Συνέχεια από Τετάρτη 6 Ιουλίου 2022
Enrico BertiΗ σημασία του τρίτου μέρους
α) οι πρώτες τέσσερις υποθέσεις
Το τρίτο μέρος του διαλόγου, όπως έχουμε ήδη πει, αναπαράγει πιστά το σχήμα που παρουσιάσαμε στο ενδιάμεσο, δηλαδή αναπτύσσει κατά πρώτον τις συνέπειες της υποθέσεως στην οποία το Ένα επιβεβαιώνεται και κατόπιν εκείνες τις υποθέσεις στις οποίες αμφισβητείται. Στην πρώτη περίπτωση εξετάζονται πρώτα οι συνέπειες που αφορούν το Ένα και κατόπιν εκείνες που αφορούν τα άλλα πράγματα (τα άλλα), δηλαδή τα πολλά, διακρίνοντας όμως το Ένα υπολογισμένο σε σχέση με τον εαυτό του, δηλαδή λαμβανόμενο με απόλυτη σημασία, από το Ένα υπολογισμένο σε σχέση με τα άλλα, δηλαδή με σχετική σημασία, και εξίσου τα άλλα υπολογισμένα σε σχέση με το Ένα, δηλαδή υπολογιζόμενα με σχετική σημασία, από τα άλλα υπολογισμένα σε σχέση με τον εαυτό τους, δηλαδή με απόλυτη σημασία. Λαμβάνονται τοιουτοτρόπως τέσσερις διαχωρισμοί της επιβεβαιωτικής υποθέσεως, οι οποίες κοινώς είναι γνωστές σαν οι πρώτες τέσσερις υποθέσεις. Καθεμιά από αυτές, καθώς είναι η διατύπωση της γενικής επιβεβαιωτικής υποθέσεως, επαναλαμβάνει την διατύπωση «Εάν το Ένα είναι»(Παρμ. 137c, 142b, 157a, 159b). Το γεγονός πως την πρώτη φορά εκφράζεται με την μορφή, ει Έν έστιν, όπου ο όρος εν ενέχει θέσιν κατηγορουμένου, και οι επόμενες τρεις φορές με την μορφή Έν ει έστιν, όπου ο όρος Έν ενέχει θέσιν υποκειμένου, δεν συνεπάγεται πως πρόκειται για διαφορετικές υποθέσεις. Ακόμη και στην πρώτη υπονοείται σαν υποκείμενο το Ένα, όπως φαίνεται από την συνέχεια (άλλο τι ουκ αν είη πολλά το Έν) και από ολόκληρη την έκθεση των συνεπειών.
Εάν σε αυτή το Ένα εμφανίζεται, εκτός από υπονοούμενο υποκείμενο, και σαν κατηγορούμενο επίσης, αυτό γίνεται για να δείξει πως πρόκειται για το Ένα που είναι μόνον Ένα, που λαμβάνεται δηλαδή χωρίς καμία διάκριση ανάμεσα σε υποκείμενο και κατηγορούμενο, χωρίς καμία σχέση με τα άλλα, με την απόλυτη έννοια. Αυτό συμπεραίνεται επίσης και από την φράση: «Εάν (το Ένα) είναι Ένα, δεν είναι αλήθεια πως το Ένα δεν θα μπορέσει με κανέναν άλλον τρόπο να είναι πολλά;»(Παρμ. 137c). Έτσι λοιπόν μπορούμε να πούμε πως στην πρώτη υπόθεση απαριθμούνται οι συνέπειες οι οποίες από την υπόθεση «Εάν το Ένα είναι», προέρχονται από το Ένα υπολογιζόμενο με απόλυτη σημασία.
Αυτές οι συνέπειες, όπως είναι γνωστό, είναι πως το Ένα, με την απόλυτη έννοια, δεν μπορεί να είναι ούτε όλον ούτε μέρος, δεν μπορεί να έχει αρχή, ούτε μέσον, ούτε τέλος, δεν μπορεί να έχει μορφή, δεν μπορεί να βρίσκεται σε κανένα τόπο, δεν μπορεί να κινηθεί ούτε να μείνει ακίνητο, δεν μπορεί να είναι ταυτόσημο ούτε διαφορετικό, ούτε όμοιο ούτε ανόμοιο, δεν μπορεί να είναι ίσο ούτε άνισο, δεν μπορεί να είναι πιο παλιό ή πιο νέο, ούτε να έχει την ίδια ηλικία με άλλα ούτε με τον εαυτό του, δεν μπορεί να είναι στον χρόνο, και επομένως δεν μπορεί να γεννηθεί ή να φθαρεί, ούτε να υπήρξε στο παρελθόν, ούτε να είναι στο παρόν, ούτε να βρίσκεται στο μέλλον, διότι όλα αυτά τα κατηγορήματα εισάγουν αναπόφευκτα στο Ένα, μια μορφή διακρίσεως, και επομένως πολλαπλότητος, η οποία όμως πρέπει να αποκλειστεί εντελώς από το Ένα, δεδομένου ότι αυτό εννοείται εδώ με την απόλυτη σημασία, δηλαδή σαν απολύτως απαλλαγμένο από σχέσεις με τα πολλά.
Είναι αποδεκτές αυτές οι συνέπειες, είναι δηλαδή δυνατές, ελεύθερες από αντιφάσεις; Την απάντηση την δίνει ξεκάθαρα ο Παρμενίδης, όταν ολοκληρώνει την διαπραγμάτευση της υποθέσεως δηλώνοντας πως, εάν το Ένα δεν μπορεί να υπήρξε στο παρελθόν, ούτε να είναι στο παρόν, ούτε στο μέλλον, δεν μπορεί με κανένα τρόπο να είναι, και εάν δεν μπορεί με κανένα τρόπο να είναι, δεν μπορεί ούτε να είναι Ένα, διότι να είσαι Ένα, είναι και αυτό ένας τρόπος υπάρξεως (Παρμ. 141e). Ξεκινώντας λοιπόν από την υπόθεση «εάν το Ένα είναι Ένα», φθάσαμε στο συμπέρασμα πως το Ένα δεν μπορεί να είναι ούτε καν Ένα: πιο φανερή αντίφαση από αυτή δεν μπορεί να υπάρξει. Η υπόθεση «εάν το Ένα είναι Ένα», λοιπόν, εάν εννοηθεί με έναν τρόπο που θα εννοεί το Ένα με απόλυτη σημασία, οδηγεί σε συνέπειες, οι οποίες είναι απαράδεκτες για το Ένα: αυτό σημαίνει πως πρέπει να εγκαταλειφθεί, αλλά μόνον με τον τρόπο με τον οποίο έγινε κατανοητή, δηλαδή πως είναι λάθος να εννοήσουμε το Ένα με απόλυτη σημασία.
Η επιβεβαίωση αυτού του συμπεράσματος δίνεται από όσα ο Πλάτων δηλώνει αμέσως μετά: αυτού που δεν είναι με κανένα τρόπο (τούτω τω μη όντι) δεν μπορεί να υπάρχει ούτε όνομα, ούτε λόγος, ούτε επιστήμη, ούτε αίσθησις, ούτε γνώμη (δόξα), δηλαδή δεν είναι δυνατόν ούτε να μιλήσουμε. Έτσι λοιπόν δεν είναι δυνατόν τα πράγματα να είναι έτσι γύρω από το Ένα (περί το Εν ταύτα ούτως έχειν) (Παρμ.142α). Είναι πιθανόν πως, κατά τον Πλάτωνα, το Ένα να είχε γίνει κατανοητό σε απόλυτη έννοια, από τον Ιστορικό Παρμενίδη, δηλαδή του Ελεατικού μονισμού. Μια τέτοια ανασκευή θα πετύχαινε εάν υποχρεωνόταν ο Παρμενίδης σε αντίφαση με τον εαυτό του, αναγκάζοντάς τον να δεχθεί πως το Ένα εάν κατανοηθεί όπως ο ίδιος ιστορικά το κατανόησε, δεν μπορεί να έχει κανένα από τα κατηγορήματα που ιστορικώς του απέδωσε (ολότητα, σφαιρικής μορφής, τοποθετημένο στον εαυτό του, ακίνητο, ταυτό, ίσο, αγέννητο, άφθαρτο) και κανένα από τα αντίθετά τους κατηγορήματα (μέρος, ευθείας μορφής, τοποθετημένο σε άλλο, κινητό, διαφορετικό, άνισο, γεννημένο, φθαρτό). Ακόμη και το συμπέρασμά ελήφθη στρέφοντας εναντίον του Παρμενίδη ένα τυπικά παρμενιδικό επιχείρημα: αυτού που δεν είναι, δεν μπορούμε να μιλήσουμε με κανένα τρόπο, δηλαδή όχι μόνον δεν μπορούμε να έχουμε εκείνη την επιστήμη, ή εκείνον τον λόγο, που δεχόταν ο Παρμενίδης μόνον για το Ένα, αλλά ούτε εκείνες τις άλλες μορφές γνώσεως, όπως την γνώμη, την αίσθηση και το όνομα, που δεχόταν ο Παρμενίδης για την εμπειρική ή φαινομενική πραγματικότητα.
Η φανερή αντίφαση των συμπερασμάτων αυτής της πρώτης υποθέσεως και η βεβαίωση της αδυνατότητος τα πράγματα να είναι έτσι για το ΕΝΑ, αποκλείουν εκ προοιμίου την νομιμότητα της νεοπλατωνικής ερμηνείας, η οποία είδε στο Ένα της πρώτης υπόθεσης την ιδέα του αγαθού της πολιτείας, δηλαδή αυτό που για τον Πλωτίνο θα είναι το άρρητο Ένα, ο ίδιος ο θεός, αρχή και πηγή κάθε όντος (Ενν. V,1,8 / Πρόκλος, στον Παρμ. 641,10). Ενώ λοιπόν το νεοπλατωνικό Ένα δεν είναι αντικείμενο επιστήμης, δηλαδή είναι στον μέγιστο βαθμό νοητό (ο Πλάτων την ονομάζει μέγιστον μάθημα, διότι για τον Πλάτωνα αυτό που είναι πλήρως είναι και πλήρως γνωστό (παντελώς ον παντελώς γνωστόν)• (Πλάτων, Πολιτεία VI, 505a, V, 477a). Το Ένα της πρώτης υποθέσεως είναι ακριβώς το αντίθετο της ιδέας του αγαθού, δηλαδή του θεού, καθότι, όπως λέει το κείμενο, αυτό δεν υπάρχει με κανένα τρόπο (το μη ον), δηλαδή το απόλυτο μη - ον, το καθαρό Μηδέν. Περί αυτού δεν μπορούμε να μιλήσουμε όχι επειδή είναι ανώτερο και από την πιο υψηλή ανθρώπινη γνώση, αλλά επειδή είναι τόσο ασύστατο που δεν είναι δυνατόν να γίνει αντικείμενο ούτε και της πιο χαμηλής γνώσεως. Άλλο τόσο παράνομες είναι επίσης, βάσει του κειμένου, και όλες οι άλλες ερμηνείες, οι οποίες, ακολουθώντας την νεοπλατωνική, προσπαθούν να ανακαλύψουν ένα θετικό νόημα στην πρώτη υπόθεση.
Η αδυναμία των συνεπειών που οδηγούμαστε κατανοώντας το Ένα με απόλυτη σημασία, υποχρεώνει τον Παρμενίδη να ξαναορίσει την υπόθεση «εάν το Ένα είναι», κατανοώντας τό Eίναι με μια άλλη σημασία.
(Συνεχίζεται)
ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΜΕ ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΜΑΣ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑΣ, ΔΕΝ ΚΑΤΑΝΟΟΥΜΕ ΠΟΣΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΞΑΝ ΑΥΤΕΣ ΟΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου