gibieuf τα πλάσματα απορρέουν από τον Θεό, και προσπαθεί να μετρήσει την ελευθερία ή το εύρος τους με βάση την εγγύτητά τους στον Θεό. Σε αυτή την προοπτική, ακολουθεί τον μέντορά του Bérulle, ο οποίος πίστευε ότι ο Θεός εκδηλώνεται ως εκπόρευση, η βασική αιτία για την ουσία της ανθρώπινης ψυχής και της ύλης. Το δόγμα του Gibieuf περί ελευθερίας υπονομεύει όμως την ιδέα της θεϊκής εξουσίας, διότι είναι σε θέση να προσδιορίσει τις επιταγές του Θεού μόνο με βάση την καθολικότητά τους. Όπ.π., 489. Για τον Gibieuf, όπως για τον Arnauld, η ορθολογικότητα της βούλησης προσδιορίζεται με βάση τη γενικότητά της. Για τη μεγάλη σπουδαιότητα αυτού του επαναπροσδιορισμού Λόγου και βούλησης βλ. το έξοχο έργο του Patrick Riley «The General Will before Rousseau» (Πρίνστον: Princeton University Press, 1986)]. 

Η ανθρώπινη βούληση αντιστέκεται στον Θεό και ανακατασκευάζει τον φυσικό κόσμο επειδή είναι ίδια με τη βούληση του Θεού (Στοχασμοί, ΑΤ, 7:57· CSM, 2:40). Η καθαρή ανθρώπινη βούληση, όπως εκείνη του Θεού, είναι άπειρη, αδιάφορη και τελείως ελεύθερη, δεν υποτάσσεται στον Λόγο, ή σε κάποιον άλλο νόμο ή κανόνα. Αυτός ο χαρακτηρισμός της ανθρώπινης βούλησης ως άπειρης διαψεύδει τον θεϊκό προκαθορισμό. Ο Descartes όμως ισχυρίζεται στις Απαντήσεις ότι, αν και ο προκαθορισμός καθιστά δυσνόητη την ελευθερία, με την ενδοσκόπηση κατανοούμε το γεγονός πως βούληση και ελευθερία είναι ένα και το αυτό (ΑΤ, 7:191· CSM, 2:134). Συνεπώς η ανθρώπινη βούληση δεν υποτάσσεται ούτε στην τερατώδη δύναμη της θεϊκής παντοδυναμίας. 
[Ο Antony Kenny διατύπωσε ίσως το πιο ακαταμάχητο επιχείρημα ενάντια σε αυτή την ερμηνεία της καρτεσιανής ιδέας περί αδιάφορης ανθρώπινης βούλησης. Στο «Descartes on the Will» υποστηρίζει ότι, επειδή δεν είμαστε σε θέση να δυσπιστούμε για εναργείς και καθαρές αλήθειες ενώ τις σκεπτόμαστε, δεν είμαστε αδιάφοροι και ελεύθεροι με την ίδια έννοια που είναι ο Θεός. Ο Peter Schouls υποβάλλει την ιδέα ότι για τον Descartes είμαστε ελεύθεροι να αποσιωπούμε τη συμφωνία μας με εναργείς και καθαρές ιδέες προκειμένου να αποδείξουμε την ελευθερία μας. Περισσότερο κατηγορηματικά, ο Georges Moyal έδειξε ότι, σύμφωνα με την ανάλυση του Descartes, δεσμευόμαστε από εναργείς και καθαρές ιδέες εφ’ όσον επιλέγουμε να είμαστε ορθολογικοί, και ότι δεν είμαστε υποχρεωμένοι να το κάνουμε. Ο ισχυρισμός του Descartes στον Τέταρτο Στοχασμό ότι ενεργούμε περισσότερο ελεύθερα όταν ενεργούμε λιγότερο αδιάφορα πρέπει, λοιπόν, να κατανοηθεί ως προσωρινός από πολλές απόψεις. ΑΤ, 7:58-59· CSM, 2:41. Αυτό αληθεύει ειδικά για τις φυσικές επιστήμες. Όταν περιγράφει τη δημιουργία του κόσμου στον Λόγο, ο Descartes ισχυρίζεται ότι υπάρχει ένας αριθμός γενικών αληθειών που πρέπει να ισχύουν για κάθε πιθανό κόσμο. ΑT, 6:40-60· CSM, 131 - 141 . Ως αποτέλεσμα, ορισμένες γενικές αλήθειες γύρω από τη φύση ίσως υπάρχουν κατά συμπερασμό. Αυτές οι κατά συμπερασμό αλήθειες σε καμία περίπτωση δεν έχουν εξουσία στο επίπεδο όσων ζητημάτων αφορούν την ανθρώπινη ζωή. Ο αριθμός των πιθανών αιτιωδών διαδρομών σε αυτό το επίπεδο είναι τόσο μεγάλος, ώστε χρειάζονται πολυάριθμα πειράματα για να προσδιοριστεί ποια απ’ όλες χρησιμοποιεί ο Θεός ή η φύση. Ωστόσο, επειδή υπάρχουν άλλες, δεν δεσμευόμαστε να ακολουθούμε τη φύση στην κυριολεξία του όρου. Επομένως, όταν θα έχουμε καθιδρύσει μια πραγματική mathesis universalis, θα είμαστε σε θέση να επιδιώξουμε όποιες διαδρομές επιλέγουμε. Σε σχέση με ζητήματα της ανθρώπινης ζωής θα είμαστε επομένως κατ' ουσίαν αδιάφοροι, όχι πλέον δούλοι κάποιας θεϊκά διατεταγμένης φύσης αλλά κύριοί της. Θα έχουμε γίνει θεοί σε αναφορά προς τη φύση].

Ωστόσο ο άνθρωπος στην κυριολεξία δεν είναι Θεός. Μολονότι η βούληση του ανθρώπου ίσως είναι ισότιμη με τη βούληση του Θεού, η γνώση και η ισχύς του είναι πολύ κατώτερες. Η ισχύς του Θεού είναι άπειρη: Δημιουργεί με θαυμαστό τρόπο ex nihilo και κατανοεί τέλεια κάθε πράγμα του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος. Άρα η βούληση και η γνώση του συμπίπτουν. Για τον άνθρωπο, υπάρχει τεράστια απόσταση ανάμεσα στη βούληση και στην ισχύ του. Η βούληση είναι τέλεια και αλάθητη εφ' όσον δεν υπερβαίνει τη σφαίρα της (Αρχές, ΑΤ, 8A:21· CSM, 1:207). Τα όρια αυτής της σφαίρας, ωστόσο, προσδιορίζονται από την έκταση της κατανόησης του ανθρώπου. Όταν η βούληση υπερβαίνει αυτά τα όρια, υποπίπτει σε λάθη, γιατί τότε κρίνει ό,τι δεν γνωρίζει (Στοχασμοί, ΑΤ, 7:56-57· CSM, 2:39. Απαντήσεις, ΑΤ, 7:314-315· CSM, 2:218-219).

Έχοντας κατά νου αυτή την απόσταση κατανόησης βούλησης, ο Descartes δεν επιλέγει κάποιο είδος καντιανού διαχωρισμού της ανθρώπινης δραστηριότητας και της γνώσης, επειδή δεν πιστεύει ότι η κατανόηση είναι κατ' ανάγκην περιορισμένη ή ότι είναι ριζικά διαφορετική από τη βούληση. Πράγματι, η mathesis universalis θα προσφέρει τελικά στον άνθρωπο γνώση και ισχύ ανάλογες με εκείνες του Θεού. Το βασικό εμπόδιο για να διευρυνθούν το φάσμα της ανθρώπινης γνώσης και η σφαίρα στην οποία δρα η βούληση για να αποκτήσει ισχύ δεν έγκειται στη φύση ή στον Θεό, αλλά στα ανθρώπινα πάθη (Burman, AT, 5:159). [Ο Koyré υποστηρίζει ότι για τον Descartes είμαστε η πηγή λάθους και έχουμε την ικανότητα να το υπερνικήσουμε, να αποκτήσουμε την απόλυτη τελειότητα του Θεού]. 

Εξαπατόμαστε για τη φύση του κόσμου επειδή κρίνουμε και ενεργούμε αποκλειστικά στη βάση όσων φανταζόμαστε ή επιθυμούμε να είναι πραγματικά (Απαντήσεις, ΑΤ, 7:314· CSM, 2:218). Εκ πρώτης όψεως η ανικανότητά μας να αποφύγουμε τέτοιες λανθασμένες κρίσεις φαίνεται να είναι ένα παράδειγμα της θεΐκής αδικίας ή της θεϊκής εξαπάτησης, αφού ο Θεός θα μπορούσε να μας έχει δημιουργήσει έτσι ώστε να μη σφάλλουμε. Σύμφωνα με τον Descartes, θα μπορούσε να το έχει κάνει μόνο εάν θυσίαζε την ελευθερία της βούλησης, που είναι η ουσία και το μεγαλείο τού είναι μας. Τελικά δεν έχει σημασία εάν πραγματικά ο Θεός μας δημιούργησε με ατέλειες ή όχι. Έχουμε την ικανότητα, είτε χάρη στην τύχη είτε χάρη στο έλεός του, να απαλλασσόμαστε από τα λάθη και τις πλάνες που παρεμποδίζουν την κατανόησή μας, και σε αυτή τη βάση μπορούμε να καθιδρύσουμε μια αποδεικτική επιστήμη. Το πρώτο βήμα, ωστόσο, προς μια τέτοια θεϊκή γνώση και ισχύ είναι να περιοριστεί η ίδια η βούληση σε ό,τι γνωρίζει με βεβαιότητα. Αυτός ο αυτοπεριορισμός είναι η αυτοεπιβεβαίωση της βούλησης ως αμφιβολίας. Η πρωταρχική ενέργεια της βούλησης είναι, λοιπόν, η είσοδός της στην τροχιά της αμφιβολίας, που εδραιώνει τη σκέψη για πρώτη φορά στο σταθερό θεμέλιο του ego cogito ergo sum.

Η βούληση είναι σε θέση να απαλλαγεί από τα λάθη και τις πλάνες του Θεού και του δημιουργήματός του μέσω της δικής της αναστοχαστικής ενέργειας. Αυτοθεμελιώνεται και απελευθερώνεται από τα λάθη. Σε αυτή τη βάση δύναται να ξεκινήσει την εκτενή αναπαραστατική ανακατασκευή του κόσμου. Αυτή η αναστοχαστικότητα της βούλησης δεν είναι απλώς το θεμέλιο γι' αυτό το σπουδαίο εγχείρημα, είναι, επίσης, το κριτήριο της αλήθειας για την αποδεικτική επιστήμη του Descartes. Η αυτοστοχαστική βούληση κρίνει καθετί διαφορετικό με βάση την ίδια, ανακατασκευάζει καθετί αναπαραστατικά έχοντας ως υπόδειγμα την ίδια, και ανεξαρτήτως προθέσεων ή σκοπών γίνεται Θεός.
Το κριτήριο αλήθειας που χρησιμοποιεί η βούληση για να κρίνει είναι η θεμελιώδης αρχή ego cogito ergo sum. Μόνο ό,τι είναι εναργές και διακριτό όπως αυτή η αλήθεια είναι και έγκυρο (Λόγος, ΑΤ, 6:33· CSM, 1:127· Αρχές, ΑΤ, 9Β:17-18 CSM, 1:204· Έρευνα, ΑΤ, 10:527· CSM, 2:420). Ο Descartes με αυτό εννοεί ότι αληθινά είναι μόνο όσα πράγματα δεν μπορεί να απορρίψει η βούληση ως αμφιβολία, δηλαδή όσα πράγματα δεν μπορεί να απορρίψει χωρίς συγχρόνως να αποδεικνύεται η απόρριψη. Ο Descartes το εξηγεί αυτό στους Στοχασμούς. «Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ημερών αναρωτήθηκα κατά πόσο κάτι στον κόσμο υπάρχει και διαπίστωσα ότι από το ίδιο το γεγονός πως θέτω αυτό το ερώτημα συνεπάγεται πως υπάρχω. Δεν μπορούσα παρά να θεωρήσω ότι κάτι το οποίο κατανοώ με τέτοια ενάργεια ήταν αληθινό όμως αυτό συνέβη όχι επειδή με ανάγκασε να το συλλογιστώ κάποια εξωτερική δύναμη, αλλά επειδή ένα λαμπρό φως στη διάνοια συνοδευόταν από μια ισχυρή ροπή στη βούληση, και άρα η αυθορμησία και η ελευθερία της πίστης μου αυξάνονταν αναλόγως προς την έλλειψη αδιαφορίας» (ΑΤ, 7:58-59· CSM, 2:41).

Για τον Descartes το νόημα της βεβαιότητας δεν είναι καθόλου σαφές. Ορισμένοι σχολιαστές προσπάθησαν να αποδείξουν ότι δεν είναι τίποτε άλλο παρά εκκοσμικευμένη εκδοχή της βεβαιότητας για σωτηρία, που ήταν τόσο σημαντική για τον Λούθηρο και τη Μεταρρύθμιση. [Αυτό το εκκοσμικευτικό επιχείρημα γενικώς συνδέεται με τον Karl Löwith. Gott, Mensch und Welt in der Metaphysik von Descartes bis zu Nietzsche (Γκέττιγκεν: Vandenhoeck & Ruprecht, 1967), 27-40. Μολονότι απορρίπτει την ιδέα της εκκοσμίκευσης ως επιπόλαια παρανόηση, και ο Heidegger, επίσης, επισημαίνει τη σπουδαιότητα της αντίληψης του Λούθηρου για τη βεβαιότητα της σωτηρίας στον Descartes. Nietzsche, 2:142, 145· Martin Heidegger, Seminaire tenu par le Professeur Martin Heidegger sur las Differenzschrift de Hegel (Παρίσι: Roger Munier, 1968), 8. Ο Popkin τοποθετεί τον Descartes ακόμη πιο κοντά στους Μεταρρυθμιστές. Σύμφωνα με τη γνώμη του, η αληθινή γνώση για τον Descartes γίνεται εφικτή μόνο μέσω μιας συνεχούς πράξης χάριτος, που διατηρεί τις έμφυτες ιδέες, και από το φυσικό φως, το οποίο μας υποχρεώνει να αποδεχόμαστε ως αληθές αυτό για το οποίο δεν μπορούμε να αμφιβάλλουμε. Scepticism, 184, 189].
Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις για να υποστηριχθεί αυτή η ερμηνεία. Ο Descartes υποστηρίζει στις "Απαντήσεις" ότι το απόσπασμα που μόλις παραθέσαμε θα αποδείξει σε όλους τους ορθόδοξους θεολόγους ότι πιστεύει πως το υπερφυσικό φως του Θεού είναι η πηγή της βεβαιότητας (AT, 7:148· CSM, 2:105). Ο Descartes όμως είναι μάλλον ανειλικρινής σε αυτό το σημείο. Στο αμέσως προηγούμενο απόσπασμα των Απαντήσεων ο Descartes διαχωρίζει την υπερφυσική φώτιση από το φυσικό φως μας· και στο αμέσως επόμενο απόσπασμα τού υπό συζήτηση Στοχασμού χαρακτηρίζει την απόφανσή του γύρω από την ύπαρξή του ως αποτέλεσμα του φυσικού φωτός του (ΑΤ, 7:59-60, 146· CSM, 2:41, 104). Οι παρατηρήσεις του εδώ, όπως ο ίδιος επισημαίνει, δεν επιδιώκουν να πείσουν φιλοσόφους ή επιστήμονες, αλλά μόνο ορθόδοξους θεολόγους. Ο Descartes δεν αρνείται το ενδεχόμενο της θεϊκής φώτισης. Ίσως και να πιστεύει ότι η θεϊκή αποκάλυψη υπερβαίνει το φυσικό φως μας. Στις Αρχές, επί παραδείγματι, υποστηρίζει ότι πρέπει να εμπιστευόμαστε το φυσικό φως μας ενόσω δεν φανερώνεται τίποτε αντίθετο προς αυτό από τον Θεό (ΑΤ, 8Α:16-17· CSM, 1:203). Ωστόσο το φυσικό φως και η θεϊκή φώτιση δεν είναι ταυτόσημα. Το φυσικό φως προέρχεται από την αναστοχαστικότητα της βούλησης που συγκροτείται ως αυτοσυνείδηση. Η βούληση υπ' αυτή την έννοια επικυρώνει ως αληθινό μόνο αυτό για το οποίο δεν αμφιβάλλει, και το μόνο για το οποίο δεν αμφιβάλλει είναι ο εαυτός της. Κάθε αλήθεια πρέπει υπ' αυτή την έννοια να βασίζεται στην αναστοχαστική βεβαιότητα του cogito ergo sum. Όμως με τέτοια αυστηρά κριτήρια απόδειξης είναι δύσκολο να κατανοήσουμε πώς θα μπορούσε κανείς να ιδρύσει κάποια καθολική επιστήμη. 

Συντομογραφίες
ΑΤ = Oeuvres de Descartes, επιμ. Charles Adam - Paul Tannery, 13 τόμοι. (Παρίσι: Vrin, 1957-68).
CSM = The Philosophical Writings of Descartes, μετάφραση: John Cottingham, Robert Stoothoff, Dugald Murdoch, 2 τóμοι (Cambridge University Press, 1985).

ΕΑΝ ΑΥΤΗ Η ΣΚΕΨΗ,  Η ΟΠΟΙΑ ΚΥΡΙΑΡΧΗΣΕ ΣΑΝ ΕΠΙΔΗΜΙΑ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΑΙΜΟΝΙΚΗ, ΤΙ ΕΙΝΑΙ;

Δεν υπάρχουν σχόλια: